Με την ΑΠ 874/2022 εξετάζονται θέματα δεδικασμένου, εκκρεμοδικίας, χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορούμενου και υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης αναφορικά με εικονικό σύμφωνο συμβίωσης.
Ύπαρξη δεδικασμένου : «Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 ΚΠοινΔ “Αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ’ αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός… Αν παρά την απαγόρευση αυτή ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ’ ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, πρέπει, να συντρέχουν α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου και γ) ταυτότητα πράξεως ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προεκλήθη από αυτή. Για να είναι δε παραδεκτός ο περί παραβιάσεως του δεδικασμένου λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ’ του ΚΠΔ πρέπει να αναφέρεται σ’ αυτόν, εκτός των άλλων σαφώς και ορισμένως και ότι η προηγούμενη, καταδικαστική απόφαση, που αφορά την ίδια αξιόποινη πράξη του αυτού προσώπου κατέστη αμετάκλητη και πως έλαβε χώρα το γεγονός αυτό (ΑΠ 104/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της κρινομένης αιτήσεως, η αναιρεσείουσα αιτιάται ότι με την υπ’ αρ. ΔΜ6624/2018 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κηρύχθηκε αθώα της αξιόποινης πράξης της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης που έλαβε χώρα στην … την 1η Ιουλίου 2015. Ότι με την προσβαλλομένη απόφαση κηρύχτηκε ένοχη για την πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης από κοινού κατ’ εξακολούθηση. Ότι μία από τις μερικότερες πράξεις του κατ’ εξακολούθηση αυτού εγκλήματος, αφορούσε την κατά τα ανωτέρω πράξη υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης για την οποία κηρύχτηκε αθώα με την προαναφερόμενη ΔΜ6624/2018 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Ότι συνακόλουθα με την προσβαλλομένη απόφαση καταδικάστηκε για πράξη για την οποία είχε αθωωθεί αμετακλήτως με άλλη απόφαση και έτσι αυτή παραβίασε τις διατάξεις περί δεδικασμένου εκ του άρθρου 57 ΚΠΔ, υποπίπτοντας στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. ΣΤ’ του Κ.Ποιν.Δ. Στην ως άνω αιτίαση όμως δεν αναφέρεται βάσει ποιών στοιχείων, η με αρ. ΔΜ 6624/2018 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατέστη αμετάκλητη με συνέπεια ο σχετικός λόγος περί παραβιάσεως δεδικασμένου να είναι απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του.»
Χειροτέρευση της θέσης του κατηγορούμενου. «Κατά την διάταξη του άρθρου 470 εδ. α` του ΚΠοινΔ, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης, από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου, με οποιονδήποτε τρόπο, αμέσως ή εμμέσως, και δη είτε με την επαύξηση των ποινικών κυρώσεων σε βάρος του καταδικασθέντος (πραγματική χειροτέρευση), είτε με την επιβάρυνση της νομικής μεταχειρίσεως αυτού, δηλαδή κυρίως εάν αναγνωρίζεται βαρύτερη ενοχή του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή αν καταδικάζεται για πράξη για την οποία δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, ούτε είχε καταδικασθεί στον πρώτο βαθμό, ή κηρύσσεται ένοχος για μερικότερη πράξη του εξακολουθούντος εγκλήματος, για την οποία το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε κηρύξει απαράδεκτη την ασκηθείσα γι’ αυτήν ποινική δίωξη (νομική χειροτέρευση), διαπιστούμενη με τη σύγκριση του περιεχομένου των διατακτικών, αφενός της αποφάσεως που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο και αφετέρου αυτής που εκδίδεται από το δικαστήριο του ένδικου μέσου. Η παράβαση της ανωτέρω απαγορεύσεως αποτελεί υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η` του ΚΠοινΔ.(ΑΠ 346/2010).»
Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης «Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, με την με αρ. 2709/2019 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, κηρύχτηκε απαράδεκτη η ποινική δίωξη για την αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, μερικότερη πράξη του κατ’ εξακολούθηση αδικήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και ειδικότερα κηρύχτηκε απαράδεκτη η ποινική δίωξη, λόγω εκκρεμοδικίας, ως προς το ότι η ως άνω κατηγορουμένη στις 1-7-2015 και ενώ ήταν σε ισχύ ακόμη το προηγούμενο σύμφωνο, από κοινού με τον κατηγορούμενο Q. A. προσκόμισαν ενώπιον των αρμοδίων υπαλλήλων του ληξιαρχείου … το με αριθμό … /1-7-2015 εικονικό σύμφωνο συμβίωσης της Συμβολαιογράφου Σταυρούλας Ναθαναήλ, πετυχαίνοντας την έκδοση της υπ’ αριθμ. … /2015 ληξιαρχικής πράξης συμφώνου συμβίωσης. Ακολούθως μετά από έφεση που άσκησε η αναιρεσείουσα κατά της ανωτέρω αποφάσεως, εκδόθηκε η προσβαλλομένη με αριθμό ΑΤ597/2021 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία αυτή κηρύχτηκε ένοχη της αξιόποινης πράξης της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης από κοινού κατ’ εξακολούθηση. Συγκεκριμένα με την προσβαλλομένη απόφαση η αναιρεσείουσα κηρύχτηκε ένοχη και της επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία για το ότι: “κατά τους παρακάτω χρόνους με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, από κοινού με τους κατηγορούμενους, P. K. και Q. A., παρουσιάστηκαν στα ληξιαρχεία … και … αντίστοιχα και προσκομίζοντας εικονικά σύμφωνα συμβίωσης, πέτυχαν την έκδοση ληξιαρχικών πράξεων συμφώνου συμβίωσης, εξαπατώντας τους αρμόδιους υπαλλήλους ότι συνέτρεχαν στο πρόσωπο τους οι όροι έκδοσης των ανωτέρω αναφερόμενων ληξιαρχικών πράξεων, ενώ δεν συνέτρεχαν, καθώς τα σύμφωνα αυτά είχαν συναφθεί προκειμένου οι αλλοδαποί κατηγορούμενοι να επωφεληθούν των δικαιωμάτων που απολαμβάνει ο έχων συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με Έλληνα πολίτη και συγκεκριμένα: στις 24/4/2015, η κατηγορούμενη Β. Δ.-Σ. και ο κατηγορούμενος, P. K. προσκόμισαν, ενώπιον των αρμόδιων υπαλλήλων του ληξιαρχείου …, το … /23-4-2015 εικονικό σύμφωνο συμβίωσης της Συμβολαιογράφου Αθηνών, …., πετυχαίνοντας την έκδοση της … /2015 ληξιαρχικής πράξης, συμφώνου συμβίωσης. Εν συνεχεία, την 1/7/2015 και ενώ ήταν ακόμη σε ισχύ το προηγούμενο σύμφωνο, η ανωτέρω κατηγορούμενη και ο κατηγορούμενος και Q. A. και Q. A., προσκόμισαν ενώπιον των αρμοδίων υπαλλήλων του ληξιαρχείου … , το …/1-7-2015 εικονικό σύμφωνο συμβίωσης της Συμβολαιογράφου ….., πετυχαίνοντας την έκδοση της 57/1/2015 ληξιαρχικής πράξης συμφώνου συμβίωσης”. Έτσι όμως που έκρινε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατέστησε χειρότερη την θέση της εκκαλούσας-κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας, υπερβαίνοντας την εξουσία του, αφού την καταδίκασε για μερικότερη πράξη του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, για την οποία το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και ειδικότερα για την μερικότερη πράξη του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, που έλαβε χώρα στις 1-7-2015, στην … και αφορά το υπ’ αριθ. 4464/1-7-2015 εικονικό σύμφωνο συμβίωσης. Συνακόλουθα είναι βάσιμος, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’, δεύτερος λόγος της κρινομένης αιτήσεως και πρέπει: α) να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση κατά τη διάταξή της περί καταδίκης της αναιρεσείουσας- κατηγορουμένης για την ως άνω μερικότερη πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης που έλαβε χώρα στις 1-7-2015, στην … και να κηρυχθεί απαράδεκτη η ασκηθείσα εναντίον αυτής, για την μερικότερη αυτή πράξη, ποινική δίωξη (άρθρο 517 Κ.Ποιν.Δ.), β) ως προς την διάταξή της περί επιβολής ποινής, για την πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, αφού για την επιμέτρηση της προαναφερόμενης ποινής το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη και την ως άνω μερικότερη πράξη για την οποία κηρύσσεται απαράδεκτη η ποινική δίωξη.»
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ