fbpx

Αποζημίωση αδίκως καταδικασμένης και μετέπειτα αθωωθείσας

Χρόνος ανάγνωσης 11 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 11 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ΑΠ 1458/2023 κρίθηκε ότι δικαιούται αποζημίωση μία γυναίκα η οποία αδίκως καταδικάστηκε και έκτισε 1763 ημέρες στη φυλακή, αφού αποδείχθηκε ότι ήταν αθώα.

Σχετικές διατάξεις: Κατά το άρθρο 9 παρ. 5 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά δικαιώματα “Κάθε πρόσωπο θύμα παράνομης σύλληψης ή κράτησης έχει δικαίωμα αποζημίωσης” και κατά το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ “1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια. Κανείς δεν επιτρέπεται να στερηθεί την ελευθερία του παρά μόνο στις παρακάτω περιπτώσεις και σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία… 5. Κάθε πρόσωπο, θύμα σύλληψης ή κράτησης, υπό συνθήκες αντίθετες προς τις παραπάνω διατάξεις, έχει δικαίωμα επανόρθωσης”, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 4 του Συντάγματος “Νόμος ορίζει με ποιους όρους το Κράτος παρέχει, ύστερα από δικαστική απόφαση, αποζημίωση σε όσους καταδικάστηκαν, προφυλακίστηκαν άδικα ή παράνομα ή με άλλο τρόπο στερήθηκαν παράνομα την προσωπική τους ελευθερία”.

Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής συνταγματικής διάταξης η παροχή αποζημίωσης με δικαστική απόφαση σε αδίκως προφυλακισθέντες ή καταδικασθέντες ή στερηθέντες την ελευθερία τους προϋποθέτει τη διάγνωση από δικαστήριο του αδίκου ή παρανόμου χαρακτήρα της στέρησης της ελευθερίας του κατηγορηθέντος, ο οποίος στην συνέχεια κηρύχθηκε αθώος ή απηλλάγη από τις κατηγορίες, για τις οποίες ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη, κατόπιν πράξεων, παραλείψεων ή εκτιμήσεων ποινικού δικαστηρίου ή συμβουλίου ή άλλου οργάνου (εισαγγελέα, ανακριτή), εντεταγμένου στη διαδικασία της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους που καθορίζονται από τον κοινό νομοθέτη (ΑΠ 444/2015).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 535 § 1 ΚΠΔ “Έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν από το Δημόσιο αποζημίωση:…γ) οι καταδικασθέντες και κρατηθέντες, που αθωώθηκαν με δικαστική απόφαση ύστερα από επανάληψη της διαδικασίας”

και κατά το άρθρο 536 ιδίου Κώδικα “Το Δημόσιο δεν έχει υποχρέωση για αποζημίωση, αν εκείνος, που καταδικάσθηκε ή κρατήθηκε προσωρινά έγινε από πρόθεση παραίτιος της καταδίκης ή της προσωρινής κράτησης”,

ενώ κατά το άρθρο 538 §§ 1, 2 ΚΠΔ “Εκείνος που έχει δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση, υποβάλει την αίτησή του στο ίδιο δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο που εξέδωσε την αθωωτική απόφαση ή βούλευμα ή εξαφάνισε την καταδικαστική απόφαση συνεπεία ενδίκου μέσου… 2. Η αίτηση υποβάλλεται γραπτά και παραδίδεται στον εισαγγελέα του αρμόδιου δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από το αμετάκλητο της απόφασης ή του βουλεύματος ή από την έκδοση της απόφασης επί της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας”

και κατά το άρθρο 539 §§ 1, 2 “Η αίτηση εισάγεται αμέσως στο δικαστήριο ή στο δικαστικό συμβούλιο προς εκδίκαση, αφού ειδοποιηθεί ο αιτών ή ο αντίκλητός του για να προσέλθει και να εκθέσει τις απόψεις του εικοσιτέσσερεις τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο ή στο δικαστικό συμβούλιο… 2. Το δικαστήριο και το δικαστικό συμβούλιο αποτελείται κατά προτίμηση από τους ίδιους δικαστές που αποφάνθηκαν για την ποινική υπόθεση”.

Επίσης, κατά το άρθρο 540 ΚΠΔ “Σε περίπτωση, που γίνει δεκτή η αίτηση για αποζημίωση, επιδικάζεται στον αιτούντα αμετακλήτως κατ’ αποκοπή αποζημίωση συνολικά για τεκμαρτή περιουσιακή ζημία και για ηθική βλάβη, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη των είκοσι (20) ευρώ ούτε ανώτερη των πενήντα (50) ευρώ την ημέρα και της οποίας το ύψος προσδιορίζεται αφού ληφθεί υπόψη και η οικονομική και οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου. Το κατώτερο και το ανώτερο όριο της αποζημίωσης μπορεί να αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων”

και κατά το άρθρο 542 § 1 αυτού ως άνω Κώδικα “Οι διατάξεις των άρθρων 535 – 540 εφαρμόζονται ανάλογα και από τον Άρειο Πάγο, όταν αυτός απαλλάσσει εκείνον που καταδικάσθηκε ή παραπέμφθηκε για κακούργημα ή πλημμέλημα”.

Από τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτει: αφ’ ενός μεν, ότι αίτηση για αποζημίωση μπορεί να υποβάλει και εκείνος που καταδικάστηκε, κρατήθηκε και στη συνέχεια αθωώθηκε με δικαστική απόφαση ύστερα από επανάληψη της διαδικασίας, αφ’ ετέρου δε, ότι η αίτηση υποβάλλεται στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την αθωωτική απόφαση ή εξαφάνισε την καταδικαστική απόφαση συνεπεία ενδίκου μέσου και ότι αν την αθωωτική απόφαση εξέδωσε το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, που επελήφθη κατόπιν σχετικής προς τούτο υποβληθείσης αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, η αίτηση εισάγεται ενώπιον του Αρείου Πάγου προς εκδίκαση και αυτή (η αίτηση) πρέπει να υποβληθεί μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την έκδοση της απόφασης επί της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας.

Από τις αυτές ως άνω διατάξεις προκύπτει ακόμη ότι το Δημόσιο δεν έχει υποχρέωση για αποζημίωση, αν εκείνος που καταδικάσθηκε ή κρατήθηκε προσωρινά έγινε από πρόθεση παραίτιος της καταδίκης ή της προσωρινής κράτησης. “Παραίτιος από πρόθεση”, όρος ο οποίος διαφοροποιείται όχι μόνο λεκτικά αλλά και εννοιολογικά από εκείνον του “υπαιτίου”, θεωρείται εκείνος που με τη συμπεριφορά του, η οποία δεν είναι ανάγκη να χαρακτηρίζεται ως υπαίτια ή να θεμελιώνει οποιαδήποτε ενοχή, συνετέλεσε στην προσωρινή κράτηση ή στην καταδίκη του, αποτέλεσμα το οποίο είτε επεδίωξε ο ίδιος, είτε το αποδέχθηκε ως ενδεχόμενο ή αναγκαίο (ΑΠ 448/2014, ΑΠ 1279/2007).

Για να αποκλεισθεί το δικαίωμα αποζημίωσης απαιτείται πάντως, να υφίσταται σχέση αιτίου και αποτελέσματος μεταξύ της συμπεριφοράς και της καταδίκης του μετέπειτα αθωωθέντος, ενώ ως πρόθεση μπορεί να θεωρηθεί μεταξύ άλλων, ενεργειών και παραλείψεων του προσωρινώς κρατηθέντος ή καταδικασθέντος, η άρνηση απολογίας, η ψευδής ομολογία ή ψευδής δήλωση (ΑΠ 444/2015).

Προϋπόθεση εξάλλου για τη θεμελίωση του δικαιώματος για αποζημίωση είναι να έχει εκτιθεί ολοκληρωτικά η ποινή από τον αιτούντα – αδίκως καταδικασθέντα, διότι ασφαλώς δεν δικαιούται αποζημίωσης ο καταδικασθείς του οποίου η ποινή ανεστάλη κατά τα άρθρα 99 επ. ΠΚ.

Ένδικη υπόθεση: Με την κρινόμενη αίτησή της εκθέτει η E. P. ότι με την υπ’ αριθμ. 2741/2017 αμετάκλητη απόφαση του Α’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης (37) ετών και (6) μηνών και είχε καθοριστεί ως εκτιτέα εκ μέρους της ποινή φυλάκισης δέκα (10) ετών αλλά και συνολική χρηματική ποινή τριάντα επτά χιλιάδων (37.000) ευρώ και ότι ύστερα από την άσκηση εκ μέρους της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του Αρείου Πάγου, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 518/2023 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου (Αρείου Πάγου), με την οποίαν, αφού ακυρώθηκε η ως άνω υπ’ αριθμ. 2741/2017 καταδικαστική εις βάρος της απόφαση κατά το μέρος που την αφορούσε, αφ’ ενός μεν, έπαυσε οριστικά η ασκηθείσα κατ’ αυτής ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για την πρώτη πράξη της (συμμορία), αφ’ ετέρου δε, αθωώθηκε για την άλλη αξιόποινη πράξη (δηλαδή για απλή συνέργεια σε παραλαβή, μεταφορά και προώθηση εβδομήντα ενός (71) αλλοδαπών, που δεν είχαν το δικαίωμα εισόδου στην χώρα από το εσωτερικό στο εξωτερικό κατ’ επάγγελμα και υπό περιστάσεις από τις οποίες μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους), για την οποία αυτή είχε καταδικασθεί αμετάκλητα και ισχυριζόμενη ότι αδίκως καταδικάστηκε και κρατήθηκε κατά το αναφερόμενο στην αίτησή της χρονικό διάστημα, αφού εν τέλει αθωώθηκε για την παραπάνω πράξη, ζητά να της καταβληθεί από το Δημόσιο κατ’ αποκοπή αποζημίωση για τεκμαρτή περιουσιακή ζημία και ηθική της βλάβη.

Η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε εμπροθέσμως, δεδομένου ότι η προαναφερθείσα υπ’ αριθμ. 518/2023 (αθωωτική) απόφαση του Αρείου Πάγου εκδόθηκε στις 23-3-2023 και επειδή η τελευταία ημέρα της προβλεπόμενης (ανατρεπτικής) προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών για την άσκηση της κρινομένης αίτησης ήταν κατά νόμον εξαιρετέα ημέρα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης υποβλήθηκε στον αρμόδιο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νομίμως και εμπροθέσμως (άρθρα 168 παρ. 3 και 538 παρ. 2 ΚΠΔ), την επομένη μη εξαιρετέα ημέρα, δηλαδή στις 24-4-2023, ημέρα Δευτέρα.

Εξάλλου παραδεκτά η εν λόγω αίτηση εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (Αρείου Πάγου), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 538 παρ. 1 α’ και 542 παρ. 1 και επί πλέον νόμω βάσιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 535 επ. ΚΠΔ και συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Κρίση του Αρείου Πάγου: Από τα έγγραφα που προσκομίζει και επικαλείται η αιτούσα προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αριθμ. 2741/2017 απόφαση του Α’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, η κατηγορουμένη και ήδη αιτούσα κηρύχθηκε ένοχη των αξιόποινων πράξεων, της συμμορίας και της απλής συνέργειας σε παραλαβή, μεταφορά και προώθηση εβδομήντα ενός (71) αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών από το εσωτερικό της χώρας στο εξωτερικό, κατά συναυτουργία, κατ’ επάγγελμα και υπό περιστάσεις από τις οποίες μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο.

Η συνέργεια που – κατά την καταδικαστική ως άνω απόφαση – παρέσχε η αιτούσα στους αυτουργούς της πράξης συνίστατο στο ότι αυτή στον … στις 4-2-2012, τους παρείχε διευκόλυνση πριν από την τέλεση της πράξης τους και ειδικότερα, οδηγώντας το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας … αυτοκίνητο, μάρκας …, χρώματος μαύρου, ιδιοκτησίας της μετέφερε από διάφορες περιοχές των Αθηνών με επανειλημμένα δρομολόγια σε ομάδες 3-4 ατόμων υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι είχαν εισέλθει στο ελληνικό έδαφος χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, σε εγκαταλελειμμένη αποθήκη στην περιοχή του …, τους οποίους οι αυτουργοί της παράνομης διακίνησης συγκέντρωναν εκεί, προκειμένου εν συνεχεία να τους επιβιβάσουν σε φορτηγό και να τους μεταφέρουν σε παράκτια περιοχή του … και από εκεί με πλωτό μέσο να τους προωθήσουν στην …. Μετά την αναγνώριση σε αυτήν των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. α’ και ε’ ΠΚ, επιβλήθηκε σ’ αυτήν συνολική ποινή φυλάκισης τριάντα επτά (37) ετών και έξι (6) μηνών (ενώ καθορίστηκε ως εκτιτέα ποινή εκ μέρους της φυλάκιση δέκα (10) ετών) αλλά και συνολική χρηματική ποινή ποσού τριάντα επτά χιλιάδων (37.000) ευρώ. Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ακόμη ότι για την παραπάνω υπόθεση η αιτούσα προφυλακίστηκε στις 19-12-2012 και αποφυλακίσθηκε στις 17-10-2017, οπότε, έχοντας εκτίσει την ποινή της, βάσει της υπ’ αριθμ. 30/2017 Διάταξης της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θηβών, με την οποίαν διατάχθηκε η υφ’ όρον απόλυσή της κατ’ άρθρο 43 παρ. 1, εδ. β’ του Ν. 4489/2017, με την υποχρέωσή της να εμφανίζεται το πρώτο πενθήμερο εκάστου μηνός στις αστυνομικές αρχές του τόπου διαμονής της για χρονικό διάστημα τριών ετών (βλ. το από 17-10-2017 αποφυλακιστήριο που εκδόθηκε από το Κατάστημα Κράτησης Γυναικών Ελαιώνα Θηβών και αφορά την αιτούσα).

Ακολούθως, η αιτούσα υπέβαλε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (Αρείου Πάγου) αίτηση επανάληψης διαδικασίας, μετά την συζήτηση της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 518/2023 απόφαση αυτού του Τμήματος (Ζ’ του Αρείου Πάγου), με την οποία αφού ακυρώθηκε η ως άνω υπ’ αριθμ. 2741/2017 απόφαση του Α’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών κατά το μέρος που αφορούσε την αιτούσα, στην συνέχεια, έπαυσε οριστικά η ασκηθείσα κατ’ αυτής ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για την (πρώτη) πράξη, δηλαδή της συμμετοχής της σε συμμορία και επί πλέον κηρύχθηκε αυτή (αιτούσα) αθώα της αξιόποινης (δεύτερης) ως άνω πράξης της.

Περαιτέρω από τα προσκομιζόμενα με την αίτηση και επικαλούμενα από την αιτούσα έγγραφα, προκύπτει ότι αυτή προτού κρατηθεί, δηλαδή από 18-9-2010 έως 15-12-2012, παρείχε τις υπηρεσίες της ως σερβιτόρα σε κατάστημα εστίασης και συγκεκριμένα, σε καφέ-μπάρ που βρίσκεται στην Αθήνα, επί της οδού ….. (βλ. την από 11-4-2023 υπεύθυνη δήλωση με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του ιδιοκτήτη της επιχείρησης Η. Π. του Γ.), ενώ μετά την αποφυλάκισή της εργάζεται σε πρακτορείο αποστολής χρημάτων που βρίσκεται επί της οδού ….. της πόλης των Αθηνών (βλ. την από 24-4-2023 βεβαίωση της A. F. M. που τυγχάνει εξουσιοδοτημένη αντιπρόσωπος της …).

Η αιτούσα τυγχάνει διαζευγμένη και είναι μητέρα ενός ανήλικου τέκνου, του Α. Π. Ν. του Δ., που γεννήθηκε στις 22-8-2013, δηλαδή κατά την διάρκεια της κράτησής της (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. 1180/17-6-2022 ληξιαρχική πράξη γάμου και το από 13-3-2023 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου …).

Εν όψει των προαναφερθέντων, η αιτούσα παρέμεινε αδίκως κρατούμενη κατά το χρονικό διάστημα από 19-12-2012 μέχρι 17-10-2017, ήτοι επί χίλιες επτακόσιες εξήντα τρεις 1.763 (13 + 365 + 365 + 365 + 366 + 289) ημέρες, χωρίς η ίδια να γίνει από πρόθεση “παραίτια” της καταδίκης και της κράτησής της, για την ως άνω (δεύτερη) πράξη της που σημειωτέον δικαζόμενη είχε αρνηθεί κατηγορηματικά ότι είχε τελέσει, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας και ιδιαίτερα, από την ως άνω υπ’ αριθμ. 518/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία αθωώθηκε για την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη της, προκύπτει ότι, ενώ η αιτούσα είχε πωλήσει και παραδώσει στις 30-1-2012 το προαναφερθέν υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας … αυτοκίνητό της, εν τούτοις από αμέλεια δεν είχε φροντίσει να ολοκληρωθεί η διαδικασία για την μεταβίβασή του και έτσι, προέκυψε η συμμετοχή της στο παραπάνω τελεσθέν έγκλημα, αφού φερόταν ότι πραγματοποιούσε η ίδια με το εν λόγω αυτοκίνητο μεταφορές αλλοδαπών.

Η παραπάνω επιδειχθείσα αμελής συμπεριφορά της αιτούσας, για το ότι δηλαδή αυτή δεν φρόντισε να ολοκληρωθεί η διαδικασίας της μεταβίβασης του ως άνω αυτοκινήτου της, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι κατέστησε αυτήν “παραίτια” για την καταδίκη της για την παραπάνω πράξη και συνεπώς, συντρέχουν στην ένδικη περίπτωση όλες οι προϋποθέσεις, όπως η αιτούσα, η οποία κρατήθηκε προσωρινά, καταδικάστηκε και κρατήθηκε εντός φυλακής για το προαναφερθέν χρονικό διάστημα χρονικό διάστημα χιλίων επτακοσίων εξήντα τριών (1.763) ημερών και μετέπειτα αθωώθηκε, αφού είχε εκτίσει ολοκληρωτικά την επιβληθείσα σε αυτήν ποινή και η οποία (αιτούσα) δεν έγινε παραίτια για την παραπάνω καταδίκη της, να τύχει αποζημίωσης από το Ελληνικό Δημόσιο για το χρονικό διάστημα που κρατήθηκε άδικα.

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η κρινόμενη αίτηση και, αφού ληφθεί υπόψη η οικονομική και οικογενειακή κατάσταση της δικαιούχου – αιτούσας, να επιδικαστεί σε αυτήν κατ’ αποκοπή ημερήσια αποζημίωση συνολικά για τεκμαρτή περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη (άρθρο 540 ΚΠΔ), το ποσό των τριάντα (30) ευρώ και συνολικά για χίλιες επτακόσιες εξήντα τρεις (1.763) ημέρες, το χρηματικό ποσό των πενήντα δύο χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα (52.890) ευρώ (δηλαδή 1.763 ημέρες Χ 30 ευρώ ημερησίως).

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -