Γενικά: Προϋποθέσεις παροχής έννομης προστασίας είναι εκείνες που πρέπει να υπάρχουν για να ικανοποιηθεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο ατομικό δικαίωμα δικαστικής προστασίας (άρθρ. 20 παρ. 1, Σ.) με την έκδοση ευνοϊκής απόφασης και είναι η νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον (άρθρ. 68 και 69 ΚΠολΔ).
Οι προϋποθέσεις αυτές δεν έχουν σχέση με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, που επηρεάζουν το παραδεκτό των διαδικαστικών πράξεων, δηλαδή, η δικαιοδοσία (άρθρ. 4 επ. ΚΠολΔ), η καθ’ ύλη (αρθρ. 7 επ. ΚΠολΔ) και κατά τόπο αρμοδιότητα (άρθρ. 22 επ. ΚΠολΔ), η ικανότητα διαδίκου (άρθρ. 62 ΚΠολΔ), η ικανότητα παράστασης στο δικαστήριο (άρθρ. 63 επ. ΚΠολΔ) και η ικανότητα παράστασης διά ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου (άρθρ. 94 επ. ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον αναφέρονται στη βασιμότητά τους.
Κατά τη νεότερη επικρατούσα άποψη η νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον δεν αποτελούν προϋποθέσεις του βασίμου των διαδικαστικών πράξεων (άρθρ. 68 ΚΠολΔ), αλλά του παραδεκτού τους (ΑΠ 604/2009 ΕλλΔνη 2011, 381 – ΑΠ 45/2007 Δ 2007 παρ.Κ.Μπέη – ΕφΑθ 3895/1998 ΑρχΝ 1999, 427 παρ. Χ.Νικολαϊδη – Κ.Μπέης Πολιτική Δικονομία 374 – αντιθ. Γ.Ράμμος Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, 263 παρ. 119), με αποτέλεσμα μόνον μία πλέον να αποτελεί προϋπόθεση για την παροχή έννομης προστασίας: να υπάρχει δικαίωμα ιδιωτικού δικαίου (κατά κανόνα) (άρθρ. 1 ΚΠολΔ).
Σημειώνεται ότι οι ανωτέρω προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την παραδεκτή άσκηση των διαδικαστικών πράξεων χαρακτηρίζονται ως γενικές, δεδομένου ότι ο νομοθέτης μπορεί προβλέπει στις κατ’ ιδίαν διαδικαστικές πράξεις πρόσθετες (ειδικές), όπως π.χ. για την εμπράγματη αγωγή την εγγραφή στα βιβλία διεκδικήσεων του αρμόδιου υποθηκοφυλακείου (άρθρ. 220 ΚΠολΔ) ή την μη ύπαρξη δεδικασμένου (άρθρ. 332 ΚΠολΔ), κλπ.
Ύπαρξη δικαιώματος: Για να παρασχεθεί όμως έννομη προστασία πρέπει, το δικαίωμα αυτό, να είναι:
α) κεκτημένο, με την έννοια ότι συντρέχουν όλες οι κατά το ουσιαστικό δίκαιο όροι και προϋποθέσεις για την γέννησή του, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να συνδέεται με ορισμένο πρόσωπο,
β) προσβεβλημένο, δηλαδή υπάρχει κάποια πράξη ή παράλειψη αντίθετη με το περιεχόμενό του, ώστε να δημιουργείται αξίωση για την παροχή έννομης προστασίας κατά τα άρθρα 70 επ. ΚΠολΔ και
γ) απαιτητό, με την έννοια ότι το δικαίωμα δεν εξαρτάται από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, ώστε να καθίσταται αγώγιμο.
Το άρθρο 69 ΚΠολΔ: Εξαιρετικά, όμως, στο άρθρ. 69 ΚΠολΔ προβλέπονται περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορεί να ζητηθεί έννομη προστασία ακόμα και αν το δικαίωμα δεν είναι απαιτητό (προληπτική δικαστική προστασία) και συγκεκριμένα (περιπτωσιολογία: Ν.Νίκας σε Κεραμέα/Κονδύλη Ερμηνεία ΚΠολΔ, 148 επ):
α) Όταν η παροχή που δεν εξαρτάται από αντιπαροχή συνδέεται με την επέλευση χρονικού σημείου, προτού επέλθει το χρονικό αυτό σημείο, οπότε ο εναγόμενος καταδικάζεται να καταβάλλει τα χρήματα ή να παραδώσει το πράγμα μόλις επέλθει το χρονικό σημείο.
Στην περίπτωση αυτή προϋπόθεση για την άσκηση της αγωγής αποτελεί το γεγονός ότι, κατά την διάρκεια της συζήτησης, είχε επέλθει ο γενεσιουργός λόγος του επιδίκου δικαιώματος (ΕφΑθ 648/1977 ΝοΒ 1978, 58). Πάντως δεν αφορά τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, εκτός αν έχει εκπληρωθεί η παροχή από τον ενάγοντα (ΕφΑΘ 161/2010 ΕφΑΔ 2010, 564), ενώ εφαρμόζεται και επί μισθωτικών διαφορών, όπως στην απόδοση του μισθίου λόγω λήξης του χρόνου ή καθυστέρησης καταβολής του μισθώματος (ΑΠ 598/1991 ΕλλΔνη 1991, 787), καθώς και στις εργατικές διαφορές με αντικείμενο τις αποδοχές υπερημερίας για τον χρόνο μετά την άσκηση της αγωγής και έως την άρση της υπερημερίας (ΑΠ 752/2007, ΕλλΔνη 2007, 807-ΑΠ 294/2001 ΕλλΔνη 2001, 692).
β) Στην περίπτωση του άρθρου 378 ΑΚ, (ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος).
γ) Σε περίπτωση που ο ενάγων ζητεί να του παραδοθεί ένα πράγμα και για την περίπτωση που δεν του παραδοθεί το ίδιο πράγμα ζητεί το διαφέρον, π.χ. ο εναγόμενος καταδικάζεται να πληρώσει αποζημίωση εάν δεν βρεθεί το πράγμα στο στάδιο της εκτέλεσης (ΑΠ 1647/2006 ΕλλΔνη 2007, 763-Κ.Μπέης Πολιτική Δικονομία 377).
δ) Όταν η γέννηση ή η άσκηση του δικαιώματος εξαρτάται από την έκδοση της απόφασης, όταν, π.χ. ασκείται μαζί με την αγωγή για τη λύση του γάμου και αγωγή διατροφής (ΑΠ 1976/1986 ΕλλΔνη 1987, 1431).
ε) Σε περίπτωση που το δικαίωμα εξαρτάται από την πλήρωση της αίρεσης ή την επέλευση γεγονότος. Επομένως μπορεί να ασκηθεί αγωγή απόδοσης μισθίου και πριν λήξει η μίσθωση για ιδιόχρηση, όμως η απόδοση του θα διαταχθεί από την λήξη (ΑΠ 1037/1998 ΕλλΔνη 1998, 1599-ΑΠ 288/1979 ΝοΒ 1979, 1317). Η περίπτωση αυτή δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην αναπροσαρμογή του μισθώματος (ΜΠρΑθ 7971/1978 ΝοΒ 1978, 544) και στην αποζημίωση του άρθρου 703 ΑΚ επί μεσιτείας (ΕφΑθ 7009/1976 ΝοΒ 1977, 544).
στ) Σε κάθε άλλη περίπτωση εάν υπάρχει βασικός φόβος ότι ο οφειλέτης θα αποφύγει την έγκαιρη εκπλήρωση της παροχής, ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του (Ν.Νίκας σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα Ερμηνεία ΚΠολΔ, 151).
Εκτελεστότητα: Στις παραπάνω περιπτώσεις μπορεί να ζητηθεί προστασία για δικαίωμα που δεν έχει γίνει ακόμα απαιτητό, πλην όμως η σχετική απόφαση δεν μπορεί να εκτελεστεί πριν πληρωθεί η αίρεση ή παρέλθει η προθεσμία (άρθρ. 915 ΚΠολΔ).
Η πλήρωση της αίρεσης ή η πάροδος της προθεσμίας ή το γεγονός από το οποίο είχε εξαρτηθεί το δικαίωμα, πρέπει να αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο με αποδεικτική δύναμη, που πρέπει να κοινοποιηθεί με την επιταγή για εκτέλεση στον οφειλέτη (άρθρ. 924, ΚΠολΔ) (Χ.Τριανταφυλλίδης-Π.Βαφειάδου σε Χ.Απαλλαγάκη, ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο 2013, 2003 επ.).