Με την ΑΠ 652/2024 με τρόπο αναλυτικό και κατανοητό ερμηνεύεται η εφαρμογή του άρθρου 562 ΚΠΔ σχετικά με τις αντιρρήσεις ή αμφιβολίες του καταδικασθέντος αναφορικά με την επιβληθείσα ποινή την οποία εκτίει.
Σχετικές διατάξεις: Η διάταξη του άρθρου 545 του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ., που κυρώθηκε με το Ν. 4620/2019 (Φ.Ε.Κ. 96/11-6-2019, τεύχος πρώτο), ορίζει ότι: “Η καταδικαστική απόφαση και κάθε διάταξη του δικαστή ή του εισαγγελέα εκτελείται μόλις γίνει αμετάκλητη, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά σε ειδικές περιπτώσεις”. Η διάταξη του άρθρου 562 του ίδιου ανωτέρω κώδικα ορίζει ότι: “Κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση του καταδικασθέντος σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή τη διάρκεια της ποινής λύεται από τον αρμόδιο κατ’ άρθρο 549 εισαγγελέα, ο οποίος αποφαίνεται αμελλητί με αιτιολογημένη διάταξή του. Σε περίπτωση αμφιβολίας του εισαγγελέα ή αντίρρησης του καταδικασθέντος επιλαμβάνεται το δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή” και η διάταξη του άρθρου 563 του αυτού ως άνω Κ.Ποιν.Δ. ότι: “Στις περιπτώσεις των άρθρων 561 και 562 ο καταδικασμένος κλητεύεται στο δικαστήριο, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 551. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου επιτρέπεται στον εισαγγελέα και στον καταδικασμένο το ένδικο μέσο της αναίρεσης”.
Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι το πλημμελειοδικείο, το οποίο επιλαμβάνεται αντιρρήσεων του καταδικασθέντος, περιορίζεται στην εξέταση ζητημάτων σχετικών με την εκτελεστότητα καταδικαστικής απόφασης,
• είτε η απόφαση αυτή είναι αμετάκλητη
• είτε, στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος, είναι αμέσως εκτελεστή, πριν καταστεί αμετάκλητη
[όπως π.χ. στην περίπτωση καταδικαστικής απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης και η έφεση του καταδικασθέντος, με απόφαση του ίδιου δικαστηρίου (κατ’ άρθρο 497 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ.) δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, καθώς και στην περίπτωση της αναίρεσης η προθεσμία για την άσκηση και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 471 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ.)], τα οποία (ζητήματα) προκύπτουν κατά την εκτέλεση, κατά κανόνα μετά το αμετάκλητο αυτής, ειδικότερα δε αναφορικά:
α) με την εκτελεστότητα της σχετικής απόφασης, όταν προβάλλεται ότι αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη και δεν είναι αμέσως εκτελεστή,
β) με το είδος της επιβληθείσας ποινής και
γ) με τη διάρκεια της ποινής, στην περίπτωση που από τον καταδικασθέντα γίνεται επίκληση εσφαλμένου προσδιορισμού του χρόνου λήξης της ποινής (άρθρο 554 του Κ.Ποιν.Δ.)
ή λόγου που παύει ή κωλύει τη συνέχιση της έκτισής της, όπως της απονομής χάριτος (άρθρο 564 περ. β’ του Κ.Ποιν.Δ.),
ή της παραγραφής της ποινής (άρθρο 565 περ. α’ του Κ.Ποιν.Δ.)
ή του χαρακτηρισμού της πράξης ως μη αξιόποινης με μεταγενέστερο νόμο (άρθρο 2 παρ. 2 του Π.Κ.)
ή του χρόνου που πρέπει να αφαιρεθεί από την εκτιόμενη ποινή (άρθρο 82 του Π.Κ.),
κατά της απόφασης δε που εκδίδεται επί των ανωτέρω αντιρρήσεων επιτρέπεται στον εισαγγελέα και τον καταδικασμένο το ένδικο μέσο της αναίρεσης (Α.Π. 947/2023, Α.Π. 264/2021).
Παραδεκτό των αντιρρήσεων: Περαιτέρω, για να είναι παραδεκτές οι ανωτέρω αντιρρήσεις του καταδικασθέντος και να εξετασθούν από το πλημμελειοδικείο του τόπου έκτισης της ποινής, πρέπει να διαρκεί ακόμη η εκτέλεση της απόφασης, δηλαδή, η ποινή που έχει επιβληθεί με την απόφαση κατά της οποίας στρέφονται οι αντιρρήσεις να μη έχει εκτιθεί εξ ολοκλήρου, καθόσον μετά την έκτιση της ποινής εξαντλείται η εκτελεστότητα της απόφασης και δεν υπάρχει στάδιο εκτέλεσης (Α.Π. 1549/2022, Α.Π. 13/2021).
Εξάλλου, αν οι αντιρρήσεις ή αμφιβολίες δημιουργούνται πριν από την έκτιση της ποινής, αρμοδιότητα για την επίλυσή τους έχει το δικαστήριο στο οποίο είναι τοποθετημένος ο αρμόδιος για την εκτέλεση της απόφασης εισαγγελέας, η ενεργοποίηση δε της σχετικής διαδικασίας έχει ως σημείο αφετηρίας την πρόκληση “αμφιβολίας ή αντίρρησης”.
Ένδικη υπόθεση: Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε κατά τη διαδικασία των άρθρων 417 και επ. του Κ.Ποιν.Δ. (αυτόφωρη διαδικασία), με την προσβαλλόμενη υπό στοιχεία ΑΥΤ 3093/6-7-2022 απόφασή του, ως δικαστήριο στο οποίο είναι τοποθετημένος ο αρμόδιος για την εκτέλεση της ακολούθως μνημονευόμενης απόφασης εισαγγελέας, απέρριψε την από 30-6-2022 αίτηση του αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος, …, κατοίκου … (οδός …), με την οποία αυτός είχε προβάλλει αντιρρήσεις, κατ’ άρθρο 562 του Κ.Ποιν.Δ., σχετικά με την έκτιση της ποινής φυλάκισης των πέντε (5) ετών, που δεν μετετράπη σε χρηματική, στην οποία καταδικάστηκε με την υπό στοιχεία ΕΤ 679/23-2-2018 απόφαση του Ε’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που κατέστη αμετάκλητη, για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων χρεών στο Ελληνικό Δημόσιο. Κατά της ανωτέρω υπό στοιχεία ΑΥΤ 3093/6-7-2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ασκήθηκε νομότυπα η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, από την Σ. Γ., δικηγόρο Αθηνών κάτοικο Αθηνών, για λογαριασμό του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, με δήλωση ενώπιον της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Π.Κ., “Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις”. Με την αντίστοιχη διάταξη του νέου Π.Κ., που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 (Φ.Ε.Κ. 95/11-6-2019, τεύχος πρώτο) και ισχύει από 1-7-2019 (βλ. άρθρο δεύτερο αυτού), ορίζεται ότι: “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά τον χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (Ολ. Α.Π. 1/2014, Α.Π. 1302/2022). Κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυε από την τέλεση της πράξης μέχρι τον χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος, με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση, κατά την ως άνω δε σαφή διάταξη ρητώς προβλέπεται ο χρόνος αμετάκλητης εκδίκασης της πράξης, ως το απώτατο χρονικό σημείο εφαρμογής των επιεικέστερων για τον κατηγορούμενο διατάξεων νόμων (Α.Π. 662/2021).
Περαιτέρω, με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., ορίζεται ότι: “Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας”.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των ανωτέρω δύο παραγράφων του άρθρου 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ. με σαφήνεια συνάγεται, ότι ο νεότερος νομοθέτης επέλεξε να εμείνει στην καθιερούμενη με την πρώτη παράγραφο πρόβλεψη της εφαρμογής των επιεικέστερων διατάξεων για τον κατηγορούμενο, που ίσχυσαν μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης, εισάγοντας με τη δεύτερη παράγραφο μία μοναδική εξαίρεση, δηλαδή εκείνη, κατά την οποία η πράξη καθίσταται μετά το αμετάκλητο μη αξιόποινη, ορίζοντας ειδικώς σ’ αυτή την περίπτωση ότι, “παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας”.
Επομένως, κατά την ως άνω σαφή διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., απώτερο χρονικό σημείο εφαρμογής του επιεικέστερου για τον κατηγορούμενο νόμου είναι εκείνο της αμετάκλητης εκδίκασης της πράξης. Η διάταξη αυτή εισάγει, ως διαδικαστικό όριο για την εφαρμογή του επιεικέστερου για τον κατηγορούμενο νόμου, την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης και, συνεπώς, δεν αφορά στο τρίτο στάδιο της ποινικής δίκης δηλαδή στο στάδιο της εκτέλεσης της απόφασης, το οποίο δημιουργεί δικονομική έννομη σχέση δημόσιου δικαίου μεταξύ του Κράτους και του καταδικασθέντος. Περαιτέρω, ενώ ο Ποινικός Κώδικας προνοεί και για την περίπτωση, κατά την οποία, μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης και, πριν ή κατά την έκτισης της ποινής που επιβλήθηκε γι’ αυτήν, τίθεται σε ισχύ νέος νόμος, που καταργεί το αξιόποινο της πράξης, κατά τα προαναφερθέντα, δεν προβλέπει και τη συγγενή περίπτωση του άρθρου 2 παρ. 2 του Π.Κ., κατά την οποία μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης, και πριν ή κατά την έκτισης της ποινής που επιβλήθηκε γι’ αυτήν, αρχίζει να ισχύει νέος νόμος, ο οποίος δεν καταργεί το αξιόποινο, περιέχει όμως ευμενέστερες για την ποινική μεταχείριση του καταδικασθέντος διατάξεις. Υπό το καθεστώς του ισχύσαντος μέχρι την 30-6-2019 Π.Κ., επικράτησε η άποψη ότι μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης, αναδρομική ισχύ είχε μόνο ο νόμος που καθιστούσε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη) και ότι ο νομοθέτης θέλησε να ρυθμίσει μόνο την περίπτωση, κατά την οποία μετά το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης, η πράξη χαρακτηριζόταν μη αξιόποινη (ανέγκλητη), ηθελημένα δε δεν προέβη για την κατά τον ίδιο χρόνο αναδρομική ή μη ισχύ του νέου νόμου που δεν καταργούσε το αξιόποινο, περιείχε όμως ευμενέστερες για την ποινική μεταχείριση του καταδικασθέντος διατάξεις, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει ανάλογη εφαρμογή του νέου αυτού νόμου μετά το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης, αφού το νομοθετικό κενό δεν ήταν ακούσιο (Ολ. Α.Π. 643/1985, Α.Π. 192/2012).
Οι διατάξεις του άρθρου 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου Π.Κ. διατηρούν τη διάκριση ανάμεσα στις διατάξεις νόμων που χαρακτηρίζουν την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη) και σ’ εκείνες που, αν και δεν χαρακτηρίζουν την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη) περιέχουν πάντως ευμενέστερες, για την ποινική της αντιμετώπιση, διατάξεις (απλώς ευμενέστερες διατάξεις), οι οποίες εμπίπτουν μεν στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 2 του ίδιου ανωτέρω Π.Κ., όχι, όμως, και στη δεύτερη, και, συνεπώς, οι διατάξεις νόμων που χαρακτηρίζουν την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη) εφαρμόζονται μέχρι την ολοκλήρωση της έκτισης της ποινής, ενώ οι απλώς ευμενέστερες διατάξεις εφαρμόζονται μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης. Αν ο νομοθέτης ήθελε οι απλώς ευμενέστερες διατάξεις να εφαρμόζονται μέχρι την ολοκλήρωση έκτισης της ποινής και όχι μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης, είτε θα είχε επιλέξει διαφορετική γραμματική διατύπωση στο άρθρο 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., ορίζοντας ως απώτερο χρονικό σημείο εφαρμογής γι’ αυτές την ολοκλήρωση έκτισης της ποινής, είτε θα είχε ρυθμίσει το ζήτημα με μεταβατικές διατάξεις.
Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 εδ. γ’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το Ν. 2462/1997, ορίζει ότι: “(…) Επίσης, δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνη που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης ποινικού αδικήματος. Εάν, μετά τη διάπραξή του, ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν (…)”. Η διάταξη αυτή, η οποία έχει υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, δεν διαλαμβάνει μεν την προϋπόθεση του μη αμετακλήτου της καταδίκης, πλην όμως αναφέρεται στην επιβολή ποινής, η οποία συντελείται μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης και όχι στην έκτιση της ποινής, η οποία έπεται χρονικά της επιβολής.
Συνεπώς, η αντίθετη προς τα ανωτέρω άποψη περί εφαρμογής της ευμενέστερης ποινικής διάταξης στην περίπτωση κατά την οποία μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης, αρχίζει να ισχύει νέος νόμος που δεν καταργεί το αξιόποινο, αλλά καθιστά αυτό ηπιότερο (απλώς επιεικέστερος νόμος) δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθεί στην ως άνω διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 εδ. γ’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.
Παρόμοιο δε περιεχόμενο με το ως άνω άρθρο έχουν και το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο “έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης”, καθώς και το άρθρο 7 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε αρχικά με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974, αποτελεί εγχώριο δίκαιο και, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, μεταγλωττίστηκε δε και αποδόθηκε στη δημοτική γλώσσα με το Π.Δ. 76/2022 (Φ.Ε.Κ. 205/1-11-2022, τεύχος πρώτο), σύμφωνα με το οποίο, “Κανείς δεν μπορεί να καταδικαστεί για πράξη ή παράλειψη, η οποία τη στιγμή της διάπραξής της δεν αποτελούσε αδίκημα κατά το εθνικό ή το διεθνές δίκαιο. Ούτε και επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνη η οποία θα επιβαλλόταν κατά τη στιγμή της διάπραξης αδικήματος”.
Κατά την ερμηνεία των Διεθνών Συμβάσεων, από τις οποίες δεσμεύεται και η χώρα μας, γίνεται μεν δεκτό ότι η καταδικαστική ποινική υπόθεση εκτείνεται και στο στάδιο έκτισης της ποινής, όμως αυτό έχει την έννοια της εφαρμογής σε αυτό το στάδιο των όρων έκτισης της απαγγελθείσας από τα δικαστήρια ποινής, χωρίς να είναι επιτρεπτή η επανεξέταση της υπόθεσης, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, όπως ακριβώς δημοσιεύθηκε (Ολ. Α.Π. 4/2021, Α.Π. 1549/2022, Α.Π. 419/2021, βλ. σχετ. ΔΕΕ 21 – 9/2017, C – 171/2016).
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ