Η ενάγουσα (εκκαλούσα-εφεσίβλητη) ζήτησε, επικαλούμενη κατά την κυρίως αγωγική βάση την τέλεση αδικοπραξίας εκ μέρους των εναγόμενων (απάτη) και επικουρικώς επί τη βάση της δανειακής σύμβασης και όλως επικουρικώς επί τη βάσει του αδικαιολογήτου πλουτισμού να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλλουν το συνολικό ποσό των 94.950 ευρώ ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής επί την κύρια αγωγική βάση της αδικοπραξίας και το ποσό των 85.000 ευρώ δυνάμει των λοιπών επικουρικώς σωρευόμενων αγωγικών βάσεων.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε τη με αριθμ. ………….οριστική απόφαση δυνάμει της οποίας η ανωτέρω αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη κατά την επικουρικώς σωρευόμενη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού και ως ουσία αβάσιμη κατά την κύρια βάση της αδικοπραξίας και έγινε δεκτή εν μέρει ως ουσία βάσιμη κατά την επικουρική βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης από τη δανειακή σύμβαση, υποχρεώνοντας τους εναγόμενους να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό του πρώτου δανείου, ήτοι αυτό των 35.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις τους οι διάδικοι για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας αυτή να εξαφανισθεί, ώστε για την μεν ενάγουσα να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της ενώ για τους εναγόμενους αυτή να απορριφθεί εν όλω και να καταδικασθεί η κάθε πλευρά στα δικαστικά έξοδα της άλλης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Από την επανεκτίμηση των μετ’ επικλήσεως νομίμως προσκομιζόμενων εγγράφων, στα οποία περιλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες από το ψηφιακό δίσκο της κάμερας ασφαλείας, που ήταν εγκατεστημένη στον εσωτερικό χώρο της επιχείρησης της τρίτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρίας, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1γ΄, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ) και των οποίων χρήση προς αποδεικτική τους αξιοποίηση κάνει άλλωστε και η ενάγουσα, μη λαμβανομένης όμως υπόψη της φωτογραφίας τηλεφωνικού μηνύματος από κινητό τηλέφωνο, που φέρεται ότι στάλθηκε από τη συσκευή του κινητού τηλεφώνου της ενάγουσας προς το κινητό της πρώτης των εναγόμενων καθόσον αυτή αποτυπώνει συνομιλία, που λήφθηκε χωρίς τη συναίνεση του συζύγου της ανωτέρω και συνεπώς θεωρείται απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο, καθόσον αποτελεί ανεπίτρεπτο περιορισμό της συνταγματικά προστατευόμενης ελεύθερης άσκησης της επικοινωνίας (άρθρα 2 §1, 9 §1 εδ. β’ και 19 Συντ. και άρθρο 8 ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) σε συνδ. προς το άρθρο 28 §7 Συντ. και ΟλΑΠ 1/2002 , ΤΝΠ. ΔΣΑ).
Σύμφωνα με το άρθρο 904 ΑΚ, προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσεως και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς), της απορρίψεως της κυρίας βάσεως της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Αν η βάση της αγωγής αυτής σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), δηλαδή υπό την αίρεση της απορρίψεως της κυρίας βάσεως της αγωγής από τη σύμβαση, πρέπει να γίνει επίκληση της ακυρότητας ή της ανατροπής των αποτελεσμάτων της, διότι η επικουρική βάση θα εξετασθεί μόνον εάν η αγωγή από τη σύμβαση απορριφθεί λόγω ακυρότητας αυτής ή ανατροπής των αποτελεσμάτων της (Ολομ. ΑΠ 22/2003 ). Ειδικότερα, προκειμένου περί έγκυρης και ισχυρής συμβάσεως δανείου, η προς επιστροφή τούτου αξίωση του δανειστή, εφόσον αυτός έχει αγωγή από τη σύμβαση (άρθρα 806 επ. ΑΚ) δεν έχει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, εκτός εάν στηρίζεται σε διάφορα, σε σχέση με τη σύμβαση, πραγματικά περιστατικά, ασκούμενη δε κατά δικονομική επικουρικότητα, πρέπει να περιέχει επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως ή της ανατροπής των αποτελεσμάτων αυτής. Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα θεμελιώνει με την αγωγή την αξίωση της για την καταβολή ποσού των 85.000 ευρώ κυρίως μεν στις διατάξεις περί αδικοπραξίας και επικουρικώς στις διατάξεις του δανείου και όλως επικουρικώς στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, με τον ισχυρισμό ότι «σε περίπτωση που κριθεί από το Δικαστήριο Σας, ότι δεν υφίσταται αδικοπραξία σε βάρος μου, ούτε συνάφθηκε σύμβαση δανείου, σύμφωνα με τα παραπάνω, η τρίτη εναγόμενη εταιρία κατέστη πλουσιότερη σε βάρος μου χωρίς νόμιμη αιτία κατά το ποσό των 85.000 ευρώ, το οποίο υποχρεούται να μου αποδώσει σύμφωνα με το άρθρο 904 ΑΚ, δεδομένου ότι ο πλουτισμός αυτός σώζεται».
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, κατά την εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση της δεν είναι νόμιμη διότι, σωρευόμενη με εκείνη από τη σύμβαση δανείου, δεν στηρίζεται σε διαφορετικά η πρόσθετα περιστατικά αλλά στα ίδια με εκείνη ενώ εάν ήθελε υποτεθεί ότι ασκείται υπό δικονομική επικουρική σώρευση, δεν επικαλείται παντάπασι ακυρότητα της συμβάσεως αλλά στο ότι αυτή ουδόλως συνήφθη (ΑΠ 1682/2014 Άρειος Πάγος). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την αγωγή ως προς την επικουρική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ως μη νόμιμη ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και επομένως ο περί του αντιθέτου λόγος της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης τυγχάνει αβάσιμος. Συνεπώς προς τα ανωτέρω, απορριπτόμενων όλων των λόγων των ένδικων υπό στοιχ. Α΄ και Β΄ εφέσεων πρέπει να απορριφθούν και αυτές ως ουσία αβάσιμες (ΜΕφΛαρ. 528/2022 ΤΝΠ Qualex).
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ