Με την ενδιαφέρουσα ΑΠ 714/2024 ερμηνεύεται το άρθρο 48 ΚΠΔ περί προσωρινής αποχής της ποινικής δίωξης, όπως το άρθρο ίσχυε πριν την τροποποίηση με τον Ν. 5090/2024.
Οι αλλαγές με τον 5090/2024 στο άρθρο 48 ΚΠΔ είναι οι ακόλουθες:
Στην 48 παρ. 1 αντί της φράσης ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οριζόμενου από τον διευθύνοντα το δικαστήριο πρωτοδίκη τέθηκε η φράση «κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εισαγγελέα Εφετών»
Επίσης προστέθηκε νέο εδάφιο στο τέλος της παρ. 1 «Τα εδάφια ένα έως και τρία εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις απόπειρας ή συμμετοχής.»
Στην 48 παρ. 2 απαλείφθηκε ο Ν. 2803/2000, ενώ αντί της φράσης ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οριζόμενου από τον διευθύνοντα το δικαστήριο πρωτοδίκη τέθηκε η φράση «κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εισαγγελέα Εφετών»
Επίσης προστέθηκε νέο εδάφιο στο τέλος της παρ. 2: «Στην απόπειρα των πράξεων του πρώτου εδαφίου αρκεί η δήλωση του παθόντος ή των κληρονόμων του ότι έχουν ικανοποιηθεί.»
Στην 48 παρ. 5 αντί της φράσης και ενημερώνει σχετικά τον κατά την παρ. 1 του παρόντος οριζόμενο πρωτοδίκη τέθηκε η φράση « την οποία κοινοποιεί στον Εισαγγελέα Εφετών για τη σύμφωνη γνώμη του»
Στην 48 παρ. 7 προστέθηκε νέο εδάφιο στο τέλος της «[Οι παρ. 2 έως 5 ισχύουν αντιστοίχως]».
Οι ως άνω αλλαγές και προσθήκες δεν ελήφθησαν υπόψη στην ως άνω απόφαση αλλά δεν αλλοιώνουν την ουσία της κρίσης της.
Σχετικές διατάξεις: Στην παράγραφο 1 της διάταξης του άρθρου 48 του ΚΠΔ, ορίζεται ότι: Στις περιπτώσεις πλημμελήματος που απειλείται από το νόμο με ποινή φυλάκισης έως τριών ετών με ή χωρίς χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οριζόμενου από τον διευθύνοντα το δικαστήριο πρωτοδίκη και εφόσον συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, να απόσχει προσωρινά από την ποινική δίωξη με αιτιολογημένη διάταξή του, υπό τον όρο ότι αυτός στον οποίο αποδίδεται η πράξη θα συναινέσει να εκπληρώσει όρους που κρίνονται ως κατάλληλοι να ικανοποιήσουν το δημόσιο συμφέρον για τη δίωξη και να μειώσουν τις συνέπειες της πράξης. Για τον λόγο αυτό ο εισαγγελέας καλεί αυτόν, στον οποίο αποδίδεται η πράξη, να εμφανιστεί ενώπιόν του μόνος του ή με συνήγορο. Τέτοιοι όροι είναι ιδίως: α) η ουσιώδης προσπάθεια συμφιλίωσης με τον παθόντα, β) η καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού σε φιλανθρωπική οργάνωση ή σε κοινωφελές ταμείο, γ)η συμμόρφωση σε υφιστάμενη υποχρέωση διατροφής, δ) η συμμετοχή σε πρόγραμμα κοινωνικής εκπαίδευσης, ε)η παρακολούθηση ορισμένου αριθμού μαθημάτων οδήγησης.
Κατά δε την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου: στις περιπτώσεις των πλημμελημάτων, που προβλέπονται στα άρθρα 216, 242 παρ.1 και 2, 375 παρ.1, 386 παρ.1εδ.α’, 386Α παρ.1, 386 Β παρ. 1 περ. α’ και 390 παρ.1 εδ. α’ ΠΚ και στους νόμους 1599/1986, 2803/2000, 2960/2001, 4557/2018 και 4174/2013, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οριζόμενου από τον διευθύνοντα το δικαστήριο πρωτοδίκη και εφόσον συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, να απόσχει προσωρινά από την ποινική δίωξη με αιτιολογημένη διάταξή του, υπό τον όρο ότι αυτός στον οποίο αποδίδεται η πράξη θα αποκαταστήσει πλήρως την προκληθείσα ζημία καταβάλλοντας αποδεδειγμένα ή κατά δήλωση του παθόντος το κεφάλαιο και τους τόκους υπερημερίας. Για το λόγο αυτό ο εισαγγελέας καλεί αυτόν, στον οποίο αποδίδεται η πράξη, να εμφανιστεί ενώπιόν του μόνος του ή με τον συνήγορό του και, αν το κρίνει αναγκαίο, προηγουμένως τον παθόντα.
Κατά την παράγραφο 7 της ανωτέρω διατάξεως, αν στις ως άνω περιπτώσεις έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη, το αρμόδιο δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται να δικαστεί η υπόθεση, μπορεί, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ.1, να παύσει προσωρινά την ποινική δίωξη, επιβάλλοντας κατά την κρίση του στον κατηγορούμενο τους ανάλογους προς την πράξη όρους.
Τέλος, κατά την παρ. 2 του άρθ. 139 του ΚΠΔ, αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από το Νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του Δικαστή που τις εξέδωσε. Στον άνω κανόνα υπόκειται και η περί εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 48 παρ.7 του Κ.Π.Δ., απόφαση, σε περίπτωση υποβολής από τον κατηγορούμενο σαφούς και ορισμένου αιτήματος για την εφαρμογή αυτής, ανεξαρτήτως του ότι η παραδοχή ή μη του ανωτέρω αιτήματος απόκειται στην ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου, οφείλει όμως αυτό να απαντήσει στο υποβαλλόμενο αίτημα γιατί, διαφορετικά, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο για έλλειψη ακροάσεως (άρθ. 171 παρ. 2 ΚΠΔ) και ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ.
Αν το Δικαστήριο απορρίψει το ανωτέρω αίτημα πρέπει, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθ. 139 εδ. γ’ ΚΠΔ να διαλάβει στη σχετική απόφασή του την από το Σύνταγμα και το νόμο απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διαφορετικά ιδρύεται ο από το άρθ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ίδιου Κώδικα λόγος αναιρέσεως.
Ένδικη υπόθεση: Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου των ενσωματωμένων στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικών, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, υπέβαλε εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικά, διά του συνηγόρου του, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας αίτημα εφαρμογής της προαναφερθείσης διατάξεως του άρθρου 48 παρ.7 του Κ.Π.Δ., με το ακόλουθα επί λέξει περιεχόμενο: “το άρθρο 48 ΚΠΔ εισήγαγε το θεσμό της υπό όρους διαδικασίας προσωρινής αποχής από την ποινική δίωξη. Σύμφωνα με την συνδυασμένη ερμηνεία των παραγράφων 1,2 και 7 του 48 ΚΠΔ, επί όλων των εγκλημάτων που στρέφονται κατά της ιδιοκτησίας κατά διορθωτική ερμηνεία του 48 παρ. 2 ΚΠΔ, ο εισαγγελέας ακόμη και κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία δύναται με πρόταση του προς το δικαστήριο να παύσει προσωρινά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, επιβάλλοντας όρους που εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, όπως είναι η ουσιώδης προσπάθεια συμφιλίωσης κατηγορουμένου και παθόντος. Η ως άνω ρύθμιση, παρά το ότι κατά το γράμμα της δεν καταλαμβάνει την κλοπή, υποστηρίζεται ισχυρώς ότι δεδομένου ότι δημιουργείται αξιολογική αντινομία με το να προβλέπεται στο άρθρο 49 ΚΠΔ διαδικασία αποχής από την ποινική δίωξη σε κακουργήματα, θα πρέπει το σχετικό καινό να καλυφθεί με διασταλτική ερμηνεία της διάταξης ώστε να καταλαμβάνει το σύνολο των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας. Η ιδιοκτησία αποτελεί προστατευτέο έννομο αγαθό πλήρως αποκαταστό, επομένως εξ υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, η αποχή από την ποινική δίωξη υπό τον όρο της αποκατάστασης της προξενηθείσας ζημίας στον παθόντα. Στην επίδικη υπόθεση, ο κατηγορούμενος κατηγορείται για μία κλοπή ύψους 180. Όπως διατυπώθηκε πρωτοδίκως, α) ο κατηγορούμενος δεν πληρώθηκε για τις προσφερόμενες υπηρεσίες του μεταφοράς του συστήματος ασφαλείας από το γραφείο της εταιρίας … στη … στα γραφεία της εταιρίας στο …, β)το καταγραφικό δεν έφερε αξία 180 ευρώ, η αξία αυτή κατεγράφη από τους μηνυτές με παραπομπή σε διαφημιστικό του καταστήματος Πλαίσιο. Ακόμη και αν είχε αγοραστεί από εκεί, η αξία του λόγω της χρήσης του επί ένα έτος θα είχε μειωθεί, γ) το καταγραφικό ήταν εργοστασιακής κατασκευής … και κόστιζε μόλις 59 ευρώ, σύμφωνα με τον τιμοκατάλογο της εταιρίας εισαγωγής που κατετέθη ως αναγνωστέο στη δίκη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου-για την ακρίβεια, σύμφωνα με το λογαριασμό Προμήθειας του Προμηθευτή του κατηγορουμένου και μετά τις αποσβέσεις 23,28 ευρώ. επομένως ο εισαγγελέας ηδύνατο να αποφύγει την καταδίκη του κατηγορουμένου και να προτείνει την εφαρμογή του άρθρου 48 Κ.Π.Δ., ως προς τον εκκαλούντα κατηγορούμενο”.
Το δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα για την αξιόποινη πράξη της κλοπής και αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στον πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α του Π.Κ., επέβαλε σ’ αυτόν ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία.
Αναφορικά όμως με το ως άνω σαφές και ορισμένο υποβληθέν αίτημα του κατηγορουμένου περί εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 48 του ΚΠΔ, που σημειωτέον εν προκειμένου υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής του από το δικαστήριο, δεδομένου ότι η εφαρμοστέα εν προκειμένου κατ’ άρθρο 2 του Π.Κ., διάταξη περί κλοπής είναι αυτή που μετά την τροποποίησή της με τον ν. 4619/2019 και πριν την τροποποίησή της με τον ν. 4855/2021, επισύρει ποινή φυλακίσεως μέχρι τριών ετών, οπότε και εντάσσεται στα αδικήματα της παρ. 1 της διάταξης του άρθρου 48 του ΚΠΔ, από την επισκόπηση των ιδίων ως άνω πρακτικών της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτει ότι δεν υπάρχει καμιά αιτιολογία περί αποδοχής ή μη αυτού, ούτε σχετική διάταξη, ήτοι απορρίφθηκε σιγή.
Συνεπώς είναι βάσιμος, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, συναφής έβδομος αναιρετικός λόγος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολο αυτής, αφού το Εφετείο με το να προβεί στην ως άνω καταδίκη του αναιρεσείοντος, ενώ δεν είχε αποφανθεί για το πιο πάνω αίτημα, υπερέβη στην εξουσία του και υπέπεσε στον κατ` άρθ. 510 παρ. 1 περ. Θ` ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως που ερευνάται αυτεπαγγέλτως, παρελκούσης της ερεύνης των λοιπών λόγων της κρινομένης αιτήσεως, ως αλυσιτελών.
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ