fbpx

Αντιρρήσεις για το ύψος της εκτιτέας συνολικής ποινής – Σχετικές διατάξεις

Χρόνος ανάγνωσης 13 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 13 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ 625/2021 ο Άρειος Πάγος επιλαμβάνεται αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας στον καθορισμό του ύψους της εκτιτέας ποινής, ύστερα από αντιρρήσεις του κρατούμενου. Η απόφαση είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διότι επιλύει ζήτημα εκτέλεσης ποινής με ανάλυση και ερμηνεία των σχετικών διατάξεων.

Αντιρρήσεις για το ύψος της εκτιτέας ποινής«Στην προκειμένη περίπτωση, η υπ` αριθμ. 16/28-4-2021 έκθεση του Η. Π. του Θ. και Μ., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης …, περί αναιρέσεως της υπ` αριθμ. 187/2021 αποφάσεως του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Ειδικότερα, το ως άνω Δικαστήριο, ως Δικαστήριο του τόπου έκτισης της ποινής, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε τις υπ’ αριθ. 221/10-2-2021, κατ’ άρθρο 562 ΚΠΔ, αντιρρήσεις του Π. Η. του Θ., κρατούμενου στο Γ.Κ.Κ. …, σχετικά με τη διάρκεια της εκτιόμενης συνολικής ποινής κάθειρξης των επτά (7) ετών και δύο (2) μηνών, η οποία έχει επιβληθεί σ’ αυτόν με την υπ’ αριθ. 717/21-9-2020 απόφαση καθορισμού συνολικής ποινής του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, αιτηθέντος την αφαίρεση από την εν λόγω συνολική ποινή προαποτιθέντος τμήματος συντρέχουσας ποινής αναλογούντος σε 728 ημέρες στερητικής της ελευθερίας ποινής.»

Προσβαλλόμενη απόφαση – προϋποθέσεις παραδεκτού αναίρεσης«Κατά της αποφάσεως αυτής, η οποία καταχωρήθηκε στο Ειδικό Βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ στις 11-05-2021 ο ανωτέρω καταδικασμένος άσκησε στις 28-04-2021, ήτοι πριν την έναρξη της εικοσαήμερης προθεσμίας, την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. Η ασκηθείσα από τον ίδιο τον κατηγορούμενο αίτηση αναιρέσεως, δικαιούμενο και έχοντα προς τούτο συμφέρον, στρέφεται κατά υποκείμενης στο ένδικο αυτό μέσο αποφάσεως (άρθρ. 464, 562β, και 563 β ΚΠΔ) και είναι νομότυπη, αφού ασκήθηκε με δήλωσή του, ενώπιον του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης …, οπότε συντάχθηκε η σχετική, με αριθμό 16/2021 έκθεση (άρθρο 466 παρ. 1, 474 παρ. 1 εδαφ. β ΚΠΔ) για τον λόγο που αναφέρεται και αναπτύσσεται σ’ αυτήν, εμπρόθεσμα ( η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρίστηκε, ως εκτέθηκε, στο Ειδικό Βιβλίο στις 11-5-2021, άρθρο 473 παρ. 2, 3 ΚΠΔ), ενώ επίσης τηρήθηκαν οι διατυπώσεις που ορίζει ο νόμος για την άσκησή της. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί η βασιμότητα του μοναδικού λόγου της, που είναι η υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ).»

Μείζονα σκέψη – νομικές διατάξεις«Κατά τις διατάξεις του άρθρου 562 του, ισχύοντος από 1.7.2019, νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4620/2019), “Κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση του καταδικασθέντος σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή τη διάρκεια της ποινής λύεται από τον αρμόδιο κατ` άρθρο 549 εισαγγελέα, ο οποίος αποφαίνεται αμελλητί με αιτιολογημένη διάταξή του. Σε περίπτωση αμφιβολίας του εισαγγελέα ή αντίρρησης του καταδικασθέντος επιλαμβάνεται το δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή.” Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το Πλημμελειοδικείο, το οποίο επιλαμβάνεται τέτοιων αντιρρήσεων του καταδικασμένου, περιορίζεται στην εξέταση ζητημάτων σχετικών με την εκτελεστότητα αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως, τα οποία προέκυψαν κατά την εκτέλεση και μετά το αμετάκλητο αυτής και ειδικότερα αναφορικά: α) με την εκτελεστότητα της αποφάσεως, όταν προβάλλεται ότι αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, β) με το είδος της ποινής που επιβλήθηκε και γ) με τη διάρκεια της ποινής, στην περίπτωση που ο καταδικασμένος επικαλείται εσφαλμένο προσδιορισμό του χρόνου λήξης της ποινής (άρθρο 554 ΚΠΔ) ή λόγο που παύει ή κωλύει τη συνέχιση της έκτισής της, όπως η απονομή χάριτος (άρθρο 564 περ. β’ ΚΠΔ) ή η παραγραφή της ποινής (άρθρο 565 περ. α’ ΚΠΔ) ή ο χαρακτηρισμός της πράξης ως μη αξιόποινης με μεταγενέστερο νόμο (άρθρο 2 παρ. 2 ΠΚ) [ΑΠ 471/2015, ΑΠ 1191/2007, ΑΠ 481/2004]. Προκειμένου περί αφαιρέσεως εκ της καταγνωσθείσης συνολικής ποινής του χρόνου της αποτιθείσας τοιαύτης, αρμόδιος είναι ο επιτετραμένος την εκτέλεση των αποφάσεων Εισαγγελέας κατά το άρθρο 554 ΚΠΔ και όχι το Δικαστήριο. Μόνο σε περίπτωση άρνησης του Εισαγγελέως καθίσταται αρμόδιο το Πλημμελειοδικείο του τόπου της έκτισης προς επίλυση των κατ` άρθρο 562 ΚΠΔ αντιρρήσεων και προσδιορισμό της διάρκειας της εκτιομένης ποινής [ΑΠ 919/1980]. Για να είναι δε παραδεκτές οι κατ’ άρθρο 562 ΚΠΔ αντιρρήσεις του καταδικασθέντος και να εξετασθούν από το Πλημμελειοδικείο του τόπου εκτίσεως της ποινής, πρέπει να διαρκεί ακόμη η εκτέλεση της αποφάσεως, δηλαδή, η ποινή που έχει επιβληθεί με την απόφαση κατά της οποίας στρέφονται οι αντιρρήσεις να μη έχει καθ’ ολοκληρία αποτιθεί, γιατί μετά την απότιση της ποινής εξαντλείται η εκτελεστότητα της αποφάσεως και δεν υπάρχει στάδιο εκτελέσεως [ΑΠ 767/2014]. Κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 563 του ίδιου Κώδικα, “Στις περιπτώσεις των άρθρων 561 και 562 ο καταδικασμένος κλητεύεται στο δικαστήριο σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 551. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου επιτρέπεται στον εισαγγελέα και στον καταδικασμένο το ένδικο μέσο της αναίρεσης”. Εξάλλου, η προβλεπόμενη από το ως άνω άρθρο 563 εδ. β’ ΚΠΔ αναίρεση κατ’ απόφασης, που εκδόθηκε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο του τόπου εκτίσεως της ποινής, επί αντιρρήσεων του καταδικασμένου σχετικά με την εκτελεστότητα καταδικαστικής σε βάρος του ποινικής απόφασης, είναι επιτρεπτή για όλους τους λόγους, που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και αυτός της υπέρβασης εξουσίας. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Θ` ΚΠΔ, υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος, διακρινόμενη σε θετική υπέρβαση, που συντρέχει, όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα μη υπαγόμενο στη δικαιοδοσία του και σε αρνητική υπέρβαση, όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του [ΑΠ 951/2017]. Κατά το άρθρο 551 παρ. 1 του ΚΠΔ, “Αν πρόκειται να εκτελεστούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του Ποινικού Κώδικα για τη συρροή”, ήτοι και του άρθρου 97 του ΠΚ, κατά το οποίο “Οι διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 εφαρμόζονται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη, οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τον καθορισμό συνολικής ποινής λαμβάνονται υπόψη οι ποινές ολόκληρες, όπως αυτές επιβλήθηκαν και όχι τμήματα αυτών, αφού η επιβληθείσα ποινή δεν δύναται να διασπαστεί. Συνεπώς δεν δύναται να γίνει καθορισμός συνολικής ποινής με τμήματα των επιβληθεισών ποινών, τα οποία δεν έχουν αποτιθεί, με διάσπαση των ποινών, αφού τούτο δεν προβλέπεται από τον νόμο. Το τυχόν αποτιθέν μέρος αυτών αφαιρείται από την καθορισθείσα συνολική ποινή υπό του αρμοδίου Εισαγγελέως (ΑΠ 402/1986). Περαιτέρω, κατά την παρ. 3 εδ β` του ιδίου ως άνω άρθρου 551 του ΚΠΔ “αν μεταξύ των προς εκτέλεση αποφάσεων υπάρχει και απόφαση που αμετάκλητα έχει καθορίσει συνολική ποινή, για τον καθορισμό της νέας συνολικής ποινής λαμβάνεται ως βάση η καθορισθείσα συνολική ποινή, αν αυτή είναι βαρύτερη από τις ποινές που επιβλήθηκαν με τις άλλες αποφάσεις”.»

Ερμηνεία σχετικών διατάξεων από τον ΑΠ«Από τον συνδυασμό όλων των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν τα εξής:

1) Ότι όταν πρόκειται να εκτελεσθούν πολλές καταδικαστικές αποφάσεις κατά του ίδιου προσώπου για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, επιβάλλεται υποχρεωτικά ο καθορισμός συνολικής ποινής με προσμέτρηση των ποινών που συρρέουν, υπό τη μορφή της νομικής και όχι της αθροιστικής σώρευσης, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 94-97 του Π.Κ., για την αποφυγή της υπέρμετρης εντάσεως της τιμωρίας του υπαιτίου με την άθροιση των ποινών που έχουν καταγνωσθεί για κάθε συρρέον έγκλημα και την τιμωρία του δράστη με ποινή που να ανταποκρίνεται σε όλα τα συρρέοντα εγκλήματα και στην εγκληματική διάθεση που εκδήλωσε.

2) Ότι οι ποινές που συρρέουν και προσμετρώνται στη συνολική κατά συγχώνευση ποινή, διατηρούν την αυτοτέλειά τους και μετά τον καθορισμό της συνολικής ποινής και δεν απορροφώνται από αυτήν, χωρίς όμως να είναι δεκτικές αυτοτελούς η καθεμία εκτελέσεως, εκτελούμενες διά μέσου της συνολικής ποινής και με την εκτέλεση αυτής.

3) Ότι οι συναντώμενες κατά την εκτέλεση στερητικές της ελευθερίας ποινές, κατά του αυτού προσώπου, για διαφορετικά εγκλήματα, μέχρι να καθορισθεί γι’ αυτές συνολική ποινή, εκτελούνται διαδοχικά και όχι διά συνεκτίσεως, η οποία δεν αναγνωρίζεται στην ελληνική ποινική νομοθεσία (ΑΠ 1544/2017). Η εξουσία δε του δικαστηρίου το οποίο καθορίζει τη συνολική ποινή, που πρέπει να εκτιθεί όταν κατά του ιδίου προσώπου υπάρχουν προς εκτέλεση περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις, εξαντλείται στον καθορισμό αυτό της συνολικής ποινής, με την επιμέτρηση των περισσοτέρων ποινών που έχουν επιβληθεί, κατά τον τρόπο που ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 94 και 97 του ΠΚ και δεν προβλέπεται από τον νόμο εξουσία του δικαστηρίου αυτού είτε για αναστολή εκτέλεσης της συνολικής ποινής είτε για μετατροπή των ποινών είτε για καταβολή της ποινής σε δόσεις, είτε για μετατροπή της ποινής σε κοινωφελή εργασία (ΑΠ 1650/2019, ΑΠ 1451/2019). Δηλαδή, δεν έχει αυτό εξουσία να προβεί σε νέα κρίση, ήτοι σε τροποποίηση των κατ’ ιδίαν αποφάσεων, με τις οποίες επιβλήθηκαν οι επιμέρους ποινές. Από τη σχηματιζόμενη συνολική ποινή αφαιρείται ολόκληρος ο χρόνος της τυχόν αποτιθείσας επιμέρους ποινής και όχι μόνο μέρος του χρόνου αυτού ίσο με το μέτρο συμμετοχής της με τη μορφή της προσαυξήσεως στη συνολική ποινή (ΑΠ 402/1986, ΑΠ 1195/1973). Η αφαίρεση δε της ποινής που εκτίθηκε από τη συνολική ποινή γίνεται από τον αρμόδιο εισαγγελέα ή (σε περίπτωση δισταγμών ή αμφισβητήσεων) από το Πλημμελειοδικείο του τόπου εκτίσεως της ποινής [Λ. Μαργαρίτη, Σχηματισμός Λ. Μαργαρίτης, Σχηματισμός συνολικής ποινής (άρθρο 551 ΚΠΔ) και κλήτευση του καταδίκου, Ποιν. Δικ. Τεύχος 11/2012, σελ. 1001].»

            Διαδικαστική πορεία της ενδίκου υποθέσεως«Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 187/10-2-2021 απόφαση του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, απορρίφθηκε η με αριθμ. πρωτ. 221/9-2-2021 αίτηση του αναιρεσείοντος, με την οποία αυτός είχε υποβάλει αντιρρήσεις, κατ` άρθρο 562 ΚΠοινΔ κατά της με αριθμό 2020-740 απορριπτικής Διάταξης του Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης. Ειδικότερα, με την υπ’ αριθμ. 717/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης υπολογίσθηκε συνολική ποινή διαρκείας επτά (7) ετών και δύο (2) μηνών, προκύπτουσα από τις επιμέρους ποινές που επιβλήθηκαν με τις:

α) 1321/2017 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης,

β) 367/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Έδεσσας και

γ) 4070/2017 απόφαση του Γ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.

Με τη δεύτερη από αυτές (367/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κειου Έδεσσας, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών για την πράξη της απάτης με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία, η οποία ωστόσο είχε μετατραπεί σε χρηματική ποινή και εν συνεχεία σε παροχή κοινωφελούς εργασίας 720 ωρών, ενώ επιπλέον ο αιτών-αναιρεσείων είχε ήδη παράσχει εργασία τις 479 ώρες. Με βάση την με αριθμό 10/2019 Διάταξη του κ. Εισαγγελέα Πλημ/κων Έδεσσας, διατάχθηκε η έκτιση του υπολοίπου της ανωτέρω ποινής, η οποία αντιστοιχεί σε 367 ημέρες στερητικής της ελευθερίας ποινής, κατόπιν αφαίρεσης της ήδη αποτιθείσας ποινής των 728 ημερών, στις οποίες αντιστοιχούν οι ως άνω 479 ώρες της παρασχεθείσας κοινωφελούς εργασίας, σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 82 (προϊσχύσαντος) ΠΚ, αφού η μετατραπείσα σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ποινή διατηρεί τον χαρακτήρα της περιοριστικής ελευθερίας ποινής και μετά τη μερική ή ολική απότιση της ποινής στην οποία έχει μετατραπεί.

Το Μονομελές Εφετείο Κακ/των όμως, με την 717/2020 απόφασή του, έλαβε υπόψη του για τον σχηματισμό της συνολικής ποινής, ολόκληρη την επιβληθείσα ποινή των τριών (3) ετών για την πράξη της απάτης, κατά τα προαναφερθέντα και από το σύνολο αυτής επιμετρήθηκε στη συνολική ποινή (ως προσαύξηση στην ποινή βάση) το ένα (1) έτος. Ακολούθως, ο αιτών υπέβαλε αίτημα στην αρμόδια κατ’ άρθρο 549 ΚΠΔ Εισαγγελέα για αφαίρεση της προαποτιθείσας ποινής, όπως υπολογίσθηκε στην με αριθμό 10/2019 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημ/κων Έδεσσας, το οποίο (αίτημα) απορρίφθηκε με την 2020/740 διάταξη της κ. Εισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια, ο αιτών άσκησε αντιρρήσεις κατά το άρθρο 562 ΚποινΔ, στο αρμόδιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο με την 187/2021 απόφασή του έκρινε ότι δεν είναι αρμόδιο να επιληφθεί της υπόθεσης και απέρριψε την αίτηση αντιρρήσεων.»
            Κρίση του ΑΠ επί των πραγματικών περιστατικών«Από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Μετά από αίτηση του ήδη αναιρεσείοντος, κρατουμένου στο Κ.Κ. Θεσσαλονίκης, περί καθορισμού συνολικής στερητικής της ελευθερίας ποινής, κατ’ άρθρο 551 ΚΠΔ, για τις ποινές που του είχαν επιβληθεί με τις αποφάσεις:

1) υπ’ αριθ. 1321/2017 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης,

2) υπ’ αριθ. 367/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Έδεσσας και

3)υπ’ αριθ. 4070/2017 απόφαση του Γ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης,

εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 717/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, το οποίο, κατ’ αποδοχή της αιτήσεώς του, καθόρισε σ’ αυτόν συνολική ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών και δύο (2) μηνών, αποτελούμενη από :

            –  την ποινή κάθειρξης των πέντε (5) ετών και έξι (6) μηνών που του είχε επιβληθεί με την υπ’ αριθ 1321/20-11-2017 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ως ποινή βάσης, επαυξημένη

            – κατά ένα (1) έτος από την ποινή φυλάκισης των τριών (3) ετών που του είχε επιβληθεί με την υπ’ αριθ. 367/10-6-2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Έδεσσας και

            – κατά οκτώ (8) μήνες από την ποινή φυλάκισης των δεκαοκτώ (18) μηνών που του επιβλήθηκε με την υπ’ αριθ. 4070/23-2-2017 απόφαση του Γ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης,

            ήτοι: 5έτη + 6μήνες + 1 έτος + 8 μήνες =6 έτη + 14 μήνες = 7 έτη + 2 μήνες.

            Με την προαναφερθείσα απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Έδεσσας, (η ποινή της οποίας προσμετρήθηκε στην καθορισθείσα συνολική ποινή των 7 ετών και 2 μηνών), είχε επιβληθεί σε βάρος του αναιρεσείοντος ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών για την πράξη της απάτης με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία.

Κατά τον σχηματισμό της συνολικής ποινής από το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, η ως άνω συντρέχουσα ποινή λήφθηκε υπόψη ολόκληρη και από το σύνολο αυτής επιμετρήθηκε στη συνολική ποινή, ως προσαύξηση στην ποινή βάση, το ένα (1) έτος. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, η επιβληθείσα με την υπ’ αριθ. 367/10-6-2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Έδεσσας ποινή των 3 ετών, μετατραπείσα σε χρηματική προς 5 ευρώ ημερησίως, με την υπ’ αριθ. 458/2018 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου μετατράπηκε σε παροχή κοινωφελούς εργασίας 720 ωρών εντός προθεσμίας δύο ετών. Με την υπ’ αριθ. 10/2019 Διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Έδεσσας, μετά τη διακοπή την 01-03-2019 της παροχής κοινωφελούς εργασίας εκ μέρους του ως άνω καταδικασθέντος, διατάχθηκε η έκτιση του υπολοίπου ποινής που επιβλήθηκε με την ανωτέρω απόφαση, αντιστοιχούντος σε ποινή στερητική της ελευθερίας τριακοσίων εξήντα επτά (367) ημερών, κατόπιν αφαίρεσης 728 ημερών ποινής στερητικής της ελευθερίας, στις οποίες αναλογούν οι 479 ώρες παρασχεθείσας κοινωφελούς εργασίας. Μετά τον καθορισμό της συνολικής ποινής από το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, υποβλήθηκε αίτημα από τον καταδικασθέντα και ήδη αναιρεσείοντα για αφαίρεση της προαποτιθείσας ποινής, με επίκληση των οριζομένων στην υπ’ αριθ. 10/2019 Διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Έδεσσας, προς την αρμόδια κατ’ άρθρο 549 ΚΠΔ Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης. Η τελευταία απέρριψε το αίτημα αυτό με την υπ’ αριθ. 2020-740 διάταξή της. Κατόπιν αυτού, ο ανωτέρω καταδικασθείς και ήδη αναιρεσείων, κρατούμενος στο Κ.Κ. Θεσσαλονίκης, υπέβαλε την από 10-02-2021 αίτηση-αντιρρήσεις, κατ’ άρθρο 562 ΚΠΔ, ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ως δικαστηρίου του τόπου έκτισης της ποινής, αντιλέγοντας στην απορριπτική διάταξη της Εισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης και ζητώντας από το ως άνω Δικαστήριο να αφαιρέσει από τη συνολική ποινή που του επιβλήθηκε το προαποτιθέν μέρος της συντρέχουσας ποινής που αναλογεί σε 728 ημέρες στερητικής της ελευθερίας ποινής. Το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε την αίτηση-αντιρρήσεις του αντιλέγοντος και ήδη αναιρεσείοντος με την ακόλουθη, κατά πιστή μεταφορά αιτιολογία: “Δοθέντος ότι η αμφιβολία και η αντίρρηση του αιτούντος αφορά την εκτελεστότητα της υπ’ αριθ. 367/2015 Απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Έδεσσας κατόπιν και της υπ’ αριθ. 10/2019 Διάταξης της κ. Εισαγγελέως Πρωτοδικών Έδεσσας το παρόν Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο κατ’ άρθρο 562 ΚΠΔ να επιληφθεί της υπόθεσης”.
Με αυτά όμως που δέχθηκε το Α’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, υπέπεσε σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας, παραλείποντας να αποφασίσει για ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομική σκέψη, δηλαδή να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης του αιτούντος-αντιλέγοντος και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την ουσιαστική παραδοχή ή απόρριψή της.
Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού μοναδικού λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ` του Κ.Ποιν.Δ, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση για (αρνητική) υπέρβαση εξουσίας και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).»

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -