fbpx

Αποχή εισαγγελέα Αρείου Πάγου – Κατάθεση σημειώματος από τον αναπληρωτή εισαγγελέα για συζήτηση της αναίρεσης

Χρόνος ανάγνωσης 9 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 9 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ 1205/2024 κρίθηκε η περίπτωση της αποχής του εισαγγελέα του ΑΠ σε συγκεκριμένη υπόθεση και η κατάθεση πριν τη συζήτηση της αναίρεσης από τον αναπληρωτή εισαγγελέα του σημειώματος, που έχει συνταχθεί από τον εξαιρούμενο (μετά την γενόμενη δεκτή αποχή) εισαγγελέα.

Σχετικές διατάξεις: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του ΚΠΔ “Εκτός από όσα ορίζονται ειδικά στον κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και στον κώδικα αυτόν δεν μπορούν στην ίδια ποινική υπόθεση να ασκήσουν έργα ανακριτή, δικαστή, εισαγγελέα ή γραμματέα όσοι είναι μεταξύ τους συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό. Ο λόγος αποκλεισμού που οφείλεται στη σχέση από γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης και στην αγχιστεία εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης”.

Εξάλλου κατά το άρθρο 9 παρ. 1 εδ. α’ του ήδη ισχύοντος από 6.6.2022 Ν. 4938/2022 (ΦΕΚ 109/6.6.2022 τεύχος Α,‘ Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών), δικαστικοί λειτουργοί υπάλληλοι της γραμματείας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών και δικηγόροι δεν επιτρέπεται να συμπράττουν στην ίδια διαδικαστική πράξη ή ενέργεια αν είναι σύζυγοι ή συνδέονται με συγγένεια αίματος ή αγχιστείας μέχρι και τον τρίτο βαθμό”.

Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι κώλυμα συμμετοχής δικαστικού λειτουργού στη σύνθεση δικαστηρίου κατά την εκδίκαση έφεσης ή αναίρεσης υπάρχει όταν σε οποιοδήποτε στάδιο της ίδιας υπόθεσης συμμετείχε στη σύνθεση του δικαστηρίου ένα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 9 παρ. 1 εδ. α’ Ν. 4938/2022 πρόσωπα, τα οποία έχουν ήδη εκφράσει γνώμη και είναι δυνατόν ο συνδεόμενος με αυτά με συζυγική ή συγγενική σχέση, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, δικαστής ή εισαγγελέας, από προκατάληψη να μην κρίνει κατά τρόπο ανεπηρέαστο, σε κάθε δε περίπτωση μπορεί να εγερθεί υπόνοια για την ελεύθερη και απροκάλυπτη κρίση του. Η ύπαρξη αντικειμενικού δικαστή αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικότερης αρχής του Κράτους δικαίου που απορρέει από το Σύνταγμα και τις καθιερωμένες από αυτό εγγυήσεις υπέρ του πολίτη, ο οποίος έχει αξίωση να δικάζεται από αντικειμενικό δικαστή, θεμελιώνεται δε και στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε αρχικά με το Ν.2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974, αποτελεί εγχώριο δίκαιο και κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, μεταγλωττίστηκε δε και αποδόθηκε στη δημοτική γλώσσα με το Π.Δ. 76/2022 (ΦΕΚ 205/1.11.2022 τεύχος πρώτο) σύμφωνα με το οποίο “Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο Δικαστήριο που λειτουργεί νόμιμα, το οποίο θα αποφασίσει είτε ως προς αμφισβητήσεις για τα αστικής φύσης δικαιώματα και υποχρεώσεις του είτε για το βάσιμο κάθε εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσης”.

Η παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων συνιστά κακή σύνθεση του δικαστηρίου, κατά το άρθρο 171 παρ. εδ. α’ του ΚΠΔ, καθώς και μη τήρηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στον κατηγορούμενο από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), κατά το άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. δ’ ΚΠΔ, έχει ως συνέπεια την απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο (άρθρο 174 παρ.1 του ΚΠΔ), δεν αφορά δε τη μη τήρηση των διατάξεων των παρ.2 έως και 8 του άρθρου 17 του Ν.1756/1988 (ήδη του άρθρου 20 του ισχύοντος από 6.6.2022 Ν.4938/2022), που καλύπτεται, αν δεν προταθεί, πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία (ΑΠ 1717/2018).

Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 30 παρ.2 του ΚΠΔ “Καμία απόφαση ή ποινική διαταγή ποινικού δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση ή σε συμβούλιο και καμιά διάταξη ανακριτή δεν έχουν κύρος, αν δεν ακουστεί προηγουμένως ο εισαγγελέας”.

Κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 138 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ “1.Πριν από κάθε απόφαση ή διάταξη του δικαστή που εκδίδεται κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο παίρνουν το λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου ο εισαγγελέας καθώς και οι παρόντες διάδικοι. Τα βουλεύματα του δικαστικού συμβουλίου και οι διατάξεις του ανακριτή εκδίδονται ύστερα από έγγραφη πρόταση του εισαγγελέα, ο οποίος την αναπτύσσει και προφορικά, όταν η εμφάνισή του στο συμβούλιο προβλέπεται από το νόμο… 2. Η παράβαση της προηγουμένης παραγράφου συνεπάγεται την ακυρότητα της απόφασης, του βουλεύματος και της διάταξης”.

Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 513 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΚΠΔ, που κυρώθηκε με το Ν. 4620/2019 (Φ.Ε.Κ. 96/11-6-2019, τεύχος πρώτο), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 157 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τεύχος πρώτο), ορίζει ότι: “Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου καταθέτει σημείωμα στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου το αργότερο την προηγούμενη ημέρα της συζήτησης της αναίρεσης. Το ίδιο ισχύει και για τη μετ’ αναβολή συζήτηση, αν ο εισαγγελέας της έδρας δεν υιοθετεί το προηγούμενο σημείωμα. Οι διάδικοι δικαιούνται να λάβουν γνώση του περιεχομένου του σημειώματος.”. Με την ανωτέρω διάταξη, όπως αυτολεξεί διαλαμβάνεται στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου για την κύρωση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (σελ. 119), ο νομοθέτης θέσπισε “(…) στο άρθρο 513 ΣχΚΠΔ την υποχρέωση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να καταθέτει γραπτή πρόταση στη γραμματεία του Αρείου Πάγου (…), ώστε να μπορούν οι διάδικοι να λάβουν γνώση του περιεχομένου της γραπτής πρότασης.”.

Προφανής σκοπός της ανωτέρω ρύθμισης, που εισήχθη για πρώτη φορά με τον ισχύοντα από 1-7-2019 ΚΠΔ, είναι να δοθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να λάβουν ακριβή γνώση της θέσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου επί των λόγων της αίτησης αναίρεσης, ώστε να προσαρμόσουν αναλόγως την στρατηγική υπεράσπισης των δικών τους θέσεων, η οποία όμως δεν γίνεται μόνον προφορικά στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αλλά και μετά από αυτήν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 515 παρ. 2 εδ. γ’ του ΚΠΔ, με την υποβολή σχετικού υπομνήματος, ύστερα από προθεσμία τριών (3) τουλάχιστον ημερών από τη συζήτηση, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 515 παρ. 2 εδ. β’ του ισχύοντος από 1-7-2019 ΚΠΔ ρυθμίστηκε με διαφορετικό τρόπο και η διαδικασία της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης κατά αποφάσεων, σε σχέση με εκείνον του ισχύοντος μέχρι 30-6-2019 ΚΠΔ, ειδικότερα δε εισήχθη και στον Άρειο Πάγο η σειρά αγόρευσης που προβλέπεται στα δικαστήρια της ουσίας (ο εισαγγελέας, ο συνήγορος του παριστάμενου για την υποστήριξη της κατηγορίας και τελευταίος ο συνήγορος του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου), ώστε αφενός μεν να τηρείται και στο ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, δηλαδή στον Άρειο Πάγο, η δικονομική ευταξία που ερείδεται στην αξιακή δομή της ποινικής δίκης και τη δεινή θέση του ακόμα τεκμαιρομένου ως αθώου κατηγορουμένου, αφετέρου δε να παρέχεται στον τελευταίο η δυνατότητα αντίκρουσης της εισαγγελικής πρότασης.

Από τα προαναφερόμενα με σαφήνεια συνάγεται, ότι η κατάθεση σημειώματος από τον Εισαγγελέα είναι προαπαιτούμενο για την παραδεκτή συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, λαμβανομένου όμως υπόψη ότι δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας η κατάθεσή του το αργότερο την προηγούμενη ημέρα της συζήτησης της αναίρεσης (Α.Π. 13/2022), αρκεί η κατάθεσή του πριν από τη συζήτηση, χωρίς να προκαλείται οποιαδήποτε ακυρότητα της διαδικασίας της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης στο ακροατήριο, εφόσον αναπτύσσεται και προφορικά εκεί, ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος δε, λαμβάνοντας γνώση του περιεχομένου του (σημειώματος), έχει τη δυνατότητα να αντικρούσει τις διατυπούμενες σ’ αυτό θέσεις κατά τη διαδικασία το ακροατήριο, κυρίως όμως με την κατάθεση υπομνήματος, εντός της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 515 παρ. 2 εδ. γ’ του ΚΠΔ προθεσμίας.

Περαιτέρω, ο αποκλεισμός της συμμετοχής του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από συγκεκριμένη υπόθεση στον Άρειο Πάγο συνεπάγεται και τη μη σύνταξη σημειώματος για την υπόθεση αυτή, κατ’ άρθρο 513 ΚΠΔ, στην περίπτωση δε που έχει συνταχθεί σημείωμα το οποίο έχει υποβληθεί στην Γραμματεία του Αρείου Πάγου πριν από την έκδοση της αποφάσεως που κάνει δεκτή τη δήλωση αποχής, το σημείωμα αυτό δεν μπορεί να ληφθεί υπ’ όψη, ως προερχόμενο από δικαστικό λειτουργό – Εισαγγελέα – που έχει εξαιρεθεί από την εκδίκαση της υποθέσεως, διότι με το τρόπο αυτό διασφαλίζεται η ακεραιότητα και η αμεροληψία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α) και 171 παρ. 1 στοιχ. α’ΚΠΔ .

Ένδικη υπόθεση:  Με την υπό κρίση αίτηση και τους πρόσθετους λόγους αυτής ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση της υπ’ αρ. 247 – 248 /2023 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και καταδίκασε αυτόν (αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο), για την αξιόποινη πράξη της ενέργειας γενετήσιας πράξης με πρόσωπο που δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη κατ’ εξακολούθηση και του επιβλήθηκε σε βάρος του ποινή κάθειρξης πέντε ( 5) ετών.

Από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την υπ’ αρ. 697/2024 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου έγινε δεκτή η από 29-04-2024 δήλωση αποχής του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλείου Φλωρίδη, κατ’ άρθρο 23 παρ. 1 του ΚΠΔ, από την άσκηση των καθηκόντων του, ως Εισαγγελέα της έδρας, στην υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και τους πρόσθετους λόγους αυτής κατά της με αριθμό 247-248/2023 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, για το λόγο ότι σε αυτή προήδρευσε η Πρόεδρος Εφετών Παναγιώτα Μαυράκη, η οποία είναι σύζυγος του Γ. Φ. , αδελφού του αιτούντος την εξαίρεση.

Ο Εισαγγελέας της έδρας που ορίσθηκε σε αντικατάσταση του εξαιρεθέντος Αντεισαγγελέα με το σημείωμα του εισήγαγε και αναφέρθηκε καθ’ ολοκληρία στα σημειώματα, επί της αιτήσεως αναιρέσεως και επί των προσθέτων λόγων, του εξαιρεθέντος από την εκδίκαση της υποθέσεως Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Φλωρίδη.

Τα ανωτέρω σημειώματα όμως , τα οποία φέρουν και την ιδιόχειρη υπογραφή και σφραγίδα του ανωτέρω Αντεισαγγελέα, δεν είναι δυνατόν να νοηθούν ως σημειώματα κατ’ άρθρο 513 εδ α’ ΚΠΔ λόγω της δεκτής γενομένης δήλωσης αποχής του.

Συνεπώς, ο Εισαγγελέας της έδρας δεν κατέθεσε, ως όφειλε, γραπτή πρόταση, (σημείωμα), ενόψει και της κρίσης περί του παραδεκτού αυτών (εμπρόθεσμης ή μη άσκησής των), του ορισμένου της αίτησης και των πρόσθετων λόγων για την κατ’ ουσίαν εξέταση τους. Έτι δε, και κατά τη συζήτησή της υποθέσεως στο ακροατήριο, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας αναφέρθηκε στις προτάσεις του εξαιρεθέντος Αντεισαγγελέα, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται νόμιμη πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας.

Κατόπιν αυτών και ενόψει των ορισμών των άρθρων 30 παρ.2 και 138 παρ.1 και 2 του ΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 513 εδ. α’ ΚΠΔ, οι οποίες για το κύρος της απόφασης που θα εκδοθεί επιτάσσουν την προηγούμενη υποβολή έγγραφης εισαγγελικής πρότασης,(σημειώματος), το Δικαστήριο πρέπει να απέχει από την ουσιαστική έρευνα της υπό κρίση αίτησης προκειμένου η υπόθεση να εισαχθεί στο ακροατήριό του με τη τήρηση της νόμιμης προδικασίας και να υποβληθεί έγγραφη πρόταση(σημείωμα) του εισαγγελέα επί της υπόθεσης.

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις