Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν 5960/1933 «περί επιταγής», όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ’ αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αντικειμενικά μεν 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρίας, που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της Εταιρίας, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και 4) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή, οπωσδήποτε κατά το χρόνο εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της εκδόσεως επιταγής που είναι ακάλυπτη (ΑΠ (Ποιν) 858/2016, ΑΠ (Ποιν) 891/2015, ΑΠ (Ποιν) 671/2013 ΤΝΠ NΟΜΟΣ). Περαιτέρω, αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής, δηλαδή επιταγής, η οποία κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια Τράπεζα δεν πληρώθηκε, λόγω έλλειψης αντίστοιχων κεφαλαίων του εκδότη, αποτελεί, κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 του Ν 5960/1933, αξιόποινη πράξη (πλημμέλημα), όταν ο εκδότης ενήργησε από δόλο, που μπορεί να είναι και ενδεχόμενος (άρθρο 27 παρ. 1 ΠΚ), αφού, μετά την αντικατάσταση του αρχικού άρθρου 79 του Ν 5960/1933 με το άρθρο 1 του ΝΔ 1325/1972, δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της ποινικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος η έκδοση της επιταγής εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα υπάρξουν κατά την εμφάνισή της προς πληρωμή αντίστοιχα κεφάλαια (ΟλΑΠ 29/2007, ΑΠ 1008/2010, ΑΠ 966/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι δολίως ενεργεί ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής όχι μόνο όταν γνωρίζει ότι δεν έχει κατά την έκδοση ή δεν θα έχει κατά την πληρωμή της επιταγής αντίστοιχα κεφάλαια, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασμός του κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό (ΑΠ 1069/2017 NΟΜΟΣ, ΑΠ 671/2013 ό.π., ΑΠ 1051/2012, ΜΕφΛαρ 7/2017 NΟΜΟΣ), χωρίς να επηρεάζεται το αξιόποινο της πράξης του εκδότη από λόγους αναγόμενους στην αιτία εκδόσεως και μεταβιβάσεως της ακάλυπτης επιταγής (ΑΠ 740/2001, ΕλλΔνη 43.733). Αρκεί δηλαδή για το υποκειμενικό στοιχείο ο εκδότης σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει, ακόμη και ως ενδεχόμενη, την έλλειψη των διαθέσιμων κεφαλαίων σε οποιοδήποτε από τα ανωτέρω χρονικά σημεία και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του άνω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Επομένως, είναι χωρίς έννομη επιρροή αν το προαναφερόμενο γνωστικό στοιχείο του εκδότου αναφέρεται στο χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή σε εκείνο της πληρωμής. Όταν δε στοιχειοθετείται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς το προαναφερόμενο ποινικό αδίκημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, στοιχειοθετείται παράλληλα και η αναγκαία για την αστική ευθύνη από αδικοπραξία παράνομη και υπαίτια πράξη εκείνου που εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή, από την οποία πράξη προξενείται κατ’ αιτιώδη συνάφεια στον νόμιμο κομιστή της επιταγής η ζημία εκ της μη εισπράξεως του ποσού της εν λόγω επιταγής κατά τον χρόνο εμφανίσεώς της προς πληρωμή και έτσι γεννιέται η ευθύνη εκείνου για αποζημίωση τούτου με ποσό ίσο εκείνου της επιταγής. Εξάλλου, η οικονομική δυσχέρεια του εκδότη να εξεύρει τα αναγκαία για την πληρωμή της επιταγής κεφάλαια, δεν αίρει το δόλο, με την προεκτεθείσα έννοια, αφού το στοιχείο της υπαιτιότητας δεν ερμηνεύεται με βάση την οικονομική δυνατότητα του εκδότη – αφού αυτή εμπεριέχεται στον κύκλο της δικής του επιχειρηματικής δραστηριότητας – αλλά τη στάση του έναντι του οικείου λογαριασμού και την αποδοχή του ότι ενδέχεται να μην υπάρξουν τα αναγκαία διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της πληρωμής. Οι διατάξεις του άρθρου 79 του Ν 5960/1933 έχουν θεσπισθεί για την προστασία τόσο δημόσιου όσο και του ατομικού συμφέροντος του δικαιούχου της επιταγής, και μάλιστα, μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του παραπάνω άρθρου με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν 2408/1996, αυτό είναι το κατ’ εξοχήν έννομο συμφέρον που προστατεύεται. Συνεπώς, η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, που ενήργησε δολίως κατά την ανωτέρω έννοια, αδικοπραξία, που τον υποχρεώνει, κατά τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, σε ισόποση κατ’ αρχήν με το ποσό της επιταγής αποζημίωση και εύλογη λόγω ηθικής βλάβης χρηματική ικανοποίηση του νόμιμου κομιστή της, ο οποίος μάλιστα δεν είναι αναγκαίο να είναι αυτός που την εμφάνισε στην πληρώτρια Τράπεζα, αλλά μπορεί να είναι και προηγούμενος οπισθογράφος που πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής με δικαίωμα αναγωγής, ζημία του είναι απότοκη της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή (Ολ.ΑΠ 29/2007, ΑΠ 1069/2017 ό.π., ΑΠ 1008/2010, ΜΕφΛαρ 7/2017 ό.π.). Ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρα 28, 29 παρ. 1 και 4 και 56 του Ν 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικά εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία έκδοσης (ΑΠ 1069/2017 ό.π., ΑΠ 705/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλονότι η επιταγή είναι πάντα πληρωτέα εν όψει, ακόμα και όταν είναι μεταχρονολογημένη κάθε δε αντίθετη μνεία θεωρείται μη γεγραμμένη. Έτσι, στην περίπτωση μεταχρονολογημένης επιταγής, αφού η επιταγή είναι πάντοτε πληρωτέα «εν όψει», ο εκδότης αναλαμβάνει και τον κίνδυνο της πρόωρης εμφάνισής της, δεδομένου ότι αυτή νομίμως εμφανίζεται σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο, από την ημέρα που πραγματικά εκδόθηκε μέχρι και οκτώ (8) ημέρες μετά την επ’ αυτής αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης (ΑΠ 1451/2007 Δνη 48. 1401, ΑΠ 342/2005 Δνη 47. 1393, ΕφΛαρ 101/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ). Δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι όχι μόνον ο τελευταίος νόμιμος κομιστής της επιταγής κατά τον χρόνο της εμφανίσεως της και βεβαιώσεως της μη πληρωμής που είναι και ο χρόνος τελέσεως του αδικήματος, όπως γινόταν δεκτό νομολογιακά μέχρι πρότινος, αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος που έγινε κομιστής αυτής, αφού υφίσταται τελικά τη ζημία από μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτή είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη, ο οποίος εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν. Εξάλλου κατά το άρθρο 71 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση προς αποζημίωση. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον. Έτσι, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής στο όνομα του νομικού προσώπου, ο υπογράψας ως εκπρόσωπός του ευθύνεται και ο ίδιος από αδικοπραξία (ΕφΠειρ 822/2003 ό.π., ΕφΑθ 4704/1998 Δνη 39. 1365, ΕφΠειρ 665/1999 Δνη 41. 491, Μάρκου Δίκαιο επιταγής εκδ. 1995 σελ. 311). Ως όργανο δε του νομικού προσώπου, μεταξύ των οποίων είναι και η ανώνυμη εταιρεία, νοούνται όχι μόνο τα πρόσωπα που διοικούν το νομικό πρόσωπο, αλλά και εκείνα των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη και τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου, ακόμη και όταν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη διοίκηση του τελευταίου (ΑΠ 1536/2000 Δνη 42. 1305, ΑΠ 1615/1999 Δνη 41. 429, ΕφΑθ 6256/2000 ό.π., ΕφΑθ 4704/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, επί ανώνυμης εταιρίας, οι διοικούντες αυτήν (πρόεδρος, διευθύνων σύμβουλος ή άλλο μέρος του Δ.Σ.) δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για τα χρέη της εταιρίας, είναι όμως δυνατή η ευθύνη τους προσωπικά από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ΑΚ. Δηλαδή η αρχή της μη ευθύνης των καταστατικών οργάνων ανώνυμης εταιρίας δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία με βάση τις γενικές αρχές (άρθρο 914 ΑΚ), οπότε υπάρχει στην περίπτωση αυτή ευθύνη τους (ΕφΑθ 7018/1998 Δνη 40. 1139, ΕφΑθ 4704/1998 Δνη 39. 1365, Πασσιά, Το Δίκαιο της ΑΕ παρ. 548, 561, Λεβαντή, Το Δίκαιο των Εμπορικών Εταιριών έκδ. 1994, σελ. 562). Επομένως, την αδικοπρακτική ευθύνη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής δεν αποκλείει το γεγονός ότι την υπέγραψε αυτός ως νόμιμος εκπρόσωπος εταιρείας και απλώς στην περίπτωση αυτή ευθύνεται κατά το άρθρο 71 ΑΚ εις ολόκληρο με το Νομικό Πρόσωπο της Εταιρείας και μάλιστα ανεξάρτητα από τη μορφή της Εταιρείας ως Προσωπικής ή Κεφαλαιουχικής, αφού και στην περίπτωση των Κεφαλαιουχικών Εταιρειών ο νόμιμος εκπρόσωπός τους ναι μεν δεν ευθύνεται ατομικά για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται όμως κατά τις γενικές διατάξεις για τις αδικοπραξίες του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, επομένως και για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής (AΠ 1051/2012 όπ.). Συνακόλουθα για τις εναντίον του απαιτήσεις από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του μπορεί ως μέσο εκτέλεσης να διαταχθεί κατά το άρθ. 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ και η προσωποκράτησή του, αφού η εξαίρεση της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου εμποδίζει την προσωποκράτησή του για χρέη που βαρύνουν το Νομικό Πρόσωπο της Εταιρείας (Α.Ε. ή Ε.Π.Ε.) και όχι ατομικά το ίδιο το Φυσικό Πρόσωπο, έστω και αν αυτό αδικοπράγησε στο πλαίσιο των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί (ΑΠ 1380/2013, ΑΠ 1720/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, από τον συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 79 Ν 5960/1933, 297, 298 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι ο εκδότης επιταγής σε διαταγή, έστω και μεταχρονολογημένης, που γνωρίζει ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια υπέρ του κομιστή στην πληρώτρια τράπεζα (και γι’ αυτό τον λόγο δεν πληρώθηκε η επιταγή μέσα στη νόμιμη προθεσμία εμφάνισής της), ζημιώνει τον τελευταίο και δη υπαίτια και παράνομα, συνεπώς υποχρεούται προς αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Η αξίωση αυτή προς αποζημίωση κατά το άρθρο 914 ΑΚ συρρέει παράλληλα με την αξίωση από το νόμο περί επιταγών (άρθρο 40), διότι, όπως γίνεται δεκτό, επί συρροής αξιώσεων από συμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη, οι οποίες τείνουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην ικανοποίηση της ίδιας παροχής, απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει οποιαδήποτε από αυτές προτιμά, με τον περιορισμό ότι η ικανοποίηση της μιας επιφέρει αντίστοιχη απόσβεση και της άλλης (ΕφΑθ 6286/2000 Δνη 42. 202, ΕφΘεσ 308/1998 ΔΕΕ 1998. 304). Στην περίπτωση που ασκείται αγωγή από αδικοπραξία εξαιτίας εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, ο ενάγων μπορεί να ζητήσει αποζημίωση όχι μόνο για το ποσό της επιταγής, αλλά και για κάθε άλλη ζημία που υπέστη από την σε βάρος του αδικοπραξία του εκδότη της επιταγής, καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης. Επίσης, δεδομένου ότι ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, σε αποζημίωση του κομιστή και αν ακόμα η επιταγή είναι μεταχρονολογημένη σε περίπτωση άσκησης της αγωγής, ο δικαιούχος (κομιστής της επιταγής), κατά την τακτική διαδικασία, ως εκ του λόγου ότι έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να σωρεύσει και το αίτημα προσωπικής κρατήσεως κατά του εναγομένου – εκδότη της επιταγής, θεμελιωμένο στο άρθρο 1047 ΚΠολΔ, δηλαδή στο γεγονός του αδικήματος έκδοσης ακάλυπτης επιταγής κατά του εναγομένου εκδότη της. Το αίτημα για προσωπική κράτηση του εναγομένου επιβάλλεται μόνο σε περίπτωση που ασκείται η αγωγή για ακάλυπτη επιταγή με τη βάση της αδικοπραξίας, που είναι συμβατή προς το αίτημα της προσωποκράτησης του υπαιτίου ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης, με βάση το νόμο χωρίς να απαιτείται να γίνει επιπλέον αναφορά στην αφερεγγυότητα ή, την απόκρυψη τυχόν περιουσίας του οφειλέτη και σε άλλες ειδικές συνθήκες ή περιστάσεις (ΑΠ 133/2001 ΕλλΔνη 42.699 , ΕφΑθ 297/2018, ΕφΑθ 2730/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2551/2008 ΔΕΕ 2008. 1146). Η αποδοχή της προσωπικής κράτησης, όπως σε κάθε αδικοπραξία, είναι δυνητική και απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, εάν και πόση διάρκεια θα έχει, ύστερα από εκτίμηση διαφόρων κριτηρίων, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερη θέση έχουν το ύψος της απαιτήσεως, η βαρύτητα του ζημιογόνου γεγονότος και οι συνέπειες του, η βαρύτητα του πταίσματος του εναγομένου, τυχόν ανυπαιτιότητα του ενάγοντος, η καλή πίστη του υπόχρεου, η φερεγγυότητα του, η απόκρυψη περιουσιακών του στοιχείων, η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, η διάθεση του εναγομένου να καταβάλει την οφειλή του και οι λοιπές συνθήκες και συντρέχουσες περιστάσεις (ΑΠ 152/2000, ΕλλΔνη 41.712, ΑΠ 343/95, ΕΕΝ 64.280, ΑΠ 1070/93, ΕλλΔνη 35.1579, ΑΠ 25/2000 ΕλλΔνη 41.712, Εφθεσ 353/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το αίτημα για την απαγγελία της προσωπικής κράτησης είναι νόμιμο και όσον αφορά στο νόμιμο εκπρόσωπο Ανώνυμης Εταιρίας ή Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης, εφόσον αυτός είναι «ο δράστης του αδικήματος», δηλαδή, το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, το οποίο εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή εν γνώσει της ανεπάρκειας της κάλυψης, καθόσον, η εξαίρεση της παρ. 3 του άρθρου 1047 του ΚΠολΔ αναφέρεται μόνο στην απαγόρευση της προσωπικής κράτησης των εκπροσώπων Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης για χρέη εμπορικά ή από δικαιοπραξία, που βαρύνουν μόνο το νομικό πρόσωπο και όχι για χρέη από αδικοπραξία, που βαρύνουν το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, έστω και αν αυτό τέλεσε την αδικοπραξία στο πλαίσιο των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί (ΑΠ 1069/2017 ό.π., ΑΠ 271/2015 ό.π., ΑΠ 1051/2012,ό.π., NΟΜΟΣ, ΜΕφΛαρ 7/2017 ό.π., ΕφΠειρ 133/2016 και ΜΕφΠειρ 202/2016 ΤΝΠ NΟΜΟΣ, ΜΠρΠειρ 1569/2022 αρχείο Πρωτ. Πειρ).
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ