Γενικά: Ασφαλιστικά μέτρα είναι τα προσωρινά, εξασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα που λαμβάνονται από τα αρμόδια δικαστήρια (άρθρ. 683 και 684 ΚΠολΔ) σε επείγουσες περιπτώσεις ή για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου, εφόσον πιθανολογείται η ύπαρξη δικαιώματος, ακόμα και αν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία ή αφορά μέλλουσα απαίτηση (άρθρ. 682 επ. ΚΠολΔ).
Τα ασφαλιστικά μέτρα μπορούν να διαταχθούν είτε πριν, είτε κατά τη διάρκεια της κύριας δίκης και χωρίς άλλη προϋπόθεση πλην των προαναφερομένων, αλλά λόγω του χαρακτήρα τους, ως παρεπομένων των διαγνωστικών δικών, η σχετική απόφαση που θα εκδοθεί δεν έχει τον χαρακτήρα δικαστικής απόφασης (300 επ., ΚΠολΔ) αλλά δικαστικής πράξης ή διαταγής που εκτελείται χωρίς την έκδοση απογράφου και χωρίς κοινοποίηση, κατά κανόνα, επιταγής για εκούσια συμμόρφωση (άρθρ. 904 παρ. 2ζ και 700 παρ. 2, ΚΠολΔ) (Κ.Μπέη, Αι Διαδικασίαι ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Β΄, 261) και για τον λόγο αυτόν μετά την έκδοση της απόφασης στη διαγνωστική δίκη δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Για τους ίδιους λόγους αμφισβητείται αν οι αποφάσεις αυτές εντάσσονται στους εκτελεστούς τίτλους της παραγράφου 2α’ ή της παραγράφου 2ζ’ του άρθρου 904 ΚΠολΔ (Γ.Νικολόπουλος σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα Ερμηνεία ΚΠολΔ, 1704-Π.Ρεντούλης σε Κ.Κουτσουλέλο Αναγκαστική Εκτέλεση, 45 επ.).
Για τη λήψη ασφαλιστικού μέτρου απαιτείται η τήρηση της αρχής της έγγραφης διαδικασίας, πλην της πρόσθετης παρέμβασης και της ανταίτησης που μπορούν να ασκηθούν και προφορικά ενώπιον των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων (άρθρ. 686, ΚΠολΔ). Η σχετική αίτηση πρέπει να περιέχει εκτός από τα στοιχεία που πρέπει να έχει οποιοδήποτε δικόγραφο (άρθρ. 118 ΚΠολΔ) και τα οριζόμενα στο άρθρο 688 ΚΠολΔ στοιχεία, ενώ μπορεί να ζητηθεί και η έκδοση προσωρινής διαταγής κατά τους όρους του άρθρου άρθρ. 691 Α’, ΚΠολΔ.
Απόφαση-Ένδικα μέσα: Η απόφαση επί της αίτησης πρέπει να εκδοθεί εντός της προβλεπόμενης κατά το άρθρ 691 παρ. 3 ΚΠολΔ προθεσμίας, ενόψει του είδους και της φύσης των υποθέσεων (άρθρ. 682 ΚΠολΔ), κατά της οποίας δεν επιτρέπεται η άσκηση οποιουδήποτε ένδικου μέσου (άρθρ. 699 ΚΠολΔ), με εξαίρεση την περίπτωση των ασφαλιστικών μέτρων νομής (άρθρ. 734 παρ. 3 ΚΠολΔ) και της αναγκαστικής διαχείρισης (άρθρ. 1034 παρ. 2β’ ΚΠολΔ).
Ανάκληση ή μεταρρύθμιση: Επιτρέπεται, όμως, η ανάκληση ή μεταρρύθμισή της, όχι μόνον στα γνήσια ασφαλιστικά μέτρα (άρθρ. 704-738 ΚΠολΔ), αλλά και στις περιπτώσεις που το δικαστήριο συζήτησε υπόθεση με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, όπως π.χ. εκείνες που διέταξαν την αναστολή του πλειστηριασμού (ΜΠρΘεσ 45732/2007 Δ. 2008, 419) ενώ τα ίδια ισχύουν και για τις προσωρινές διαταγές (άρθρ. 691Α’ παρ. 2γ’ ΚΠολΔ).
Σημειώνεται ότι η αίτηση αυτή αποτελεί ένδικο βοήθημα και για τον λόγο αυτόν ακόμα και αν γίνει δεκτή δεν ενεργεί αναδρομικά, δηλαδή, δεν έχει το αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων αφού δεν επιτυγχάνεται αναδίκαση της υπόθεσης (ΟλΑΠ 145/1978 ΝοΒ 1978, 668, αλλά και ΜΠρΘεσ 5255/2007 668), ενώ σε ανάκληση υπόκειται και η προσωρινή διαταγή (άρθρ. 691 Α’ παρ. 2 γ’ ΚΠολΔ).
Η ανάκληση ή μεταρρύθμιση μπορεί να επιτευχθεί, κατά τους όρους των άρθρων 696 παρ. 1, 696 παρ. 3, 697 και 698 ΚΠολΔ, εφόσον συντρέχει επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος, που πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της αίτησης και δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή το σημείωμα (ΜΠρΑθ 1146/2002 ΑρχΝ 2002, 647) και ειδικότερα:
Ανάκληση-μεταρρύθμιση απόφασης κατά το άρθρο 696 παρ. 1 ΚΠολΔ:
Κατά τη διάταξη αυτή η απόφαση που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα (και όχι εκείνη που απέρριψε την αίτηση) υπόκειται σε ανάκληση ή μεταρρύθμιση, ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου που την εξέδωσε, σε περίπτωση που κάποιος δεν έλαβε μέρος ή δεν κλήθηκε κατά τη συζήτηση αίτησης (στην οποία εκδόθηκε απόφαση που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα ή μεταρρύθμισε ή ανακάλεσε απόφαση ασφαλιστικών μέτρων), που μπορεί να είναι και τρίτο πρόσωπο. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο τρίτος πρέπει να στρέφεται κατ’ αμφοτέρων των αρχικών διαδίκων και να δικαιολογεί έννομο συμφέρον για την ανάκληση ή μεταρρύθμιση (ΜΠρΑθ 4087/1995 ΕλλΔνη 1998, 22-ΜΠρΛιβαδ 656/2004 ΑρχΝ 2004, 569), όπως π.χ. στην περίπτωση που έχει δικαίωμα επικρατέστερο εκείνου που εξασφαλίζεται προσωρινά και ταυτόχρονα, εξ αυτού του λόγου, βλάπτεται από τα διαταχθέντα μέτρα (ΜΠρΑθ 5964/2006 ΧρΙΔ 2007, 64), διαφορετικά η αίτηση θα απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Κατά την ορθότερη άποψη, στην περίπτωση του άρθρου 696 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν απαιτείται η συνδρομή νέων στοιχείων, αλλά η προβολή λόγων που δικαιολογούν την άσκησή της, δηλαδή σφαλμάτων της απόφασης (Χ.Απαλλαγάκη, ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2013, 1590).
Αν και δεν υπάρχει ομοφωνία (Κ.Παναγόπουλος, Η προσωρινή ισχύς της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων Δ 1982, 857 επ. – Χ.Απαλλαγάκη ΚΠολΔ Ερημνεία κατ’ άρθρο (2013) 1590), ουσιαστικά η ανωτέρω αίτηση λειτουργεί ως υποκατάστατο ενδίκου μέσου και μάλιστα της ανακοπής ερημοδικίας, η οποία όπως και τα λοιπά ένδικα μέσα, δεν επιτρέπεται να ασκηθεί. Για τον λόγο αυτόν η αίτηση ανάκληση ή μεταρρύθμιση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων δεν έχει τα αποτελέσματα των ενδίκων μέσων και ειδικά της ανακοπής ερημοδικίας και συνακόλουθα δεν παράγει αποτελέσματα από την έκδοση της τελευταίας, αλλά ενεργεί για το μέλλον (ΟλΑΠ 145/1978 ΝοΒ 25, 668-Κ.Μπέη, Πολιτική Δικονομία, τομ. XIV, 196-Π.Τζίφρα Ασφαλιστικά Μέτρα 1985, 82).
Ανάκληση-μεταρρύθμιση απόφασης κατά το άρθρο 696 παρ. 3 ΚΠολΔ:
Στην προκειμένη περίπτωση η απόφαση που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα υπόκειται, ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου που την εξέδωσε, από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, σε ανάκληση ή μεταρρύθμιση, έως τη συζήτηση της αγωγής που αφορά την κύρια υπόθεση (ΜΠρΛευκ 127/2001 ΕλλΔνη 2001, 831), εφόσον προέκυψαν νέα πραγματικά περιστατικά, που δικαιολογούν την ανάκληση ή μεταρρύθμιση (ΜΠρΒολ 2878/2001 ΑρχΝ 2002, 782 σημ.Χ.Νικολαϊδη). Έχει κριθεί (ΜΠρΑγριν 183/1991 Δ 24, 513) ότι η υποκατάσταση του εγγυητή στα δικαιώματα του δανειστή υπέρ του οποίου είχε εγγραφεί προσημείωση υποθήκης αποτελεί μεταβολή πραγμάτων που δικαιολογεί την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης η οποία διέταξε το ασφαλιστικό μέτρο της εγγραφής προσημείωσης.
Επομένως, οι προϋποθέσεις για την υποβολή της αίτησης αυτής είναι:
α) να υποβληθεί μέχρι τη συζήτηση της κύριας αγωγής (διαφορετικά μπορεί να υποβληθεί κατά τους όρους του άρθρου 697 ΚΠολΔ),
β) να επήλθε, από την έκδοση της απόφασης μέχρι την υποβολή της αίτησης, μεταβολή των πραγμάτων τέτοια που δικαιολογεί την εκ νέου κρίση της υπόθεσης ή ο διάδικος δεν μπόρεσε να τα προτείνει κατά τη συζήτηση της κύριας αίτησης (ΜΠρΘεσ 23721/2011 Αρμ 21012, 67) και
γ) να πρόκειται για απόφαση που δέχθηκε τη λήψη ασφαλιστικού μέτρου (ΑΠ 1859/2006 Δ 2007, 590).
Στην πραγματικότητα και η αίτηση της παρ. 3 του άρθρου 696 ΚΠολΔ λειτουργεί ως υποκατάστατο ενδίκου μέσου και μάλιστα της έφεσης, ωστόσο δεν έχει τα αποτελέσματα των ενδίκων μέσων και για τον λόγο αυτόν η απόφαση που ανακάλεσε ή μεταρρύθμισε άλλη δεν παράγει αποτελέσματα από την έκδοση της τελευταίας, αλλά ενεργεί για το μέλλον (ΟλΑΠ 145/1978 ΝοΒ 25, 668-Κ.Μπέη, Πολιτική Δικονομία, τομ. XIV, 196- Π.Τζίφρα Ασφαλιστικά Μέτρα 1985, 82).
Βασική πάντως προϋπόθεση για την εφαρμογή παρ. 3 του άρθρου 696 ΚΠολΔ είναι ότι το αίτημα για ανάκληση ή μεταρρύθμιση στηρίζεται στη συνδρομή είτε ουσιωδών πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν μετά την έκδοση της απόφασης, είτε προϋπήρχαν αλλά από εύλογη αιτία δεν έγινε έγκαιρα η επίκλησή τους (ΜΠρΘεσ 23721/2011 Αρμ. 2012, 67). Δεν αποτελούν νέα περιστατικά η μεταβολή της νομολογίας, νέα αποδεικτικά μέσα, σφάλματα της απόφασης (που είναι προϋπόθεση εφαρμογής της παρ. 1 του άρθρου 696 ΚΠολΔ) ή η απουσία του διαδίκου (εκτός η αίτηση υποβληθεί κατά την παρ. 1 του άρθρου 696 ΚΠολΔ), ενώ αμφισβητείται αν δικαιολογείται σε απόφαση που ανακάλεσε ή μεταρρύθμισε απόφαση ασφαλιστικών μέτρων κατά την ίδια διάταξη (βλ. σχετικές αποφάσεις-απόψεις Χ.Απαλλαγάκη, ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο (2013), 1591).
Η αίτηση, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να υποβληθεί μέχρι τη συζήτηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση, διαφορετικά αρμόδιο δικαστήριο είναι του άρθρου 697 ΚΠολΔ, το οποίο μάλιστα δεν προϋποθέτει τους όρους των παρ. 1 και 3 του άρθρου 696 ΚΠολΔ προκειμένου να ανακληθεί ή να μεταρρυθμισθεί η απόφαση.
Σημειώνεται ότι η αίτηση αυτή της παρ. 3 του άρθρου 696 ΚΠολΔ δεν μπορεί να υποβληθεί σε απόφαση ασφαλιστικών μέτρων νομής (ΠΠρΛευκ 100/1997 ΑρχΝ 49, 86-ΕιρΑθ 81/1997 Αρμ 51, 634), αφού στην περίπτωση αυτή επιτρέπεται η άσκηση έφεσης.
Ανάκληση-μεταρρύθμιση απόφασης κατά το άρθρο 697 ΚΠολΔ:
Κατά το άρθρο 697 ΚΠολΔ το αρμόδιο για την κύρια υπόθεση δικαστήριο και όσο διαρκεί ή υφίσταται εκκρεμοδικία μπορεί, με αίτηση του διαδίκου που έχει έννομο συμφέρον, που μπορεί να είναι και τρίτο πρόσωπο εφόσον όμως είχε παρέμβει στην αρχική δίκη (Π.Τζίφρα Ασφαλιστικά Μέτρα 1985, 104), να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει την απόφαση που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα (ΠΠρΘεσ 5057/2007 ΕφΑΔ 2008, 1255 με παρ. Σπ.Ανδρίτσου) ακόμα και στην περίπτωση που απέρριψε την αίτηση (άρθρ. 1 άρθρο πέμπτο παρ. 2 Ν. 4335/2015).-
Σημειώνεται ότι ο αιτών, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να ήταν διάδικος στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων και ταυτόχρονα διάδικος στην εκκρεμούσα κυρία δίκη που άνοιξε με δική του πρωτοβουλία ή με πρωτοβουλία του αντιδίκου του (ΠΠρΑθ 10/2002 ΕΕμπΔ 2002, 346).
Αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να είναι το Εφετείο (ΕφΑθ 7394/2002 ΕλλΔνη 2003, 816) ή ακόμα και ο Άρειος Πάγος αν αυτό είναι το δικαστήριο της κύριας δίκης (ΑΠ 496/1972 ΝοΒ 1972, 1305).
Και στην περίπτωση του άρθρου 697 ΚΠολΔ η προβλεπομένη αίτηση λειτουργεί ουσιαστικά ως υποκατάστατο ενδίκου μέσου και μάλιστα της έφεσης, με τους προαναφερόμενους όρους (ΠΠρΑθ 10/2002 ΕΕμπΔ 2002, 346-Κ.Παναγόπουλος Η ανάκληση από το δικαστήριο της κυρίας δίκης ως ένδικο βοήθημα και ως υποκατάστατο των ενδίκων μέσων Δ 1985, 444 επ.).
Η αίτηση του άρθρου 697 ΚΠολΔ μπορεί να υποβληθεί είτε με αυτοτελή αίτηση, οπότε ο δικαστής και στο πολυμελές πρωτοδικείο ο πρόεδρος, ορίζουν τη δικάσιμο και την προθεσμία κλήτευσης, είτε με τις προτάσεις για την κύρια υπόθεση. Στην περίπτωση αυτή, όπως σαφώς προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, δεν τίθεται ως προϋπόθεση για την ανάκληση ή μεταρρύθμιση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων η επίκληση από τον αιτούντα νέων κρίσιμων πραγματικών γεγονότων που προέκυψαν μετά την έκδοση της αρχικής απόφασης ή ότι επήλθε μεταβολή των πραγμάτων που δικαιολογούν την υποβολή της αίτησης, αρκεί να βασίζεται σε νομικά ή ουσιαστικά σφάλματα της απόφασης, εξαιτίας των οποίων δεν είναι πλέον δικαιολογημένη η συνέχιση των μέτρων που διατάχθηκαν. Το δικαστήριο της κυρίας δίκης έχει τη δυνατότητα και ευχέρεια, εκτιμώντας το ενώπιόν του εισφερθέν αποδεικτικό υλικό, να καταστήσει ανενεργό, εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση που εσφαλμένως απέρριψε το ασφαλιστικό μέτρο και να διατάξει, κατόπιν σχετικώς υποβληθέντος αιτήματος, τη λήψη νέου ή τροποποιημένου ασφαλιστικού μέτρου (Αιτιολ.Εκθ. Ν. 4335/2015).
Σε περίπτωση που το δικαστήριο της κύριας δίκης είναι κατώτερο από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί να γίνει ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασής του λόγω της ενδοδιαδικαστικής δέσμευσης σε περίπτωση που το αίτημα αυτό στηρίζεται σε νομικές ή πραγματικές πλημμέλειες της απόφασης, όχι όμως και λόγω μεταβολής των πραγμάτων (Δ.Κονδύλης Το δεδικασμένο (2007) 263).
Με την αίτηση αυτή, η οποία συζητείται ταυτόχρονα με την κύρια υπόθεση (ΕφΘεσ 470/2009 ΕφΑΔ 2009, 1232 παρ.Δ.Ποταμίτη) δεν εξετάζεται η νομιμότητα του ασφαλιστικού μέτρου ή η ορθότητα της απόφασης, αλλά μόνον η νομιμότητα της περαιτέρω ισχύος του (ΠΠρΧαλκ 90/1988 Δ 19,748) με βάση τα στοιχεία που προκύπτουν από τον φάκελο της κύριας υπόθεσης και το δικαστήριο θα κρίνει όπως θα έκρινε αν για πρώτη φορά ενώπιόν του είχε υποβληθεί η αρχική αίτηση για λήψη του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου (ΑΠ 496/972 ΝοΒ 27, 1305-Κ.Μπέη, γνωμ. Δ. 1972, 60-Δ.Κράνης σε Κεραμέα/ Κονδύλη/Νίκα Ερμηνεία ΚΠολΔ, 697).
Υποχρεωτική ανάκληση: Σημειώνεται ότι εκτός των ανωτέρω περιπτώσεων προβλέπεται και η υποχρεωτική ανάκληση της απόφασης που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα (άρθρ. 698, ΚΠολΔ) όταν:
α) εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη για την κύρια υπόθεση κατά εκείνου ο οποίος είχε ζητήσει το ασφαλιστικό μέτρο και γίνει τελεσίδικη,
β) εκδοθεί η οριστική απόφαση που τον ωφελεί και εκτελεστεί,
γ) συμφωνηθεί συμβιβασμός για την κύρια υπόθεση,
δ) περάσουν τριάντα (30) ημέρες από την κατάργηση ή περάτωση της δίκης με άλλο τρόπο.
Η ανάκληση στις περιπτώσεις αυτές γίνεται με αίτηση εκείνου που έχει έννομο συμφέρον αν η κύρια υπόθεση είναι εκκρεμής, από το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί, σε κάθε άλλη περίπτωση από το δικαστήριο που διέταξε το ασφαλιστικό μέτρο.
Αυτοδίκαιη άρση: Τέλος, το ασφαλιστικό μέτρο που διατάχθηκε αίρεται αυτοδικαίως σε περίπτωση που δεν ασκήθηκε αγωγή στις προβλεπόμενες περιπτώσεις (άρθρ. 715 παρ. 5 και 729 παρ. 5 ΚΠολΔ) ή παρήλθε άπρακτη η ορισθείσα από το δικαστήριο προθεσμία και δεν ασκήθηκε (άρθρ. 693, ΚΠολΔ) ή σε περίπτωση που διατάχθηκε εγγυοδοσία σε βάρος του αιτούντος και δεν παρασχέθηκε (άρθρ. 694, ΚΠολΔ).
* Ο κ. Κωνσταντίνος Κουτσουλέλος είναι Δικηγόρος Αθηνών και ιδρυτικό μέλος του επιστημονικού σωματείου Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ