Με την ΑΠ 33/2023 κρίθηκε η συμμετοχή δικαστή στην δευτεροβάθμια δίκη όπου εκδικαζόταν έφεση του κατηγορούμενου κατά της πρωτόδικης απόφασης, την οποία εξέδωσε η σύζυγος δικαστή που μετείχε στη δευτεροβάθμια δίκη. Ο λόγος αποκλεισμού είναι απόλυτος και υφίσταται ακόμα και όταν η έφεση του κατηγορούμενου απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη λόγω μη εμφάνισης του εκκαλούντος.
Σχετικές διατάξεις: IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. “1. Εκτός από όσα ορίζονται ειδικά στον κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και στον κώδικα αυτόν, δεν μπορούν στην ίδια ποινική υπόθεση να ασκήσουν έργα ανακριτή, δικαστή, εισαγγελέα ή γραμματέα όσοι είναι μεταξύ τους συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό. Ο λόγος αποκλεισμού που οφείλεται στη σχέση από γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης και στην αγχιστεία εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης”. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 8 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 1756/1988 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών), που ίσχυε κατά τον κρίσιμο για την παρούσα υπόθεση χρόνο (17-5-2022), “1. Δικαστικοί λειτουργοί, υπάλληλοι της γραμματείας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών και δικηγόροι δεν επιτρέπεται να συμπράττουν στην ίδια διαδικαστική πράξη ή ενέργεια, αν είναι σύζυγοι ή συνδέονται με συγγένεια αίματος ή αγχιστείας μέχρι και τον τρίτο βαθμό”, παρόμοια δε είναι και η ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. α’ του ήδη ισχύοντος, από 6-6-2022, Ν. 4938/2022 (Φ.Ε.Κ. 109/6-6-2022, τεύχος πρώτο).
Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι κώλυμα συμμετοχής δικαστικού λειτουργού στην σύνθεση δικαστηρίου κατά την εκδίκαση έφεσης ή αναίρεσης υπάρχει όταν σε οποιοδήποτε στάδιο της ίδιας υπόθεσης συμμετείχε στην σύνθεση του δικαστηρίου ένα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 8 παρ. 1 εδ. α’ Ν. 1756/1988 πρόσωπα, τα οποία έχουν ήδη εκφράσει γνώμη και είναι δυνατόν ο συνδεόμενος με εκείνα με συζυγική ή συγγενική σχέση, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, δικαστής ή εισαγγελέας, από προκατάληψη να μην κρίνει κατά τρόπο ανεπηρέαστο, σε κάθε δε περίπτωση μπορεί να εγερθεί υπόνοια για την ελεύθερη και απροκάλυπτη κρίση του. Η ύπαρξη αντικειμενικού δικαστή αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικότερης αρχής του Κράτους δικαίου που απορρέει από το Σύνταγμα και τις καθιερωμένες από αυτό εγγυήσεις υπέρ του πολίτη, ο οποίος έχει αξίωση να δικάζεται από αντικειμενικό δικαστή, θεμελιώνεται δε και στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε αρχικά με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974, αποτελεί εγχώριο δίκαιο και, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, μεταγλωττίστηκε δε και αποδόθηκε στη δημοτική γλώσσα με το Π.Δ. 76/2022 (Φ.Ε.Κ. 205/1-11-2022, τεύχος πρώτο), σύμφωνα με το οποίο “1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που λειτουργεί νόμιμα, το οποίο θα αποφασίσει είτε ως προς αμφισβητήσεις για τα αστικής φύσης δικαιώματα και υποχρεώσεις του είτε για το βάσιμο κάθε εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσης.”.
Η παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων συνιστά κακή σύνθεση του δικαστηρίου, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ., καθώς και μη τήρηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στον κατηγορούμενο από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ Κ.Ποιν.Δ., έχει ως συνέπεια την απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο (άρθρο 174 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.), δεν αφορά δε τη μη τήρηση των διατάξεων των παρ. 2 έως και 8 του άρθρου 17 του Ν. 1756/1988 (ήδη του άρθρου 20 του ισχύοντος από 6-6-2022 Ν. 4938/2022), που καλύπτεται, αν δεν προταθεί, πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία (Α.Π. 1717/2018), ιδρύει δε τον, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, λόγο αναίρεσης και στην περίπτωση της απόρριψης έφεσης ως ανυποστήρικτης (Α.Π. 103/2021).
Ένδικη υπόθεση: V. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με την υπ’ αρ. ΒΑΜ 8344/22-8-2019 απόφαση του Β’ Αυτόφωρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, σε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί διετία, υπό τον όρο της υποχρέωσης εμφάνισής του το πρώτο πενθήμερο κάθε μηνός στο Α.Τ. του τόπου της κατοικίας του, για όλο το χρονικό διάστημα, στη δίκη δε εκείνη το ως άνω δικαστήριο συγκροτήθηκε, ύστερα από κλήρωση, από την Ερασμία – Γεωργία Τσαούση, Πρωτοδίκη, που υπηρετούσε στο Πρωτοδικείο Αθηνών.
Κατά της ανωτέρω υπ’ αρ. ΒΑΜ 8344/22-8-2019 απόφασης του Β’ Αυτόφωρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ο κατηγορούμενος (υπέρ ου η αναίρεση) άσκησε έφεση, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών στη δικάσιμο της 17-5-2022, στη σύνθεση του οποίου συμμετείχε, ως Πρόεδρος, ύστερα από κλήρωση, κατ’ άρθρο 17 του τότε ισχύοντος Ν. 1756/1988, ο Ιωάννης Χήνος, Πρόεδρος Πρωτοδικών, που επίσης υπηρετούσε στο Πρωτοδικείο Αθηνών, σύζυγος της προαναφερθείσας Ερασμίας – Γεωργίας Τσαούση, Πρωτοδίκη.
Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο ως άνω Ιωάννης Χήνος, Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών, υπέβαλε δήλωση αποχής του από την εκδίκαση της υπόθεσης που αφορά την παραπάνω έφεση του κατηγορουμένου (υπέρ ου η αναίρεση) στην Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών, γνωστοποιώντας ότι είναι σύζυγος της Πρωτοδίκη Ερασμίας – Γεωργίας Τσαούση, η οποία συγκρότησε το ανωτέρω δικαστήριο (Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών), που εξέδωσε την απόφαση, κατά της οποίας άσκησε έφεση ο κατηγορούμενος (υπέρ ου η αναίρεση). Η ανωτέρω δήλωση αποχής του Ιωάννη Χήνου, Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών, εισήχθη στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, το οποίο συνεδρίασε την 17-5-2022 (σε συμβούλιο) και απέρριψε αυτήν.
Ακολούθως ο Ιωάννης Χήνος, Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών, συμμετείχε στη σύνθεση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως Πρόεδρός του, στη σχετική δίκη που αφορούσε την εκδίκαση της παραπάνω έφεσης του κατηγορουμένου (υπέρ ου η αναίρεση), (όν.) M. (επ.) S. του A., την οποία (έφεση) απέρριψε με την προσβαλλόμενη υπ’ αρ. ΗΤ 1373/17-5-2022 απόφαση, ως ανυποστήρικτη, καθόσον ο τελευταίος, δηλαδή ο κατηγορούμενος (υπέρ ου η αναίρεση), δεν παρουσιάστηκε στο ανωτέρω δικαστήριο (Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών) ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο υπεράσπισης.
Πλην όμως, όπως ήδη προαναφέρθηκε ο ανωτέρω Ιωάννης Χήνος, Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών, είναι σύζυγος της Ερασμίας – Γεωργίας Τσαούση, Πρωτοδίκη Αθηνών, η οποία, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί παραπάνω, συγκρότησε το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που εξέδωσε την προσβληθείσα με την ανωτέρω έφεση του κατηγορουμένου (υπέρ ου η αναίρεση) απόφαση. Συνεπώς, εφόσον η ως άνω Ερασμία – Γεωργία, Πρωτοδίκης Αθηνών, και ο Ιωάννης Χήνος, Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών, είναι μεταξύ τους σύζυγοι, συνέτρεχε λόγος αποκλεισμού του τελευταίου από τη συζήτηση της ανωτέρω υπόθεσης στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών. Εφόσον όμως, παρά ταύτα, ο ανωτέρω Ιωάννης Χήνος, Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών, συμμετείχε στην σύνθεση του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, προκλήθηκε, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο IV νομική σκέψη, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω κακής σύνθεσης του δικάσαντος δικαστηρίου.
VI. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων, δεκτού γενομένου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ μοναδικού λόγου αναίρεσης της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω κακής σύνθεσης του δικαστηρίου της ουσίας, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 του Κ.Ποιν.Δ.).
Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ