Αιτιολ. Έκθεση Προστίθεται νέο άρθρο 523 σύμφωνα με το οποίο εάν η αίτηση για αναίρεση απορρίφθηκε από παραδρομή ως ανυποστήρικτη ή απαράδεκτη η αν κάποιος προταθείς λόγος αναίρεσης δεν κρίθηκε από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, με αίτηση του αναιρεσείοντα ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή αυτεπαγγέλτως, μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την έκδοση της απόφασης, ο Άρειος Πάγος επανέρχεται για αποκατάσταση της παραδρομής ή για κρίση του μη εξετασθέντος λόγου, η λύση δε που δίδεται με αυτήν έχει καθιερωθεί στην πράξη από τη νομολογία του Αρείου Πάγου (η προθεσμία, όπως φαίνεται από την τελική διάταξη, είναι ένας μήνας από την καθαρογραφή της απόφασης).
Άρθρο 523 – Επανεξέταση. Αν η αίτηση για αναίρεση απορρίφθηκε από παραδρομή ως ανυποστήρικτη ή απαράδεκτη ή αν κάποιος προταθείς λόγος αναίρεσης δεν κρίθηκε, με αίτηση του αναιρεσείοντα ή του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή αυτεπαγγέλτως, ο Άρειος Πάγος επανέρχεται για αποκατάσταση της παραδρομής ή κρίση του μη εξετασθέντος λόγου. Η αίτηση για επανεξέταση προταθέντος λόγου αναίρεσης που δεν κρίθηκε πρέπει να υποβληθεί, με ποινή απαραδέκτου, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την καθαρογραφή της απόφασης του Αρείου Πάγου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται όσα ορίζει το άρθρο 512. (το β εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 4637/2019 (Α’ 180).
Προϊσχύσας ΚΠΔ. Η διάταξη του 523 προστέθηκε με τον νΚΠΔ. Παρόλα αυτά, υπό τον πΚΠΔ, η νομολογία έκανε δεκτή αίτηση επανεξέτασης λόγου αναιρέσεως, υπό τις κατωτέρω προϋποθέσεις: Κατά τα άρθρα 370 και 514 του ΚΠοινΔ, τα ποινικά δικαστήρια δεν μπορούν να επανεξετάσουν ή να ανακαλέσουν την οριστική τους απόφαση, όπως είναι και αυτή, με την οποία απορρίπτεται ένδικο μέσο, ενώ, κατά της απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίπτεται αίτηση αναίρεσης, ως ανυποστήρικτη, απαράδεκτη ή αβάσιμη, δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο, ούτε δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατά της ίδιας απόφασης. Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία ο Άρειος Πάγος παρέλειψε, από παραδρομή, να ερευνήσει αναιρετικό λόγο, που προτάθηκε παραδεκτώς, μπορεί, εν όψει της αυτοτέλειας που διακρίνει κάθε λόγο, ο οποίος διατυπώνεται σωρευτικώς με τους λοιπούς ομοίους στο ίδιο δικόγραφο αναίρεσης, να επανέλθει και να τον εξετάσει, χωρίς αυτό να αντιτίθεται στις παραπάνω διατάξεις, διότι επί του μη εξετασθέντος αναιρετικού λόγου δεν υπάρχει απόφαση. Η ίδια δικονομική τακτική δεν είναι δυνατή στην περίπτωση, κατά την οποία ο Άρειος Πάγος παρέλειψε εκ παραδρομής να εξετάσει μη προταθέντα αλλά αυτεπαγγέλτως, κατ’ άρθρο 511 του ΚΠοινΔ, ερευνώμενο λόγο αναίρεσης, ακόμη και όταν ο αναιρεσείων, με υποβληθέν υπόμνημά του στη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, επισήμανε την ύπαρξη τέτοιου λόγου και ζήτησε την αυτεπάγγελτη έρευνά του, καθόσον ο Άρειος Πάγος, μετά την εξέταση όλων των παραδεκτώς προβληθέντων αναιρετικών λόγων, ελλείψει εκκρεμότητας παραδεκτώς προταθέντος λόγου, απεκδύεται της εξουσίας του και δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει εκ νέου την υπόθεση. Η δυνατότητα επανεξέτασης από τον Άρειο Πάγο απορριφθείσας από αυτόν αίτησης αναίρεσης του κατηγορουμένου, ως προς λόγο ή λόγους του κυρίου δικογράφου ή εκείνου των πρόσθετων λόγων, που φέρονται ότι δεν ερευνήθηκαν ούτε απορρίφθηκαν με προηγούμενη απόφαση, προϋποθέτει, ότι οι λόγοι αυτοί έχουν προταθεί παραδεκτά και είναι αυτοτελείς και διαφορετικοί από άλλους απορριφθέντες λόγους αναίρεσης, καθώς και ότι αυτοί δεν αφορούν βελτίωση, διευκρίνιση ή συμπλήρωση προβληθεισών και απορριφθεισών πλημμελειών. Η απόρριψη των λόγων αναίρεσης, που αποκλείει την επανεξέτασή τους, δεν είναι απαραίτητο να προκύπτει με ρητή για καθένα από αυτούς απορριπτική σκέψη της απόφασης, αλλά μπορεί να συνάγεται από το όλο σκεπτικό της και είναι αδιάφορη η πληρότητα ή μη της αιτιολογίας του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου για την κρίση της απόρριψης, διότι εκείνο που αποτελεί αντικείμενο της σχετικής δίκης δεν είναι η ορθότητα ή μη της απορριπτικής κρίσης του Δικαστηρίου, αλλά αν παραλείφθηκε η εξέταση από παραδρομή κάποιου από τους λόγους αναίρεσης του κυρίου δικογράφου ή και εκείνου των προσθέτων λόγων και συνεπώς δεν υπήρξε απόφαση επ’ αυτού, οπότε, αν παραπονείται βασίμως ο αιτών την επανεξέταση αναίρεσης, το Δικαστήριο θα κάνει δεκτή την αίτηση και θα επανεξετάσει τον σχετικό λόγο, τον οποίο μπορεί να απορρίψει ή να δεχθεί και να αναιρέσει, συνολικά ή μερικά, την απόφαση που προσβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης. Η ρύθμιση του παραπάνω ζητήματος δεν προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α’ της Σύμβασης της Ρώμης, η οποία κυρώθηκε με το ν.δ/μα 53/1974, διότι με τις διατάξεις αυτές αναγνωρίζεται μεν σε κάθε πολίτη το δικαίωμα να προσφύγει στο δικαστήριο προς προστασία των εννόμων αυτού συμφερόντων και να αναπτύξει σ’ αυτό τις απόψεις του, όχι όμως απεριορίστως, αλλά υπό τους όρους και περιορισμούς που θέτει ο κοινός νομοθέτης. Οι τελευταίοι είναι αυτονόητο, ότι δεν μπορούν να είναι τέτοιοι, ώστε να οδηγούν στην εκμηδένιση των ανωτέρω δικαιωμάτων. Έτσι, κρίνεται ως θεμιτή και ως μη αντιβαίνουσα στις αμέσως παραπάνω διατάξεις η μη αναγνώριση, σ’ εκείνον του οποίου η αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε, του δικαιώματος να ζητήσει με μεταγενέστερη αίτησή του την εξέταση λόγου αναίρεσης, ο οποίος, αν και δεν προτάθηκε, θα έπρεπε να είχε εξετασθεί αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο, στον οποίο η εν λόγω εξουσία παρασχέθηκε με το άρθρο 511 του ΚΠοινΔ ως δικονομική ευχέρεια χάριν της ορθότερης άσκησης του αναιρετικού του έργου, χωρίς εκ τούτου να μπορεί να θεμελιωθεί αντίστοιχο αίτημα του αναιρεσείοντος. (ΑΠ 797/2019, ΑΠ 1261/2019).
Κατά τον ισχύοντα ΚΠΔ: Η αίτηση για επανεξέταση προταθέντος λόγου αναίρεσης που δεν κρίθηκε πρέπει να υποβληθεί, με ποινή απαραδέκτου, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την καθαρογραφή της απόφασης του Αρείου Πάγου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται όσα ορίζει το άρθρο 512, σύμφωνα με το οποίο, αν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται κατά τη διαδικασία του άρθρου 476. Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς συνάγεται, ότι ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να επανεξετάσει λόγο αναίρεσης, τον οποίο ερεύνησε και απέρριψε, έστω και εσφαλμένα, είτε ως απαράδεκτο είτε ως αβάσιμο. Η απόρριψη δε των λόγων αναίρεσης, που αποκλείει την επανεξέτασή τους, δεν είναι απαραίτητο να προκύπτει από ρητή για καθένα απ` αυτούς απορριπτική σκέψη της απόφασης, αλλά μπορεί να συνάγεται από το όλο σκεπτικό της, είναι δε αδιάφορη η πληρότητα ή μη της αιτιολογίας της σχετικής με την απόρριψη αυτή κρίσης. Εξάλλου, το διατακτικό της οριστικής απόφασης, με την οποία απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης και η οποία έχει προφανώς την έννοια, ότι δεν κρίθηκε βάσιμος κανένας παραδεκτός αναιρετικός λόγος, αφορά, ακόμη και χωρίς ειδική απορριπτική σκέψη στο αιτιολογικό, και στους απαράδεκτους λόγους, καθώς και σ` αυτούς που το πραγματικό τους ταυτίζεται με άλλους λόγους αναίρεσης, οι οποίοι ασκήθηκαν συνδυαστικά με εκείνους και κρίθηκαν ρητά απορριπτέοι. Περαιτέρω, κατά την καθιερούμενη με τη διάταξη του άρθρου 464 (πρώην 463) νέου ΚΠοινΔ αρχή, ένδικα μέσα, μεταξύ των οποίων η αίτηση αναίρεσης, καθώς και η αίτηση για επανεξέταση προταθέντος λόγου αναίρεσης, που δεν κρίθηκε (άρθρα 462 και 523 ΚΠοινΔ), μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος, στον οποίο ο νόμος δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, σε κάθε, όμως, περίπτωση, είναι απαραίτητο ο δικαιούμενος να έχει συμφέρον για την άσκησή του στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ίδιο δε ισχύει και για την προβολή κάθε λόγου του ένδικου μέσου. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο πρέπει να επιδιώκει ορισμένο όφελος από την παραδοχή του, να αναμένει δηλαδή βελτίωση της θέσης του από την ευδοκίμησή του, το δε συμφέρον πρέπει να είναι ατομικό και να μην αφορά άλλους. Αν λείπει το έννομο συμφέρον, το ένδικο μέσο ή ο διαλαμβανόμενος σ` αυτό λόγος, κατά περίπτωση, απορρίπτεται ως απαράδεκτος (AΠ 756/2020, ΑΠ 819/2020).
Προϋποθέσεις άσκησης της αίτησης επανεξέτασης: Σύμφωνα με τις πρώτες αποφάσεις, υπό την ισχύ της νέας διάταξης του άρθρου 523 ΚΠΔ, η αίτηση αυτή υποβάλλεται υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
- Προθεσμία Η αίτηση για επανεξέταση προταθέντος λόγου αναίρεσης που δεν κρίθηκε πρέπει να υποβληθεί, με ποινή απαραδέκτου, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την καθαρογραφή της απόφασης του Αρείου Πάγου
- Ο λόγος να μην έχει πράγματι εξεταστεί καθόλου από τον ΑΠ ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να επανεξετάσει λόγο αναίρεσης, τον οποίο ερεύνησε και απέρριψε, έστω και εσφαλμένα, είτε ως απαράδεκτο είτε ως αβάσιμο
- Ο λόγος να μην έχει απορριφθεί ρητά ή σιωπηρά, με ή χωρίς αιτιολογία Η απόρριψη δε των λόγων αναίρεσης, που αποκλείει την επανεξέτασή τους, δεν είναι απαραίτητο να προκύπτει από ρητή για καθένα απ` αυτούς απορριπτική σκέψη της απόφασης, αλλά μπορεί να συνάγεται από το όλο σκεπτικό της, είναι δε αδιάφορη η πληρότητα ή μη της αιτιολογίας της σχετικής με την απόρριψη αυτή κρίσης
- Η απόρριψη λόγου αφορά και τους συνδυαστικά κρινόμενους με άλλους λόγους βασιζόμενους στα αυτά πραγματικά περιστατικά το διατακτικό της οριστικής απόφασης, με την οποία απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης και η οποία έχει προφανώς την έννοια, ότι δεν κρίθηκε βάσιμος κανένας παραδεκτός αναιρετικός λόγος, αφορά, ακόμη και χωρίς ειδική απορριπτική σκέψη στο αιτιολογικό, και στους απαράδεκτους λόγους, καθώς και σ` αυτούς που το πραγματικό τους ταυτίζεται με άλλους λόγους αναίρεσης, οι οποίοι ασκήθηκαν συνδυαστικά με εκείνους και κρίθηκαν ρητά απορριπτέοι
- Έννομο συμφέρον αίτηση για επανεξέταση προταθέντος λόγου αναίρεσης, που δεν κρίθηκε (άρθρα 462 και 523 ΚΠοινΔ), μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος, στον οποίο ο νόμος δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, σε κάθε, όμως, περίπτωση, είναι απαραίτητο ο δικαιούμενος να έχει συμφέρον για την άσκησή του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αν λείπει το έννομο συμφέρον, το ένδικο μέσο ή ο διαλαμβανόμενος σ` αυτό λόγος, κατά περίπτωση, απορρίπτεται ως απαράδεκτος
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ