fbpx

Απόρριψη εφέσεως κατ’ αποφάσεως ως απαράδεκτης από το δικαστήριο των εφετών (σε συμβούλιο 476 ΚΠΔ)

Χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ενδιαφέρουσα απόφαση ΑΠ 836/2021 (σε συμβούλιο) κρίνεται αναίρεση κατά απόφασης (σε συμβούλιο) του δικαστηρίου των Εφετών που έκρινε ως απαράδεκτο το ένδικο μέσο (έφεση) που ασκήθηκε κατ’ αποφάσεως σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 476 ΚΠΔ.

Εισαγγελική πρόταση στον ΑΠ: «Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χαράλαμπος Μωϋσίδης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Προβατάρη, με αριθμό πρωτ. 97/22.04.2021 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: “Εισάγω στο Δικαστήριό Σας, ως Συμβούλιο, την από 26-10-2020 αίτηση αναιρέσεως του S. T., κρατουμένου στο Κατάστημα Κρατήσεως Μαλανδρίνου, κατά του υπ’ αριθμ.566/2020 βουλεύματος Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, μαζί με τη δικογραφία και εκθέτω τα ακόλουθα: Από τη διάταξη του άρθρου 476 § 2 ΚΠΔ ως αντικ. δι’ άρθρου 38 Ν. 3160/2013 (ήδη 476 § 2 ν ΚΠΔ), προκύπτει ότι δεν παρέχεται πλέον δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως από τους διαδίκους κατά βουλεύματος, που απέρριψε την έφεση εναντίον του πρωτοδίκου βουλεύματος, ως απαράδεκτη, αλλά μόνον κατά αποφάσεως, απορριπτικής του απαραδέκτου ενδίκου μέσου. Εξ άλλου σύμφωνα με το άρθρο 111 § 8 ΚΠΔ ως προστ. υπ’ άρθρ. 29 § 4 Ν. 4055/2012, οι εφέσεις κατ’ αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου εισάγονται στο Τριμελές Εφετείο (ήδη άρθρο 111 § 7 ν ΚΠΔ). Ασκηθείσης εφέσεως κατά αποφάσεως, η οποία κρίνεται ως απαράδεκτη, ο Εισαγγελέας, σύμφωνα με το άρθρο 476 § 1 ΚΠΔ, την εισάγει στο Δικαστήριο, που στην περίπτωση αυτή, συνεδριάζει όχι δημόσια, αλλά ως Συμβούλιο, όργανο εντελώς διαφορετικό από το Δικαστικό Συμβούλιο, εκδίδει δε απόφαση, υποκειμένη σε αναίρεση (και όχι βούλευμα), άλλως επί αντιθέτου εκδοχής, θα εστερείτο ο κατηγορούμενος ενδίκου μέσου, χορηγουμένου υπό του νόμου (ΑΠ 1351/2012, ΠΧ ΞΓ’. 249). Εν προκειμένω ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε ερήμην με την υπ’ αριθμ. 35/9-01-2019 απόφαση Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, σε κάθειρξη επτά ετών για διακεκριμένη περίπτωση κλοπής, τελεσθείσα υπό πλειόνων ηνωμένων προς διάπραξη κλοπών, την 1η και 2α Απριλίου 2007 και ήσκησε εναντίον της την από 6-07-2020 έφεση. Αυτή απερρίφθη ως απαράδεκτη – εκπρόθεσμη με την υπ’ αριθμ. 566/2020 απόφαση Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (ως Συμβούλιο), εγκαίρως δε υπεβλήθη η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως, που ωστόσο στρέφεται κατά του υπ’ αριθμ. 566/2020 βουλεύματος Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Μετ’ αναζήτηση όμως του αληθούς νοήματος του δικογράφου, βεβαιώνεται ότι προσβάλλει τη συγκεκριμένη απόφαση, καθώς συμφωνεί η αναγραφείσα ημερομηνία εκδόσεως, αλλά και η περιγραφή του θεματικού αντικειμένου, άλλωστε απευθύνεται προς το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου χωρίς νύξη συγκροτήσεως εν Συμβουλίω. Επιπροσθέτως και οι εγκλειόμενοι στην αναίρεση λόγοι, δεν αποβαίνουν αναντίστοιχοι προς τους αρμόζοντες σε απόφαση τοιούτους, καθ’ όσον η αριθμητική ένδειξή τους, υποδεικνύουσα το άρθρο 484 ΚΠΔ περί αναιρέσεως βουλευμάτων, είναι ήσσονος σημασίας και προέχει η συνολική μορφή, συνοψιζομένη σε λόγους που εν τέλει προσήκουν σε απόφαση (παράνομη απόρριψη εφέσεως ως απαραδέκτου, έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, υπέρβαση εξουσίας). Επειδή κατ’ ακολουθία των προδιαληφθέντων, δεν υφίσταται αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Σας ως Συμβούλιο, προς εξέταση της εισαγομένης αιτήσεως αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ: Να κηρυχθεί υπό του Συμβουλίου του Δικαστηρίου Σας, απαράδεκτη η εισαγωγή της από 26-10-2020 αιτήσεως αναιρέσεως του S. T., κρατουμένου στο Κατάστημα Κρατήσεως Μαλανδρίνου, εις βάρος της υπ’ αριθμ. 566/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (ως Συμβούλιο) και να διαταχθεί η εισαγωγή της στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, προκειμένου να εξετασθεί η βασιμότητα των λόγων αναιρέσεως»

Νομικές διατάξεις-μείζονα σκέψη του ΑΠ «Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 476 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΚΠοινΔ, αλλά και του προϊσχύοντος ΚΠοινΔ, “Κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα άσκησης αναίρεσης από τους διαδίκους κατά βουλεύματος, το οποίο απέρριψε την έφεση τους κατά του πρωτόδικου βουλεύματος ως απαράδεκτη. Δηλαδή, αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά απόφασης, που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο, και όχι και κατά βουλεύματος που επίσης απορρίπτει αυτό ως απαράδεκτο. Το αντίθετο δεν συνάγεται από το ότι κατά το άρθρο 137 τελευταίο εδάφιο του ΚΠοινΔ.” Η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου ονομάζεται βούλευμα”, αφού η πιο πάνω παράγραφος 2 του άρθρου 476 του προϊσχύοντος ΚΠοινΔ , πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 38 του ν. 3160/2003, όριζε ότι “Κατά της απόφασης ή του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση” και έτσι, με την αντικατασταθείσα αυτή διάταξη, η οποία επαναλήφθηκε αυτούσια στο νέο ΚΠοινΔ, εκφράσθηκε ρητά η βούληση του νομοθέτη για αποκλεισμό της αναίρεσης κατά βουλεύματος, που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, “Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από τον νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Ο εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει αυτόν που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητο του για να προσέλθει στο συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του σαράντα οκτώ τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο (συμβούλιο). Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της εισαγγελίας ή του συμβουλίου με οποιοδήποτε μέσο (εγγράφως ή με τηλεμοιοτυπία ή με ηλεκτρονική αλληλογραφία ή προφορικά ή τηλεφωνικά), η οποία αποδεικνύεται με σχετική βεβαίωσή του που επισυνάπτεται στη δικογραφία”. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 111 παρ. 7 του ίδιου Κώδικα, οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών εφετείων υπάγονται στην αρμοδιότητα των τριμελών εφετείων. Αν, όμως, ασκηθεί έφεση κατά τέτοιας απόφασης, η οποία, για κάποιο λόγο, είναι απαράδεκτη, ο εισαγγελέας, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1, την εισάγει πάλι στο δικαστήριο, το οποίο, στην περίπτωση αυτή, συνεδριάζει όχι δημόσια, αλλά ως συμβούλιο, και όχι στο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο είναι καθ’ ύλην αναρμόδιο. Το δικαστήριο σε συμβούλιο δεν είναι διαφορετικό όργανο από το δικαστήριο που συνεδριάζει δημόσια, είναι, όμως, εντελώς διαφορετικό από το δικαστικό συμβούλιο. Αν, λοιπόν, εισαχθεί έφεση κατά απόφασης στο δικαστικό συμβούλιο, όπως συμβαίνει κατά την τακτική που έχει παγιωθεί με σκοπό να μη επιβαρύνονται τα πινάκια των ποινικών δικαστηρίων και με αυτές τις υποθέσεις, το συμβούλιο, κατά την εκδίκαση της έφεσης αυτής και την απόρριψή της ως απαράδεκτης, θεωρείται ως δικαστήριο που συνεδριάζει σε συμβούλιο (όχι δημόσια) και η απόφαση που εκδίδει αποκαλείται “απόφαση” και όχι “βούλευμα”, επιτρέπεται δε κατ’ αυτής η άσκηση αίτησης αναίρεσης. Αντίθετη εκδοχή, ότι, δηλαδή, και στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται το ένδικο μέσο της αναίρεσης γιατί πρόκειται για βούλευμα, θα είχε ως συνέπεια την αποστέρηση του κατηγορουμένου από ένα ένδικο μέσο, το οποίο έχει κατά απόφασης (ΑΠ 1351/2012).»

Η ένδικη υπόθεση. «Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τη με αριθμό …/26-10-2020 αίτησή του, που διαβιβάστηκε στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης και έλαβε αριθμό 11/9-11-2020, ζητεί την αναίρεση του με αριθμό 566/15-10-2020 “βουλεύματος” του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με το οποίο κηρύχθηκε απαράδεκτη η με αριθμό 40/6-7-2020 έφεσή του κατά της με αριθμό 35/9-1-2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών για το αδίκημα της διακεκριμένης περίπτωσης κλοπής που τελέστηκε από δύο ή περισσότερους που ενώθηκαν να διαπράττουν κλοπές κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια. Η αίτηση αυτή εκτιμάται ότι παραδεκτά προσβάλλει τη με αριθμό 566/15-10-2020 “απόφαση” του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης [σε Συμβούλιο] και όχι το ταυτάριθμο “βούλευμα” του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, αφού, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, επέχει θέση “απόφασης ” του Τριμελούς Εφετείου [σε Συμβούλιο] δεδομένου ότι με την έφεση είχε προσβληθεί απόφαση του Μονομελούς Εφετείου και αρμόδιο να την εκδικάσει ήταν το Δικαστήριο του Τριμελούς Εφετείου και όχι το Δικαστικό Συμβούλιο. Σημειώνεται α) ότι δεν δημιουργείται οποιαδήποτε αμφιβολία ότι προσβάλλεται η ανωτέρω αναφερόμενη απόφαση, καθώς συμφωνεί η ημερομηνία έκδοσης και το αντικείμενο αυτής, απευθύνεται δε στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε συγκρότηση σε Συμβούλιο, β) ότι δεν ασκεί έννομη επιρροή ότι για τη θεμελίωση των προβαλλόμενων λόγων αναίρεσης γίνεται επίκληση του άρθρου 484 παρ.1 ΚΠοινΔ, που προβλέπει τους λόγους αναίρεσης κατά βουλεύματος, και συγκεκριμένα των στοιχείων ε’ (παράνομη απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης), δ’ έλλειψη ειδικής αιτιολογίας) και στ’ (υπέρβαση εξουσίας), καθόσον οι περιεχόμενες σ’ αυτούς αιτιάσεις αντιστοιχούν πλήρως στους προβλεπόμενους από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ 1 στ. Κ Κ Θ λόγους αναίρεσης κατά απόφασης.»

Κρίση Αρείου Πάγου: «Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης εσφαλμένως έχει εισαχθεί στο Δικαστήριο αυτό, που συνεδριάζει ως Συμβούλιο, για να απορριφθεί ως απαράδεκτη, πρέπει δε, μετά και τη νομότυπη και εμπρόθεσμη (από 1-6-2021) ειδοποίηση και μη εμφάνιση του αναιρεσείοντος, να κηρυχθεί απαράδεκτη η εισαγωγή της ανωτέρω αίτησης στο παρόν Δικαστήριο, που συνεδριάζει ως Συμβούλιο, και να διαταχθεί η εισαγωγή εκ νέου αυτής στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου με τη συνήθη διαδικασία της δημόσιας συνεδρίασης, προκειμένου να εξεταστεί η βασιμότητα των προτεινόμενων λόγων αναίρεσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη την εισαγωγή στο παρόν Δικαστήριο, που συνεδριάζει ως Συμβούλιο, της με αριθμό …/26-10-2020 αίτησης του S. T. του H., κατοίκου … ,ήδη κρατουμένου στο Γ.Κ.Κ Μαλανδρίνου, για αναίρεση της με αριθμό 566/15-10-2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, συνεδριάζοντος σε Συμβούλιο, για να απορριφθεί αυτή ως απαράδεκτη. ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή εκ νέου της ανωτέρω αίτησης στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου με τη συνήθη διαδικασία της δημόσιας συνεδρίασης, προκειμένου να εξεταστεί η βασιμότητα των προτεινομένων λόγων αναίρεσης.»

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -