1. Έννοια αχαριστίας: Κατά την ΑΚ 505, ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή ή στον σύζυγο ή στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει τον δωρητή. Ως αχαριστία, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, η οποία δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, θεωρείται η βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου έναντι του δωρητή ή του συζύγου ή στενού συγγενούς του, που αποτελεί παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των κρατουσών αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, οφειλόμενη σε υπαιτιότητα του δωρεοδόχου (ΑΠ 228/2024, ΑΠ 1257/2020, ΑΠ 654/2011).
Το ζήτημα αν η συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που ενδεικνύει την αχαριστία, συνιστά ή όχι βαρύ παράπτωμα αυτού, κρίνεται από τον δικαστή, ο οποίος για την διαμόρφωση της σχετικής κρίσης του οφείλει να εκτιμά τη συμπεριφορά αυτή με βάση αντικειμενικά κριτήρια, λαμβάνοντας υπόψη και τον βαθμό της υπαιτιότητας του δωρεοδόχου και τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή ή του συζύγου ή στενού συγγενούς του. Κριτήρια της βαρύτητας του παραπτώματος από αντικειμενική άποψη είναι ο δεσμός δωρητή και δωρεοδόχου, τα ελατήρια της δωρεάς και η αξία του αντικειμένου της, όπως και ο τρόπος ενέργειας και ο χαρακτήρας του δωρεοδόχου και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή, του συζύγου του ή στενού συγγενούς του, ενώ από υποκειμενική άποψη πρέπει να αποτελεί εκδήλωση αξιόμεμπτης συμπεριφοράς, ενδεικτική της έλλειψης ευγνωμοσύνης απέναντι στην αφιλοκερδή χειρονομία του δωρητή. Η κρίση αυτή του δικαστή της ουσίας ελέγχεται αναιρετικώς, όχι βεβαίως ως προς το εάν έλαβαν χώρα τα συνιστώντα το βαρύ παράπτωμα και την αχαριστία πραγματικά περιστατικά, αλλά ως προς την περαιτέρω νομική αξιολόγηση αν τα περιστατικά, που έγιναν δεκτά ως αποδεδειγμένα, πληρούν ή όχι το πραγματικό των νομικών εννοιών του βαρέως παραπτώματος και της αχαριστίας και κατά συνέπεια δικαιολογούν ή αποκλείουν την εφαρμογή της ΑΚ 505 (ΑΠ 228/2024, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 173/2017, ΑΠ 655/2014).
Για την ευδοκίμηση της αγωγής περί ανακλήσεως της δωρεάς πρέπει αφενός ο λόγος αχαριστίας να υπάρχει κατά τον χρόνο της ανάκλησης, αφετέρου να αποδείξει ο ενάγων την αλήθεια του αναφερόμενου στη δήλωση ανάκλησης λόγου και αν αυτός αφορά την επιδειχθείσα από το δωρεοδόχο αχαριστία, να αποδείξει το έναντί του βαρύ παράπτωμα, από το οποίο προήλθε αυτή (ΑΠ 35/2020, ΑΠ 1439/2017, ΑΠ 655/2014). Έχει κριθεί ότι συνιστά αχαριστία που δικαιολογεί την ανάκληση δωρεάς η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου γενικώς για την τύχη του δωρητή, όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη περίθαλψης και οικονομικής ενίσχυσης, έστω και αν η δωρεά δεν συμφωνήθηκε υπό τον όρο της διατροφής του, όπως και η καταφρόνησή του με λόγο και έργο. Η αδιαφορία προς τον έχοντα ανάγκη περίθαλψης δωρητή από τον δωρεοδόχο είναι κοινωνικώς αποδοκιμαστέα και παρέχεται γι’ αυτό δικαίωμα στον δωρητή να ανακαλέσει τη δωρεά, έστω και αν ο δωρεοδόχος δεν ανέλαβε με τη σύμβαση της δωρεάς τέτοια υποχρέωση (ΕφΑθ 3076/2024). Κρίθηκε επίσης ότι η σύναψη εκ μέρους της εναγομένης συζύγου εξωσυζυγικού δεσμού, διαρκούντος του γάμου της με τον ενάγοντα, συνιστά αχαριστία προς τον ενάγοντα δωρητή, ώστε να δικαιολογείται η από αυτόν ανάκληση των ένδικων δωρεών (ΑΠ 228/2024).
2. Τρόπος άσκησης του δικαιώματος ανάκλησης: Το δικαίωμα ανάκλησης της δωρεάς λόγω αχαριστίας ασκείται κατ’ ΑΚ 509 με μονομερή δήλωση του δωρητή, απευθυντέα προς τον δωρεοδόχο, η οποία είναι άτυπη, ακόμη και αν αφορά ακίνητο (ΑΠ 655/2014). Η άσκηση του δικαιώματος ανάκλησης μπορεί να γίνει και απευθείας με αγωγή, στην οποία πρέπει να εξειδικεύεται ο λόγος της ανάκλησης, δηλαδή τα πραγματικά γεγονότα που συνιστούν το βαρύ παράπτωμα του δωρεοδόχου (τα οποία βεβαίως δύναται να αμφισβητήσει ο δωρεοδόχος ενώπιον του δικαστηρίου, οπότε και θα αποτελέσουν αντικείμενο απόδειξης). Η μη αναφορά στη δήλωση ανάκλησης του λόγου ανάκλησης καθιστά την ανάκληση ανίσχυρη, αφού στερείται ο δωρεοδόχος του δικαιώματος άμυνας εναντίον της (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1375/2014, ΑΠ 1832/2011).
3. Αποτελέσματα ανάκλησης: Η δήλωση περί ανακλήσεως της δωρεάς επιφέρει τα νόμιμα αποτελέσματά της από το χρόνο που περιέρχεται στο δωρεοδόχο, υπό την προϋπόθεση της απόδειξης της αληθείας του επικαλούμενου στη δήλωση από τον δωρητή λόγου ανάκλησης (ΑΠ 1736/2022, ΑΠ 39/2021, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1375/2014, ΑΠ 1832/2011, ΑΠ 648/2008). Ωστόσο, από την περιέλευσή στον δωρεοδόχο της δήλωσης του δωρητή για ανάκληση της δωρεάς δεν μεταβάλλεται η εμπράγματη κατάσταση του αντικειμένου της δωρεάς, δηλαδή ο δωρητής δεν αποκτά την κυριότητά του, αλλά ανατρέπονται αυτοδικαίως τα έννομα αποτελέσματα της ενοχικής σύμβασης της δωρεάς για το μέλλον. Έτσι, μετά τη δήλωση ανάκλησης, ο δωρητής δικαιούται να αναζητήσει το δωρηθέν πράγμα εγείρων αγωγή με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 904επ.) και ειδικότερα λόγω λήξεως της αιτίας για την οποία δόθηκε το πράγμα. Ο δωρητής δηλαδή έχει ενοχικό δικαίωμα για αυτούσια απόδοση του δωρηθέντος.
4. Αίτημα αγωγής: Η αγωγή, με την οποία ο δωρητής αναζητεί το δωρηθέν πράγμα κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, είναι ενοχική και όχι εμπράγματη, στηρίζεται δε στην ενοχική υποχρέωση του δωρεοδόχου προς απόδοση του άνευ νομίμου αιτίας κατεχομένου πράγματος μετά την ανάκληση της δωρεάς. Συγκεκριμένα, αν το δωρηθέν είναι ακίνητο και μεταβιβάστηκε στον δωρεοδόχο κατά κυριότητα, η αναμεταβίβαση της κυριότητας, μετά την ανάκληση της δωρεάς, γίνεται με καταδίκη του δωρεοδόχου σε αντίστοιχη δήλωση βούλησης (ΚΠολΔ 949) και μεταγραφή της σχετικής τελεσίδικης απόφασης και της δήλωσης του δωρητή ενώπιον συμβολαιογράφου για αποδοχή της απόφασης αυτής. Για την άσκηση της προαναφερόμενης αγωγής, ως ενοχικής, δεν απαιτείται η εγγραφή της στα βιβλία διεκδικήσεων κατά το άρθρο 220 ΚΠολΔ, εκτός αν ασκείται παράλληλα και η εμπράγματη αξίωση για απόδοση του πράγματος (ΑΚ 1094). Σε κάθε περίπτωση όμως η αγωγή για καταδίκη του δωρεοδόχου σε δήλωση βούλησης είναι καταψηφιστική και, ως εκ τούτου, υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 185/1989, ΕφΑνΚρητ 35/2022, ΕφΠειρ 74/2021, ΠΠρΠατρ 120/2022).
Γίνεται πάντως δεκτό ότι η απόδοση της νομής και κατοχής του πράγματος δεν προϋποθέτει απαραίτητα καταδίκη σε δήλωση βούλησης και μπορεί να γίνει και με αγωγή απόδοσης του πράγματος, που κατέχεται χωρίς αιτία μετά την ανάκληση. Είναι κατά τη νομολογία δυνατή η εκ μέρους του δωρητή άσκηση κατά του δωρεοδόχου και καταψηφιστικής αγωγής με νομική βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. και 509 ΑΚ) και αίτημα την καταδίκη σε επιστροφή του αντικειμένου της δωρεάς λόγω ανάκλησης της τελευταίας (αφού αποτέλεσμα της ανάκλησης είναι η αυτοδίκαιη ανατροπή της ενοχικής σύμβασης της δωρεάς για το μέλλον και συνακόλουθα η γέννηση της αξίωσης του δωρητή προς επιστροφή του αντικειμένου της δωρεάς, σύμφωνα με τα άρθρα 904 επ. ΑΚ), οπότε το ζήτημα της συνδρομής ή μη του ανακλητικού λόγου θα αποτελέσει προδικαστικό ζήτημα στη σχετική δίκη (ΑΠ 515/2020, ΕφΑνΚρητ 35/2022).
5. Στοιχεία ορισμένου: Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο ενάγων δωρητής, κατά την άσκηση της αξίωσης προς απόδοση του δωρηθέντος, στην περίπτωση ανακλήσεως της δωρεάς, οφείλει να αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής του, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπονται στα άρθρα 118, 119 παρ. 1 και 216 ΚΠολΔ, τη σύμβαση σύστασης της δωρεάς, την εκ μέρους του εκπλήρωση της υποχρέωσής του με την παράδοση του δωρηθέντος πράγματος στον εναγόμενο, τη δήλωση ανάκλησης της δωρεάς και την αιτία της ανακλήσεως, ειδικότερα δε σε περίπτωση αχαριστίας τα πραγματικά γεγονότα που συνιστούν το βαρύ παράπτωμα του δωρεοδόχου, να περιλάβει δε και αίτημα αποδόσεως σε αυτόν του δωρηθέντος, συνεπεία της ανακλήσεως της δωρεάς. Στο δικόγραφο της αγωγής του αυτής μπορεί ο δωρητής να σωρεύσει: α) αίτημα για την αναγνώριση της συνδρομής νόμιμου λόγου ανακλήσεως της δωρεάς (το οποίο και να μην περιέχεται ρητώς στο δικόγραφο θα κριθεί ως προδικαστικό ζήτημα) και β) αίτημα, σε περίπτωση αρνήσεως του δωρεοδόχου να αποδώσει το δωρηθέν, να υποχρεωθεί αυτός σε καταδίκη σε δήλωση βούλησης για την αναμεταβίβαση του δωρηθέντος (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 545/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
6. Ανάκληση γονικής παροχής; Κατά την ΑΚ 1509 η παροχή περιουσίας στο τέκνο από οποιονδήποτε γονέα του, είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά, μόνο ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο νομοθέτης χαρακτηρίζει ως γονική παροχή εκείνη που δεν υπερβαίνει το εύλογο κατά τις περιστάσεις μέτρο, χωρίς όμως να προσδιορίζονται (στον νόμο) οι εν λόγω περιστάσεις. Ως εύλογο/ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο θεωρείται το ανάλογο προς την οικονομική κατάσταση, την κοινωνική θέση κλπ. του γονέα κατά τη σύσταση της γονικής παροχής, σε συνάρτηση και με την οικογενειακή κατάσταση, δηλαδή τον αριθμό των τέκνων του, την ηλικία του κλπ. Απορία του τέκνου δεν απαιτείται για τη σύσταση της γονικής παροχής αλλά μόνο η συνδρομή ανάγκης υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις του άρθρου 1509 του ΑΚ. Εφόσον η γονική παροχή δεν υπερβαίνει το εύλογο/ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, τότε δεν υπόκειται σε ανάκληση. Με τα δεδομένα αυτά, για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία ζητείται ανάκληση γονικής παροχής, ως δωρεάς, λόγω αχαριστίας, θα πρέπει να εκτίθενται σε αυτήν σαφώς τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει, ότι η γονική παροχή είναι δωρεά στο σύνολό της ή μερικώς, δηλαδή ότι υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις και το οποίο κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με βάση την περιουσιακή κατάσταση των γονέων, τον αριθμό των τέκνων, τις ανάγκες των τέκνων, την οικονομική κατάσταση των άλλων τέκνων κλπ. (ΑΠ 1003/2022, ΑΠ 1249/2021, ΑΠ 1257/2020, ΑΠ 654/2011).
7. Αποκλεισμός ανάκλησης: Σύμφωνα με το άρθρο 510 § 1 ΑΚ, η ανάκληση της δωρεάς αποκλείεται αν ο δωρητής έδωσε συγγνώμη στον δωρεοδόχο ή αν πέρασε ένα έτος αφότου ο δωρητής, έχοντας δικαίωμα να ανακαλέσει, πληροφορήθηκε τον λόγο της ανάκλησης. Κατά την έννοια της τελευταίας διάταξης, η τιθέμενη με αυτήν ετήσια αποσβεστική προθεσμία προς ανάκληση της δωρεάς, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, δεν αρχίζει, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τον λόγο της αχαριστίας είναι εξακολουθητικά και φθάνουν μέχρι την πράξη ανάκλησης της δωρεάς, η οποία μπορεί να γίνει και με την άσκηση της αγωγής ανάκλησης, διότι στην περίπτωση αυτή τα ανωτέρω περιστατικά θεωρούνται και λαμβάνονται υπόψη ως ενιαίο σύνολο, οπότε η προθεσμία προς ανάκληση αρχίζει από την τέλεση του τελευταίου παραπτώματος (ΑΠ 505/2020, ΑΠ 98/2020, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1375/2014).
8. Ανάκληση δωρεάς και χρησικτησία: Κατά του αποκτήσαντος την κυριότητα πράγματος με χρησικτησία (ΑΚ 1041 επ.) δεν χωρεί αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού ελλείπει ως προς αυτόν η προϋπόθεση της χωρίς νόμιμη αιτία κτήσης του πλουτισμού. Κατά συνέπεια, αν ανακληθεί δωρεά ακινήτου και ο δωρεοδόχος (ή ο από αυτόν αποκτήσας πριν από την ανάκληση για κάποια νόμιμη αιτία και με νόμιμο τρόπο το δωρηθέν ακίνητο τρίτος) είχε ήδη καταστεί κατά τον χρόνο της ανάκλησης κύριος του δωρηθέντος ακινήτου με χρησικτησία, τότε δεν μπορεί να αναζητηθεί το δωρηθέν ακίνητο από τον δωρεοδόχο ή τον ως άνω τρίτο, ούτε αυτοί υποχρεούνται να το αποδώσουν, κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, αφού οι περί χρησικτησίας διατάξεις παρέχουν στον χρησιδεσπόζοντα αιτία διατήρησης του πλουτισμού (ΑΠ 515/2020, ΑΠ 20/2019). Ειδικότερα, σε περίπτωση δωρεάς ακινήτου κατά τις ως άνω διατάξεις ο χρόνος χρησικτησίας αρχίζει να τρέχει σε βάρος του δωρητή άμεσα από την εκτέλεση της δωρεάς και όχι μόνο αφότου αυτός ασκήσει το διαπλαστικό δικαίωμα της ανάκλησης. Τούτο συνάγεται από το σύνολο των διατάξεων του δέκατου τρίτου κεφαλαίου του ΑΚ περί δωρεάς (άρθρ. 496-512 ΑΚ), στις οποίες ο νομοθέτης, εκτός από την πιο πάνω καθιέρωση της ετήσιας αποσβεστικής προθεσμίας για την ανάκληση της δωρεάς (ΑΚ 510 § 1), ουδεμία ρύθμιση περιέλαβε, με την οποία να διαφοροποιείται σε περίπτωση ανάκλησης της δωρεάς ο χρόνος έναρξης της χρησικτησίας. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι οι σχετικές διατάξεις του ΑΚ περί χρησικτησίας έχουν ως σκοπό, εκτός των άλλων, την προαγωγή της ασφάλειας δικαίου, την εκκαθάριση των σχέσεων του προσώπου με το πράγμα και την άρση της αβεβαιότητας για την τύχη των πραγμάτων και ως εκ τούτου αποβλέπουν στην ικανοποίηση του γενικού (δημοσίου) συμφέροντος (ΑΠ 1608/2022, ΑΠ 41/2021, ΑΠ 515/2020, ΑΠ 812/2018, ΑΠ 91/2013).
* Ο κ. Κίμων Σαϊτάκης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μεταδιδάκτορας (Post-doc) της Νομικής Σχολής Αθηνών, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ