Με την απόφαση ΑΠ 396/2022 (σε Συμβούλιο) κρίθηκε αναίρεση κατά βουλεύματος Συμβουλίου Εφετών που απέρριψε έφεση ως απαράδεκτης κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που είχε κρίνει προσφυγή κατά διάταξης της Ανακρίτριας που απέρριψε αίτησή κατηγορούμενου για αντικατάσταση με περιοριστικούς όρους της προσωρινής κράτησής του και, αντίστοιχα, διατάχθηκε η παράταση της προσωρινής κράτησής του.
Διαδικαστικό ιστορικό-νομικές διατάξεις: «Εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 παρ. 1 και 512 παρ, 1 εδάφ. α’ Κ.Π.Δ., όπως η πρώτη διάταξη τροποποιήθηκε με το άρθρ. 142 του ν. 4855/2021 (ΦΕΚ Α’215) η από 26.10.2021 αίτηση αναίρεσης του Ε. Π. του Χ ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, κατά του υπ’ αριθμ. ……/6.10.2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κέρκυρας, με το οποίο απερρίφθησαν ως απαράδεκτες η από 28.6.2021 έφεση – ακύρωση και το υποβληθέν με αυτή από 13.8.2021 ένδικο μέσο “Υπόμνημα”, κατά των υπ’ αριθμ. …./2021 και …../2021 βουλευμάτων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κέρκυρας.
Κατά το άρθρο 464 του ΚΠΔ, “Ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα. Σε κάθε όμως περίπτωση είναι απαραίτητο ο δικαιούμενος να έχει συμφέρον για την άσκηση του ενδίκου μέσου”, κατά δε τη διάταξη της παρ.2 του άρθρου 476 του ΚΠΔ, όπως αυτή ήδη ισχύει (ν. 4855/2021) “κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο της έφεσης ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση”. Από την τελευταία διάταξη προκύπτει, ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως από τους διαδίκους κατά βουλεύματος, το οποίο απέρριψε την έφεσή τους κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος ως απαράδεκτη. Επομένως, αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά αποφάσεως, που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο και όχι και κατά βουλεύματος, που επίσης απορρίπτει αυτό ως απαράδεκτο. Το αντίθετο δεν συνάγεται από το ότι, κατά το άρθρο 137 εδάφιο τελευταίο του ΚΠΔ, “η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου ονομάζεται βούλευμα”, αφού, μετά την αντικατάσταση, με το άρθρο 38 παρ. 2 του Ν. 3160/2003, της παραγράφου 2 του άρθρου 476 του ΚΠΔ, που όριζε πριν ότι “κατά της απόφασης ή του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση”, ρητά εκφράσθηκε πλέον η βούληση του νομοθέτη για αποκλεισμό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος, που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο, ενώ, άλλωστε, ήδη, βάσει των εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων του νέου ΚΠΔ, αίτηση αναίρεσης κατά βουλευμάτων μπορούν να ασκήσουν μόνο οι Εισαγγελείς (Πλημμελειοδικών, Εφετών και Αρείου Πάγου) υπό τις αναφερόμενες στο άρθρ. 483 του άνω Κώδικα διακρίσεις και ουδέποτε οι διάδικοι.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 α του ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 142 του ν. 4855/2021, σε συνδυασμό με το άρθρο 512 παρ. 1 α του ίδιου Κώδικα, όταν το ένδικο μέσο της αναιρέσεως ασκήθηκε, εκτός άλλων περιπτώσεων, εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους (που τυχόν θα εμφανιστούν), μετά από προηγούμενη ειδοποίηση του αναιρεσείοντος ή του αντικλήτου του από τον εισαγγελέα σαράντα οκτώ (48) τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υποθέσεως στο δικαστήριο (συμβούλιο), απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί, ότι ο περιορισμός του δικαιώματος ασκήσεως αναιρέσεως εναντίον βουλεύματος, από τον κατηγορούμενο, συμπορεύεται με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού ούτε άνιση ρύθμιση περιέχει, που να συνεπάγεται δυσμενή μεταχείριση ορισμένων διαδίκων, ούτε στερεί τον διάδικο από το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, δοθέντος μάλιστα και του ότι ο κοινός νομοθέτης δεν υποχρεούται από το Σύνταγμα να θεσπίζει ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων και, ως εκ τούτου, ο διάδικος μπορεί και οφείλει να υπολογίζει, κατά την εκδίκαση της υποθέσεώς του, ότι είναι ενδεχόμενο η μέλλουσα να εκδοθεί απόφαση (ή βούλευμα) να μην υπόκειται σε ένδικα μέσα, παρά το γεγονός ότι αυτά επιτρέπονταν κατά την έναρξη και κατά τη διάρκεια της δίκης (ή της ποινικής διώξεως). Όπου κρίθηκε αναγκαία η καθιέρωση ενδίκου μέσου, υπήρξε ρητή αποτύπωση της βουλήσεως του συνταγματικού νομοθέτη με τις ειδικές προβλέψεις των άρθρων 95 παρ. 1 β’ (αναίρεση τελεσιδίκων αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων) και 96 παρ. 2 του Συντάγματος (έφεση στο αρμόδιο Τακτικό δικαστήριο κατά των αποφάσεων αστυνομικών αρχών και αρχών αγροτικής ασφάλειας). Δεν είναι δε αντίθετες οι ανωτέρω διατάξεις ούτε και προς το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που καθιερώνει την αρχή της δίκαιης δίκης, από την οποία δεν συνάγεται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη για καθιέρωση ενδίκων μέσων (ΑΠ 899/2020).»
Ένδικη υπόθεση. «Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, το Συμβούλιο Εφετών Κέρκυρας με το υπ’ αριθμ. …../2021 βούλευμά του απέρριψε ως απαράδεκτες, την από 28.06.2021 έφεση – ακύρωση και του υποβληθέν με αυτή από 13.08.2021 ένδικο μέσο “Υπόμνημα”, κατά των υπ’ αριθμ. …/2021 και …/2021 βουλευμάτων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κέρκυρας τα οποία αποφάνθηκαν ότι πρέπει να απορριφθεί η με αριθμό 3/16.4.2021 προσφυγή του κατηγορουμένου και νυν αναιρεσείοντος, κατά της με αριθμό 40/07.04.2021 Διάταξης της Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Κέρκυρας, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για αντικατάσταση με περιοριστικούς όρους της προσωρινής κράτησής του… και, αντίστοιχα, διατάχθηκε η παράταση της προσωρινής κράτησής του, για τις αξιόποινες πράξεις α) της συνέργειας στην παραλαβή από τα εσωτερικά σύνορα πολιτών τρίτων χωρών που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος, με σκοπό την προώθησή τους σε έδαφος κράτους – μέλους της ΕΕ, τελεσθείσα από κυβερνήτη πλοίου, κατά συρροή, κατ’ επάγγελμα και από κερδοσκοπία, με τρόπο που μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο και β) ένταξη σε εγκληματική οργάνωση που επιδιώκει την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων του Ν. 4251/2014, πράξεις που φέρονται ότι τελέστηκαν στην Κέρκυρα κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιούνιο του έτους 2020 έως και την 17.07.2020.
Κατά του βουλεύματος αυτού ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων άσκησε την από 26.10.2021 αίτηση αναιρέσεως, με δήλωσή του που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 01.11.2021, η οποία αίτηση, όμως, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν προβλέπεται από το νόμο, αφού δεν του παρέχεται τέτοιο δικαίωμα και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, ειδοποιήθηκε ο αναιρεσείων προ τουλάχιστον σαράντα οκτώ (48) ωρών, προκειμένου να εκθέσει τις απόψεις του, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 27.12.2021 αποδεικτικό του γραμματέα Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού, με το οποίο επιδόθηκε στον ανωτέρω η υπ’ αριθμόν …../2021 ειδοποίηση του γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 εδ. β’ και γ’ του Κ.Ποιν.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το ν.4855/2021 που ισχύει από 12.11.2021, πλην όμως δεν παραστάθηκε προσηκόντως. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, κατά τα άρθρα 476 παρ. 1 και 578 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ».
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ