fbpx
Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου, 2024

Ανυπόστατες αποφάσεις οργάνων ανώνυμων εταιριών

Χρόνος ανάγνωσης 9 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 9 λεπτά

Δείτε επίσης

Σύμφωνα το άρθρο 69 ΑΚ, όπως αυτό ισχύει αντικατασταθέν με το άρθρο 1 § 1 Ν. 4055/2012, καθένας που διαθέτει έννομο συμφέρον έχει δικαίωμα να προκαλέσει το δικαστικό διορισμό προσωρινής διοικήσεως νομικού προσώπου στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις: α) αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη διοίκηση του νομικού προσώπου και β) αν τα συμφέροντά τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου. Η διάταξη αυτή ισχύει και για το διοικητικό συμβούλιο ανώνυμης εταιρίας, με την έννοια ότι κάθε μέτοχος έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει το μεταβατικό διορισμό μελών του διοικητικού της συμβουλίου στις δύο προαναφερόμενες περιπτώσεις. Ο διορισμός γίνεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και σύμφωνα με το άρθρο 786 § 1 ΚΠολΔ, όπως είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 65 § 4 Ν. 4139/2013 και ίσχυε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, από το Ειρηνοδικείο της περιφέρειας όπου έχει την έδρα της η εταιρία. Έλλειψη διοικήσεως και συνεπώς περίπτωση διορισμού προσωρινού διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας υπάρχει και όταν το διοικητικό συμβούλιο εκλέχθηκε με ανυπόστατη ή άκυρη απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων, κατά τα άρθρα 35β’ και 35γ’ Ν. 2190/1920 “περί ανωνύμων εταιρειών”, όπως τροποποιήθηκαν με το Ν. 3604/2007 (ΟλΑΠ 18/2001, ΑΠ 1392/2014 nomos), ενώ, σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των προσώπων της διοίκησης και του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, υφίσταται ιδιαίτερα στις περιπτώσεις των άρθρων 66 και 235 ΑΚ, δηλαδή επί συνάψεως συμβάσεως των διοικούντων προσώπων ατομικώς με το νομικό πρόσωπο ή επί μονομερούς δικαιοπραξίας απευθυντέας προς αυτό καθώς και επί εγέρσεως και διεξαγωγής οποιασδήποτε φύσεως δίκης, λόγω διαφοράς αυτών με το νομικό πρόσωπο και γενικά όταν ο διοικητής του νομικού προσώπου ή μέλος της διοίκησής του παραβαίνει την υποχρέωση πίστης που αυτονόητα υπέχει έναντι αυτού (ΑΚ 288), είτε επιδιώκει ίδιο ή αλλότριο συμφέρον αντίθετο προς εκείνο του νομικού προσώπου (ΑΠ 1392/2014, ΑΠ 538/ 1998 nomos). Επομένως, σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των προσώπων της διοίκησης και του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας υπάρχει και όταν οι πράξεις των μελών του ΔΣ βλάπτουν προφανώς και προδήλως τα συμφέροντα της ίδιας της εταιρίας για ομαλή και νομότυπη λειτουργία της, η οποία -ομαλή και νομότυπη λειτουργία- πρέπει να επιτυγχάνεται με κριτήριο τη νομιμότητα και βάσει πραγματικών και όχι κατασκευασμένων πλειοψηφιών και βάσει υποστατών αποφάσεων, ειλημμένων κατόπιν της ελεύθερης έκφρασης της βουλήσεως των μετόχων της. Στο άρθρο 35α’ §§ 1 & 2 Ν. 2190/1920, που φέρει τον τίτλο “Ακυρωσία αποφάσεων της γενικής συνέλευσης”, ορίζεται ότι “1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 35β και 35γ, απόφαση της γενικής συνέλευσης που λήφθηκε με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με τον νόμο ή το καταστατικό, ακυρώνεται από το δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει και για αποφάσεις τις οποίες έλαβε γενική συνέλευση που δεν είχε νόμιμα συγκληθεί ή συγκροτηθεί. 2. Ακυρώσιμη είναι και η απόφαση που λήφθηκε: α) χωρίς να παρασχεθούν οφειλόμενες πληροφορίες, που ζητήθηκαν κατά το άρθρο 39 από μετόχους, οι οποίοι ζητούν την ακύρωση σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο, ή β) κατά κατάχρηση της εξουσίας της πλειοψηφίας, υπό τους όρους του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα”, ενώ στις λοιπές παραγράφους αναφέρονται οι προϋποθέσεις, με τις οποίες μπορεί να ζητηθεί η ακύρωση απόφασης της Γενικής Συνέλευσης. Εξάλλου, στο άρθρο 35β’ του ίδιου νόμου με τον τίτλο “Ακυρότητα αποφάσεων της γενικής συνέλευσης” ορίζεται ότι “§1. Σε περίπτωση που δεν υπήρξε σύγκληση της γενικής συνέλευσης ή το περιεχόμενο της απόφασής της είναι αντίθετο στον νόμο ή το καταστατικό, η απόφαση είναι άκυρη. §2. Με την επιφύλαξη εφαρμογής του προηγούμενου άρθρου, θεωρείται ότι συγκλήθηκε η γενική συνέλευση, εάν υπήρξε πρόσκλησή της προερχόμενη από την εταιρία και περιέχουσα τουλάχιστον ένδειξη της ημερομηνίας και του τόπου της γενικής συνέλευσης και η πρόσκληση αυτή δημοσιεύθηκε κατά τον νόμο. §3. Η προβολή ακυρότητας εκ μέρους μετόχου λόγω έλλειψης σύγκλησης της γενικής συνέλευσης δεν είναι επιτρεπτή, εάν ο μέτοχος αυτός μεταγενέστερα δήλωσε προς την εταιρία εγγράφως ή με δήλωσή του στα πρακτικά, ότι η γενική συνέλευση συνεδρίασε νομίμως. §4. Η ακυρότητα μπορεί να προβληθεί από κάθε πρόσωπο, μέτοχο ή τρίτο, που έχει έννομο συμφέρον, εντός προθεσμίας ενός (1) έτους από την υποβολή του σχετικού πρακτικού στην αρμόδια αρχή ή, εάν η απόφαση υποβάλλεται σε δημοσιότητα, από την καταχώρισή της στο Μητρώο……. §5. Η ακυρότητα μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, εντός της προθεσμίας της παραγράφου 4”. Τέλος, κατά το άρθρο 35γ’ του ως άνω Νόμου, που φέρει τον τίτλο “Ανυπόστατες αποφάσεις” ορίζεται ότι “§1. Οι διατάξεις των άρθρων 35α και 35β δεν εφαρμόζονται στις ανυπόστατες αποφάσεις. §2. Μια απόφαση είναι ανυπόστατη όταν λαμβάνεται με τις ψήφους προσώπων τα οποία: α) δεν είχαν μετοχική ιδιότητα, ή β) είχαν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από πρόσωπα που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα. Οι προαναφερθείσες διατάξεις παρατίθενται, όπως αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 42-44 Ν. 3604/2007, με τον οποίο αναμορφώθηκε το καθεστώς της ακυρότητας και της ακυρωσίας των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης ανώνυμης εταιρίας, ενώ παράλληλα και για πρώτη φορά, έγινε ρύθμιση για τις ανυπόστατες αποφάσεις. Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι η ανυπόστατη απόφαση δεν φέρει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα απόφασης της γενικής συνέλευσης. Είναι, δηλαδή, νομικά ανύπαρκτη και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεραπευθεί και δεν απαιτείται για τον σκοπό αυτό η έκδοση διαπλαστικής δικαστικής απόφασης, όπως συμβαίνει με τις άκυρες και τις ακυρώσιμες αποφάσεις, οι οποίες είναι υποστατές. Κατά το άρθρο 33 Ν. 2190/1920, η γενική συνέλευση των μετόχων είναι το ανώτατο όργανο της ανώνυμης εταιρίας και δικαιούται να αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση, οι δε αποφάσεις της δεσμεύουν και υποχρεώνουν και τους απόντες ή διαφωνούντες εταίρους, ενώ, κατά το άρθρο 32 § 1 εδ. α’ και γ’ του ίδιου νόμου, όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 Ν. 3884/2010, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην Ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2007/36/ΕΚ, οι συζητήσεις και αποφάσεις που λαμβάνονται κατά τη γενική συνέλευση καταχωρούνται σε περίληψη σε ειδικό βιβλίο, στο οποίο καταχωρίζεται και κατάλογος των μετόχων που παραστάθηκαν ή αντιπροσωπεύθηκαν στη γενική συνέλευση, ο οποίος συντάσσεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 27. Εξάλλου, στην §3 του ίδιου ως άνω άρθρου, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 40 Ν. 3604/2007 ορίζεται ότι: “Με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, στις εταιρίες που δεν έχουν μετοχές εισηγμένες σε χρηματιστήριο, η κατάρτιση και υπογραφή πρακτικού από όλους τους μετόχους ή τους αντιπροσώπους τους ισοδυναμεί με απόφαση της γενικής συνέλευσης, ακόμη και αν δεν έχει προηγηθεί συνεδρίαση”. Με την τελευταία αυτή διάταξη, καθιερώθηκε για πρώτη φορά σε εταιρίες, οι οποίες δεν έχουν μετοχές εισηγμένες σε χρηματιστήριο, η με περιφορά πρακτικού λήψη αποφάσεων σε γενική συνέλευση, δηλαδή η κατάρτιση και η υπογραφή πρακτικού από όλους τους μετόχους ή τους αντιπροσώπους τους, που ισοδυναμεί με απόφαση γενικής συνέλευσης, έστω και αν δεν έχει προηγηθεί σύγκλησή της. Με την υπογραφή του πρακτικού, ο μέτοχος που υπογράφει συναινεί στην ακολουθούμενη διαδικασία και συμφωνεί προς το περιεχόμενό του. Στην περίπτωση αυτή ως απόφαση της γενικής συνέλευσης θεωρείται το περιεχόμενο του υπογραφέντος από όλους τους μετόχους πρακτικού. Σημειώνεται ότι η μέθοδος αυτή ήταν συνηθισμένη στην πράξη, κυρίως σε μικρές ή οικογενειακές ανώνυμες εταιρίες. Από τη γραμματική διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης, προκύπτει ότι αν το πρακτικό της γενικής συνέλευσης δεν υπογράφεται από όλους τους μετόχους ή τους αντιπροσώπους τους, τότε δεν “ισοδυναμεί” με απόφαση της γενικής συνέλευσης και ως εκ τούτου η απόφαση είναι ανυπόστατη, καθόσον μόνο η υπογραφή του πρακτικού από όλους ανεξαιρέτως τους μετόχους ισοδυναμεί με τέτοια απόφαση. Με τα δεδομένα αυτά, είναι προφανές ότι η διάταξη του άρθρου 32 § 3 Ν. 2190/1920 ρυθμίζει με έμμεσο τρόπο περίπτωση ανυπόστατης απόφασης γενικής συνέλευσης, πέραν των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 35γ’ § 2 Ν. 2190/1920. Το ανυπόστατο δεν αποτελεί ελάττωμα της απόφασης με την έννοια των διατάξεων των άρθρων 35α’ και 35β’ Ν. 2190/1920, αφού μια τέτοια απόφαση δεν παράγει, όπως έχει ήδη αναφερθεί, έννομες συνέπειες ούτε μπορεί να θεραπευθεί. Επομένως, δεν είναι δυνατή η θεραπεία του ανυποστάτου, με την εκ των υστέρων υπογραφή του πρακτικού. Απώτατο χρονικό σημείο μέχρι το οποίο είναι δυνατό να υπογραφεί το πρακτικό αυτό, είναι η δημοσίευσή του στο Μητρώο. Περαιτέρω, ανάλογο περιεχόμενο με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 32 § 3 Ν. 2190/1920 έχει και η διάταξη της §5 του άρθρου 21 του ίδιου νόμου, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 28 § 3 Ν. 3604/2007 και κατά την οποία η κατάρτιση και η υπογραφή πρακτικού από όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή τους αντιπροσώπους τους ισοδυναμεί με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, ακόμα και αν δεν έχει προηγηθεί συνεδρίαση. Η δυνατότητα αυτή δεν προβλεπόταν στον νόμο υπό το προηγούμενο νομικό καθεστώς, πλην όμως δεν ήταν άγνωστη στην πράξη. Με τη ρύθμιση αυτή, ο νομοθέτης θέλησε να διευκολύνει τη λειτουργία του διοικητικού συμβουλίου, αφού παρακάμπτονται τυχόν εμπόδια είτε από την έλλειψη απαρτίας είτε από άλλους λόγους, χωρίς να είναι απαραίτητο να τηρηθεί η διαδικασία σύγκλησης και να λάβει χώρα συνεδρίαση σε συγκεκριμένο τόπο. Όμως, η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, η οποία έχει διατυπωθεί σε πρακτικό, θεωρείται ανυπόστατη, όταν δεν υπογράφεται από όλα τα μέλη του, όπως απαιτείται από τη διάταξη του άρθρου 21 § 5 Ν. 2190/1920, αφού μόνο η υπογραφή του από το σύνολο των μελών του διοικητικού συμβουλίου υποδηλώνει αποδοχή του συγκεκριμένου τρόπου λήψης της απόφασης. Στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται νομικά απόφαση, αφού πρόκειται για προϊόν ενός συλλογικού οργάνου, που όμως δεν λειτούργησε καθόλου και ως εκ τούτου δεν επιφέρει καμία έννομη συνέπεια (ΑΠ 1259/2018 nomos). Όπως προκύπτει από τα άρθρα 284, 744 ΚΠολΔ και 35β’ § 5 Ν. 2190/1920, το Δικαστήριο, από το οποίο ζητείται ο διορισμός προσωρινού διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας έχει την αρμοδιότητα να εξετάζει παρεμπιπτόντως και αυτεπαγγέλτως το ανυπόστατο της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων για εκλογή του διοικητικού συμβουλίου, αφού η ανυπόστατη απόφαση είναι ανύπαρκτη και μπορεί να προβληθεί από τον οποιοδήποτε έχει έννομο συμφέρον, εξωδίκως ή δικαστικώς και χωρίς να απαιτείται έκδοση διαπλαστικής απόφασης, καθώς και την ακυρότητα της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων για εκλογή διοικητικού συμβουλίου, αφού η άκυρη απόφαση θεωρείται αυτοδικαίως ανύπαρκτη και δεν αναπτύσσει από τη λήψη της έννομες συνέπειες (ΑΚ 180), με την επιφύλαξη της ίασης της ακυρότητας λόγω άπρακτης παρόδου της ενιαυσίας προθεσμίας από την καταχώρησή της στο Μητρώο (ΑΠ 1392/2014 nomos). Τέλος, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ απαγορεύει την άσκηση δικαιώματος αν υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό του σκοπό του δικαιώματος. Όμως, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, όταν ο σχετικός ισχυρισμός προβάλλεται κατά της ακυρότητας της σύμβασης, η οποία επήλθε λόγω παράβασης του νόμου, γιατί η άκυρη σύμβαση δεν καθίσταται έγκυρη, έστω και αν η πρόταση της ακυρότητας είναι καταχρηστική (ΑΠ 417/2016, ΑΠ 1791/2006, AΠ 547/2019 nomos).

* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδω

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -