Με την ΑΠ 826/2020 οριοθετούνται οι αντιρρήσεις που δύναται να προβάλλει ο καταδικασθείς σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και για το είδος και τη διάρκεια της ποινής του σύμφωνα με το άρθρο 562 ΚΠΔ.
Σχετικές διατάξεις : « Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 του ισχύοντος ΚΠοινΔ, ” Κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση του καταδικασθέντος σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή την διάρκεια της ποινής, λύεται από τον αρμόδιο, κατ` άρθρο 549 ΚΠοινΔ, εισαγγελέα, ο οποίος αποφαίνεται αμελλητί με αιτιολογημένη διάταξή του. Σε περίπτωση αμφιβολίας του εισαγγελέα ή αντίρρησης του καταδικασθέντος, επιλαμβάνεται το δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή”. Εξάλλου, με τη διάταξη του αρ. 2 παρ. 2 του ΠΚ, ορίζεται ότι, “αν ο μεταγενέστερος Νόμος χαρακτηρίσει την πράξη όχι αξιόποινη, παύει και η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της”. Από τις διατάξεις αυτές, που αναφέρονται στο ζήτημα της επιδράσεως του μεταγενέστερου νόμου, σαφώς προκύπτει ότι ανώτερο χρονικό σημείο μέχρι του όποιου έχει αναδρομική ισχύ ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο νόμος, είναι εκείνο της αμετάκλητης καταδίκης του. Το δε Πλημμελειοδικείο το οποίο επιλαμβάνεται της εκδικάσεως τέτοιων αντιρρήσεων του καταδικασμένου, λόγω του ότι αναφέρονται σε ζητήματα σχετικά με την εκτελεστότητα αμετάκλητης καταδικαστικής ποινικής απόφασης, που προέκυψαν κατά την εκτέλεση και μετά το αμετάκλητο αυτής, δεν μπορεί να εξετάσει τις αιτιάσεις του αντιλέγοντος οι οποίες εκτείνονται στον έλεγχο της νομιμότητας της εκτελούμενης απόφασης ως προς την επιβολή της ποινής ή σε πλημμέλειες που έλαβαν χώρα κατά την έκδοση της απόφασης αυτής, η οποία τον καταδίκασε και του επέβαλε ποινή. Περιορίζεται μόνο στην εξέταση ζητημάτων κατά την εκτέλεση και μόνον αυτών που ανέκυψαν μετά το αμετάκλητο της εκτελούμενης απόφασης, γιατί με μια νέα εξέταση της υπόθεσης θα καταλυόταν το δεδικασμένο παρά την απαγορευτική διάταξη του άρθρου 57 του ΚΠοινΔ.
Έτσι μπορούν να προταθούν αντιρρήσεις που αφορούν:
α) την εκτελεστότητα της απόφασης όταν προβάλλεται ότι αυτή δεν κατέστη αμετάκλητη,
β) το είδος της ποινής, όταν ο καταδικασμένος ισχυρίζεται ότι ο χαρακτηρισμός εκ μέρους του Εισαγγελέα της ποινής που έχει επιβληθεί δεν είναι σύμφωνος με τις διατάξεις του ΠΚ και
γ) στη διάρκεια της ποινής, όταν επικαλείται εσφαλμένο προσδιορισμό του χρόνου λήξης της ποινής ή λόγο που παύει ή κωλύει τη συνέχιση της έκτισης αυτής, όπως την απονομή χάρης (άρθρο 564 περ. β’) ή την παραγραφή της ποινής (άρθρο 565 εδ. α’ ) ή τη χορήγηση αμνηστίας μετά την αμετάκλητη της καταδίκη του (άρθρο 566 εδ. β’) ή το χαρακτηρισμό της πράξης μη αξιόποινης με μεταγενέστερο νόμο (άρθρο 2 § 2 του ΠΚ), ενώ δεν μπορούν να προταθούν αιτιάσεις που αναφέρονται
- στην παραγραφή του αξιοποίνου της πράξης, ανεξαρτήτως του αν αυτή προέκυψε μετά την έκδοση της εκτελούμενης καταδικαστικής απόφασης και πριν από το αμετάκλητο αυτής ή
- της ακυρότητας της διαδικασίας ή
- της αμνηστίας η οποία χορηγήθηκε πριν από το αμετάκλητο της εκτελούμενης απόφασης. (ΑΠ1855/2007).
Εξάλλου από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 2 παρ.2 ΠΚ, σαφώς προκύπτει ότι ανώτερο χρονικό σημείο μέχρι του οποίου έχει χρονική ισχύ ο ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο νόμος, είναι εκείνο της αμετάκλητης καταδίκης του. Μετά από αυτή έχει αναδρομική εφαρμογή μόνο ο νόμος που καθιστά την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη) όχι επομένως και εκείνος με τον οποίο εξαλείφεται, για ορισμένους λόγους το αξιόποινο πράξης η οποία ως αδίκημα εξακολουθεί να έχει χωρίς τη συνδρομή των λόγων αυτών αξιόποινο χαρακτήρα. Έτσι θα πρέπει με το νέο νόμο να καταργείται ο κυρωτικός κανόνας που εφαρμόστηκε και επί πλέον η πράξη να μη επικαλύπτεται από άλλες διατάξεις που συνέρρεαν κατ’ ιδέαν και είχαν απορροφηθεί από τη διάταξη που τότε εφαρμόστηκε και αργότερα καταργήθηκε. Είναι εμφανές ότι ο νομοθέτης απέβλεψε στην πράξη ως γεγονός και στην κατάλυση του αξιοποίνου της με μεταγενέστερο νόμο ολοσχερώς (ΑΠ 88/2001, ΑΠ 53/1998).»
Ένδικη υπόθεση «ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, η υπ’ αριθμ. …. έκθεση του Κ. Α. του Γ. , κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Χαλκίδος, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 1266/2019 αποφάσεως του Αυτόφωρου τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδος, με τη οποία απερρίφθη αίτηση αντιρρήσεων του, κατ’ άρθρο 562 του ΚΠΔ, ως μη νόμιμη, ασκήθηκε παραδεκτώς και εμπροθέσμως κατ’ άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠοινΔ (καταχώρηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο την 12-11-2019). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί η βασιμότητα των λόγων της, συνεκδικαζόμενη με τους από 11-2-2020, παραδεκτώς ασκηθέντες προσθέτους λόγους.
ΙΙΙ. Ο αναιρεσείων με την από 7-10-2019 (με αριθμ.πρωτ…..) αίτησή του προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδος, εξέθετε ότι, με τις υπ’ αριθμ., 1230/2017 και 2208/2018 αποφάσεις του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που έχουν καταστεί αμετάκλητες, καταδικάστηκε σε ποινές κάθειρξης, οκτώ (8) ετών για την πράξη της απάτης άνω των 73.000,00 € και επτά (7) ετών για την πράξη της απάτης και της απλής συνέργειας σε πλαστογραφία, που τελέστηκαν στην ….. τα έτη 2001 και 2004, αντίστοιχα, με έναρξη της ποινής του την 19-11-2018. Με βάση το ιστορικό αυτό και με επίκληση των παραπάνω διατάξεων των άρθρων, 562 του ισχύοντος ΚΠοινΔ και άρθρο 2 παρ.2 του ΠΚ, αιτείται την παύση της εκτέλεσης των ποινών που του επιβλήθηκαν καθώς και τα ποινικά επακόλουθα της, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.2 ΠΚ (Ν.4619/2019) που τέθηκε σε ισχύ την 1-7-2019, καθόσον μετά την κατάργηση του ν.2721/1999 η πράξη της απάτης με συνολικό όφελος και ζημία άνω των 73.000,00 €, χαρακτηρίστηκε μη αξιόποινη (ανέγκλητη). Η πράξη δε της απλής συνέργειας σε πλαστογραφία απορροφάται από την απάτη, ο δε νόμος που καταργήθηκε αντικαταστάθηκε με ευμενέστερο (Ν.4055/2012) και ως εκ τούτου πρέπει να τύχει εφαρμογής στο πρόσωπο του, διότι διαφορετικά γίνεται διαχωρισμός πράξεων. Άλλη βάση ή σχετικό με αυτήν αίτημα δεν είχε η αίτηση του.
Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδος, απέρριψε τις αντιρρήσεις του με το εξής κατά λέξη σκεπτικό: “Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα ” Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο αιτών αντιλέγων έχει καταδικαστεί κατ’έφεση, με την υπ’αριθ. 2208/2018 απόφαση του πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών για την πράξη της απάτης και της απλής συνέργειας σε πλαστογραφία, καθώς και με την υπ’αριθ.25/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών σε ποινή φυλάκισης 42 μηνών για ψευδή καταμήνυση κατά συρροή και συκοφαντική δυσφήμιση μετατραπείσα προς 10,00 € ημερησίως και με την υπ’ αριθμ. 1230/2014 απόφαση του Β’Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών σε ποινή κάθειρξης οχτώ (8) ετών για την πράξη της απάτης άνω των 73.000,00 € κατ’εξακολούθηση, με έναρξη της ποινής του την 15-11-2018. Αιτείται δε την παύση της εκτέλεσης των ποινών που του επιβλήθηκαν καθώς και τα ποινικά επακόλουθα της, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.2 του ΠΚ (Ν.4419/2019) που τέθηκε σε ισχύ από 1-7-2019, διότι πλέον η πράξη της απάτης με συνολικό όφελος και ζημιά άνω των 73.00,00 € χαρακτηρίστηκε μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παρά ταύτα η ως άνω πράξη έχει πλέον πλημμεληματική μορφή, δεν είναι ανέγκλητη σε κάθε περίπτωση δεν αποτελούν αντικείμενο αντιρρήσεων τα αιτήματα αυτά σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι οι αποφάσεις είναι αμετάκλητες . Επομένως πρέπει να απορριφθούν οι αντιρρήσεις ως μη νόμιμες”.
- Με αυτά που δέχθηκε το παραπάνω Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδος, ότι οι κακουργηματικές πράξεις για τις οποίες ήδη είχε καταδικαστεί αμετάκλητα ο αιτών, με τις υπ’αριθμ. 1230/2017 και 2208/2018 αποφάσεις του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατέστησαν μεταγενέστερα πλημμεληματικές και όχι ανέγκλητες, ορθώς απέρριψε την αίτηση του αναιρεσείοντος που ο ίδιος χαρακτηρίζει ως “αίτηση αντιρρήσεων κατ` άρθρο 562 ΚΠΔ”, με την οποία ζητούσε να παύσει η εκτέλεση των ποινών που του επιβλήθηκαν με αυτές, ως μη νόμιμη, μη πληρούσα τις προϋποθέσεις της προαναφερθείσας διάταξης, αλλά και αυτής του άρθρου 2 παρ.2 ΠΚ. Διέλαβε δε την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τους λόγους, πραγματικούς και νομικούς για τους οποίους δεν μπορούσε να ερευνήσει την ουσία της αίτησης, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους απέρριψε τις αντιρρήσεις του αντιλέγοντος και ήδη αναιρεσείοντος για την παύση της εκτέλεσης των ποινών που του επιβλήθηκαν καθώς και τα ποινικά επακόλουθα της, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.2 του ΠΚ (Ν.4419/2019), ορθά δε ερμήνευσε και εφάρμοσε τις άνω διατάξεις των άρθρων 57 και 562 του ΚΠΔ, χωρίς να παραβιάσει αυτές ευθέως ή εκ πλαγίου, αφού έγινε δεκτό ότι δεν αποτελούν αντικείμενο αντιρρήσεων τα αιτήματα του, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, καθόσον οι λόγοι των αντιρρήσεων του, δεν αναφέρονται σε ζητήματα που ανέκυψαν κατά την εκτέλεση της ποινής και μετά την αμετάκλητη καταδίκη του και συνεπώς καλύπτονται από το δεδικασμένο, το οποίο, όπως εκτέθηκε στην παραπάνω νομική σκέψη, δεν επιτρέπει σύμφωνα με το άρθρο 57 του ΚΠοιΔ τη νέα εξέταση της υπόθεσης και την έρευνα των ανωτέρω λόγων, οι οποίοι μπορούσαν να προταθούν με το ένδικο μέσο της έφεσης και της αναίρεσης κατά το άρθρο 489 παρ. 1 εδ. γ’ και 510 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, αντιστοίχως, κατά των αποφάσεων αυτών και όχι με αντιρρήσεις κατά της εκτελέσεώς τους αφού κατέστησαν αμετάκλητες.
Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος με τις οποίες παραπονείται:
1) για την με αριθμό πρωτοκόλλου …. Διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η από 9-9-2019 αίτησή του για επανακαθορισμό της συνολικής εκτιτέας επιβληθείσας σε βάρος του με τις προαναφερθείσες αποφάσεις, ποινής,
2) για εσφαλμένη μη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 49 ΚΠΔ και μη παύση της ποινικής δίωξης για τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε με τις ίδιες αποφάσεις,
3) για την μη κήρυξη απαράδεκτης ης ποινικής του δίωξης για τις ίδιες πράξεις λόγω εκπρόθεσμης έγκλησης του παθόντος και
4) για την μη μετατροπή των κακουργηματικών ποινών που του είχαν ήδη αμετάκλητα επιβληθεί σε πλημμεληματικές, είναι προεχόντως απαράδεκτες, αφού το πρώτον προβάλλονται με την αναίρεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους και δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας, με αριθμό πρωτ. …. αίτησης, επί της οποίας έκρινε το δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του και επομένως δεν μπορούν να εξεταστούν από το παρόν Δικαστήριο. Σε κάθε δε περίπτωση, είναι και αβάσιμες, αφού δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν περιεχόμενο αυτής. Επισημαίνεται τέλος, ότι δεν καταλείπεται αμφιβολία πως με την προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπόψη και αξιολογήθηκε το περιεχόμενο της εν λόγω αίτησης του αναιρεσείοντος.
V. Επομένως, όλοι οι περί του αντιθέτου και από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχεία Δ` και Ε` ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης, όπως και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 ΚΠοινΔ).
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ