Με την ΑΠ 266/2023 το Ακυρωτικό έκρινε πως, μετά την αναίρεση βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών που επιλήφθηκε εφέσεως κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, το κατά παραπομπή Συμβούλιο Εφετών που επανεξέτασε την υπόθεση δεν είχε εξουσία να εξετάσει το παραδεκτό των λόγων έφεσης (δηλαδή το τύποις δεκτό της έφεσης) παρά μόνο την βασιμότητα των λόγων αναφορικά με την κατηγορία.
Σχετικές διατάξεις: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 306,479, 480, 483 παρ. 3, 484 παρ. 1 και 485 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΚΠΔ (βλ. άρθρ.585 Ν. 1620/2019), που εφαρμόζεται εν προκειμένω, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, παραπεμπτικού ή απαλλακτικού, με σχετική δήλωση στον γραμματέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία ενός μήνα από την έκδοση του, για όλους τους λόγους αναίρεσης που αναφέρονται στο άρθρο 484 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., μεταξύ των οποίων και η υπέρβαση εξουσίας (αρθρ. 484 παρ.1 περ.στ’ του άνω Κώδικα). Επίσης κατά την έννοια του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. στ’ του Κ.Ποιν.Δ., υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από την διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος υπάρχει, όταν το Δικαστικό Συμβούλιο, ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο, ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση (θετική υπέρβαση), καθώς και όταν παραλείπει να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο (αρνητική υπέρβαση), αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι’ αυτό κατά νόμο όροι. Στην έννοια της υπέρβασης εξουσίας υπάγεται και η υπέρβαση της αρμοδιότητας του Συμβουλίου (ΟλΑΠ 19/2001, ΑΠ 1381/2010, ΑΠ 294/2008, ΑΠ 235/2007).
Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη από 2 Νοεμβρίου 2022, με αριθμό εκθέσεως 59/2022 αίτηση αναιρέσεως, που άσκησε η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, με δήλωση στη γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου, στρέφεται κατά του υπ’ αριθμόν 1211/2022 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εκδόθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2022, με το οποίο απορρίφθηκαν οι, με αριθμούς 123/2021 και 124/2021, εφέσεις των κατηγορουμένων Α. Φ. του Ν. και Λ. Β. του Ν., αντιστοίχως, κατά του με αριθμό 2690/2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο οι ως άνω κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν για χειραγώγηση της αγοράς από κοινού και κατ’εξακολούθηση, τελεσθείσα από υπαιτίους που ενήργησαν κατ’επάγγελμα και η αξία των παράνομων συναλλαγών ή εντολών υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 ευρώ και η μέση ημερήσια αξία των συναλλαγών και εντολών υπερβαίνει το ποσό των 500.000 ευρώ, που φέρεται ότι τέλεσαν στην … από τις 15-1-2007 έως τις 6-3-2007 και από τις 3-3-2008 έως τις 20-5-2008.
Η αίτηση αναίρεσης, ασκήθηκε εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός ενός μηνός από την έκδοση του προσβαλλόμενου βουλεύματος, με δήλωση στον γραμματέα του Αρείου Πάγου και επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα του προβαλλομένου λόγου της, χωρίς να παρακωλύεται η συζήτηση της υπόθεσης από την απουσία των μη κληθέντων κατηγορουμένων, καθόσον, ενόψει ότι πρόκειται για προσβαλλόμενο βούλευμα, δεν είναι αναγκαία η κλήτευση των τελευταίων (βλ. άρθρο 485 παρ.1 εδ. β’, σε συνδυασμό με άρθρο 310 παρ.2 ΚΠοινΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 485 παρ.1, 519 και 524 ΚΠΔ συνάγεται ότι μετά την αναίρεση του βουλεύματος η υπόθεση παραπέμπεται σε νέα συζήτηση ενώπιον του ιδίου συμβουλίου κατά το αναιρεθέν μέρος. Κατά συνέπεια, εάν το βούλευμα αναιρεθεί μόνον κατά το κεφάλαιό του που αφορά την ουσιαστική βασιμότητα της εφέσεως και την σε βάρος του κατηγορουμένου κατηγορία, όχι δε και κατά το κεφάλαιο που αφορά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, γίνουν δε δεκτοί οι λόγοι που αφορούν το κεφάλαιο της κατηγορίας και παραπεμφθεί η υπόθεση για εκ νέου κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, η παραπομπή αφορά μόνον το κεφάλαιο της κατηγορίας και όχι εκείνο της τυπικής παραδοχής της εφέσεως, το οποίο είναι εντελώς ανεξάρτητο, έχει αυτοτελή υπόσταση και δεν θεωρείται σε καμιά περίπτωση ως συμπροσβληθέν μετά το κεφαλαίου της κατηγορίας, η δε επ’ αυτού απόφαση του Συμβουλίου δεν τυγχάνει παρεμπίπτουσα, κατά την έννοια του άρθρου 548 ΚΠΔ, ούτε μπορεί να ανακληθεί, αλλά είναι δεσμευτική, μόνον δε με την παραδοχή σχετικού λόγου αναιρέσεως μπορεί να ανατραπεί.
Έτσι, στην ως άνω περίπτωση (αναιρέσεως κεφαλαίου που αφορά την ουσιαστική βασιμότητα της εφέσεως), το Συμβούλιο της παραπομπής δεν έχει εξουσία να ερευνήσει και πάλι το παραδεκτό ή μη του ασκηθέντος ενδίκου μέσου της εφέσεως, αν το κάνει δε, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση εξουσίας, καθόσον η υπόθεση παραπέμφθηκε για εκ νέου κρίση μόνον κατά το κεφάλαιο που αφορά την ουσιαστική βασιμότητα της εφέσεως. Και τούτο διότι η διάταξη του αναιρεθέντος βουλεύματος περί του παραδεκτού της εφέσεως, μη εξαρτώμενη από το αναιρεθέν μέρος του βουλεύματος, έχει αυτοτελή υπόσταση και τυγχάνει αμετάκλητη (ΑΠ 2234/2006, ΑΠ 92/2004, ΑΠ 10/1984).
Ένδικη υπόθεση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή για την εξυπηρέτηση των αναγκών του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 2690/2021 βούλευμά του, παρέπεμψε τους Α. Φ. και Λ. Β. στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για την προαναφερθείσα αξιόποινη κακουργηματική πράξη της χειραγώγησης της αγοράς (άρθρα 45, 98 ΠΚ, 31 παρ. 1 στοιχ.α υποπερ.αα και ββ υποπερ. ααα, παρ 2 στοιχ. α και β και παρ. 3 του ν. 4443/2016 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παρ. 1,2 στοιχ. α και β και άρθρο 30 παρ. 2α-1α του ν. 3340/2005). Κατά του βουλεύματος αυτού οι ανωτέρω παραπεμφθέντες κατηγορούμενοι άσκησαν τις 123/2021 και 124/2021 εφέσεις, οι οποίες, εισήχθησαν στο αρμόδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με την 1529/2021 πρόταση της Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Κωνσταντίνας Αγγελοπούλου, η οποία πρότεινε ν’απορριφθούν ως απαράδεκτες οι εν λόγω εφέσεις. Ωστόσο το Συμβούλιο Εφετών με το 1613/2021 βούλευμά του, μετά την ανάλυση των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων με βάση τις οποίες κινήθηκε η ποινική δίωξη, ακολούθως έκρινε, σε σχέση με το παραδεκτό ή μη των εφέσεων, αντίθετα από την εισαγγελική πρόταση, ότι οι υπό κρίση εφέσεις ήσαν παραδεκτές. Όμως, μετά απ’ αυτό, αντί να απόσχει να αποφανθεί επί της ουσιαστικής έρευνας των ήδη κριθέντων ως παραδεκτών λόγων των εφέσεων των κατηγορουμένων μέχρι να επανεισαχθεί η δικογραφία από τον εισαγγελέα με την κατά νόμο πρόταση επί της ουσίας αυτών, προέβη στην ουσιαστική εξέταση των λόγων των εφέσεων και σύμφωνα με τις ειδικές σκέψεις, εκτιμήσεις επί των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, συλλογισμούς και συμπεράσματα, που εκτίθενται στο αιτιολογικό αυτού, αφού απέρριψε τις εφέσεις κατ’ ουσίαν, επικύρωσε το 2690/2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Έτσι όμως που αποφάνθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εξετάζοντας, δηλαδή, κατ’ ουσίαν τους από αυτό κριθέντες ως παραδεκτούς λόγους έφεσης, αντί να απέχει από την ουσιαστική έρευνα αυτών, ενόψει της μη ύπαρξης εισαγγελικής πρότασης επί της ουσίας αυτών, και κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 30 παρ. 2, 138 παρ.1, 2, 171 παρ. 1 περ.β’ Κ.Ποιν.Δ, που αφορούν στην υποχρεωτική συμμετοχή και ακρόαση του Εισαγγελέα στο δικαστικό συμβούλιο, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας (άρθρα 484 παρ. 1α σε συνδυασμό με 171 παρ. 1 περ. β, 174 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ), με αποτέλεσμα ν’ αναιρεθεί με το υπ’ αριθμό 772/2022 βούλευμα του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου. Κατόπιν αυτών, η υπόθεση επανεισήχθη στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με την υπ’ αριθμ.1064/2022 πρόταση της αρμόδιας Αντεισαγγελέα Εφετών, η οποία ερευνώντας την ουσιαστική βασιμότητα των, κατά τα ανωτέρω, ήδη κριθέντων ως παραδεκτών λόγων εφέσεων των κατηγορουμένων, έκρινε ότι αυτοί είναι αβάσιμοι και πρότεινε ν’ απορριφθούν ως αβάσιμες οι υπό κρίση εφέσεις.
Επί της ως άνω εισαγγελικής προτάσεως εκδόθηκε το προσβαλλόμενο υπ’ αριθμ. 1211/2022 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο έκρινε ότι ο πρώτος λόγος της με αριθμό 123/2021 έφεσης (Α. Φ.) και ο τρίτος λόγος της με αριθμό 124/2021 έφεσης (Λ. Β.) είναι απαράδεκτοι, οι δε λοιποί λόγοι κατ’ ουσίαν αβάσιμοι και απέρριψε τις κρινόμενες εφέσεις.
Με τον τρόπο αυτό όμως το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών υπερέβη την εξουσία του, χειροτερεύοντας την θέση των κατηγορουμένων, ήτοι ασκώντας δικαιοδοσία, που δεν του δίνει ο νόμος (θετική υπέρβαση), αφού, ανεξαρτήτως του ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα αναιρέθηκε στο σύνολό του, το ανωτέρω Συμβούλιο της παραπομπής δεν είχε εξουσία να κρίνει και πάλι το παραδεκτό των λόγων εφέσεων των κατηγορουμένων. Τούτο διότι, το κεφάλαιο της τυπικής παραδοχής των εφέσεων, που είναι εντελώς ανεξάρτητο και έχει αυτοτελή υπόσταση, είχε ήδη κριθεί από το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο με το 1631/2021 βούλευμά του έκρινε ότι οι υπό κρίση εφέσεις είναι παραδεκτές, γεγονός που διαπίστωσε και η 772/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου, κατά τα προαναφερθέντα. Συνακόλουθα, η υπόθεση είχε παραπεμφθεί για εκ νέου κρίση στο Συμβούλιο Εφετών μόνον κατά το κεφάλαιο που αφορά την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων εφέσεων και το Συμβούλιο αυτό είχε αρμοδιότητα και όφειλε να εξετάσει τον πρώτο λόγο της έφεσης με αριθμό 123/2021 και τον τρίτο λόγο της έφεσης με αριθμό 124/2021 μόνο ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα και όχι να επανεξετάσει το ήδη κριθέν τυπικά παραδεκτό των ως άνω λόγων τους οποίους απέρριψε ως απαράδεκτους, υπερβαίνοντας με τον τρόπο αυτό την εξουσία του, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη της παρούσας.
Επομένως, είναι βάσιμος ο λόγος αναιρέσεως της ένδικης αιτήσεως της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ’ ΚΠοινΔ, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο 1211/2022 βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως (άρθρα 519, 485 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ