Με την ΑΠ 156/2022 επικαιροποιείται η πάγια νομολογία του ΑΠ σχετικά με τη συνέπεια της μη εμφάνισης του εκκαλούντος στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ανυποστήρικτη έφεση), αλλά και οι εξαιρέσεις που επιτάσσει η 501 παρ 3 ΚΠΔ, οπότε πρέπει να εξετασθεί πρώτα το παραδεκτό της έφεσης.
Σχετικές διατάξεις : Σύμφωνα με το άρθρο 501 παρ.1 του ΚΠΔ, που κυρώθηκε με το νόμο 4620/2019 και ισχύει από 1ης Ιουλίου 2019, αν κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παρ.2 του άρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Κατά δε την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, εάν η έφεση ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως και συντρέχει η περίπτωση του άρθρου 368 εδ. β’ και γ’ ή η πράξη κατέστη ανέγκλητη, το Δικαστήριο παρά την απουσία του εκκαλούντος προχωρεί στην έκδοση σχετικής αποφάσεως.
((368 ΚΠΔ Η ποινική δίκη τελειώνει: α)…. β) με την οριστική παύση της ποινικής δίωξης, όταν έχει γίνει παραίτηση από το δικαίωμα της έγκλησης ή όταν έχει γίνει ανάκλησή της ή όταν έχει αμνηστευθεί η πράξη ή έχει παραγραφεί το αξιόποινό της ή όταν ο κατηγορούμενος έχει πεθάνει· γ) με την κήρυξη της ποινικής δίωξης απαράδεκτης στις περιπτώσεις που υπάρχει δεδικασμένο ή εκκρεμοδικία (άρθρο 57) ή όταν δεν υπάρχει η έγκληση, αίτηση ή άδεια (άρθρα 41, 53, 56) που απαιτείται για τη δίωξη)
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι σε περίπτωση που ο εκκαλών κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του προς υποστήριξη της εφέσεώς του, το Εφετείο, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση οριστικής παύσεως ή κηρύξεως απαράδεκτης της ποινικής διώξεως, ερευνά αν ο εκκαλών κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, οπότε και απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη.
Προηγούμενη έρευνα στην περίπτωση αυτή του παραδεκτού της ασκήσεως της εφέσεως δεν απαιτείται.
Εξαιρέσεις που ερευνάται το παραδεκτό πριν το ανυποστήρικτο της έφεσης. Μόνο, εάν το Εφετείο διαπιστώσει ότι συντρέχει περίπτωση οριστικής παύσεως της ποινικής διώξεως, διότι έχει γίνει παραίτηση από το δικαίωμα της εγκλήσεως ή έχει γίνει ανάκλησή της ή έχει αμνηστευθεί η πράξη ή έχει παραγραφεί το αξιόποινό της ή ο κατηγορούμενος-εκκαλών έχει πεθάνει, ή περίπτωση κηρύξεως της ποινικής διώξεως απαράδεκτης λόγω δεδικασμένου ή ελλείψεως της εγκλήσεως, αιτήσεως ή άδειας που απαιτείται για τη δίωξη, οφείλει να ερευνήσει αν η έφεση ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, αν, δηλαδή, είναι παραδεκτή, οπότε, παρά την απουσία του εκκαλούντος, προχωρεί στην έκδοση σχετικής αποφάσεως με την παύση οριστικά ή την κήρυξη απαράδεκτης της ποινικής διώξεως.
Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 381 του νέου ΠΚ (Γενική Διάταξη), “Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 374 Α, 375 παρ. 1 και 2, 377 και 378 παρ. 1 εδ. β απαιτείται έγκληση. Στις περιπτώσεις των άρθρων 372, 374 παρ.1 και 378 παρ.1 εδ. α η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας όμως με διάταξή του απέχει από την ποινική δίωξη αν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη. Αν η δήλωση υποβληθεί μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης το δικαστήριο παύει οριστικά αυτήν.” Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, αν το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, παραλείψει να πράξει τα ανωτέρω και χωρήσει στην απόρριψη της εφέσεως ως ανυποστήρικτης, υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας και η απόφασή του είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ του ΚΠοινΔ.
Ένδικη υπόθεση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπούνται κατά την εξέταση των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος καταδικάστηκε, με την πρωτόδικη υπ’ αριθμό 1764/17.4.2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών σε ποινή καθείρξεως οκτώ (8) ετών για την αξιόποινη πράξη της διακεκριμένης περίπτωσης κλοπής, δηλαδή κλοπής τελεσθείσας από δράστη που διαπράττει κλοπές κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, τετελεσμένη και σε απόπειρα, κατ’ εξακολούθηση (άρθρο 374 περ. ε’ του προϊσχύσαντος ΠΚ). Κατά της άνω αποφάσεως ο αναιρεσείων άσκησε την υπ’ αριθμ. …./27.03.2020 έφεση, η οποία εκδικάσθηκε στις 11.12.2020 και απορρίφθηκε, ως ανυποστήρικτη, λόγω της απουσίας του, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 3165/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο. Κατά τον χρόνο όμως κατά τον οποίο εκδικάσθηκε η ως άνω έφεση κατά της εν λόγω καταδικαστικής αποφάσεως η αξιόποινη πράξη την οποία εφέρετο ότι είχε τελέσει ο αναιρεσείων, δεν ενέπιπτε στις διατάξεις περί διακεκριμένης κλοπής (άρθρο 374 παρ. 1 ΝΠΚ), καθώς δεν επληρούντο οι σχετικές προϋποθέσεις που θέτει ο ισχύων από 01.07.2019, Ποινικός Κώδικας (εφόσον είχε απαλειφθεί πλέον η προϊσχύουσα επιβαρυντική περίσταση της τελέσεως από δράστη που διαπράττει κλοπές κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια), αλλά ενέπιπτε στις διατάξεις περί απλής κλοπής (άρθρο 372 ΠΚ), η οποία τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος. Ειδικότερα από την επισκόπηση των στοιχείων του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι οι δύο εκ των παθόντων Λ. Κ. και Η. Μ. δήλωσαν ότι δεν επιθυμούν την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος (βλ. σχετικά τις από 14.05.2013 και 10.05.2013 ένορκες καταθέσεις στο πλαίσιο της προανάκρισης), για τις σε βάρος τους πράξεις. ….Ενόψει λοιπόν του ότι, μετά τη δήλωση των ως άνω παθόντων συνέτρεχε εν προκειμένω περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 381 του ΠΚ, οριστικής παύσης της ποινικής διώξεως που ασκήθηκε εις βάρος του αναιρεσείοντος για τις αναφερόμενες ως άνω αξιόποινες πράξεις, ήδη μετά τη νομοθετική αλλαγή με το ν. 4619/2019, της απλής κλοπής τετελεσμένης και σε απόπειρα κατ’ εξακολούθηση (άρθρα 42, 372 ΠΚ), η οποία έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα και κατά το μέρος που αφορούν οι ως άνω καταθέσεις των παθόντων, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών ενώ όφειλε να ερευνήσει το παραδεκτό της ασκήσεως της εφέσεως και μετά τις δηλώσεις των παθόντων, να προβεί σε παύση της ασκηθείσας κατ’ αυτού ποινικής διώξεως για τις επίμαχες πιο πάνω πράξεις, κατ’ άρθρο 381 παρ.1 εδ. τελευταίο ΠΚ, γεγονός το οποίο έπρεπε το δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως, δηλαδή ανεξάρτητα από την απουσία του κατηγορουμένου-εκκαλούντος, ο οποίος είχε κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, υπερέβη την εξουσία του και απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη. Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ ΚΠοινΔ πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, με την αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη, αντί να ερευνήσει προηγουμένως αυτεπαγγέλτως αν αυτή έχει ασκηθεί παραδεκτά και στη συνέχεια να παύσει την ασκηθείσα εναντίον του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη για τον προεκτεθέντα λόγο, είναι βάσιμος.
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ