Με την αριθμ. 1309/2020 (Ζ Τμήμα) του συμβουλίου του Αρείου Πάγου κρίθηκε ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας που αφορούσε δικηγόρο κατηγορούμενο για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών (Α.Ν. 86/1967).
Αρμοδιότητα Αρείου Πάγου για κανονισμό αρμοδιότητας. «Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 132 παρ. 1 ΚΠΔ την υποβληθείσα με την από 14.10.2020 αναφορά της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών από 25.2.2020 αίτηση του κατηγορουμένου Γ. Σ. του Ε., δικηγόρου, κατοίκου …), για κανονισμό αρμοδιότητας και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά την ανωτέρω διάταξη, αν πολλών δικαστηρίων εξίσου αρμοδίων που δεν υπάγονται το ένα στο άλλο ή μεταξύ ανακριτικών υπαλλήλων αμφισβητείται η αρμοδιότητα για το ίδιο έγκλημα είτε για συναφή εγκλήματα, ή αν με βουλεύματα του ίδιου ή διαφορετικών συμβουλίων αποφασίστηκε η παραπομπή για το ίδιο έγκλημα στο ακροατήριο δύο ή περισσοτέρων εξίσου αρμόδιων δικαστηρίων, η αρμοδιότητα καθορίζεται ως εξής: Το συμβούλιο εφετών, στην περιφέρεια του οποίου υπάγονται τα δικαστήρια μεταξύ των οποίων δημιουργήθηκε αμφισβήτηση, ή ο Άρειος Πάγος, αν υπάγονται σε διαφορετικά εφετεία ή αν ένα από τα δικαστήρια αυτά είναι το εφετείο ή αν η σύγκρουση δημιουργήθηκε μεταξύ των κοινών ποινικών δικαστηρίων και των στρατιωτικών, προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο με αίτηση του κατηγορουμένου, του παριστάμενου για την υποστήριξη της κατηγορίας ή του εισαγγελέα ενός από τα πολλά αρμόδια δικαστήρια. Η αίτηση πρέπει να είναι νομότυπη και να απευθύνεται στον εισαγγελέα εφετών ή του Αρείου Πάγου. Ο αρμόδιος εισαγγελέας εισάγει την αίτηση στο συμβούλιο εφετών ή στον Άρειο Πάγο που συνέρχεται σε συμβούλιο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας υπάρχει και όταν έχουν επιληφθεί της αυτής ή συναφούς αξιόποινης πράξης, περισσότερα από ένα δικαστήρια ή Συμβούλια ή ανακριτικές αρχές, τα οποία είναι εξ ίσου αρμόδια και δεν υπάγονται το ένα στο άλλο, και ή θεώρησαν ότι η πράξη αυτή υπάγεται στην αρμοδιότητά τους ή απείχαν να επιληφθούν, διότι θεώρησαν ότι δεν είχαν αρμοδιότητα. Έτσι η σύγκρουση αρμοδιότητας είναι α) καταφατική, όταν περισσότερα δικαστήρια (ή ανακριτικές αρχές) που επελήφθησαν της υπόθεσης θεώρησαν ότι είναι αρμόδια, οπότε δημιουργείται κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και β) αποφατική, όταν απείχαν επειδή θεώρησαν ότι είναι αναρμόδια, οπότε δημιουργείται κίνδυνος αρνησιδικίας (ΑΠ. 472/2019, 115/2019). Όταν η υπόθεση εισάγεται σε δύο δικαστήρια, δεν θεωρούνται ότι το ένα υπάγεται στο άλλο, έστω και αν οι αποφάσεις του ενός από αυτά ελέγχονται από το άλλο δικαστήριο, εφόσον έκαστο τούτων επιλαμβάνεται της ίδιας υπόθεσης αυτοτελώς, ήτοι όταν η υπόθεση δεν εισάγεται στο ανώτερο δικαστήριο μετά από άσκηση ενδίκου μέσου κατά της απόφασης που εκδόθηκε από το κατώτερο δικαστήριο (ΑΠ 1189/2017, 1178/2019). Επομένως, υφίσταται περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν αμφισβητείται η αρμοδιότητα μεταξύ του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που επιλήφθηκε έφεσης κατά απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και κηρύχθηκε αναρμόδιο καθ’ ύλη να τη δικάσει και του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων που επιλήφθηκε κατόπιν παραπομπής της υπόθεσης σε αυτό από το πρώτο Δικαστήριο (ΑΠ. 1036/2008).
Διαδικαστικό ιστορικό «ο αιτών κηρύχθηκε ένοχος (ερήμην) με τη με αριθ. 21381/2014 απόφαση του Ε’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών (παράβαση άρθρου 1§§1,2 ΑΝ. 86/1967, ως ισχύει), την οποία πράξη φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα στις 26.6.2013. Κατά της απόφασης αυτής ο ανωτέρω άσκησε έφεση στις 26.4.2017, η οποία εισήχθη στο το Δ’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών. Το Δικαστήριο αυτό, μετά από αναβολές στις δικασίμους 28.9.2017, 19.12.2017, 2.5.2018, 7.12.2018 και 16.4.2019, στις 18.9.2019 με τη με αριθ. 2419/2019 απόφασή του, κηρύχθηκε αναρμόδιο καθ’ ύλη να δικάσει την ως άνω έφεση και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών για να δικαστεί για την ανωτέρω πράξη, με το σκεπτικό ότι ήταν δικηγόρος, μέλος του δικηγορικού συλλόγου Αθηνών και εξ αυτού του λόγου, σύμφωνα με το άρθρο 111 παρ. 6 Κ.Ποιν.Δ., αρμόδιο καθ’ ύλη δικαστήριο για την εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό ήταν το Τριμελές Εφετείο και όχι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο που δίκασε σε πρώτο βαθμό και εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, στο οποίο παραπέμφθηκε κατά τα ανωτέρω η υπόθεση, µε τη µε αριθμό 5897/2019 απόφαση του κηρύχθηκε επίσης αναρμόδιο καθ’ ύλη και παρέπεμψε πάλι την υπόθεση στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, µε το σκεπτικό ότι, σύμφωνα µε το άρθρο 5 παρ. 13 Ν. 1738/1987 οι δικηγόροι δεν απολαμβάνουν της προβλεπόμενης από το άρθρο 111 παρ.6 Κ.Ποιν.Δ. ειδικής δωσιδικίας για τις προβλεπόμενες από τον Α.Ν. 86/1967 αξιόποινες πράξεις και επομένως αρμόδιο καθ’ ύλη δικαστήριο για την εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό ήταν το Μονομελές Πλημμελειοδικείο και σε δεύτερο βαθµό το Τριμελές Πλημμελειοδικείο. Ακολούθως, η υπόθεση επανεισήχθη στο Δ’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, το οποίο µε τη µε αριθμό 870/2020 απόφαση του αποφάσισε να απέχει από την εκδίκαση της, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της κρινόμενης αίτησης κανονισμού αρμοδιότητας. Λόγω της αρνήσεως αυτής των ανωτέρω Δικαστηρίων να δικάσουν την εν λόγω υπόθεση προέκυψε αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας και δημιουργήθηκε έτσι ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα».
Απόφαση δικαστηρίου με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση: «Στην προκείμενη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι ο αιτών κηρύχθηκε ένοχος (ερήμην) με τη με αριθ. 21381/2014 απόφαση του Ε’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών (παράβαση άρθρου 1§§1,2 ΑΝ. 86/1967, ως ισχύει), την οποία πράξη φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα στις 26.6.2013. Κατά της απόφασης αυτής ο ανωτέρω άσκησε έφεση στις 26.4.2017, η οποία εισήχθη στο το Δ’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών. Το Δικαστήριο αυτό, μετά από αναβολές στις δικασίμους 28.9.2017, 19.12.2017, 2.5.2018, 7.12.2018 και 16.4.2019, στις 18.9.2019 με τη με αριθ. 2419/2019 απόφασή του, κηρύχθηκε αναρμόδιο καθ’ ύλη να δικάσει την ως άνω έφεση και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών για να δικαστεί για την ανωτέρω πράξη, με το σκεπτικό ότι ήταν δικηγόρος, μέλος του δικηγορικού συλλόγου Αθηνών και εξ αυτού του λόγου, σύμφωνα με το άρθρο 111 παρ. 6 Κ.Ποιν.Δ., αρμόδιο καθ’ ύλη δικαστήριο για την εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό ήταν το Τριμελές Εφετείο και όχι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο που δίκασε σε πρώτο βαθμό και εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, στο οποίο παραπέμφθηκε κατά τα ανωτέρω η υπόθεση, µε τη µε αριθμό 5897/2019 απόφαση του κηρύχθηκε επίσης αναρμόδιο καθ’ ύλη και παρέπεμψε πάλι την υπόθεση στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, µε το σκεπτικό ότι, σύμφωνα µε το άρθρο 5 παρ.13 Ν.1738/1987 οι δικηγόροι δεν απολαμβάνουν της προβλεπόμενης από το άρθρο 111 παρ.6 Κ.Ποιν.Δ. ειδικής δωσιδικίας για τις προβλεπόμενες από τον Α.Ν.86/1967 αξιόποινες πράξεις και επομένως αρμόδιο καθ’ ύλη δικαστήριο για την εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό ήταν το Μονομελές Πλημμελειοδικείο και σε δεύτερο βαθµό το Τριμελές Πλημμελειοδικείο. Ακολούθως, η υπόθεση επανεισήχθη στο Δ’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, το οποίο µε τη µε αριθμό 870/2020 απόφαση του αποφάσισε να απέχει από την εκδίκαση της, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της κρινόμενης αίτησης κανονισμού αρμοδιότητας. Λόγω της αρνήσεως αυτής των ανωτέρω Δικαστηρίων να δικάσουν την εν λόγω υπόθεση προέκυψε αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας και δημιουργήθηκε έτσι ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Κατά το άρθρ. 5 παρ.13 του Ν.1738/1987 στις παραβάσεις του ΑΝ 86/1987 “περί επιβολής κυρώσεων κατά των καθυστερούντων την καταβολή και απόδοση εισφορών σε Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως” δεν ισχύει η ειδική δωσιδικία του άρθρου 111 αριθ. 7 του Κ.Ποιν.Δ., κατά την οποία τα πλημμελήματα των εκεί προσώπων, μεταξύ των οποίων και οι δικηγόροι, δικάζονται από το δικαστήριο των Εφετών. Ενόψει της διατάξεως αυτής και των προεκτεθέντων, αρμόδιο για την εκδίκαση της ανωτέρω υποθέσεως είναι όχι το Τριμελές Εφετείο αλλά το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση από 25.2.2020 αίτηση του κατηγορουμένου Γ. Σ. του Ε., με την οποία ζητεί την άρση της σύγκρουσης αρμοδιότητας μεταξύ του Τριμελούς Εφετείου (πλημμ/των) Αθηνών και του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, στα οποία παραπέμφθηκε για να δικαστεί για την ίδια αξιόποινη πράξη της μη καταβολής ασφαλιστικών εισφορών (παράβαση άρθρου 1§§1,2 ΑΝ. 86/1967, ως ισχύει), και να ορισθεί ως αρμόδιο για την εκδίκαση της από 26.4.2017 έφεσης του κατηγορουμένου το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Ορίζει το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών ως αρμόδιο καθ'[ ύλην δικαστήριο για την εκδίκαση της στο σκεπτικό εφέσεως του Γ. Σ. του Ε., δικηγόρου, κατά της με αριθμό 21381/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών».
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ