Α. Στοιχεία ορισμένου της αγωγής. Η αγωγή διανομής του κοινού κλήρου για να είναι ορισμένη θα πρέπει να περιέχει τα εξής στοιχεία[1]:
1. Την ταυτότητα του κληρονομουμένου, τον τόπο και τον χρόνο θανάτου του, καθώς και τον τόπο της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του.
2. Την κληρονομική ιδιότητα του ενάγοντος, την κληρονομική μερίδα που αξιώνει και τον λόγο της επαγωγής της κληρονομίας σε αυτόν. Εάν λ.χ. η κληρονομική ιδιότητα του ενάγοντος στηρίζεται στην εκ διαθήκης διαδοχή, θα πρέπει να αναφέρεται το περιεχόμενο και τα στοιχεία δημοσίευσης της διαθήκης· εάν θεμελιώνεται στην εξ αδιαθέτου διαδοχή, θα πρέπει να αναφέρεται η συγγένεια που συνδέει τον ενάγοντα με τον κληρονομούμενο κοκ.
3. Τη συγκυριότητα του ενάγοντος και των εναγομένων στα διανεμητέα αντικείμενα της κληρονομίας, απορρέουσα από τη σχέση κοινωνίας μεταξύ τους που έχει ως βάση την κληρονομική διαδοχή, καθώς και την άρνηση των τελευταίων για τη διανομή του κοινού κλήρου μεταξύ τους. Όταν στη διανεμητέα κληρονομική περιουσία περιλαμβάνονται ακίνητα, ανακύπτει το ζήτημα αν για το παραδεκτό της αγωγής διανομής του κοινού κλήρου απαιτείται η επίκληση στο δικόγραφο της αγωγής ότι ο ενάγων και οι εναγόμενοι έχουν προβεί σε μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομίας ή του κληρονομητηρίου. Στη νομολογία επικρατεί η άποψη ότι η μεταγραφή εκ μέρους του ενάγοντος είναι αναγκαία για το παραδεκτό της αγωγής, διότι η συγκυριότητα του ενάγοντος επί των διανεμητέων αντικειμένων είναι στοιχείο της βάσης της αγωγής, το οποίο πρέπει να αναγράφεται στο ίδιο το δικόγραφό της (ΚΠολΔ 216)[2]. Η άποψη αυτή είναι η ορθότερη δεδομένου ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η δικαστική διανομή συνεπάγεται τη διάθεση των διανεμητέων ακινήτων της κληρονομίας, η οποία (διάθεση) δεν είναι δυνατή από πρόσωπο που δεν έχει καταστεί δικαιούχος με τη μεταγραφή του οικείου τίτλου κτήσεως κυριότητας. Συνεπώς, στο δικόγραφο της αγωγής διανομής του κοινού κλήρου πρέπει ο ενάγων να εκθέτει ότι αποδέχθηκε την κληρονομία και μετέγραψε τη δήλωση αποδοχής, διαφορετικά η αγωγή πάσχει από αοριστία.
Όσον αφορά την εκ μέρους των εναγομένων μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομίας ή του κληρονομητηρίου, η παραπάνω κρατούσα νομολογία ορθώς δέχεται ότι δεν απαιτείται να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής διανομής ο τρόπος κατά τον οποίο οι εναγόμενοι έγιναν συγκύριοι των προς διανομή κληρονομιαίων ακινήτων, αλλά αρκεί για την παθητική νομιμοποίησή τους ότι ο ενάγων ομολογεί με την αγωγή του τη συγκυριότητά τους στα επίδικα ακίνητα. Εάν όμως ο εναγόμενος αμφισβητήσει με τις προτάσεις του την παθητική νομιμοποίησή του, ισχυριζόμενος ότι δεν έχει δικαίωμα συγκυριότητας επί των διανεμητέων ακινήτων, ο ενάγων υποχρεούται να εκθέσει -το αργότερο με την προσθήκη των προτάσεών του- τον τρόπο, κατά τον οποίον και εκείνος (ο εναγόμενος) έγινε συγκύριος των διανεμητέων ακινήτων[3]. Στη συνήθη περίπτωση που ο εναγόμενος έχει αποδεχθεί την κληρονομία πλασματικά, αφήνοντας να παρέλθει άπρακτη η τετράμηνη προθεσμία της ΑΚ 1847 και δεν έχει προχωρήσει (ίσως και σκόπιμα) σε μεταγραφή, ο ενάγων μπορεί να επιτύχει την έκδοση πιστοποιητικού περί μη αποποίησης για τον εναγόμενο και να μεταγράψει αυτό στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο ή κτηματολογικό γραφείο της περιοχής όπου βρίσκεται το ακίνητο. Έχει μάλιστα κριθεί ότι ο ενάγων που έχει ασκήσει αγωγή διανομής κατά συγκληρονόμου του, ισχυριζόμενος στην αγωγή ότι ο αντίδικός του έχει μερίδιο επί του διανεμητέου ακινήτου, χωρίς να έχει ακόμα μεταγράψει το πιστοποιητικό περί μη αποποίησης της κληρονομίας, δικαιούται να προβεί σε αυτή τη μεταγραφή ακόμη και μετά την έκδοση οριστικής αποφάσεως αλλά πάντως πριν από τη συζήτηση της κατ’ έφεσιν δίκης[4].
4. Την κυριότητα του κληρονομουμένου στα διανεμητέα αντικείμενα της κληρονομίας, τα οποία πρέπει να περιγράφονται επακριβώς[5]. Δεν αρκεί ότι αυτά βρίσκονταν στη νομή ή κατοχή του κληρονομουμένου. Η ΑΚ 1872 § 1, η οποία ορίζει ότι ως αντικείμενα της κληρονομίας θεωρούνται και εκείνα στα οποία ο κληρονομούμενος είχε κατά τον χρόνο θανάτου του δικαίωμα νομής ή κατοχής και αν είχε αποβληθεί όταν ζούσε, αναφέρεται μόνο στην περί κλήρου αγωγή και δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην αγωγή διανομής, καθώς η τελευταία αυτή αγωγή περιέχει διάθεση. Η ύπαρξη δικαιώματος υποθήκης ή ενεχύρου σε κληρονομιαίο πράγμα δεν αποτελεί πάντως στοιχείο της αγωγής[6]. Επιβάλλεται βέβαια η προσεπίκληση εκείνων που έχουν δικαιώματα υποθήκης ή ενεχύρου σε κληρονομιαίο πράγμα (ΚΠολΔ 491).
5. Την έλλειψη συμφωνίας των συγκληρονόμων για τη διανομή του κοινού κλήρου μεταξύ τους.Το στοιχείο αυτό θεωρείται πάντως ότι περιλαμβάνεται στην αγωγή, χωρίς να απαιτείται να μνημονεύεται ρητώς, αφού η έγερσή της υποδηλώνει την έλλειψη συμφωνίας για διανομή[7].
6. Το αίτημα της αγωγής, ήτοι τη λύση της μεταξύ των συγκληρονόμων υφιστάμενης κοινωνίας με διανομή των κληρονομιαίων.
Β. Αίτημα της αγωγής
Αίτημα της αγωγής διανομής του κοινού κλήρου είναι η λύση της κοινωνίας των συγκληρονόμων με την αυτούσια διανομή όλων των αντικειμένων της κοινής κληρονομιαίας περιουσίας ή την πώλησή τους με πλειστηριασμό. Δεν απαιτείται πάντως να υποβάλλεται με το δικόγραφο της αγωγής και ειδικό αίτημα περί του τρόπου διανομής, ο οποίος εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου[8].
Όταν με την αγωγή ζητείται η διανομή όλων των αντικειμένων του κοινού κλήρου, μπορεί στο αίτημά της να περιλαμβάνεται και η επιδίωξη ενοχικών απαιτήσεων που πηγάζουν από την κοινωνία των συγκληρονόμων, όπως είναι η αξίωση από τη χρήση των κοινών αντικειμένων (ΑΚ 787), οι αξιώσεις από την αποκόμιση ωφελημάτων από τα κοινά πράγματα (ΑΚ 788 § 2), οι αξιώσεις για απόδοση δαπανών που έγιναν από ορισμένο συγκληρονόμο υπέρ των κοινών αντικειμένων (ΑΚ 788 § 2 και 794), οι υποχρεώσεις που προέκυψαν από πταίσμα κατά τη διοίκηση της κοινής περιουσίας (ΑΚ 788, 802) κ.ά. Εάν οι αξιώσεις αυτές δεν προβληθούν στη δίκη της διανομής του κοινού κλήρου, μπορούν να επιδιωχθούν με χωριστή αγωγή.
[1] ΟλΑΠ 682/1976 ΝοΒ 25, 41· ΑΠ 515/2013 ΤΝΠ Νόμος.
[2] ΟλΑΠ 690/1976 ΝοΒ 25, 43· ΑΠ 619/2012 ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 1187/2011 ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 2001/2009 ΕλλΔνη 52, 720.
[3] ΑΠ 619/2012 ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 1475/2008 ΤΝΠ Νόμος.
[4] ΕφΘεσ 10/1994 Αρμ 48, 678.
[5] Στο δικόγραφο της αγωγής πρέπει να αναγράφεται και η αξία των διανεμητέων πραγμάτων (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54, 849· ΑΠ 587/1974 ΝοΒ 23, 155· ΕφΑθ 461/2010 ΕλλΔνη 51, 521· ΕφΑθ 10087/2002 ΤΝΠ Νόμος.
[6] ΑΠ 1030/1993 ΕλλΔνη 37, 95.
[7] ΕφΘεσ 305/2001 ΑρχΝ 54, 81· ΕφΑθ 6635/1995 ΝοΒ 44, 451.
[8] ΑΠ 863/2006 ΕλλΔνη 48, 442· ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54, 849· ΑΠ 1309/2005 ΕλλΔνη 49, 747· ΑΠ 981/2002 ΕλλΔνη 44μ, 1294· ΑΠ 1053/1993 ΕλλΔνη 35, 1577· ΕφΑθ 5772/2009 ΕΔΠ 2010, 105· ΜΠρΘεσ 35998/2009 Αρμ 64, 507. Το δικαστήριο που διατάσσει τη διανομή με διαφορετικό τρόπο από εκείνο που ζήτησε ο ενάγων δεν υποπίπτει στην πλημμέλεια του αναιρετικού λόγου της ΚΠολΔ 559 αρ. 9 (ΑΠ 1709/2006 ΝοΒ 55, 440).
* Ο κ. Κίμων Σαϊτάκης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μεταδιδάκτορας (Post-doc) της Νομικής Σχολής Αθηνών, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Κουτσουλέλος είναι Δικηγόρος Αθηνών και ιδρυτικό μέλος του επιστημονικού σωματείου Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ