fbpx

Απαράδεκτη άσκηση αναίρεσης (476 ΚΠΔ)

Χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ 683/2023, εκδοθείσα σε συμβούλιο, οριοθετείται το απαράδεκτο άσκησης αναίρεσης κατ’ αποφάσεων και διατάξεων που δεν υπόκεινται στην άσκηση του συγκεκριμένου ενδίκου μέσου.

Σχετικές διατάξεις: Κατά το άρθρο 589 παρ. 3 του νέου ΚΠΔ, “Αποφάσεις και βουλεύματα που εκδόθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος κώδικα υπόκεινται στα ένδικα μέσα και τις διατυπώσεις άσκησής τους που προέβλεπε ο καταργούμενος κώδικας ποινικής δικονομίας και εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα”.

Επίσης, κατά το άρθρο 590 παρ.1 του ίδιου ΚΠΔ, “Υποθέσεις που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε οποιονδήποτε βαθμό συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα. Οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας που τελέστηκαν όταν ίσχυαν οι διατάξεις που καταργούνται διατηρούν το κύρος τους”.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 504 παρ. 1 εδ. α’ του ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019 ΚΠΔ (τα ίδια ορίζονται και στην ταυτάριθμη διάταξη του νέου ΚΠΔ), όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται με σαφήνεια ότι δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση αναίρεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όταν κατ’ αυτής έχει ασκηθεί έφεση και έχει ήδη εκδοθεί απόφαση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, η απόφαση του οποίου υπόκειται πλέον σε αναίρεση, εφόσον αποφαίνεται τελειωτικά για την κατηγορία, όπως είναι και εκείνη που απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη, αφού στην περίπτωση αυτή παρέχεται ρητά τέτοιο δικαίωμα από τη διάταξη του άρθρου 501 παρ. 1 ΚΠΔ (ΑΠ 209/2022, ΑΠ 201/2021).

Εξάλλου, κατά τον προγενέστερο ΚΠΔ, η διάταξη, που εκδίδει ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών (άρθρο 47 ΚΠΔ) και η διάταξη, που εκδίδει ο Εισαγγελέας Εφετών, μετά από προσφυγή του εγκαλούντος κατά διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών (άρθρο 48 ΚΠΔ), δεν έχουν τη μορφή ούτε της απόφασης ούτε του βουλεύματος. Κατά της διάταξης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, το μόνο ένδικο μέσο, που προβλέπεται από τον ΚΠΔ, είναι η προσφυγή του εγκαλούντος ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών (άρθρο 48 ΚΠΔ). Κατά δε της διάταξης, που εκδίδει μετά την προσφυγή αυτή ο Εισαγγελέας Εφετών, ο εγκαλών – προσφεύγων δεν έχει το δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση, διότι αυτό δεν προβλέπεται από τις παραπάνω διατάξεις, ούτε από κάποια άλλη γενική ή ειδική διάταξη του ΚΠΔ. Εάν δε ασκηθεί αναίρεση κατά τέτοιας απόφασης ή εισαγγελικής διάταξης αυτοτελώς, αυτή είναι απαράδεκτη, γιατί στρέφεται κατά απόφασης μη υποκείμενης στο ένδικο αυτό μέσο, αφού το δικαστήριο δεν αποφαίνεται με αυτήν τελειωτικά για την κατηγορία και δεν υπάρχει διάταξη που να ορίζει ειδικά κάτι άλλο (ΑΠ 1975/2017, ΑΠ 251/2016). Τα ίδια ισχύουν και υπό τον νέο ΚΠΔ, όσον αφορά στις σχετικές διατάξεις του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και του Εισαγγελέα Εφετών, που ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 51 και 52 αντίστοιχα.

Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 341 παρ. 2 εδ. δ’ του ΚΠΔ, η οποία ορίζει ότι η αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας εισάγεται χωρίς να κλητευθεί ο αιτών, στην πρώτη δικάσιμο του δικαστηρίου που δίκασε “το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα”, συνδυαζόμενη και προς τη διάταξη του άρθρου 546 του ίδιου κώδικα, κατά την οποία, μεταξύ άλλων, ορίζεται ότι “αμετάκλητη είναι η απόφαση κατά της οποίας δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο”, συνάγεται ότι η απόφαση, που εκδίδεται επί αίτησης ακύρωσης της διαδικασίας, δεν υπόκειται σε αίτηση αναίρεσης, ανεξαρτήτως αν το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση κατ’ ουσίαν ή ως απαράδεκτη. Η διάταξη αυτή, ως ειδική, κατισχύει της διάταξης του άρθρου 476 παρ. 2 του ΚΠΔ, με την οποία ορίζεται ότι, κατά της απόφασης, που απορρίπτει το ένδικο μέσο (προς το οποίο προσομοιάζει και η άνω αίτηση ακύρωσης) ως απαράδεκτο, επιτρέπεται μόνο αναίρεση (ΑΠ 899/2021, ΑΠ 575/2021).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 473 παρ. 1 έως 3 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον κατηγορούμενο είναι είκοσι (20) ημέρες, η οποία αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωρισθεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Όμως, η ανωτέρω προθεσμία, αν ο δικαιούμενος δεν ήταν παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, σε κάθε περίπτωση αρχίζει από την επίδοση της απόφασης.

Εκπρόθεσμη δε άσκηση ενδίκου μέσου συγχωρείται μόνον αν συντρέχει ανώτερη βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα, που εμπόδισαν τη εμπρόθεσμη άσκησή του. Στην περίπτωση αυτή, στην κατά το άρθρο 474 του ΚΠΔ έκθεση αναίρεσης γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την προβαλλόμενη ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα, καθώς και των αποδεικτικών μέσων, που αποδεικνύουν τα περιστατικά αυτά (ΑΠ 879/2022, ΑΠ 827/2022). Ως ανώτερη δε βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του επικαλούμενου αυτό, μη οφειλόμενο σε υπαιτιότητά του, το οποίο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορούσε να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης, ενώ ως ανυπέρβλητο κώλυμα θεωρείται το γεγονός εκείνο, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ασκούντος το ένδικο μέσο διαδίκου και δεν μπορούσε να υπερνικηθεί από αυτόν με κανένα τρόπο (Ολ. ΑΠ 4/1995, ΑΠ 1167/2022).

Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ.1 του ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο, που δεν είχε το δικαίωμα ή δεν είχε έννομο συμφέρον ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα, ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόμιμη παραίτηση από το ένδικο μέσο ή όταν τούτο ασκείται για δεύτερη φορά ή σε κάθε άλλη περίπτωση, που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο (ως Συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και, αφού ακούσει αυτόν που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον συνήγορο αντίκλητό του, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του βουλεύματος ή της απόφασης, που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο.

Ένδικη υπόθεση-κρίση του Αρείου Πάγου: Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων, την 8-10-2014, συνελήφθη σε γραφείο του κτιρίου 6 των Δικαστηρίων της Πρώην Σχολής Ευελπίδων στην Αθήνα, για διατάραξη της ομαλής λειτουργίας της υπηρεσίας (άρθρο 334 παρ. 3 του τότε ισχύοντος ΠΚ) και, αφού ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη, παραπέμφθηκε στο Α’ Αυτόφωρο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, το οποίο, με την υπ’ αριθμ. ΑΑΜ 1874/2018 απόφασή του, τον κήρυξε ένοχο για την ανωτέρω πράξη και του επέβαλε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Κατά της απόφασης αυτής, ο καταδικασθείς άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη με την υπ’ αριθ. ΕΤ 306/2022 απόφαση του Ε’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που καταχωρίσθηκε στο ειδικό βιβλίο των καθαρογραμμένων αποφάσεων του προαναφερθέντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου την 20-4-2022, όπως τούτο προκύπτει από την υπηρεσιακή βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα επί του σώματος αυτής.

Κατά της ανωτέρω απόφασης, ο αναιρεσείων άσκησε την από 6-6-2022 αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας, κατ’ άρθρο 341 του ΚΠΔ, η οποία επίσης απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, με την υπ’ αριθμ. ΑΥΤ 2536/2022 απόφαση του Αυτόφωρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Στο μεταξύ, ο αναιρεσείων είχε υποβάλει έγκληση κατά των: Α) Μ. Σ., Πρωτοδίκη Αθηνών και β) Β. Δ., δικαστικής αντιπροσώπου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για παράβαση καθήκοντος και για παραβίαση δικαστικής απόφασης. Η έγκληση αυτή απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 3 Δ/2015 Διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 2 του τότε ισχύοντος ΚΠΔ ως νόμω αβάσιμη.

Καθ’ όλων των ανωτέρω δικαστικών αποφάσεων, καθώς και της απορριπτικής εισαγγελικής διάταξης, ο αναιρεσείων υπέβαλε την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και το δικόγραφο πρόσθετων λόγων, με χειρόγραφα κείμενα, αποδίδοντας διάφορα σφάλματα τόσο στις αποφάσεις όσο και στην εισαγγελική διάταξη, κυρίως όσον αφορά στην ουσία της υπόθεσης.

Υπό τις προαναφερόμενες όμως νομικές παραδοχές, η εν λόγω αίτηση αναίρεσης, ανεξαρτήτως του ορισμένου ή μη των λόγων της, είναι στο σύνολό της απαράδεκτη. Συγκεκριμένα, είναι απαράδεκτη:

α) κατά το μέρος της, που πλήττει την υπ’ αριθμ. ΑΑΜ 1874/2018 καταδικαστική απόφαση του Α’ Αυτοφώρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καθόσον πρόκειται για πρωτόδικη απόφαση, υποκείμενη σε έφεση, η οποία έφεση ασκήθηκε από τον αναιρεσείοντα και απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη με την αμέσως πιο κάτω αναφερόμενη απόφαση,

β) κατά το μέρος της, που πλήττει την υπ’ αριθμ. ΕΤ 306/2022 – απορριπτική της ανωτέρω έφεσης – απόφαση του Ε’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε απόντος του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, καθόσον (η αίτηση αναίρεσης) έχει ασκηθεί εκπρόθεσμα, (αρθρ. 473 παρ. 2 και 3 ΚΠοινΔ), αφού η προσβαλλόμενη απόφαση, που καταχωρίσθηκε στο ειδικό βιβλίο την 20-4-2022, επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο και στον αντίκλητο δικηγόρο του στις 6-6-2022 και 23-5-2022 αντίστοιχα (βλ. τα σχετικά αποδεικτικά επιδόσεως του επιμελητή δικαστηρίων Σ. Γ. και του αστυφύλακα Β. Μ.), για την εκπρόθεσμη δε άσκηση της αίτησης αναίρεσης δεν γίνεται σ’ αυτήν ούτε καν επίκληση ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος,

γ) κατά το μέρος της, που στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. ΑΥΤ 2536/2022 απόφασης του Αυτοφώρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ακύρωσης αυτού κατά της ως άνω υπ’ αριθμ. ΕΤ 306/2022 απόφασης του Ε’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, διότι η απόφαση αυτή δεν υπόκειται σε αίτηση αναίρεσης και

δ) κατά το μέρος της, που πλήττει την υπ’ αριθμ. 3 Δ/2015 – απορριπτική της έγκλησής του – διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, επειδή πρόκειται για δικαιοδοτική κρίση, κατά της οποίας δεν χωρεί, κατά νόμο, αναίρεση.

Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι της πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος (άρθρα 578 παρ.1 του ΚΠΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -