fbpx

Αντιρρήσεις για να αφαιρεθεί από την ποινή ο χρόνος που κρατήθηκε για την εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης

Χρόνος ανάγνωσης 12 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 12 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ενδιαφέρουσα ΑΠ 440/2022 αναιρείται απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που εκδίκασε αντιρρήσεις του καταδικασμένου για την αφαίρεση χρόνου κράτησής του ενόσω έτρεχε η διαδικασία για την εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης. Η απόφαση ερμηνεύει αναλογικά ένα νομοθετικό κενό: την αφαίρεση του χρόνου κράτησης εκζητούμενου που βρίσκεται στην Ελλάδα, στην περίπτωση κατά την οποία τελικά δεν εκδόθηκε στο εκζητούν κράτος είτε διότι αποφασίστηκε η μη εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που εκδόθηκε εναντίον του (εκζητούμενου), σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3251/2004, είτε διότι το εκζητούν κράτος δεν επιθυμεί πλέον την παράδοσή του (εκζητουμένου) στις αρμόδιες αρχές του

Σχετικές διατάξεις : «Ι. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 562 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4620/2019), “Κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση του καταδικασθέντος σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή τη διάρκεια της ποινής λύεται από τον αρμόδιο κατ’ άρθρο 549 εισαγγελέα, ο οποίος αποφαίνεται αμελλητί με αιτιολογημένη διάταξή του. Σε περίπτωση αμφιβολίας του εισαγγελέα ή αντίρρησης του καταδικασθέντος επιλαμβάνεται το δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή.”, κατά τις διατάξεις δε του άρθρου 563 του ίδιου ανωτέρω Κ.Ποιν.Δ., “Στις περιπτώσεις των άρθρων 561 και 562 ο καταδικασμένος κλητεύεται στο δικαστήριο, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 551. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου επιτρέπεται στον εισαγγελέα και στον καταδικασμένο το ένδικο μέσο της αναίρεσης”.

Αρμοδιότητα του πλημμελειοδικείου που εκδικάζει τις αντιρρήσεις:  «το πλημμελειοδικείο το οποίο επιλαμβάνεται αντιρρήσεων του καταδικασθέντος, περιορίζεται στην εξέταση ζητημάτων σχετικών με την εκτελεστότητα αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, τα οποία προκύπτουν κατά την εκτέλεση και μετά το αμετάκλητο αυτής, ειδικότερα δε αναφορικά:

α) με την εκτελεστότητα της σχετικής απόφασης, όταν προβάλλεται ότι αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη,

β) με το είδος της επιβληθείσας ποινής και

γ) με τη διάρκεια της ποινής, στην περίπτωση που από τον καταδικασθέντα γίνεται επίκληση :

  • εσφαλμένου προσδιορισμού του χρόνου λήξης της ποινής (άρθρο 554 του Κ.Ποιν.Δ.)
  • ή λόγου που παύει ή κωλύει τη συνέχιση της έκτισής της, όπως της απονομής χάριτος (άρθρο 564 περ. β’ του Κ.Ποιν.Δ.),
  • ή της παραγραφής της ποινής (άρθρο 565 περ. α’ του Κ.Ποιν.Δ.)
  • ή του χαρακτηρισμού της πράξης ως μη αξιόποινης με μεταγενέστερο νόμο (άρθρο 2 παρ. 2 του Π.Κ.)
  • ή του χρόνου που πρέπει να αφαιρεθεί από την εκτιόμενη ποινή (άρθρο 82 του Π.Κ.),

κατά της απόφασης δε που εκδίδεται επί των ανωτέρω αντιρρήσεων επιτρέπεται στον εισαγγελέα και τον καταδικασμένο το ένδικο μέσο της αναίρεσης (Α.Π. 264/2021).»           

 Πότε οι αντιρρήσεις είναι παραδεκτές«Περαιτέρω, για να είναι παραδεκτές οι ανωτέρω αντιρρήσεις του καταδικασθέντος και να εξετασθούν από το πλημμελειοδικείο του τόπου έκτισης της ποινής, πρέπει να διαρκεί ακόμη η εκτέλεση της απόφασης, δηλαδή, η ποινή που έχει επιβληθεί με την απόφαση κατά της οποίας στρέφονται οι αντιρρήσεις να μη έχει εκτιθεί εξ ολοκλήρου, καθόσον μετά την έκτιση της ποινής εξαντλείται η εκτελεστότητα της απόφασης και δεν υπάρχει στάδιο εκτέλεσης (Α.Π. 13/2021).»        

 Αναίρεση κατά της απόφασης : «Τέλος, η προβλεπόμενη από το ως άνω άρθρο 563 του Κ.Ποιν.Δ. αναίρεση κατ’ απόφασης, που εκδόθηκε από το τριμελές πλημμελειοδικείο του τόπου έκτισης της ποινής, επί αντιρρήσεων του καταδικασμένου σχετικά με την εκτελεστότητα καταδικαστικής σε βάρος του ποινικής απόφασης, είναι επιτρεπτή για όλους τους λόγους, που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου ανωτέρω Κ.Ποιν.Δ., δηλαδή και για τους λόγους: α) της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, β) της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και γ) της υπέρβασης εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, Ε’ και Θ’ του Κ.Ποιν.Δ

Υπολογισμός χρόνου προσωρινής κράτησης του καταδικασθέντος«V. Με τις διατάξεις του άρθρου 82 παρ. 1, 2 και 3 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ. (Ν. 4619/2019, Φ.Ε.Κ. 95/11-6-2019) ρυθμίζεται το ζήτημα του υπολογισμού του χρόνου προσωρινής κράτησης του καταδικασθέντος. Ειδικότερα, σύμφωνα με την παρ. 1 της εν λόγω διάταξης, όταν επιβάλλεται στερητική της ελευθερίας ποινή, αφαιρείται ο χρόνος κράτησης μετά τη σύλληψη, ο χρόνος της προσωρινής κράτησης, καθώς και ο χρόνος παραμονής σε θεραπευτικές μονάδες για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Όπως ήδη διευκρινίζεται στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου του ήδη ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., ως “κράτηση” νοείται αυτή που έχει διανυθεί δυνάμει οποιουδήποτε τίτλου στην Ελλάδα ή το εξωτερικό για οποιοδήποτε από τα τυχόν συρρέοντα και συνεκδικασθέντα εγκλήματα, ενώ ως “σύλληψη” νοείται η δέσμευση προσώπου για το έγκλημα ή τα εγκλήματα αυτά, δυνάμει οποιουδήποτε τίτλου ή και χωρίς αυτόν (σύλληψη κατ’ άρθρο 275 του Κ.Ποιν.Δ. στα καταλαμβανόμενα επ’ αυτοφώρω τελούμενα εγκλήματα), χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ τυχόν “νόμιμης” και “μη νόμιμης” σύλληψης και κράτησης, καθόσον τυχόν ελάττωμα ή ακυρότητα του τίτλου ή της διαδικασίας σύλληψης και κράτησης δεν λαμβάνεται υπόψη σε βάρος του συλληφθέντος. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου 82 του Π.Κ., στην περίπτωση συρροής εγκλημάτων που συνεκδικάζονται, αφαιρείται από την επιβληθείσα συνολική ποινή ο χρόνος της κράτησης που διατάχθηκε για οποιοδήποτε από αυτά, ακόμη και όταν η απόφαση κήρυξε τον καταδικασθέντα αθώο για το έγκλημα για το οποίο είχε κρατηθεί. Αν ο κρατηθείς αθωωθεί για το έγκλημα για το οποίο είχε κρατηθεί και γι αυτά που συνεκδικάσθηκαν, ο χρόνος κράτησης αφαιρείται από άλλες ποινές, εφόσον επιβάλλονται για εγκλήματα που διαπράχθηκαν πριν από την κράτηση. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι στις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 82 του Π.Κ. γίνεται λόγος αποκλειστικά και μόνον για προσωρινή κράτηση που αφαιρείται από την επιβληθείσα ποινή, όχι δε και για κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση, που προβλέπεται επίσης ως μέτρο δικονομικού καταναγκασμού συνεπαγόμενο περιορισμό της ελευθερίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 282 και επ. του Κ.Ποιν.Δ., καθόσον, κατά τη βούληση του νομοθέτη, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την στέρηση της ελευθερίας υπό καθεστώς κράτησης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3251/2004 “Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τροποποίηση του Ν. 2928/2001 για τις εγκληματικές οργανώσεις και άλλες διατάξεις” (Φ.Ε.Κ. 127/9-7-2004, τεύχος πρώτο), το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, προκειμένου: α) να ασκηθεί ποινική δίωξη για αξιόποινη πράξη που έχει ήδη αποδοθεί σ’ αυτό ή β) να εκτελεστεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 στοιχ. α’ του ανωτέρω νόμου (3251/2004) προκύπτει ότι, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 του ίδιου νόμου, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται εφόσον η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί τούτο, συνιστά έγκλημα, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, το οποίο τιμωρείται, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών, όπως επίσης εκτελείται, κατά το στοιχ. β’ της ανωτέρω παρ. 1 του άρθρου 10, εφόσον τα δικαστήρια του τόπου έκδοσης του εντάλματος καταδίκασαν τον εκζητούμενο σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας, στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών για αξιόποινη πράξη, την οποία και οι ελληνικοί νόμοι χαρακτηρίζουν ως πλημμέλημα ή κακούργημα. Εξάλλου, με το άρθρο 11 του ίδιου, ως άνω, νόμου καθορίζονται οι περιπτώσεις, στις οποίες απαγορεύεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, κατά τη διάταξη δε του άρθρου 12 του αυτού νόμου η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεσή του (ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης) μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεσή του στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί αυτό (ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης) διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια αξιόποινη πράξη, με εκείνη που αναφέρεται στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, β) αν οι ελληνικές αρχές αποφασίσουν είτε να μην ασκήσουν ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είτε να παύσουν την δίωξη. Έτσι, με βάση το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, μπορεί να συλλαμβάνεται και να παραδίδεται από ένα κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε άλλο μέρος αυτής κάθε υπόδικος ή κατάδικος για τα εγκλήματα που αναφέρονται στις διατάξεις του Ν. 3251/2004, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι προαναφερθείσες θετικές προϋποθέσεις και ελλείπουν οι σχετικές υποχρεωτικές ή δυνητικές απαγορεύσεις (άρθρα 10, 11 και 12 του Ν. 3251/2004). Τέλος, από τη διάταξη δε του άρθρου 33 του ίδιου ανωτέρω νόμου (3251/2004) προκύπτει ότι ο χρόνος κράτησης του εκζητουμένου στο κράτος εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στο πλαίσιο της διαδικασίας προσαγωγής του στην αρμόδια ελληνική αρχή, αφαιρείται από τη συνολική διάρκεια στέρησης της ελευθερίας του στην Ελλάδα στην περίπτωση καταδίκης του σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 82 του Π.Κ. και 33 του Ν. 3251/2004 με σαφήνεια συνάγεται ότι αφαιρείται ο χρόνος κράτησης εκζητουμένου στην Ελλάδα, τόσο στην ημεδαπή όσο και στο κράτος που τον εξέδωσε, από την ποινή που επιβλήθηκε σε βάρος του για τις πράξεις που εκδόθηκε στην Ελλάδα, σε περίπτωση δε που αθωωθεί για τις πράξεις αυτές ο παραπάνω χρόνος κράτησής του αφαιρείται από άλλες στερητικές της ελευθερίας ποινές που επιβλήθηκαν σε βάρος του, με μοναδική προϋπόθεση ότι οι πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε τελέστηκαν σε χρόνο προγενέστερο της κράτησής του. Στην ημεδαπή έννομη τάξη όμως, δεν υφίσταται ρύθμιση σχετική με την αφαίρεση του χρόνου κράτησης εκζητουμένου που βρίσκεται στην Ελλάδα, στην περίπτωση κατά την οποία τελικά δεν εκδόθηκε στο εκζητούν κράτος είτε διότι αποφασίστηκε η μη εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που εκδόθηκε εναντίον του (εκζητουμένου), σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3251/2004, είτε διότι το εκζητούν κράτος δεν επιθυμεί πλέον την παράδοσή του (εκζητουμένου) στις αρμόδιες αρχές του. Στις περιπτώσεις αυτές, κατ’ αναλογική εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 82 του Π.Κ. και 33 του Ν. 3251/2004, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο χρόνος κράτησης του εκζητουμένου στην Ελλάδα, που τελικά δεν εκδόθηκε στο εκζητούν κράτος, πρέπει να αφαιρεθεί από την ποινή που επιβλήθηκε σε βάρος του είτε για τις πράξεις που είχε ζητηθεί η έκδοσή του και δεν εκδόθηκε, για τις οποίες στη συνέχεια δικάστηκε και καταδικάστηκε στην Ελλάδα, εφόσον δε αθωωθεί για τις πράξεις αυτές από ποινή που επιβλήθηκε σε βάρος του για άλλες πράξεις, με μόνη προϋπόθεση ότι αυτές τελέστηκαν πριν την κράτησή του.»

            Ένδικη υπόθεση: Συνοπτικά ο καταδικασθείς υπέβαλε αίτηση στον  Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης με την οποία προβλήθηκαν αντιρρήσεις  ως προς τη διάρκεια της ποινής που του επιβλήθηκε με την υπ’ αριθμόν 1638/2019, 697/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, ήτοι συνολική ποινή κάθειρξης 9 ετών. Επί της ως άνω αίτησης εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2020 – 372/20.05.2021 Διάταξη του αρμόδιου Εισαγγελέα, με την οποία η αίτηση απορρίφθηκε. Στη συνέχεια κατά το άρθρο 562 ΚΠΔ προσέφυγε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο του τόπου της εκτέλεσης με αίτημα και ζητάει να αφαιρεθεί ο χρόνος για το οποίο κρατήθηκε, ήτοι από την 17.04.2018 έως και την 18.10.2018, στα πλαίσια εκτέλεσης του ανωτέρω Ευρ. Εντάλματος Σύλληψης, από την ποινή των εννέα (9) ετών που του επιβλήθηκε με την ως άνω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης Το Δικαστήριο απέρριψε τις αντιρρήσεις του.

            Κρίση του Αρείου Πάγου«Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χανίων απορρίπτοντας τις από 1-6-2021 αντιρρήσεις που άσκησε ο αναιρεσείων – αντιλέγων ενώπιόν του ως προς τον χρόνο αφαίρεσης του χρόνου κράτησής του, από 17-4-2018 έως 18-10-2018, στο πλαίσιο εκτέλεσης του προαναφερθέντος ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που είχαν εκδώσει σε βάρος του οι αρχές της Γαλλίας, από την ποινή κάθειρξης των εννέα (9) ετών στην οποία καταδικάστηκε με την υπ’ αρ. 1638/2019, 697/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, ύστερα από την απόρριψη σχετικής αίτησής του (αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος) από τον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, με την υπ’ αρ. 2020 – 372, με ημερομηνία 20-5-2021, διάταξή του, αφενός μεν εσφαλμένα ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 82 παρ. 2 του Π.Κ. και 33 του Ν. 3251/2004, η αληθής έννοια των οποίων εκτέθηκε στην προηγηθείσα υπό στοιχείο V νομική σκέψη, αφετέρου δε διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία και όχι την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη,  παραβιάζοντας εκ πλαγίου τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και στερώντας την πληττόμενη απόφαση νόμιμης βάσης.

            Ειδικότερα, το δικαστήριο της ουσίας με την παραδοχή ότι δεν αφαιρείται από την ποινή που επιβλήθηκε σε καταδικασθέντα ο χρόνος κράτησής του στην Ελλάδα, στο πλαίσιο εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, σε περίπτωση που τελικά, για οποιονδήποτε λόγο, δεν εκτελεστεί αυτό και δεν παραδοθεί στις αρμόδιες αρχές του εκζητούντος κράτους, αδιακρίτως, για οποιαδήποτε πράξη και αν καταδικάστηκε, εσφαλμένα ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 82 παρ. 2 και 33 του Ν. 3251/2004, η αληθής έννοια των οποίων, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο V νομική σκέψη είναι ότι ο χρόνος κράτησής του στην Ελλάδα, στο πλαίσιο εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, πρέπει να αφαιρείται από την ποινή που επιβάλλεται σε βάρος του για τις πράξεις που είχε ζητηθεί η έκδοσή του και δεν εκδόθηκε, για τις οποίες στη συνέχεια δικάστηκε και καταδικάστηκε στην Ελλάδα, σε περίπτωση δε αθώωσής του για τις πράξεις αυτές, από ποινή που επιβάλλεται σε βάρος του για οποιεσδήποτε άλλες πράξεις, με μόνη προϋπόθεση ότι αυτές τελέστηκαν πριν την κράτησή του. Περαιτέρω, η αιτιολογία της πληττόμενης απόφασης είναι αντιφατική, καθόσον, ενώ έχει την παραδοχή ότι η προαναφερθείσα ποινική δίωξη, για την πράξη της συγκρότησης, ένταξης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης με σκοπό τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 374 ΠΚ (διακεκριμένες κλοπές), για την οποία παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης και καταδικάστηκε με την ανωτέρω υπ’ αρ. 1638/2019, 697/2020 απόφαση σε ποινή κάθειρξης εννέα (9) ετών, ασκήθηκε ύστερα από τη διαβίβαση αντιγράφων της δικογραφίας, που αφορούσε την εκτέλεση του ανωτέρω ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, που διατάχθηκε με την υπ’ αρ. 1365/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, για την οποία αρνήθηκε την έκδοσή του στις αρχές της Γαλλίας, εντούτοις ακολούθως δέχεται ότι η ανωτέρω αξιόποινη πράξη είναι διαφορετική από εκείνην που περιγράφεται στο εν λόγω ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης των αρχών της Γαλλίας, χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία, περαιτέρω δε ουδόλως διευκρινίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση αν η ανωτέρω πράξη της συγκρότησης, ένταξης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης με σκοπό τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 374 ΠΚ (διακεκριμένες κλοπές), για την οποία τελικά καταδικάστηκε, κατά τα προαναφερόμενα, τελέστηκε πριν ή μετά την ανωτέρω κράτησή του, από 17-4-2018 έως 18-10-2018, στο πλαίσιο εκτέλεσης του ανωτέρω ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, με συνέπεια να είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 82 παρ. 2 και 33 του Ν. 3251/2004, τις οποίες με τον τρόπο αυτό το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε εκ πλαγίου, στερώντας την πληττόμενη απόφαση νόμιμης βάσης. Επομένως, ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 82 παρ. 2 και 33 του Ν. 3251/2004, είναι βάσιμος.»

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -