fbpx

Απόλυτη ακυρότητα από την αλλαγή σειράς συζήτησης υπόθεσης στην ποινική δίκη – Προϋποθέσεις

Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ 856/2023 εξετάσθηκαν οι συνέπειες από την αλλαγή της σειράς του εκθέματος αν προκύψει δικονομική βλάβη στον κατηγορούμενο.

Σχετικές διατάξεις: Κατά τη διάταξη του άρθρου 374 παρ. 3 του ΚΠοινΔ “τρεις τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη συνεδρίαση, ο γραμματέας της εισαγγελίας αναρτά, στον προς τούτο χώρο της εισαγγελίας, αντίγραφο της σειράς των υποθέσεων, σύμφωνα με το έκθεμα σημειώνοντας και τον χρόνο που θα εκδικαστούν. Η σειρά του εκθέματος δεν μπορεί να αλλάξει παρά μόνο με απόφαση του δικαστηρίου, που δημοσιεύεται κατά την έναρξη της συνεδρίασης και αφορά υπόθεση στην οποία όλοι οι διάδικοι είναι παρόντες. Μπορεί όμως το δικαστήριο, με απόφασή του και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, να μεταθέσει τη συζήτηση για ορισμένη υπόθεση σε επόμενο αριθμό της σειράς, ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως για εξαιρετικούς λόγους”.

Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι το δικαστήριο μπορεί με απόφασή του και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, να μεταθέσει τη συζήτηση για ορισμένη υπόθεση σε επόμενο αριθμό της σειράς του εκθέματος, ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως για εξαιρετικούς λόγους, εφόσον όμως οι διάδικοι ή οι νομικοί τους παραστάτες είναι παρόντες, άλλως επέρχεται απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. δ’ ΚΠοινΔ), αν το δικαστήριο με απόφασή του, ενώ ο κατηγορούμενος είναι απών, αλλάξει τη σειρά εκδίκασης της υπόθεσης (την εκδικάζει σε προηγούμενη σειρά) και στη συνέχεια απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη ή αν συνεπεία της αλλαγής της σειράς του εκθέματος δικαστεί ο κατηγορούμενος ερήμην, καθόσον έτσι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που αφορούν την εμφάνιση του κατηγορουμένου ενώπιον του δικαστηρίου. Εξαιρετικοί λόγοι θεωρούνται συνήθως τα αιφνίδια κωλύματα κατηγορουμένων, συνηγόρων ή η βραδύτητα προσέλευσης ουσιωδών μαρτύρων (ΑΠ 909/2011, ΑΠ 1286/2011).

Ένδικη υπόθεση: Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, που αποτελούν πλήρη απόδειξη και δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη, παρά μόνο με την προσβολή τους ως πλαστών (άρθρο 141 παρ. 3 ΚΠοινΔ), κάτι που δεν προέκυψε εν προκειμένω, προκύπτει ότι κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου της ουσίας και πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα προέβαλε, διά του συνηγόρου υπεράσπισής της, την ένσταση απολύτου ακυρότητας της διαδικασίας λόγω παραβίασης των διατάξεων περί δημοσιότητας της δίκης και δήλωσε ότι η υπόθεση έπρεπε να δικασθεί στην οικεία θέση του πινακίου. Το Δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την άνω ένσταση της κατηγορουμένης – αναιρεσείουσας, δεχόμενο επί λέξει ότι: “Στην προκείμενη περίπτωση, η εξεταζόμενη υπόθεση έλαβε τον αριθμό 1β του πινακίου και εισήχθη εμβόλιμα στην παρούσα δικάσιμο ύστερα από αίτημα της κατηγορουμένης που έγινε δεκτό από την Εισαγγελέα υπηρεσίας. Ενόψει δε, αιτήματος συνηγόρων υπεράσπισης άλλων υποθέσεων περί πρόταξης της δικής τους υπόθεσης στο αυτό έκθεμα για επαγγελματικούς τους λόγους που σχετίζονται με ανειλημμένες υποχρεώσεις τους, το Δικαστήριο με απόφασή του, κατά την οποία δεν αντέλεξε ουδείς εκ των παρισταμένων συνηγόρων της εξεταζόμενης υπόθεσης, μετέθεσε τη συζήτησή της σε επόμενο αριθμό της σειράς του πινακίου, χωρίς όμως να την αφήσει για το τέλος, δεδομένου ότι εκκρεμούν προς εκδίκαση τουλάχιστον άλλες δύο υποθέσεις και χωρίς να προσβληθεί το δικαίωμα δημοσιότητας, όπως υπονόησε ο συνήγορος υπεράσπισης της εκκαλούσας. Επομένως, ή ένσταση απολύτου ακυρότητας της διαδικασίας, που εκλαμβάνεται ως προσφυγή σε ολόκληρο το δικαστήριο για την απόφασή του περί μετάθεσης της σειράς εκδίκασης της υπόθεσης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη”.

Κρίση του Αρείου Πάγου: Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, αναφορικά με την ως άνω υποβληθείσα ένσταση της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας, δεν παραβίασε την αρχή της δημοσιότητας και τα δικαιώματα της κατηγορουμένης και συνεπώς δεν επέφερε εκ του λόγου αυτού απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, καθόσον, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης υπήρξε απόφαση του Δικαστηρίου για τη μετάθεση της συζήτησης της ένδικης υπόθεσης σε επόμενο αριθμό της σειράς του εκθέματος, για τον αναφερόμενο εξαιρετικό λόγο, και στην απόφασή του αυτή δεν αντέλεξε ουδείς εκ των παρισταμένων συνηγόρων της εξεταζομένης υπόθεσης. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ τρίτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας διότι παραβιάσθηκε η αρχή της δημοσιότητας και τα δικαιώματα της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας από το ότι η συζήτηση της υπόθεσής της μετατέθηκε σε επόμενο αριθμό της σειράς του εκθέματος, χωρίς την έκδοση σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου, είναι αβάσιμος.

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -