Σύμφωνα με το άρθρο 6 του Ν 4356/2015, στην περίπτωση ελεύθερης συμβίωσης χωρίς σύμφωνο, η τύχη των περιουσιακών στοιχείων που έχουν αποκτηθεί μετά την έναρξη της συμβίωσης (αποκτήματα) κρίνεται κατά τις γενικές διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Με τη διάταξη αυτή ρυθμίζεται νομοθετικώς ένα ζήτημα –η τύχη των αποκτημάτων κατά την ελεύθερη ένωση– για τη ρύθμιση του οποίου γίνεται δεκτό, μέχρι σήμερα, ότι δεν μπορούν να εφαρμοσθούν αναλογικώς οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα που διέπουν τον θεσμό της συμμετοχής στα αποκτήματα του γάμου (ΑΚ 1400 – 1402), ούτε οι σύντροφοι μπορούν να διαλάβουν αυτούσιο το περιεχόμενό του σε προφορικές ή έγγραφες συμφωνίες μεταξύ τους (βλ. ΑΠ 1926/2013 Nomos, ΑΠ 5530/2009 Nomos, ΑΠ 874/2008 Nomos· αντίθετη η ΜΠρΡόδ 206/1991 ΕλλΔνη 1995, 725). Η νομολογία αρχικώς είχε αποκλείσει την εφαρμογή και των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού στην ελεύθερη ένωση (βλ. ΠΠρΑθ 778/2004 ΕλλΔνη 2004, 919), αλλά εν συνεχεία έλαβε χώρα μεταστροφή της. Σχετική είναι και η απόφαση του Αρείου Πάγου 1751/2014, σύμφωνα με την οποία, στην εν λόγω σχέση μπορούν να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ειδικότερα, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι «στην εξώγαμη συμβίωση, για να γίνει δεκτή η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού πρέπει να αναφέρεται και να αποδεικνύεται όχι μόνον η ύπαρξη κοινωνίας βίου, αλλά και η ανταποδοτική βάση των εκατέρωθεν συμβολών, ότι δηλαδή εξ αφορμής αυτής δημιουργήθηκε σύνδεσμος εμπιστοσύνης με ειδικότερο περιεχόμενο την προσφορά υπηρεσιών ή παροχών από τον ενάγοντα σύντροφο στον άλλο και υπό την προϋπόθεση συγκεκριμένου περιουσιακού ανταλλάγματος ή μελλοντικού γάμου, και ότι, λόγω περατώσεως του συνδέσμου εμπιστοσύνης (λύσης της συμβίωσης είτε αυθαίρετα εκ μέρους του εναγόμενου, είτε λόγω θανάτου), γεννήθηκε η αξίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, είτε για αιτία λήξασα (όταν ο σύνδεσμος εμπιστοσύνης είχε στηριχθεί στη μονιμότητά της), είτε για αιτία μη επακολουθήσασα (όταν οι παροχές δίνονταν με την πεποίθηση μελλοντικού οικονομικού ανταλλάγματος)». Αντιθέτως, στην περίπτωση που, στο πλαίσιο «της ελεύθερης συμβίωσης προσώπων, οι συνήθεις παροχές του καθ’ ημέραν κοινού βίου εκ μέρους του ενός προς τον άλλον γίνονται από ελευθεριότητα και χωρίς πρόθεση λήψεως ανταλλάγματος, δεν γεννάται αξίωση προς απόδοση του πλουτισμού του λήπτη, διότι στην περίπτωση αυτή ο πλουτισμός αυτού και η μείωση ή η μη επαύξηση της περιουσίας του δόντος δεν είναι αδικαιολόγητη, δηλαδή χωρίς νόμιμη αιτία, αφού υπάρχει τότε η νόμιμη αιτία της χωρίς αντάλλαγμα παροχής, αντικείμενο της οποίας μπορεί να είναι και υπηρεσίες πάσης φύσεως (πρβλ. ΑΠ 351/1993)». Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι κρίσιμο στοιχείο «είναι η νόμιμη αιτία του πλουτισμού» (δηλαδή ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει με την παροχή του ο δότης), τόνισε ότι το άρθρο 904 ΑΚ δεν λύνει από μόνο του το ζήτημα πότε υπάρχει ή δεν υπάρχει νόμιμη αιτία. Απόκειται στον εφαρμοστή του δικαίου να το καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές διατάξεις του νόμου στις οποίες σιωπηρά παραπέμπει η 904 ΑΚ, σε συνδυασμό με το σκοπό του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Με τη ρύθμιση του άρθρου 6 του Ν 4356/2015 «επικυρώνεται» νομοθετικά η πρόσφατη θέση του Αρείου Πάγου ότι στην ελεύθερη ένωση μπορεί να αναζητηθούν περιουσιακές επιδόσεις μεταξύ των συμβίων με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Παραμένει βεβαίως προς επίλυση από τη νομολογία το ζήτημα πότε υφίσταται στις περιπτώσεις αυτές νόμιμη αιτία για τη διατήρηση του πλουτισμού από τον σύμβιο, κάτι το οποίο η συγκεκριμένη διάταξη δεν διευκρινίζει. Εξακολουθεί λοιπόν να έχει καίρια πρακτική σημασία η διάκριση στην οποία προβαίνει η ΑΠ 1751/2014.
Επιλεγμένη νομολογία για την αξίωση στα αποκτήματα και την ελεύθερη ένωση:
ΜΠρΑθ 7826/2018: Τα σύντομα γραπτά μηνύματα σε κινητό τηλέφωνο (SMS) αποτελούν νόμιμο αποδεικτικό μέσο, εφόσον προσκομίζονται από τον νόμιμο παραλήπτη τους (με τη μορφή εκτύπωσης ή φωτογραφίας) προς απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών του στο πλαίσιο πολιτικής δίκης κατά του αποστολέα-αντιδίκου του.
ΕφΑθ 5945/2018: H αποποίηση του μεριδούχου δεν αναιρεί τον χαρακτηρισμό των προς αυτόν γενόμενων εν ζωή του κληρονομουμένου χαριστικών παροχών από την κατηγορία των παροχών προς μεριδούχους (που δεν υπόκεινται, ως προς τον συνυπολογισμό τους, σε κανέναν χρονικό περιορισμό με βάση την ΑΚ 1831 παρ. 2) στην κατηγορία των δωρεών προς τρίτους, δηλαδή μη μεριδούχους, οι οποίες, με βάση την ΑΚ 1831 παρ. 2, συνυπολογίζονται στην πλασματική κληρονομία μόνον εφόσον έγιναν εντός της τελευταίας από τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου δεκαετίας και δεν επιβάλλονταν από λόγους ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και με βάση την ΑΚ 1835 δεν υπόκεινται σε μέμψη. Υπό την αντίθετη εκδοχή ο δωρεοδόχος θα μπορούσε, αποποιούμενος την κληρονομία του δωρητή, να εξαιρεί από τον συνυπολογισμό στην πλασματική κληρονομία, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας άλλων μεριδούχων, δωρεές που έλαβε από τον κληρονομούμενο σε χρόνο πέραν της δεκαετίας από τον θάνατό του και έτσι να αποτρέπει τη μέμψη αυτών και να φαλκιδεύει το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας των λοιπών μεριδούχων.
* Ο κ. Κίμων Σαϊτάκης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μεταδιδάκτορας (Post-doc) της Νομικής Σχολής Αθηνών, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ