fbpx
Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου, 2024

Απόρριψη έφεσης κατά τον ΚΠΔ ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) – Επίδοση της πρωτόδικης απόφασης ως αγνώστου διαμονής – Έλλειψη αιτιολογίας

Χρόνος ανάγνωσης 10 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 10 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ 359/2022 κρίθηκε τι πρέπει να περιέχει η αιτιολογία της απόφασης που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη (απαράδεκτη), όταν η επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης έγινε στον κατηγορούμενο ως «αγνώστου διαμονής».

Σχετικές διατάξεις. «Η απόφαση, με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της έφεσης ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής του, για να έχει την απαιτούμενη, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, πρέπει να διαλαμβάνει:

  • το χρόνο επίδοσης στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση απόφασης, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου και
  • το χρόνο άσκησης της έφεσης,
  • καθώς και το αποδεικτικό, από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επίδοσης (ΟλΑΠ 4/1995 και 6/1994).

Σε περίπτωση, όμως, κατά την οποία με την έφεση αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, που συνεπάγεται αδυναμία γνώσης της επίδοσης και προβάλλεται, ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης αυτός διέμενε σε ορισμένο τόπο και σε ορισμένη διεύθυνση, πρέπει, επίσης, να διαλαμβάνεται στην απορριπτική απόφαση σχετική αιτιολογία, αλλιώς ιδρύεται ο ανωτέρω, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠοινΔ, λόγος αναίρεσης.

Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επίδοσης, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικώς με την έφεση και επί των οποίων, εφόσον προβάλλονται κατά τρόπο ορισμένο, πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να διαλάβει στην απορριπτική της έφεσης απόφαση πλήρη αιτιολογία, είναι και ότι η επίδοση “ως άγνωστης διαμονής” έγινε χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών κατηγορούμενος είχε “γνωστή διαμονή”.

Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ως άνω Κώδικα, όπως το τελευταίο ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, προκύπτει, ότι

άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος, ο οποίος απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική (εισαγγελική) αρχή, που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του και στην περίπτωση αυτή η επίδοση προς εκείνον γίνεται ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερόμενων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. α` προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο τον οποίο όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η ως άνω προθεσμία άσκησης των ένδικων μέσων.

Τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος, τον οποίο έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, κατά την προανάκριση, που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια εισαγγελική αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε κατ` αυτή, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος, που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση.

Κατ` ορθή ερμηνεία των διατάξεων αυτών του ΚΠοινΔ, στην περίπτωση που δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε κατ` αυτή και δεν έχει δηλώσει διεύθυνση κατοικίας, κατά το άρθρο 273 του ΚΠοινΔ, δεν μπορεί άνευ ετέρου να θεωρείται ως άγνωστης διαμονής, από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή στη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε, διότι, διαφορετικά, ενδέχεται η γνωστοποιηθείσα από το μηνυτή διεύθυνση της κατοικίας του κατηγορουμένου να είναι εσφαλμένη, με συνέπεια ο τελευταίος να αγνοεί την σε βάρος του ποινική διαδικασία, η οποία έτσι διεξάγεται ερήμην του, κατά παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης, την οποία θεσπίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., περιεχόμενο της οποίας είναι η διασφάλιση της ακώλυτης πρόσβασης στο δικαστήριο και της επαρκούς δικαστικής ακρόασης.

Τα παραπάνω ισχύουν και όταν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε κατ` αυτή και, σε περίπτωση μεταβολής της κατοικίας του, αυτός δεν δήλωσε στην εισαγγελική αρχή, που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο, τη νέα διεύθυνση της κατοικίας του. Δηλαδή και στην τελευταία περίπτωση ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άγνωστης διαμονής από μόνο το γεγονός, ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή στη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε.

Συνακόλουθα, εφόσον με την έφεση του κατηγορουμένου προβάλλεται ο ισχυρισμός, ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης της απόφασης ήταν γνωστής διαμονής, αφού διέμενε σε ορισμένο τόπο και σε ορισμένη διεύθυνση διαφορετική από εκείνη, στην οποία αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε και, ως εκ τούτου, η επίδοση της απόφασης ως άγνωστης διαμονής είναι άκυρη, το εφετείο έχει την υποχρέωση να ερευνήσει κατ` ουσίαν τον εν λόγω ισχυρισμό, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας όλα τα προσκομιζόμενα από τον κατηγορούμενο στοιχεία (έγγραφα, καταθέσεις μαρτύρων κ.λ.π.), από τα οποία προκύπτει η κατά τον κρίσιμο χρόνο διεύθυνσή του και να μη βασισθεί μόνο στο αποδεικτικό επίδοσης της απόφασης, ενόψει μάλιστα του ότι, όταν οι πολίτες δεν έχουν καμία γνώση των σε βάρος τους κατηγοριών, δεν συντρέχει λόγος για τον οποίο πρέπει να ενημερώνουν από μόνοι τους την εισαγγελία για κάθε αλλαγή της διεύθυνσης κατοικίας τους. Διαφορετικά, όπως προεκτέθηκε, ιδρύεται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ΟλΑΠ 2/2014, AΠ 1434/2019). Η απαιτούμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκτός του ότι επιβάλλεται να διακρίνεται από πληρότητα και σαφήνεια και να μην περιέχει αντιφάσεις ή λογικά κενά, πρέπει να περιλαμβάνει και τη μνεία των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη το δικαστήριο για το σχηματισμό της απορριπτικής κρίσης του, που αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να χρειάζεται να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα ούτε να είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, αλλά είναι αναγκαίο να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ, και όχι μόνο ορισμένα από αυτά επιλεκτικώς (ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ1434/2019).»

Ένδικη υπόθεση: «Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, με αριθμό ΒΤ3772/26-11-2018, του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως από αυτή προκύπτει, απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, η έφεση με αριθμό 6073/30-5-2018 της εκκαλούσας – κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας, κατά της απόφασης με αριθμό 24867/2014 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικαστεί αυτή, ερήμην, για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, σε ποινή φυλάκισης είκοσι (20) μηνών και χρηματική ποινή δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, η οποία ποινή φυλάκισης είχε μετατραπεί προς δέκα (10) ευρώ ημερησίως. Από την ανωτέρω έκθεση εφέσεως, η οποία βρίσκεται στη δικογραφία και παραδεκτά επισκοπείται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι η εκκαλούσα , προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της άσκησης αυτής, προβάλει ακυρότητα της επίδοσης της ως άνω εκκληθείσας απόφασης ως “άγνωστης διαμονής”, ισχυριζόμενη, ότι κατά το χρόνο της επίδοσής της είχε γνωστή διαμονή επί της οδού … στην … και ότι ουδέποτε έλαβε γνώση της εκκαλουμένης αποφάσεως, αφού από την οδό … αρ. …, όπου ασκούσε εμπορική δραστηριότητα έχει αποχωρήσει από το έτος 2011. Κατά τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση, η εκκαλούσα-κατηγορούμενη, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών αυτής, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της έφεσής του, είχε προτείνει, δια του εκπροσωπήσαντος αυτήν συνηγόρου της, ως μάρτυρα απόδειξης τον Γ. Α., ο οποίος εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, προσκόμισε δε και έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία, μεταξύ των οποίων και η προαναφερθείσα από 30-5-2018 έκθεση εφέσεως (με αύξοντα αριθμό 1 του καταλόγου των αναγνωσθέντων εγγράφων). Τελικώς, το ως άνω Δικαστήριο [Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών] έκρινε την προμνημονευόμενη έφεσή της εκπρόθεσμη και την απέρριψε για το λόγο αυτό ως απαράδεκτη με την ακόλουθη επί λέξη αιτιολογία: “Στην προκειμένη περίπτωση , όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, η εκκαλούσα με την υπ’αρ. 24867/2014 απόφαση του ΣΤ’ Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καταδικάστηκε ερήμην για την πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής κατ’εξακολούθηση, σε ποινή φυλάκισης 20 μηνών και χρηματική ποινή 2.000 ευρώ, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 10 € ημερησίως. Κατά την επίδοση της απόφασης, όπως βεβαιώνεται από το με ημεροχρονολογία 07.06.2017 αποδεικτικό επίδοσης του Επιμελητή Δικαστηρίων Εισαγγελίας Πρωτοδικείου Αθηνών, Αθανασίου Τζίμα, αφού στον αναγραφόμενο στην επίμαχη ποινική απόφαση τόπο κατοικίας της κατηγορουμένης δεν βρέθηκε ούτε η ίδια, ούτε κάποιο από τα πρόσωπα, που αναφέρονται στο άρθρο 156 παρ.1 ΚΠΔ, η εν λόγω απόφαση παραδόθηκε από τον ως άνω επιμελητή στον Δήμαρχο Αιγάλεω στις 09.06.2017 προς τοιχοκόλληση, ο τελευταίος δε τοιχοκόλλησε δημόσια αυτήν κατά την ίδια ημερομηνία(09.06.2017). Η επίδοση αυτή τυγχάνει έγκυρη σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του ΚΠΔ, εφ’οσον από κανένα άλλο στοιχείο δεν προέκυψε ότι η κατηγορουμένη και νυν εκκαλούσα είχε μεταβάλλει τη διεύθυνση της κατοικίας της και είχε προβεί σε σχετική δήλωση στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, προκειμένου οι τυχόν επιδόσεις να λαμβάνουν χώρα στη νέα αυτή διεύθυνση. Ως εκ τούτου η ασκηθείσα έφεση πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη”. Με τις παραδοχές αυτές, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών στέρησε την απόφασή του από την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, δέχεται το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, ότι, αφού στον αναγραφόμενο στην ποινική απόφαση τόπο κατοικίας της τότε εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας δεν βρέθηκε η ίδια ούτε κάποιο από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 156 του ΚΠΔ, ορθά της επιδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ως αγνώστου διαμονής, δεδομένου ότι αυτή(εκκαλούσα) δεν είχε προβεί σε δήλωση μεταβολής της κατοικίας της στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών.

Η εν λόγω αιτιολογία, όμως, δεν είναι επαρκής, ενόψει του ότι:

α) το δικαστήριο δεν ερεύνησε, όπως είχε υποχρέωση, τον περιεχόμενο στην έκθεση εφέσεως ισχυρισμό της εκκαλούσας ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης της απόφασης ήταν γνωστής διαμονής, αφού διέμενε σε ορισμένο τόπο και σε ορισμένη διεύθυνση διαφορετική από εκείνη, στην οποία αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε, ούτε εξάλλου αναφέρεται ο χρόνος άσκησης της έφεσης, από τον οποίο θα προέκυπτε το εκπρόθεσμό της

β) δεν υπάρχει σ’αυτή παραδοχή, ότι η κατηγορούμενη γνώριζε, ότι έχει ασκηθεί σε βάρος της ποινική δίωξη ή, ότι έχει εκδοθεί σε βάρος της καταδικαστική απόφαση, ώστε να έχει υποχρέωση να προβεί σε γνωστοποίηση της αλλαγής της διεύθυνσης της κατοικίας της στην αρμόδια δικαστική (εισαγγελική) αρχή,

γ) δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι για τη διαμόρφωση της απορριπτικής της έφεσης της αναιρεσείουσας κρίση, λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, καθόσον από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης δεν συνάγεται με βεβαιότητα, ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, σε σχέση με το κρίσιμο ζήτημα του τόπου κατοικίας της εκκαλούσας – αναιρεσείουσας κατά το χρόνο της προμνημονευόμενης επίδοσης, την ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος μάρτυρα απόδειξης, η οποία περιέχεται στα πρακτικά της εν λόγω απόφασης και σύμφωνα με την οποία “….Η κατηγορούμενη είναι κάτοικος της οδού … από το έτος 2006….”, αφού δεν αναφέρεται καθόλου η εν λόγω κατάθεση ούτε στο προοίμιο ούτε στο κείμενο της ανωτέρω αιτιολογίας.

Επομένως, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠοινΔ, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του ως άνω ενδίκου μέσου, είναι βάσιμος. Κατ` ακολουθίαν τούτων και, αφού παρέλκει πλέον, ως αλυσιτελής, η έρευνα των υπόλοιπων λόγων του αναιρετηρίου, πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ), προκειμένου να κρίνει επί του παραδεκτού της έφεσης της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης (δεδομένου ότι ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δικαιοδοσία να κρίνει επί του παραδεκτού ή όχι αυτής) και, αναλόγως προς τη σχετική κρίση του, είτε να απορρίψει και πάλι την έφεση ως εκπρόθεσμη, είτε να την κρίνει παραδεκτή και να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης».

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -