Στην ΑΚ 1786 προβλέπεται μια ειδική περίπτωση ακυρωσίας της διαθήκης λόγω πλάνης περί τα παραγωγικά αίτια της βούλησης με ιδιαίτερη πρακτική σημασία. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή η διαθήκη είναι ακυρώσιμη, αν ο διαθέτης παρέλειψε μεριδούχο που υπήρχε κατά τον θάνατό του και η ύπαρξή του κατά τη σύνταξη της διαθήκης δεν του ήταν γνωστή, ή που γεννήθηκε ή έγινε μεριδούχος μετά τη σύνταξή της. Η ακύρωση ωστόσο αποκλείεται, όταν αποδεικνύεται ότι ο διαθέτης θα προχωρούσε στη σύνταξη της διαθήκης ακόμη και αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση που υπήρχε ή επήλθε μεταγενέστερα (ΑΚ 1786 εδ. β΄).
Η ρύθμιση της ΑΚ 1786 διευκολύνει, σε σχέση με τις γενικές διατάξεις της ΑΚ 1784 περί ακυρωσίας της διαθήκης λόγω πλάνης στη βούληση, την ακύρωση της διαθήκης, καθώς αφενός τεκμαίρονται μαχητά η πλάνη του διαθέτη και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και της διαμόρφωσης της συγκεκριμένης βούλησής του και αφετέρου δεν απαιτείται, όπως στην ΑΚ 1784, η μνεία του πεπλανημένου αιτίου στο κείμενο της διαθήκης.
Σημειώνεται επίσης ότι η ΑΚ 1786 παρέχει στον μεριδούχο προστασία ευρύτερη και ανεξάρτητη από εκείνη που του παρέχουν οι διατάξεις για τη νόμιμη μοίρα (ΑΚ 1825 επ.), καθώς αυτός έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει, μέσω της ακύρωσης της διαθήκης, ολόκληρη την εξ αδιαθέτου μερίδα του, ήτοι ποσοστό διπλάσιο από τη νόμιμη μοίρα, δεδομένου ότι μετά την ακύρωση της διαθήκης χωρεί η εξ αδιαθέτου διαδοχή. Γι’ αυτό άλλωστε συνηθίζεται στην πράξη ο ενάγων να περιλαμβάνει στην αγωγή ακύρωσης της διαθήκης κατ’ ΑΚ 1786 και επικουρικό αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της διαθήκης στο μέτρο που προσβάλλει το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του, έτσι ώστε, αν απορριφθεί η κύρια βάση της αγωγής του, να μπορεί να διεκδικήσει τουλάχιστον τη νόμιμη μοίρα.
Επικρατεί η άποψη ότι η ΑΚ 1786 θεσπίζει ερμηνευτικό κανόνα, κατά τον οποίο, εάν ο διαθέτης παρέλειψε μεριδούχο ακουσίως, δηλαδή αγνοώντας ή μη έχοντας υπόψη αυτόν ή την ιδιότητά του ως μεριδούχου, η διαθήκη θεωρείται ότι συντάχθηκε υπό την προϋπόθεση της ανυπαρξίας αυτού ή της ιδιότητάς του ως μεριδούχου, η οποία (προϋπόθεση), αν δεν συντρέχει, καθιστά τη διαθήκη ακυρώσιμη (βλ. ΟλΑΠ 1014/1972 ΕΕΝ 40, 891· ΑΠ 415/2009 ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 1095/2007 ΧρΙΔ 8, 132· ΑΠ 982/2006 ΝοΒ 55, 889· ΕφΑθ 1756/2007 ΕφΑΔ 2008, 1083). Η ρύθμιση βασίζεται στην εικαζόμενη βούληση του διαθέτη και συγκεκριμένα στην εύλογη σκέψη ότι, αν ο διαθέτης γνώριζε κατά τη σύνταξη της διαθήκης την ύπαρξη του παραλειφθέντος μεριδούχου ή την ιδιότητά του ως μεριδούχου, δεν θα συνέτασσε καν διαθήκη ή τουλάχιστον θα τιμούσε και τον συγκεκριμένο μεριδούχο, περιορίζοντας ενδεχομένως τις κληρονομικές εγκαταστάσεις των λοιπών τετιμημένων (για τη ratio της ΑΚ 1786 βλ. αντί πολλών Γ. Γεωργιάδη, Η προστασία της νόμιμης μοίρας, 2013, § 18 αρ. 5).
Θετικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή της διάταξης είναι η καθολική παράλειψη του μεριδούχου από τη διαθήκη, η οποία με τη σειρά της θα πρέπει να οφείλεται είτε σε άγνοια της υπάρξεώς του ή της ιδιότητάς του ως μεριδούχου κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης είτε σε μεταγενέστερη γέννησή του ή μεταγενέστερη κτήση εκ μέρους του της ιδιότητας του μεριδούχου. Εκτός από την περίπτωση του επιγενόμενου γάμου του διαθέτη με ορισμένο πρόσωπο, κτήση της ιδιότητας του μεριδούχου μετά τη σύνταξη της διαθήκης μπορεί να έχουμε και σε περίπτωση εκούσιας ή δικαστικής αναγνώρισης τέκνου (ΑΚ 1475 επ. και 1479 επ.), συνδρομής των όρων της ΑΚ 1473, υιοθεσίας (ΑΚ 1542 επ.) καθώς και αναδρομικής ισχυροποίησης πολιτικού γάμου Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών στο εξωτερικό (άρθρα 7 του ν. 1250/1982 και 9 του ν. 1438/1984), εφόσον η διαθήκη είχε συνταχθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, τεκμαίρεται η πλάνη του διαθέτη και η αιτιώδης σύνδεση αυτής με τη διαμόρφωση της συγκεκριμένης βούλησής του που εκφράσθηκε με τη συνταχθείσα διαθήκη. Ωστόσο, το τεκμήριο της ΑΚ 1786 εδ. α΄ είναι μαχητό· ανατρέπεται, αν ο μαχόμενος υπέρ του κύρους της διαθήκης αποδείξει ότι ο διαθέτης, ακόμη και αν γνώριζε την υπάρχουσα πραγματική κατάσταση, την ύπαρξη δηλαδή και την ιδιότητα του μεριδούχου ή την κατάσταση που αργότερα δημιουργήθηκε, ήτοι ότι γεννήθηκε μεριδούχος ή απέκτησε την ιδιότητα μεριδούχου πρόσωπο που δεν είχε κατά τη σύνταξη της διαθήκης την εν λόγω ιδιότητα, θα προέβαινε στη σύνταξη της διαθήκης με το ίδιο περιεχόμενο (AK 1786 εδ. β΄). Αρνητική, συνεπώς, προϋπόθεση για την ακυρωσία της διαθήκης κατ’ ΑΚ 1786 είναι η μη συναγωγή αντίθετης βούλησης του διαθέτη (ΟλΑΠ 1014/1972 ΕΕΝ 40, 891· ΑΠ 415/2009 ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 1095/2007 ΧρΙΔ 8, 132· ΑΠ 1078/1976 ΝοΒ 25, 515· ΕφΑθ 2894/1983 Αρμ 38, 884).
Στο μέτρο που η πλάνη του διαθέτη και η αιτιώδης σύνδεση αυτής με τη διαμόρφωση της συγκεκριμένης βούλησής του τεκμαίρονται μαχητώς, το βάρος επίκλησης και απόδειξης των πραγματικών περιστατικών για την ανατροπή του τεκμηρίου φέρει ο μαχόμενος υπέρ του κύρους της διαθήκης, δηλαδή ο εναγόμενος με την αγωγή ακύρωσης. Γίνεται πάντως γενικά δεκτό ότι για τον αποκλεισμό της ακύρωσης κατά την ΑΚ 1786 δεν αρκεί το γεγονός ότι ο διαθέτης δεν μετέβαλε μέχρι τον θάνατό του τη διαθήκη του, παρότι ορισμένο πρόσωπο που έχει δικαίωμα νόμιμης μοίρας απέκτησε μετά τη σύνταξή της την ιδιότητα του μεριδούχου (βλ. Γεωργιάδη, Κληρονομικό Δίκαιο, 2η έκδ. 2014, § 19 αρ. 54· Κορνηλάκη, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρο 1786 αρ. 12· ΑΠ 415/2009 Νόμος· ΑΠ 376/2004 ΕλλΔνη 46, 1700· ΑΠ 3217/1994 ΝοΒ 43, 264· ΑΠ 1113/1992 ΕΕΝ 60, 732· ΑΠ 1078/1976 ΝοΒ 25, 515· ΕφΑθ 3217/1994 ΝοΒ 43, 265· ΕφΑθ 84/1967 ΝοΒ 15, 949· ΠΠρΑθ 13205/1973 ΝοΒ 22, 1080).
* Ο κ. Κίμων Σαϊτάκης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μεταδιδάκτορας (Post-doc) της Νομικής Σχολής Αθηνών, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ