fbpx

Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εταιρείας

Χρόνος ανάγνωσης 14 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 14 λεπτά

Δείτε επίσης

Κατά το άρθρο 932 του ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης δικαιούνται και τα νομικά πρόσωπα, όμως επειδή αυτά δεν διαθέτουν ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο, οι περιπτώσεις ηθικής βλάβης τους είναι σαφώς περιορισμένες (επιχείρημα εκ του άρθρου 62 ΑΚ). Ήτοι τέτοιες περιπτώσεις είναι εκείνες που αφορούν προσβολές των αγαθών της επωνυμίας, της φήμης, της εμπορικής τους πίστης, της επαγγελματικής τους υπόληψης και τους εμπορικού του μέλλοντος (ΑΠ Ολ 2/2008 ΕπΕμπΔ 2009.898). Η βλάβη των αγαθών αυτών πρέπει να έχει συγκεκριμένη υλική υπόσταση, την οποία πρέπει να επικαλείται και εν αμφισβητήσει να αποδεικνύει το νομικό πρόσωπο (Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ υπ’ άρθρο 932 αρ. 13, ΑΠ 382/2011 ΝοΒ 2011.2158 και ΕλλΔνη 2011.2009, ΑΠ 1143/2003 ΕλΙΔ 46 (2005). 394 ΑΠ 18/1990 ΝοΒ 38.490, ΕφΑθ 5749/2009 ΕλλΔνη 2010.260, ΕφΑθ 2692/2009 ΔΕΕ 2009.929, ΕφΘες 443/2009 ΕπΕμπΔ 2009.517).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της έφεσης της η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε ως αόριστο το κονδύλιο της αγωγής με το οποίο ζητούσε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Με την ένδικη αγωγή της η εκκαλούσα αναφέρει προς θεμελίωση της αξιώσεως της για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης επί λέξει τα εξής: «Στην υπό κρίση υπόθεση, η άνευ αδείας της εναγούσης χρήση από την εναγόμενη του επίμαχου διασχηματισμού λεκτικών και απεικονιστικών στοιχείων για την διάκριση των αναφερομένων στο ιστορικό της παρούσης προϊόντων, προκαλεί προφανή βλάβη στην ενάγουσα διότι υποσκάπτει την ιδιαίτερα ισχυρή διακριτική δύναμη των προγενεστέρων, καθιερωμένων στην σχετική αγορά και νομίμως ισχυόντων σημάτων και διακριτικών γνωρισμάτων «______» αυτής. Με τις επίδικες πράξεις της η εναγόμενη, νομίμως εκπροσωπούμενη από τους προαναφερθέντες νομίμους εκπροσώπους της, οι οποίες πράξεις διενεργήθηκαν στο πλαίσιο της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εναγομένης κατ’ εντολήν αυτών, διαταράσσουν εν γνώσει τούτων την προαναφερθείσα επιχειρηματική δραστηριοποίηση της εναγούσης δια του δημιουργούμενου κινδύνου συγχύσεως και σε κάθε περίπτωση δημιουργούν δια της αθεμίτου εκμεταλλεύσεως της αναγνωρισιμότητας των ως άνω διακριτικών και σημάτων της εναγούσης αλλοίωση της αγοράς εις βάρος της εναγούσης και προς όφελος τους. Επακόλουθο των ανωτέρω είναι ότι δια της δουλικής απομιμήσεως από την εναγόμενη, κατ’ εντολήν των νομίμων εκπροσώπων της, των νομίμως ισχυόντων διακριτικών και σημάτων της εναγούσης απαξιώνεται η ιδιαιτερότητα και καταργείται εν τοις πράγμασι η μοναδικότητα αυτών των σημάτων και διακριτικών, καθώς δίνεται η εντύπωση στον μέσο καταναλωτή και τον σχετικό συναλλακτικό κύκλο ότι οποιοσδήποτε τρίτος δύναται οποτεδήποτε να χρησιμοποιεί τα εν λόγω διακριτικά και σήματα, χωρίς την άδεια της εναγούσης και χωρίς συνέπειες. Αυτή δε η απαξίωση επιδρά καταλυτικά στην οικονομική και εμπορική υπόσταση της ενάγουσας, καθώς η εμπορική της πίστη και υπόληψη έχει οικοδομηθεί με κόπους και έξοδα, με βάση, μεταξύ άλλων, και τα διακριτικά και σήματα της «_____», σύμφωνα με τα στο ιστορικό της παρούσης διαλαμβανόμενα. Ειδικά, ως προς την υπαιτιότητα της εναγομένης, αυτή συνάπτεται με την συνήθη επιμέλεια κατά την εξακρίβωση του ότι ο επίδικος διασχηματισμός που επέλεξε να χρησιμοποιεί, παρόλο που χρησιμοποιεί και έτερο, κατά τα προαναφερθέντα, στην άσκηση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, δεν συγκρούεται, μεταξύ άλλων, με υφιστάμενο νομίμως ισχύον σήμα, και να ερευνάται επομένως αν υπάρχει οποιοδήποτε τέτοιο σήμα. Συνήθως δε η έρευνα στο εθνικό και κοινοτικό μητρώο σημάτων δεν είναι ιδιαιτέρως δυσχερής ή κοπιώδης (βλ Προτάσεις στην υπόθεση C-17/06, της Γενικής Εισαγγελέως Eleanor Sharpston, σκέψεις 54,55, σχετ. 54, βλ. και Μ. –Θ. Μαρίνος, Δίκαιο Διακριτικών Γνωρισμάτων, 2016, σελ. 334). Εξ αυτού συνάγεται ευθέως η βούληση της εναγομένης να οικειοποιηθεί εν γνώσει της τον επίμαχο διασχηματισμό της ενάγουσας, τον οποίο αυτή έχει κατοχυρώσει και ως σήμα και, σε κάθε περίπτωση, να δώσει εν γνώσει της την παραπλανητική εντύπωση ότι υφίσταται εμπορική συνεργασία μεταξύ των δύο επιχειρήσεων. Για τους λόγους αυτούς, δηλαδή λαμβανομένων υπόψιν των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, του είδους και του βαθμού της προσβολής, της βαρύτητας και της έκτασης της βλάβης, του βαθμού υπαιτιότητας της εναγομένης, όπως και της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών, η ενάγουσα μπορεί να αξιώσει την καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από την εναγομένη και δη το ποσό των ενενήντα χιλιάδων ευρώ (90.000), σύμφωνα με το αιτητικό». Όμως, από το προεκτεθέν περιεχόμενο της αγωγής προκύπτει ότι αυτή αναφέρεται αόριστα σε προσβολή της φήμης της ενάγουσας, ως συνέπεια της περιγραφόμενης σ’ αυτή συμπεριφοράς της εναγομένης, χωρίς όμως να προσδιορίζεται με συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ο αντίκτυπος που είχε αυτή στα οικονομικά μεγέθη της εταιρίας, ούτε το μέγεθος απομείωσης αυτών. Τα στοιχεία αυτά, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, είναι απαραίτητα για το ορισμένο του υπόψη αιτήματος λόγω της ιδιομορφίας που παρουσιάζει η ηθική βλάβη επί νομικών προσώπων, αφού δεν μπορεί να γίνει λόγος για επίδραση όποιας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης στον συναισθηματικό ή ψυχικό κόσμο του νομικού προσώπου, με αποτέλεσμα να απαιτείται αντίκτυπος στην οικονομική κατάσταση αυτού προκειμένου να θεμελιωθεί η σχετική αξίωση χρηματικής ικανοποίησης. Επομένως, το πρωτόδικο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε το αίτημα της αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ως αόριστο δεν έσφαλε και ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 9, 14, 95, 98, 101 και 102 του Κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου της 26-2-2009 «Για το κοινοτικό σήμα» (όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό 2424/2015), με τον οποίο κωδικοποιήθηκε και καταργήθηκε ο Κανονισμός (ΕΚ) 40/1994 του Συμβουλίου της 20-12-1993 και ο οποίος (Καν. 207/2009) εφαρμόζεται στον κρίσιμο για την ένδικη υπόθεση χρόνο, έχοντας άμεση εφαρμογή, αποτελώντας μέρος του εφαρμοστέου ημεδαπού εσωτερικού δικαίου (άρθρο 249 παρ, 1,2 ΣυνθΕΚ), προκύπτουν τα ακόλουθα: Το κοινοτικό σήμα είναι το πρώτο καθαρώς κοινοτικού δικαίου δικαίωμα. Απονέμεται από την κοινοτική έννομη τάξη στα πλαίσια της αρμοδιότητας των κοινοτικών οργάνων για τη σύσταση κοινοτικών δικαιωμάτων, η οποία θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 235 επ. Συνθήκης ΕΟΚ. Είναι απόλυτο δικαίωμα με υπερεθνικό χαρακτήρα και ισχύ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η θεμελιώδης αρχή του ενιαίου του κοινοτικού σήματος, που αποτυπώνεται στο άρθρο 1 παρ. 2 του Κανονισμού, συνεπάγεται ότι το δικαίωμα στο κοινοτικό σήμα γεννάται με μία μόνη διαδικασία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και απολαμβάνει σε όλα τα κράτη μέλη ενιαία και άμεση προστασία. Για τη διασφάλιση της αρχής του ενιαίου, το κοινοτικό σήμα υπόκειται στους κανόνες του κοινοτικού δικαίου και όχι των εθνικών δικαίων των κρατών μελών (αρχή της αυτονομίας), εκτός εάν ρητώς οι διατάξεις του Κανονισμού παραπέμπουν σε ρυθμίσεις των εθνικών νομοθεσιών, όπως οι διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 1 και 2 του Κανονισμού, σύμφωνα με τις οποίες οι προσβολές κοινοτικού σήματος διέπονται από το εθνικό δίκαιο για τις προσβολές εθνικού σήματος και δεν αποκλείεται η άσκηση αγωγών σχετικά με κοινοτικό σήμα βάσει του δικαίου βάσει του δικαίου των κρατών μελών, ιδίως περί αστικής ευθύνης και αθέμιτου ανταγωνισμού. Βασικά χαρακτηριστικά του κοινοτικού δικαιώματος στο σήμα είναι ότι αυτό γεννάται από και με την καταχώριση του (τυπικό σύστημα κτήσης) και, επομένως, ο δικαιούχος έχει αποκλειστικό δικαίωμα στη χρήση του, η χρήση του δε έχει σημασία μόνο για τη διακριτική δύναμη αυτού και τη διατήρηση του δικαιώματος. Δικαιούχος αυτού μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, υπήκοος ή μη, κάτοικος ή μη κράτους μέλους της Κοινής Αγοράς. Κοινοτικό σήμα, εξάλλου, μπορεί να αποτελέσει οποιοδήποτε σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης, ιδίως λέξεις, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων προσώπων, σχεδιαγράμματα, αριθμοί, το σχήμα προϊόντος ή της συσκευασίας του, υπό την προϋπόθεση ότι τα σημεία αυτά είναι ικανά να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων. Περαιτέρω, σύμφωνα με το Ν. 4072/2012, στον οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η Οδηγία 2004/48/ΕΚ της 29-4-2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, ο οποίος κατά τα ανωτέρω τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση προσβολής τόσο κοινοτικών όσο και εθνικών σημάτων, ο δικαιούχος του σήματος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές χωρίς την άδεια του: α) σημείο ταυτόσημο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωριστεί, β) σημείο για το οποίο, λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητας του με το σήμα και της ταυτότητας ή ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, περιλαμβανομένου και του κινδύνου συσχέτισης». Από το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών συνάγεται, ότι η απαγόρευση προσβολής προγενέστερου σήματος διαβαθμίζεται σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο εμπίπτει η περίπτωση, στην οποία το μεταγενέστερο σήμα ταυτίζεται με το προγενέστερο και προορίζεται να διακρίνει υπηρεσίες, που επίσης ταυτίζονται με εκείνες, για τις οποίες προστατεύεται το προγενέστερο (ταύτιση σημάτων και υπηρεσιών). Στο δεύτερο επίπεδο εμπίπτει η περίπτωση, στην οποία είτε το μεταγενέστερο σήμα ταυτίζεται με το προγενέστερο και προορίζεται να διακρίνει υπηρεσίες όμοιες με εκείνες, που διακρίνει το τελευταίο είτε το μεταγενέστερο σήμα ομοιάζει με το προγενέστερο και προορίζεται να διακρίνει τις υπηρεσίες, που ταυτίζονται με εκείνες, που διακρίνει επίσης το τελευταίο (ταυτότητα σημάτων και ομοιότητα προϊόντων ή ταυτότητα προϊόντων και ομοιότητα σημάτων). Στην πρώτη περίπτωση της ταυτότητας σημάτων και υπηρεσιών, η προστασία του προγενέστερου σήματος είναι απόλυτη, χωρίς την ανάγκη επίκλησης και απόδειξης κινδύνου σύγχυσης, ο οποίος θεωρείται, κατ’ αμάχητο τεκμήριο, ότι συντρέχει, αφού το σήμα δεν μπορεί να επιτελέσει τη λειτουργία του, που είναι να διακρίνει στην αγορά την προέλευση της υπηρεσίας από ορισμένη επιχείρηση. Στη δεύτερη περίπτωση, η προστασία του προγενέστερου σήματος είναι σχετική και απαιτείται, ως πρόσθετο στοιχείο, κίνδυνος σύγχυσης ή συσχέτισης των σημάτων (ΑΠ 371/2012 ΔΕΕ 2012.1024, ΕφΑθ 2123/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3063/2014 ΔΕΕ 2014.791). Κίνδυνος σύγχυσης υπό στενή έννοια συντρέχει, όταν το συναλλακτικό κοινό, λόγω της ομοιότητας των σημάτων και των υπηρεσιών, υπολαμβάνει ταυτότητα της επιχείρησης, από την οποία προέρχονται οι υπηρεσίες. Και αν η εντύπωση αυτή (ταυτότητα επιχείρησης) δημιουργείται από την ομοιότητα των σημάτων, γίνεται λόγος για άμεσο κίνδυνο σύγχυσης, ενώ για έμμεσο, όταν η παραπάνω εντύπωση οφείλεται όχι στην ομοιότητα των σημάτων αλλά στην διαπίστωση, ότι το ένα σήμα αποτελεί μεταβολή ή εξέλιξη του άλλου. Κίνδυνος σύγχυσης υπό ευρεία έννοια γίνεται δεκτό, ότι συντρέχει και όταν, λόγω της ομοιότητας των σημάτων δύο διαφορετικών επιχειρήσεων, δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση, ότι ανάμεσα στις επιχειρήσεις αυτές υπάρχει οικονομικός ή άλλος δεσμός (ΕφΑθ 840/2012 ΔΕΕ 2012.457, ΕφΑθ 873/2010 ΔΕΕ 2010.551). Περαιτέρω, ως παράμετροι κρισιολόγησης του, κατά τα ανωτέρω, κινδύνου σύγχυσης, γίνονται δεκτές οι εξής τρεις: α) η ομοιότητα των σημείων. Αυτή αναλύεται σε οπτική, ακουστική ή εννοιολογική και αρκεί η αποδοχή μίας εκ των τριών αυτών κατευθύνσεων για την κατάφαση του κινδύνου σύγχυσης, κατόπιν συνολικής εκτίμησης, όμως, όλων των σχετικών παραγόντων της οικείας υπόθεσης, με καθοριστική σημασία να προσλαμβάνει η γενική εντύπωση, που δημιουργείται στον αποδέκτη των προϊόντων ή υπηρεσιών (ΔΕΚ, απόφαση της 06.10.2005 στην υπόθεση C-120/04, Medion, ΧρΙΔ 2006.741 επ., σκέψη 26, ΔΕΚ, απόφαση της 22.06.2000 στην υπόθεση C-425/98, Marca Moda, ΤΝΠ Eur-Lex, σκέψη 40, και Μαρίνο, «Δίκαιο Σημάτων», Αθήνα 2007, σελ. 178 έως 181, παρ. 381, 382, 384 και 387). Στην περίπτωση, δε, σύνθετου σήματος, αποτελούμενου από λέξεις, σχηματικές απεικονίσεις και χρωματισμούς, κρίσιμη για τη συναγωγή συμπερασμάτων περί ύπαρξης ή μη απομίμησης του, είναι η συνολική εντύπωση, που προκαλεί το καθένα από τα παραβαλλόμενα σήματα στο μέσο, ενημερωμένο άτομο του καταναλωτικού κοινού. Σε ένα τέτοιο σύνθετο σήμα, ιδιαίτερη σημασία για τον σχηματισμό συνολικής εντύπωσης έχει το λεκτικό μέρος του σήματος, χωρίς όμως να αποκλείεται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κρίσιμο να είναι το εικαστικό μέρος, ιδιαίτερα, όταν το καταναλωτικό κοινό συνδέει τη σχηματική απεικόνιση με την επιχείρηση και η απεικόνιση έχει καθιερωθεί στις συναλλαγές, ως διακριτικό γνώρισμα, ώστε στους καταναλωτές να υφίσταται ο κίνδυνος συνειρμικής συσχέτισης. Όσο δε μεγαλύτερος είναι ο βαθμός καθιέρωσης μίας ένδειξης στις συναλλαγές, τόσο μεγαλύτερη διακριτική δύναμη διαθέτει και, επομένως, οι προϋποθέσεις για τον αποκλεισμό της παραποίησης ή της απομίμησης πρέπει να είναι αυστηρότερες (ΑΠ 1030/2008 ΕλλΔνη 49.2001, ΕφΑθ 1617/2010 ΕΕμπΔ 2010.715), β) Η ομοιότητα των προϊόντων ή υπηρεσιών, η οποία και προσδιορίζει την κανονιστική εμβέλεια του σήματος στις συναλλαγές. Για τη σχετική αξιολογική εκτίμηση βαρύνουσα σημασία προσλαμβάνει η φύση και ο προορισμός των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών, χαρακτηριστικά, στα οποία οι καταναλωτές αποδίδουν τη μεγαλύτερη σημασία. Υπό το πρίσμα αυτό, παρόμοια είναι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, όταν προορίζονται για σκοπούς ή χρήσεις παρεμφερείς, απευθύνονται στον ίδιο κύκλο καταναλωτών και διανέμονται στα ίδια κανάλια διανομής (ΣΤΕ 914/2001 ΕΕμπΔ 2002.439, ΔΕφΑΘ 3407/2002 ΕΕμπΔ 2003.917). Εντούτοις, η ένταξη ενός προϊόντος ή μίας υπηρεσίας στην ίδια κλάση δεν έχει αποφασιστική σημασία για την κατάφαση της ομοιότητας των συγκρινόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, όπως και αντίστροφα, η υπαγωγή δύο εμπορευμάτων ή υπηρεσιών σε διαφορετικές κλάσεις δεν οδηγεί αναγκαστικά στην άρνηση της ομοιότητας (και τούτο, επειδή η ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με τον Διακανονισμό της Νίκαιας εξυπηρετεί αποκλειστικώς διοικητικούς σκοπούς, βλ. σχετικά ΠΕΚ, απόφαση της 13.12.2004 στην υπόθεση T-8/03, Emilio Pucci,ΤΝΠ Eur-Lex, σκέψη 40 και Μαρίνο, ο.π, σελ. 190, παρ. 403 και 404). γ) Η διακριτική δύναμη του σήματος, που προσβάλλεται, η οποία εκτιμάται υπό μία σφαιρική προσέγγιση σε σχέση με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες, για τις οποίες ζητήθηκε η καταχώριση του και με την αντίληψη των καταναλωτών των συγκεκριμένων προϊόντων και υπηρεσιών. Έτσι, όσο σημαντικότερη είναι η ισχύς του προσβαλλόμενου σήματος τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος σύγχυσης από τη χρήση του παραποιητικού ή απομιμητικού αυτού στις συναλλαγές (ΔΕΚ, απόφαση της 22.06.2000 στην υπόθεση C-425/98, Marca Moda, ο.π., σκέψεις 38 και 39, και Μαρίνο, ο.π., σελ.191, παρ. 405 και 406). Ακόμα, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η έννοια του μέσου καταναλωτή της αντίστοιχης κατηγορίας προϊόντων ή υπηρεσιών, η αντίληψη του οποίου αναδεικνύεται σε κύρια παράμετρο της στάθμισης περί συνδρομής κινδύνου σύγχυσης ή μη από την παραποίηση ή απομίμηση σημάτων, συγκεκριμενοποιείται στον καταναλωτή, που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (ΔΕΚ, απόφαση της 20.03.2003 στην υπόθεση C-291/00, LTJ Diffusion SA ΤΝΠ Eur-Lex, σκέψη 52, ΔΕΚ, απόφαση της 08.04.2004 στην υπόθεση C53/01, Linde ΤΝΠ Eur-Lex, σκέψη 41, ΓΔΕΕ, απόφαση της 09.03.2012 στην υπόθεση T-32/10, Ella Valley Vineyards ΤΝΠ Νόμος, σκέψη 25 και Μαρίνο, ο.π., σελ. 185, παρ. 395).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του Ν. 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού “απαγορεύεται κατά τας εμπορικάς, βιομηχανικάς ή γεωργικάς συναλλαγάς πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γενομένη πράξη αντικείμενη εις τα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης δύναται να εναχθεί προς παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενόμενης ζημίας”. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1 και 4 του Ίδιου νόμου “όστις κατά τας συναλλαγάς ποιείται χρήσιν ονόματος τινός, εμπορικής επωνυμίας ή ιδιαίτερου διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχειρήσεως ή εντύπου τινός κατά τρόπον δυνάμενον να προκαλέσει σύγχυσιν με το όνομα, την εμπορικήν επωνυμίαν ή το ιδιαίτερο διακριτικόν γνώρισμα, άτινα έτερος νομίμως μεταχειρίζεται, δύναται να υποχρεωθεί υπό του τελευταίου εις παράλειψιν της χρήσεως. Ως ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα θεωρείται και ο ιδιαίτερος διασχηματισμός ή η ιδιαιτέρα διακόσμησις των εμπορευμάτων, της συσκευής ή του περικαλλύματος αυτών, εφόσον είναι γνωστά εις τους σχετικούς κύκλους των συναλλαγών ως διακριτικά σημεία των ομοίων εμπορευμάτων άλλου τινός”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει 1) ότι για την εφαρμογή του άρθρου 1 απαιτείται η πράξη αφενός να έγινε προς το σκοπό του ανταγωνισμού και αφετέρου να αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, που, κατά τη γενική αντίληψη, σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση (ΑΠ ολ 2/2008 ΕΕμπΔ 2009.898) και 2) ότι για την ύπαρξη αθέμιτου ανταγωνισμού με τη χρήση ξένου διακριτικού γνωρίσματος απαιτείται δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση, χωρίς την οποία αθέμιτος ανταγωνισμός δεν υπάρχει (ΑΠ 2026/2007, ΑΠ 1123/2002, ΑΠ 1780/1999 δημ/ση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, διακριτικό γνώρισμα είναι το μέσο, με το οποίο εξατομικεύεται είτε το πρόσωπο (λ.χ. το όνομα του), είτε η επιχείρηση (λ.χ. διακριτικός τίτλος της), είτε το εμπόρευμα ή οι υπηρεσίες (λ.χ το σήμα και ο διασχηματισμός). (ΑΠ 606/2005, ΑΠ 1132/2002, ΕφΠειρ 405/2014 δημ/ση όλων ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5607/2014 ΔΕΕ 2015.33). Σε αντίθεση με τη γενική απαγορευτική ρήτρα του άρθρου 1 του Ν. 146/1914, που απαιτεί ανταγωνιστικό σκοπό, κατά την έννοια της πρόθεσης των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, στην περίπτωση του άρθρου 13 του ίδιου νόμου αρκεί η χρήση να γίνεται κατά τρόπο, που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, έστω και αν αυτή δεν γίνεται με ανταγωνιστικό σκοπό. Χρήση, που μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση, είναι η αυτούσια μίμηση και η παραποίηση, δηλαδή η χρησιμοποίηση με μικρές μεταβολές, που δεν αρκούν για να αποτραπεί η σύγχυση. Έτσι, η παραποίηση μπορεί να είναι οπτική, ηχητική, εννοιολογική ή και συνειρμική, τον δε κίνδυνο σύγχυσης μπορεί να δημιουργήσει η ομοιότητα λέξεων ή και αριθμών, που αποτελούν το γνώρισμα, εικόνων, ήχων, σχημάτων, χρωμάτων, σχεδίων, συσκευασιών, διαφημίσεων. Σημασία έχει η γενική εντύπωση, που δημιουργείται, ενώ ο κίνδυνος σύγχυσης δεν αποκλείεται, όταν η χρησιμοποίηση γίνεται με μικρές παραλλαγές. (ΕφΑθ 3945/2012 ΔΕΕ 2013.123, ΕφΘες 77/2007 ΕπισκΕΔ 2007.504). Κίνδυνος σύγχυσης υπάρχει, όταν, λόγω ομοιότητας δύο διακριτικών γνωρισμάτων, μπορεί να δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλακτικούς κύκλους και συγκεκριμένα σε ένα όχι εντελώς ασήμαντο μέρος των πελατών, όσον αφορά στην προέλευση των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από ορισμένη επιχείρηση, είτε στην ταυτότητα της επιχείρησης, είτε στην ύπαρξη σχέσης συνεργασίας μεταξύ των δύο επιχειρήσεων. Τέτοια σύγχυση πρέπει να αποφεύγεται, διότι ο σαφής σκοπός του νομοθέτη είναι, να αποτρέπονται πεπλανημένες εντυπώσεις ως προς τη δραστηριότητα μιας επιχείρησης και εκμετάλλευση της καλής της φήμης από άλλη επιχείρηση. Προϋπόθεση για να δημιουργηθεί σύγχυση από τη χρήση των διακριτικών γνωρισμάτων είναι να έχουν διακριτική δύναμη, χωρίς την οποία δεν μπορούν να επιτελέσουν τον προορισμό τους. Ο βαθμός της διακριτικής δύναμης προσδιορίζει και την έκταση της προστασίας. Η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως αποτελεί προϋπόθεση για την προστασία όλων των διακριτικών γνωρισμάτων κατά την έννοια του άρθρου 13 του ν. 146/1914 (βλ. ΑΠ 15/2021 δημ/ση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1609/2014 ΧΡΙΔ 2015.387, ΑΠ 371/2012 ΧΡΙΔ 2012.533, ΕΕΜΠΔ 2012.691, APM 2013.77, ΕφΛαρ 478/2014 ΔΕΕ 2015.227, ΕφΑΘ 3945/2012 ό.π.).

* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -