fbpx
Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου, 2024

Αμφισβήτηση γνησιότητας και προσβολή πλαστότητας εγγράφου στην ποινική δίκη

Χρόνος ανάγνωσης 15 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 15 λεπτά

Δείτε επίσης

Σχετικές διατάξεις: Άρθρο 338 – Πλαστότητα του εγγράφου. 1. Αν κατά την ποινική δίκη προσβληθεί ως πλαστό κάποιο έγγραφο, το δικαστήριο ερευνά κατά το δυνατό τη γνησιότητα αυτού και, αν παρουσιαστούν ενδείξεις κατά ορισμένου προσώπου, ο διευθύνων τη συζήτηση διατάσσει τη σύλληψη και την παραπομπή του στον αρμόδιο εισαγγελέα. Αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, το δικαστήριο πράττει όσα ορίζονται στο άρθρο 39, χωρίς, με την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου, να ερευνήσει το βάσιμο της κατηγορίας. 2. Αν κατά την κρίση του δικαστηρίου το έγγραφο είναι αναγκαίο για την απόφαση στην κύρια υπόθεση, το δικαστήριο ερευνά σε κάθε περίπτωση τη γνησιότητα αυτού και μόνο όταν κρίνει ότι υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι είναι πλαστό, αναβάλλει με ειδικώς αιτιολογημένη απόφασή του τη δίκη ωσότου περατωθεί η διαδικασία για την πλαστογραφία.

Άρθρο 362 – Ανάγνωση των εγγράφων. 1. Στο ακροατήριο διαβάζονται οι εκθέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων, που συντάχθηκαν σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, καθώς και τα υπόλοιπα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Η ανάγνωση των εγγράφων αυτών στο ακροατήριο γίνεται ως προς τα ουσιώδη και σημαντικά, κατά την κρίση των διαδίκων, σημεία τους. Αν κατά την κρίση του διευθύνοντος τη συζήτηση τα σημεία των εγγράφων, η ανάγνωση των οποίων ζητείται από τους διαδίκους, δεν είναι ουσιώδη ή σημαντικά, μπορεί να ασκηθεί αμέσως προσφυγή σε όλο το δικαστήριο. Αν χρειάζεται κάποιος από τους μάρτυρες ή τους κατηγορουμένους να αναγνωρίσει ένα έγγραφο ή πειστήριο, ο διευθύνων τη συζήτηση το επιδεικνύει σε αυτόν.

Οι έννοιες της αμφισβήτησης της γνησιότητας και της προσβολής της πλαστότητας των εγγράφων είναι πιο «οικείες» στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα στην πολιτική δικονομία, αμφισβήτηση της γνησιότητας (ιδιωτικού εγγράφου) καλούνται οι αντιρρήσεις για το προσαγόμενο έγγραφο, οι οποίες αφορούν όλα τα στοιχεία του εγγράφου (κύρος του εγγράφου, υπογραφή εκδότη, περιεχόμενο). Όλα τα παραπάνω, αν συντρέχουν συνιστούν επίσης και λόγο προσβολής για πλαστότητα του εγγράφου (δημοσίου ή ιδιωτικού). Η διαφορά των δυο ισχυρισμών (αμφισβήτηση της γνησιότητας και προσβολής ως πλαστού) έχει να κάνει με το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού στις διαφορές της πολιτικής δικονομίας.

Στον ΚΠΔ αναφέρεται ρητά ότι το έγγραφο για να διαβαστεί και να ληφθεί υπόψη πρέπει να μην έχει αμφισβητηθεί η γνησιότητά του. Σε περίπτωση που αμφισβητηθεί, για οποιοδήποτε λόγο, η γνησιότητά του, το δικαστήριο, για την πιστοποίηση της γνησιότητας του προσβαλλόμενου εγγράφου, χρησιμοποιεί κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο (π.χ. με μάρτυρες, σύγκριση με άλλα έγγραφα του αυτού εκδότη, πραγματογνωμοσύνη, σε περίπτωση δε που το έγγραφο είναι δημόσιο έγγραφο αλλοδαπής αρχής θα πρέπει να φέρει την, επιβαλλόμενη από τη σύμβαση της Χάγης (κυρώθηκε με τον ν. 1497/1984), επισημείωση apostille κ.λπ.), εφαρμόζοντας και τις διατάξεις του ΚΠολΔ (ανάλογα αν πρόκειται για ιδιωτικό ή δημόσιο έγγραφο). Αν η αμφισβήτηση της γνησιότητας εξελιχθεί σε προσβολή του εγγράφου ως πλαστού, τότε κατά το 338 παρ.1 εδ α αν υπάρξουν ενδείξεις κατά ορισμένου προσώπου, ο διευθύνων τη συζήτηση διατάσσει τη σύλληψη και την παραπομπή του στον αρμόδιο εισαγγελέα.

Τις ίδιες εξουσίες έχει αναλογικά και ο ανακριτής όταν αμφισβητείται η γνησιότητα ενός εγγράφου που εισφέρεται στην ανάκριση. Αν πρόκειται για αλλοδαπό δημόσιο έγγραφο μπορεί να ζητήσει και δικαστική συνδρομή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 458 ΚΠΔ.

Επειδή, κατά το άρθρο 444 αρ. 3 Κ.Πολ.Δ., ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση. Η επίκληση και η προσκομιδή μαγνητοταινίας ως ιδιωτικού εγγράφου, κατά το άρθρο 444 αρ. 3 Κ.Πολ.Δ., πρέπει να συνοδεύεται με ποινή, στο πλαίσιο ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 454 Κ.Πολ.Δ., απαραδέκτου, από έγγραφο κείμενο το οποίο να περιέχει τις αποτυπωθείσες στη μαγνητοταινία ομιλίες, από κοινού με πιστοποίηση αρμόδιου οργάνου, όπως είναι ο δικηγόρος (άρθρο 52 του Κώδικα περί Δικηγόρων) που να βεβαιώνει την ακρίβεια της μεταφοράς και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο υπό τις προϋποθέσεις που λαμβάνεται υπόψη κάθε έγγραφο (Α.Π. 381/1987).(ΑΠ 1133/2013)

Αν, παρά την αμφισβήτηση της γνησιότητας ή την προσβολή της πλαστότητας ενός εγγράφου, το δικαστήριο αναγνώσει το επίμαχο έγγραφο τότε θα πρέπει να αιτιολογήσει ειδικά τους λόγους που το οδήγησαν στην ανάγνωσή του απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου (βλ. ΑΠ 845/2002 ´Ετσι που έκρινε το Τριμελές Εφετείο, απορρίπτοντας και το σχετικό με την πλαστότητά του πιο πάνω σχεδιαγράμματος ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, δεν διέλαβε στην παρεμπίπτουσα απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον δεν διευκρινίζει αν προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την κρίση του ότι λόγω ελλείψεως βασίμων ενδείξεων για την πλαστότητα του σχεδιαγράμματος, έπρεπε να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός και να προχωρήσει στην κρίση για την ενοχή του αναιρεσείοντος, με συνεκτίμηση και του σχεδιαγράμματος αυτού. Κατά συνέπεια πρέπει, αφού γίνει, δεκτός, ως βάσιμος ο σχετικός με τις πλημμέλειες αυτές ένατος λόγος αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ´ και Θ´ Κ.Ποιν.Δ )

Ειδικά για τα πρακτικά της δίκης ως έγγραφο-αμφισβήτηση γνησιότητας με βάση μαγνητοφώνηση της δίκης που έκανε ο διάδικος. Από τις διατάξεις των άρθρων 38, 141 παρ. 3 και 338 παρ. 1, 2 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, αν κατά την ποινική δίκη προσβληθεί ως πλαστό κάποιο έγγραφο, όπως είναι και τα πρακτικά της προσβαλλόμενης με αναίρεση απόφασης, αποδίδεται δε η πλαστογραφία σε ορισμένο πρόσωπο, α) το δικαστήριο ερευνά κατά το δυνατόν τη γνησιότητα αυτού και αν παρουσιαστούν ενδείξεις κατά ορισμένου προσώπου, αυτός που διευθύνει τη συζήτηση διατάσσει τη σύλληψη και την παραπομπή του στον αρμόδιο εισαγγελέα και β) αν κατά την κρίση του δικαστηρίου το έγγραφο είναι αναγκαίο για την απόφαση στην κύρια υπόθεση, το δικαστήριο ερευνά σε κάθε περίπτωση τη γνησιότητα αυτού και μόνο όταν κρίνει ότι υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι είναι πλαστό αναβάλλει με ειδικώς αιτιολογημένη απόφασή του τη δίκη ωσότου περατωθεί η διαδικασία για την πλαστογραφία (338 παρ. 2) και διαβιβάζεται στον αρμόδιο εισαγγελέα αντίγραφο των σχετικών πρακτικών μετά του προσβληθέντος εγγράφου (38). Η άνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 338 του ίδιου Κώδικα μπορεί να έχει εφαρμογή και ενώπιον του Αρείου Πάγου, όταν προσβάλλονται για πλαστότητα τα πρακτικά της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, εφόσον όμως αυτή η πλαστότητα συνδέεται με λόγο αναίρεσης και επηρεάζει την κρίση του Αρείου Πάγου με βάση τα αναγραφόμενα στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως συμβαίνει π.χ. όταν στα πρακτικά δεν έχουν καταχωρισθεί ή αναγράφονται αλλοιωμένες οι καταθέσεις των μαρτύρων ή αν δεν έχουν καταχωρισθεί αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου και αυτοί ουδόλως ερευνήθηκαν, δηλαδή αν πρόκειται για νομική πλημμέλεια, που ελέγχεται αναιρετικά. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της υπό κρίση αναίρεσης, ο αναιρεσείων, αφού πρόσβαλε ως πλαστά τα ταυτάριθμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αναφορικά με τις προσδιοριζόμενες παραλείψεις και καταχωρίσεις σε αυτά, που συνδέονται με προβαλλόμενες με ορισμένους λόγους της αναίρεσης πλημμέλειες, και κατονόμασε πλαστογράφους τον Πρόεδρο και το Γραμματέα του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, ζήτησε την αναβολή της υπόθεσης μέχρι την περάτωση της διαδικασίας για την πλαστογραφία. Προς απόδειξη δε του ισχυρισμού του επικαλείται τα κατά τους ισχυρισμούς του απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της δίκης, όπως τα κατέγραψε με το κινητό τηλέφωνό του, και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων. Το Δικαστήριο, ερευνώντας την αμφισβητούμενη γνησιότητα των πρακτικών, άγεται στην κρίση ότι δεν υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις πλαστογράφησης των πρακτικών αυτών, ενόψει του ότι: α) παράνομα και δη κατά παράβαση του άρθρου 8 παρ.1 του ν.3090/2002 που ορίζει ότι “1. … η κινηματογράφηση και μαγνητοσκόπηση της δίκης ενώπιον ποινικού, πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου απαγορεύεται. Κατ` εξαίρεση, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τις ενέργειες αυτές, εφόσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον.” ο αναιρεσείων προέβη, χωρίς άδεια του Δικαστηρίου, στη μαγνητοφώνηση (που εμπεριέχεται στην έννοια της μαγνητοσκόπησης) της διαδικασίας, και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη τα προσκομιζόμενα από αυτόν ως απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της δίκης, β) οι προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων δεν κρίνονται πειστικές, καθόσον αυτοί αναφέρονται κυρίως στο επισυναπτόμενο απομαγνητοφωνημένο κείμενο των παράνομων ηχογραφήσεων και αορίστως και γενικώς σε κάποια επιμέρους περιστατικά και γ) ο αναιρεσείων δεν επεδίωξε τη διόρθωση, κατά το μέρος που ήταν δυνατή αυτή, των προσβαλλόμενων ως πλαστών πρακτικών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με ορισμένη αίτηση διόρθωσης πρακτικών αλλά υπέβαλε την από 21-3-2018 εντελώς αόριστη αίτηση, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε συγκεκριμένες προς διόρθωση περικοπές ή ελλείψεις των πρακτικών αυτών.

Συνεπώς, είναι απορριπτέο το ως άνω αίτημα αναβολής της ενώπιον του Αρείου Πάγου διαδικασίας μέχρι περατώσεως της δίκης επί της πλαστογραφίας. (ΑΠ 2171/2018)

Από τη νομολογία έχει κριθεί για το θέμα: Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως είναι και η έλλειψη της ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 στοιχ. α’ του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 7 του ν. 1941/1991, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου, σύμφωνα με το άρθρο 338 του ΚΠοινΔ, για προσβολή εγγράφου ως πλαστού. Η παραδοχή ή μη τέτοιου αιτήματος του κατηγορουμένου απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο, όμως, οφείλει να απαντήσει στο αίτημα αυτό, αιτιολογώντας την απόφασή του, άλλως, αν αρνηθεί ή παραλείψει ν’ αποφανθεί, δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως. Για να επέλθει, όμως, από την τελευταία, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠοινΔ ακυρότητα της διαδικασίας απαιτείται να υποβληθεί σαφές, ορισμένο και παραδεκτό αίτημα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος είχε προσβάλει ως πλαστές τις 383/2001 και 46/2001 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου και την 726/2003 απόφαση του Εφετείου Αγρινίου, καθώς και ορισμένα άλλα έγγραφα (επιταγές από 25.2.2002, 6.12.2002, 5.3.2003 που συνέταξε ο δικηγόρος Π. Π.). Όμως, ο ισχυρισμός περί πλαστότητας, ανεξαρτήτως της παντελούς αοριστίας του, ενόψει του ότι δεν προτάθηκε αυτοτελώς, αλλά ενσωματώθηκε σε δικόγραφα που καταχωρήθηκαν στα πρακτικά ολόκληρα, ήταν απαράδεκτος για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, αφού οι υποτιθέμενες πλαστογραφίες είχαν ήδη υποκύψει σε παραγραφή, γιατί από την τέλεσή τους μέχρι τη δικάσιμο της 21.2.2013, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είχε παρέλθει πενταετία, χωρίς να έχει χωρήσει οποιαδήποτε αναστολή (άρθρα 111 παρ. 3, 113 ΠΚ), και, επομένως, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Κατά συνέπεια, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, κατά το σημείο με το οποίο πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση, κατ’ εκτίμηση, για έλλειψη ακροάσεως από τη μη απάντηση στον ως άνω ισχυρισμό, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. (ΑΠ 1084/2013)

Για το αίτημα αυτό δεν υπάρχει σχετική καταχώρηση που για τον ίδιο τον αναιρεσείοντα υπέβαλλε ο συνήγορος του. Η ως άνω προσβολή των πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου για πλαστότητα και ο συναφής λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη ακροάσεως, δίχως όμως, όπως είχε υποχρέωση, ο αναιρεσείων, να επικαλείται ότι έχει υποβάλει σχετική μήνυση στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και δίχως να αποδίδει την πλαστογραφία των πρακτικών σε ορισμένο πρόσωπο, δηλαδή χωρίς να προσδιορίζει τον πλαστογράφο και να επικαλείται ταυτόχρονα και τα αποδεικτικά μέσα για την απόδειξη της πλαστότητας αυτής, ώστε να αναβληθεί η δίκη για να κριθεί από το αρμόδιο δικαστήριο η τύχη της μήνυσης ή δίωξης για την καταμηνυθείσα πλαστογραφία ή τουλάχιστον για να διερευνηθεί από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου η πλαστότητα, υποβλήθηκε αορίστως και συνεπώς απαραδέκτως. Μετά από αυτά θεωρείται ότι τα πρακτικά, αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σ’ αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 140 ΚΠΔ και συνακόλουθα ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ ΚΠΔ ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ακροάσεως, υπό την εκτεθείσα αιτίαση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. (ΑΠ 668/2016)

Επειδή, κατά μεν την παράγραφο 1 εδάφια α΄ και β΄ του άρθρου 338 ΚΠΔ ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι αν, κατά την ποινική δίκη, προσβληθεί ως πλαστό κάποιο έγγραφο και η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, το δικαστήριο πράττει όσα ορίζονται στο άρθρο 38 του ίδιου κώδικα, χωρίς, με την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου, να ερευνήσει το βάσιμο της κατηγορίας, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, το έγγραφο είναι αναγκαίο για την απόφαση στην κύρια υπόθεση, το δικαστήριο ερευνά, σε κάθε περίπτωση, τη γνησιότητα αυτού και μόνον όταν κρίνει, ότι υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις περί της πλαστότητάς του, αναβάλει, με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του, τη δίκη, ωσότου περατωθεί η διαδικασία για την πλαστογραφία. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται, πρώτον μεν, ότι τότε μόνον αναβάλλεται η δίκη στην κύρια υπόθεση, όταν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, διαπιστωθεί η ύπαρξη βάσιμων ενδείξεων περί της πλαστότητας του προσβληθέντος ως πλαστού εγγράφου και το τελευταίο είναι αναγκαίο για την απόφαση στην κύρια υπόθεση και δεύτερον, ότι τότε μόνον το δικαστήριο οφείλει να συντάξει την κατ’ άρθρο 38 ΚΠΔ διαλαμβανόμενη έκθεση και να διαβιβάσει αντίγραφο του σχετικού μέρους των πρακτικών της συνεδρίασης, στο οποίο περιέχεται η γενομένη καταγγελία περί πλαστογραφίας, στον αρμόδιο Εισαγγελέα, καθώς και το ως πλαστό προσβληθέν έγγραφο, όταν ο προσβάλλων τούτο την αποδίδει συγχρόνως σε ορισμένο πρόσωπο. (ΑΠ 220/2019)

Εξάλλου κατά τις διατάξεις των άρθρων 38,141 παρ.3 και 338 παρ.1, 2 του ΚΠΔ, αν κατά την ποινική δίκη προσβληθεί ως πλαστό κάποιο έγγραφο, όπως είναι και τα πρακτικά της προσβαλλόμενης με αναίρεση αποφάσεως, αποδίδεται δε η πλαστογραφία σε ορισμένο πρόσωπο, α) το δικαστήριο ερευνά κατά το δυνατό τη γνησιότητα αυτού και, αν παρουσιαστούν ενδείξεις κατά ορισμένου προσώπου, αυτός που διευθύνει τη συζήτηση διατάσσει τη σύλληψη και την παραπομπή του στον αρμόδιο εισαγγελέα και β) αν κατά την κρίση του δικαστηρίου το έγγραφο είναι αναγκαίο για την απόφαση στην κύρια υπόθεση, το δικαστήριο ερευνά σε κάθε περίπτωση τη γνησιότητα αυτού και μόνο όταν κρίνει ότι υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι είναι πλαστό αναβάλλει με ειδικώς αιτιολογημένη απόφασή του τη δίκη ωσότου περατωθεί η διαδικασία για την πλαστογραφία (338 παρ.2) και διαβιβάζεται στον αρμόδιο εισαγγελέα αντίγραφο των σχετικών πρακτικών μετά του προσβληθέντος εγγράφου (38). Η άνω διάταξη της παρ.2 του άρθρου 338 του ίδιου Κώδικα μπορεί να έχει εφαρμογή και ενώπιον του Αρείου Πάγου, όταν προσβάλλεται για πλαστότητα τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως εφόσον όμως αυτή η πλαστότητα συνδέεται με λόγο αναίρεσης και επηρεάζει την κρίση του Αρείου Πάγου με βάση τα αναγραφόμενα στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως συμβαίνει π.χ. όταν στα πρακτικά αναγράφονται αλλοιωμένες οι καταθέσεις των μαρτύρων ή αν δεν έχουν καταχωρηθεί αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου και αυτοί ουδόλως ερευνήθηκαν, δηλαδή αν πρόκειται για νομική πλημμέλεια που ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 2137/2002).(ΑΠ 38/2012, ΑΠ 960/2015)

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 38, 141 παρ. 3 και 338 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ προκύπτει ότι, αν κατά την ποινική δίκη προσβληθεί ως πλαστό κάποιο έγγραφο, όπως είναι και τα πρακτικά της απόφασης, α) το δικαστήριο ερευνά κατά το δυνατό τη γνησιότητα του εγγράφου και, αν προκύπτουν ενδείξεις σε βάρος ορισμένου προσώπου, αυτός που διευθύνει τη συζήτηση διατάσσει τη σύλληψη και την παραπομπή του στον αρμόδιο εισαγγελέα και β) αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, το έγγραφο είναι αναγκαίο για την απόφαση στην κύρια υπόθεση, το δικαστήριο ερευνά σε κάθε περίπτωση τη γνησιότητα αυτού και, μόνο όταν κρίνει ότι υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι είναι πλαστό, αναβάλλει με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του τη δίκη μέχρι να περατωθεί η διαδικασία για την πλαστογραφία (338 παρ. 2 ), οπότε διαβιβάζεται στον αρμόδιο εισαγγελέα αντίγραφο των σχετικών πρακτικών και το έγγραφο που προσβλήθηκε ως πλαστό (38). Ενώπιον του Αρείου Πάγου μπορεί να προσβληθεί, κατά το άρθρο 338 παρ. 2, για πλαστότητα μόνο η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και μόνο αν η προβαλλόμενη πλαστότητα συνδέεται με λόγο αναίρεσης, δηλαδή συνάπτεται με νομική πλημμέλεια της απόφασης που ελέγχεται αναιρετικά και επηρεάζει την κρίση του Αρείου Πάγου, όπως συμβαίνει όταν στα πρακτικά αναγράφεται ψευδώς ότι δόθηκε ο λόγος σε παράγοντα της δίκης ή ότι ο κατηγορούμενος δεν αντέλεξε στην ανάγνωση εγγράφου ή μαρτυρικής κατάθεσης ή ότι πλαστογραφήθηκε το διατακτικό της απόφασης σε κρίσιμο σημείο κλπ., (αλλά όχι αν πρόκειται για σφάλματα της απόφασης ως προς την ερμηνεία ή εφαρμογή νομικών διατάξεων).(ΑΠ 913/2015)

Δεν δημιουργείται ακυρότητα από την κατά το άρθρο 364 του ίδιου Κώδικα ανάγνωση και λήψη υπόψη εγγράφων τα οποία υποβάλλονται από τους διαδίκους των οποίων δεν αμφισβητείται η γνησιότητα, από δε την ανάγνωση αυτών, παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου δεν παραβιάζεται το δικαίωμα υπεράσπισης, που παρέχεται σ’ αυτόν από το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), να μπορεί κατά το άρθρο 358 του ΚΠοινΔ να εκθέσει τις απόψεις του, να κάνει παρατηρήσεις και να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις ακόμη και για τα αποδεικτικά μέσα που εξετάσθηκαν. Το ίδιο ισχύει και για τα έγγραφα στην ανάγνωση των οποίων εναντιώνεται ο κατηγορούμενος, επικαλούμενος πλαστότητα αυτών, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας δέχεται, σύμφωνα με το άρθρο 338 του ίδιου Κώδικα, τη γνησιότητά τους, προβαίνει δε στην ανάγνωση αυτών ως ουσιωδών και τα λαμβάνει υπόψη για τον σχηματισμό της ουσιαστικής κρίσης του επί της κατηγορίας. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι στο ακροατήριο του δικαστηρίου αναγνώσθηκαν και λήφθηκαν από αυτό υπόψη, εκτός άλλων, α) η από 15-9-2003 ιατροδικαστική γνωμοδότηση του Κ4, στην ανάγνωση της οποίας αντέλεξε ο κατηγορούμενος και β) το χωρίς ημερομηνία σημείωμα στο οποίο αναφέρεται το όνομα Κ2 και τα στοιχεία του (διεύθυνση και τηλέφωνα), το οποίο ο κατηγορούμενος πρόσβαλε ως πλαστό. Η προσβαλλόμενη απόφαση με τις παραδοχές ότι και τα δύο έγγραφα είναι ουσιώδη, για δε το δεύτερο ότι δεν υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι το έγγραφο αυτό είναι πλαστό, προέβη στην ανάγνωσή τους, τα έλαβε υπόψη και τα εκτίμησε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα για να σχηματίσει την περί της ενοχής του κατηγορουμένου κρίση της. Έτσι, δεν επήλθε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, και επομένως, και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠοινΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. (ΑΠ 1445/2007)

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -