Kατά το άρθρο 932 του Α.Κ., σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης. Με τη χρηματική ικανοποίηση, σκοπείται η, με πρόσθετη παροχή, εξισορρόπηση των δυσμενών καταστάσεων, που δημιουργήθηκαν από την αδικοπραξία και η παροχή της οικονομικής ευχέρειας, που απαιτείται για την υπερπήδηση ή μείωση της βλάβης που επήλθε (Ολ. Α.Π. 519/1977 ΝοΒ 26.182, Εφ.Πατρ. 260/1991 Αρχ.Νομ. 1992.654). Κατά δε τον καθορισμό του ύψους της επιδικαζόμενης χρηματικής ικανοποιήσεως, το δικαστήριο της ουσίας αφού προηγουμένως, αναιρετικώς ανέλεγκτα, δεχθεί ότι, συνεπεία αδικοπραξίας, προκλήθηκε στο πρόσωπο του ενάγοντος ηθική βλάβη, προβαίνει στη συνέχεια στον προσδιορισμό του, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τον βαθμό και τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου, την ένταση και τη διάρκεια του ψυχικού άλγους εκείνου που ζημιώθηκε, την ηλικία του και την απαιτούμενη για την καταπολέμηση του άλγους προσπάθεια, τις απώλειες και ελλείψεις στον συναισθηματικό κόσμο του παθόντος, καθώς και την οικονομική (περιουσιακή) και κοινωνική] κατάσταση των μερών (Α.Π. 180/2014 ΧρΙΔ 2014.525, Α.Π. 222/2014, Α.Π. 179/2014, Α.Π. 654/2009 Δημοσ. ΤΝΠ ”Νόμος”).
Τέλος, κατά το άρθρο 932 εδ. 3 του Α.Κ., σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή, δεν προσδιορίζεται η έννοια του όρου «οικογένεια του θύματος”, προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικά τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος από τη φύση του υφίσταται κατ’ ανάγκη τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις, κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή, όμως, έννοια της διάταξης, που απορρέει από τον σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, οι οποίοι δοκιμάστηκαν ψυχικά από την απώλειά του και στην ανακούφιση του ψυχικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη, αδιαφόρως αν συζούσαν μεταξύ τους ή διέμεναν χωριστά (Ολ. Α.Π. 21/2000 ΕλλΔνη 42.55, Α.Π. 382/2013, Α.Π. 1228/2011, Α.Π. 2152/2009 Δημοσ. ΤΝΠ ”Νόμος”).
Με την έννοια αυτή, οι μεν αγχιστείς πρώτου βαθμού (πεθερός, πεθερά, γαμπρός, νύφη), περιλαμβάνονται στην οικογένεια του θύματος, ενώ οι αγχιστείς πέραν του πρώτου βαθμού, όπως είναι ο από αδελφή γαμπρός και ανεψιός του, δεν περιλαμβάνονται, ανεξαρτήτως αν υπάρχουν και άλλοι εγγύτεροι συγγενείς ή αν αυτοί είναι οι μόνοι συγγενείς του θανατωθέντος (Ολ. Α.Π. 21/2000, ο.π., Α.Π. 520/1994 ΕλλΔνη 1996.64, Εφ.Θεσ. 1788/2002 ΕΣυγκΔικ 2002.146, Εφ.Θεσ. 244/2000 Αρμ. 2001.652). Το πόρισμα αυτό ενισχύεται από τις διατάξεις των άρθρων 57 εδ. 2 και 59 του Α.Κ., που εγγύτερα προσεγγίζουν το ζήτημα και με τις οποίες καθορίζονται περιοριστικά τα πρόσωπα, που δικαιούνται να ζητήσουν την προστασία της προσωπικότητας προσώπου, που πέθανε και την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης. Είναι δε τα πρόσωπα αυτά οι γονείς, τα τέκνα, οι αδελφοί, οι θετοί γονείς και τέκνα, ο/η σύζυγος, οι ανιόντες (παππούς – γιαγιά), οι κατιόντες και οι απώτεροι κατιόντες (εγγόνια, δισέγγονα), οι αγχιστείς συγγενείς πρώτου βαθμού, όπως είναι ο πεθερός, η πεθερά, ο γαμβρός από κόρη, η νύφη από γιο, καθώς και τα τέκνα του ενός συζύγου, που γεννήθηκαν από άλλο γάμο, τα οποία σε περίπτωση θανάτωσης του συζύγου του δευτερόγαμου γονέα τους, δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης (Ολ. Α.Π. 21/2000 ΕλλΔνη 42.56, Α.Π. 260/2011, Α.Π. 1362/2007, Α.Π. 1735/2006, Α.Π. 795/2004, Α.Π. 924/2004, Α.Π. 160/2001 Δημοσ. ΤΝΠ «Νόμος”). Π επιδίκαση δε χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα πρόσωπα τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, το οποίο εκτιμάται από το Δικαστήριο της ουσίας, της ύπαρξης μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν αυτός ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων, από την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης (Ολ. Α.Π. 21/2000, Α.Π. 260/2011, Α.Π. 581/2010, Α.Π. 1279/2009. Α.Π. 1077/2009, Α.Π. 1362/2007, Α.Π. 795/2004 Δημοσ. ΤΝΓ1 «Νόμος”, Α.Π. 924/2004 ΕΕμπΔ 2004.783). Τίθενται, επομένως, δύο κριτήρια, που θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά: α) ο δικαιούχος να είναι συγγενής του θύματος – τυπική προϋπόθεση και β) να δοκίμασε πόνο και θλίψη από την απώλειά του – ουσιαστική προϋπόθεση. Το πρώτο κριτήριο πληρούται με τη σχέση συγγένειας, που συνδέει τον θανόντα με τον δικαιούχο, ενώ το δεύτερο αποτελεί ζήτημα πραγματικό, που κρίνεται κυριαρχικά από το Δικαστήριο της ουσίας (Α.Π. 51/2018 Δημοσ. ΤΝΓ1 «Νόμος”). Στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνεται και η μνηστή αυτού (Α.Π. 995/2009 Δημοσ. ΤΝΓΙ ”Νόμος”).
Εξάλλου, κατ’ άρθρο 1346 Α.Κ. μνηστεία είναι η σύμβαση για μελλοντικό γάμο, η οποία καταρτίζεται με αμοιβαία υπόσχεση των μελλονύμφων για την τέλεσή του, διαστέλλεται δε από την απλή προς γάμο πρόταση, η οποία συνιστά δήλωση βουλήσεως ενός μόνο μέρους ή την προς γάμο διαπραγμάτευση ή τις ερωτικές σχέσεις, που δεν συνδυάζονται με την μελλοντική τέλεση γάμου. Το στοιχείο της αμοιβαίας υπόσχεσης για μελλοντική σύναψη γάμου, διακρίνει τη μνηστεία από την ελεύθερη ένωση – συμβίωση, κατά την οποία όχι μόνο δεν υφίσταται συμφωνία των μερών περί της τελέσεως γάμου, αλλά υπάρχει συνειδητή επιλογή τους να μείνουν εκτός των πλαισίων του (Α.Π. 1141/2007 ΕλλΔνη 48.1023, Α.Π. 1735/2006 Δημοσ. ΤΝΠ «Νόμος» Α.Π. 434/2005 ΕλλΔνη 2005.1060, Α.Π. 1071 /2002 Δημοσ. ΤΝΠ «Νόμος”). Διχογνωμία επικρατεί αναφορικά με την εφαρμογή της Α.Κ. 932 εδ. γ’, στην περίπτωση προσώπων, που συζούν σε ελεύθερη ένωση με το θανόντα (βλ. Γ. Γεωργιάδη, σε Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, τ. I, υπό άρθρο 932, αρ. 26). Κατά την κρατούσα, πριν το ν. 4356/2015, άποψη στη νομολογία, ούτε το γράμμα, ούτε ο σκοπός της Α.Κ. 932 επέτρεπαν ανάλογη εφαρμογή αυτής, ως προς τα ανωτέρω πρόσωπα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την πιο πάνω άποψη, γίνονταν δεκτά τα ακόλουθα: Στην οικογένεια του θύματος, δεν περιλαμβάνονται και τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία συζούσαν με αυτό, σε κατάσταση ελεύθερης συμβίωσης, χωρίς καμία πρόθεση για μελλοντική σύναψη γάμου. Συνεπώς, δυνατότητα επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, που προκλήθηκε στον επιζώντα από τον θάνατο του συντρόφου του, δεν προβλέπεται από τον νόμο. Ούτε, όμως, με ανάλογη εφαρμογή εδώ της ως άνω διάταξης του άρθρου 932 εδ. 3 του Α.Κ., μπορεί να επιδικαστεί τέτοια χρηματική ικανοποίηση για την εξισορρόπηση των δημιουργούμενων από την απώλεια του θύματος δυσμενών καταστάσεων και συνεπειών. Αντίθετη άποψη, θα ήταν contra legem αλλά και ανατρεπτική του και συνταγματικά κατοχυρωμένου θεσμού του γάμου. Επιπλέον, διότι δεν υπάρχει κάποιο κενό δικαίου, σε σχέση με τη ρύθμιση της παράστασης αυτής και προσώπων, που τελούν σε ελεύθερη ένωση. Για πρώτη φορά, μετά την αναμόρφωση των διατάξεων του οικογενειακού δικαίου με το Ν 1329/1983 η «ελεύθερη ένωση”, δηλαδή η εξώγαμη συμβίωση ενός άνδρα και μιας γυναίκας, αναφέρεται ως όρος στο άρθρο 1444 παρ. 2 εδ. α’ Α.Κ. και μάλιστα σαν λόγος παύσης του δικαιώματος διατροφής του διαζευγμένου συζύγου, δηλαδή σαν ένα είδος οιονεί ποινής, κατά δικαιούχου διατροφής διαζευγμένου συζύγου, ο οποίος συζεί με κάποιον άλλον σε ελεύθερη ένωση. Παρά ταύτα, στη συνέχεια, ο Αστικός Κώδικας δεν ρυθμίζει ευθέως τα αποτελέσματά της. Έτσι, η «ελεύθερη ένωση» εντάσσεται στις «de facto οικογενειακές σχέσεις”, δηλαδή στις παράτυπες ή αντικανονικές, από νομική άποψη, καταστάσεις, που βρίσκονται στο περιθώριο της νομικής ζωής. Περαιτέρω, όπως συνάγεται και από το πλέγμα των διατάξεων των άρθρων 1444 εδ. β’, 1456, 1457, 1471, 1479, 1350 επ. και 1386 επ. Α.Κ., σε συνδυασμό προς το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος, πρόκειται για συνειδητή επιλογή του νομοθέτη, ο οποίος, αν και γνώριζε τον όρο «ελεύθερη ένωση» πριν από το 1983, δεν θέλησε να ρυθμίσει τα θέματα και νομικά ζητήματα, που απορρέουν από αυτή την ίδια την ελεύθερη ένωση.
Ο Έλληνας νομοθέτης, ενσυνείδητα απέφυγε μέχρι σήμερα να ρυθμίσει τα θέματα αυτά, εισάγοντας και στην Ελλάδα το θεσμό «των ληξιαρχικώς καταχωρισμένων σχέσεων», που ισχύει σε ορισμένα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα, περιορίστηκε απλά σε ρύθμιση θεμάτων, που συνδέονται έμμεσα με αυτή, ενόψει της ρύθμισης της τεχνικής γονιμοποίησης και των συνεπειών της στον χώρο της συγγένειας, με βασικό γνώμονα την προστασία του παιδιού, που γεννιέται σε μια τέτοια ελεύθερη ένωση. Ο θεσμός του γάμου ρυθμίζεται και προστατεύεται από τις πιο πάνω διατάξεις και γενικά την Ελληνική έννομη τάξη και δεν γνωρίζεται αντίστοιχη και μάλιστα ανάλογη προστασία της εξώγαμης συμβίωσης. Η τελευταία, έστω και αν ήταν η ληξιαρχικώς καταχωρισμένη σχέση, δεν είναι δυνατό να εξομοιωθεί με τον θεσμό του γάμου. Οι δύο θεσμοί, δηλαδή αυτός της «ληξιαρχικώς καταχωρισμένης σχέσης» συμβίωσης μεταξύ ετεροφυλοφίλων και ομοφυλοφίλων και εκείνος του γάμου, διαφέρουν, όχι μόνο, κατ’ όνομα, αλλά και στην ουσία τους, καθώς δημιουργήθηκαν για να καλύψουν διαφορετικής φύσεως κοινωνικές ανάγκες. Η ελεύθερη συμβίωση, χωρίς τέκνα δεν αναγνωρίζεται από το δίκαιό μας, αφού αυτό δεν αναγνωρίζει έννομα αποτελέσματα στη συγκεκριμένη μορφή εμφάνισής της, έτσι δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να υπαχθεί στην έννοια της οικογένειας, ούτε προστατεύεται, γιατί στην πραγματικότητα, όσοι την επιλέγουν, δεν επιθυμούν την υπαγωγή τους σε νομικές ρυθμίσεις και άρα δεσμεύσεις, επομένως, θα ήταν αντιφατικό να τύχουν μόνο προστασίας. Με όλα αυτά, δεν υφίσταται η απαραίτητη για την αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 932 εδ. 3 Α.Κ. ομοιότητα της τυχόν αρρύθμιστης περίπτωσης προς τη ρυθμιζόμενη (πρβλ. Ολ. Α.Π. 14/2004, Α.ΓΙ. 75/2011, Α.Π. 775/2011 Δημοσ. ΤΝΠ «Δ.Σ.Α.”, Α.Π. 1141/2007 Δημοσ. ΤΝΠ «Νόμος”, Α.Π. 1735/2006 ΧρΙΔ 2007.131, Α.Π. 434/2005, Εφ.Λαρ. 239/2013 Εφ.Πατρ. 591/2008 Δημοσ. ΤΝΓΙ «Νόμος”, Αθανασίου Γ. Κρητικού – Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, εκδ. 2019, παρ. 20, σελ. 598 επ., με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και νομολογία). Σύμφωνα με την αντίθετη, υποστηριζόμενη από τη θεωρία και μέρος της νομολογίας, άποψη πριν το ν. 4356/2015, η εφαρμογή της Α.Κ. 932 εδ. γ’ επεκτείνεται και σε πρόσωπα, τα οποία κατέχουν de facto θέση, ανάλογη με εκείνη των συγγενικών προσώπων, υπό τη στενή έννοια της τυπικής συζυγικής οικογένειας, εφόσον κριθεί ότι έχουν υποστεί πράγματι ψυχική οδύνη (βλ. Εφ.Δωδ. 152/2014 Δημοσ. ΤΝΠ «Νόμος”, Εφ.Αθ. 6862/2007 ΕλλΔνη 2008.822,920, Γ. Γεωργιάδη, σε Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, τ. I, 2010, υπό άρθρο 932, αρ. 26, σελ. 1903-1904, Μ. Γεωργιάδου, σε I. Καράκωστα, Α.Κ., τ. ΣΤ’, εκδ. 2009, υπό άρθρο 932, αρ. 35, σελ. 1221). Εξάλλου, με τον νόμο 3719/2008 ρυθμίστηκε η ελεύθερη συμβίωση. όχι αποσπασματικά, όπως συνέβαινε στο παρελθόν (π.χ. άρθρο 1444 παρ. 2 Α.Κ., σχετικά με τη διακοπή διατροφής διαζευγμένων συζύγων, 1456 παρ. 1 Α.Κ., με το οποίο παρασχέθηκε στους ετερόφυλους συντρόφους, που ζουν ως άγαμο ζεύγος σε ελεύθερη ένωση, το δικαίωμα απόκτησης τέκνου, με μεθόδους ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής), αλλά θέτοντας ένα νομικό πλαίσιο και ρυθμίζοντας συστηματικά αυτή τη μορφή συμβίωσης, οριοθετώντας με τρόπο σαφή τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις των συμβιούντων προσώπων (βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 3719/2008). Προς τούτο, ελήφθη υπόψη ότι αφενός στις σημερινές κοινωνίες της ανεκτικότητας και του σεβασμού στις ελεύθερες επιλογές, η εξώγαμη συμβίωση αναγνωρίζεται ως διαφορετική, πιο χαλαρή μορφή κοινής ζωής και αφετέρου ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Δ.Δ.Α.), εφαρμόζοντας το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) το οποίο προστατεύει την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, υπάγει στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης και την εξώγαμη συμβίωση (υπόθεση Johnston – 18.12.1986 υπόθεση Saucedo Gomez -26.1.1999) – (βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 3719/2008). Ωστόσο, στον πιο πάνω νόμο δεν συμπεριελήφθη η διάταξη του σχεδίου της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, η οποία προέβλεπε την ανάλογη εφαρμογή όλων των διατάξεων (μισθολογικών, ασφαλιστικών, φορολογικών, κ.λπ.), που αναφέρονται στους συζύγους και στα συμβαλλόμενα με το σύμφωνο πρόσωπα (βλ. σχετικά ιδίως Θ. Παπαχρίστου – Κριτικές παρατηρήσεις στο ν. 3719/2008, ΕφΑΔ 2008.1020). Πάντως, ανεξάρτητα από τη μη αναλογική’] εφαρμογή των διατάξεων περί γάμου και παρά το γεγονός ότι το σύμφωνο συμβίωσης, υποχωρεί ιεραρχικά, έναντι του γάμου, ως κάτι διαφορετικό και υποδεέστερο, ενόψει του ότι με το ν. 3719/2008 αναγνωρίστηκε νομοθετικά και ρυθμίστηκαν οι έννομες συνέπειές του (προσωπικές, μεικτές και περιουσιακές σχέσεις των μερών, συγγένεια, επώνυμο, κ.λπ.), θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι πρόσωπα που συμβιούσαν με το θανατωθέντα και είχαν συνάψει με αυτόν «σύμφωνο συμβίωσης”, εντάσσονται στην έννοια της «οικογένειας» του άρθρο 932 εδ. γ’ του Α.Κ. και είναι φορείς αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης, λόγο) της ηθικής βλάβης, που υπέστησαν εκ του θανάτου του (βλ. Γ. Γεωργιάδη, σε Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, τ. I, εκδ. 2010, άρθρο 932, αρ. 27, σελ. 1904, I. Καράκωστα – Το δίκαιο των αδικοπραξιών, εκδ. 2014, σελ. 460, πρβλ. και Βαφειάδου-Βίτσα – Αυτοκίνητα, εκδ. 2015, σελ. 269). Σημαντικές, ωστόσο, τροποποιήσεις επήλθαν στις ρυθμίσεις για το σύμφωνο συμβίωσης, μετά την ισχύ του νόμου 4356/2015. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, αφενός η ισχύς του συμφώνου επεκτάθηκε και στα ομόφυλα ζευγάρια (βλ. Ε.Δ.Δ.Α., Βαλλιανάτος κ.α. κατά Ελλάδος (07.11.2013) σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ότι ο ν. 3719/2008, με τον οποίο προβλεπόταν η δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβίωσης μόνο στα ετερόφυλα ζευγάρια, αντίκειται στα άρθρα 8 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α.) και αφετέρου η σημασία και οι συνέπειες του συμφώνου ενισχύθηκαν, δεδομένου ότι αναγνωρίσθηκαν οικογενειακοί δεσμοί μεταξύ των μερών. Επίσης, ενισχύθηκε η ιδιωτική αυτονομία των μερών, ιδίως στις περιουσιακές τους σχέσεις. Γενικά, ο νέος νόμος επιδίωξε μια ισορροπία μεταξύ αφενός της ιδιωτικής αυτονομίας και αφετέρου της ανάγκης προστασίας των οικογενειακών σχέσεων, με βάση τις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης, δεδομένου ότι το σύμφωνο συμβίωσης αποτελεί μεν μια σύμβαση, δημιουργούνται, ωστόσο, οικογενειακές σχέσεις μεταξύ των μερών. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 4356/2015 «Στις προσωπικές σχέσεις των μερών του συμφώνου μεταξύ τους εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τις σχέσεις των συζύγων από τον γάμο, εφόσον δεν υπάρχει διαφορετική ειδική ρύθμιση στον παρόντα ή άλλο νόμο». Η άνω διάταξη αναφέρεται στις αμιγώς προσωπικές σχέσεις, για τις οποίες κρίθηκε σκόπιμη η προαναφερόμενη αναλογική εφαρμογή (βλ. Αιτιολογική έκθεση του ν. 4356/2015). Οι κανόνες που ρυθμίζουν τις προσωπικές σχέσεις των συμβίων κατ’ αναλογίαν προς τις προσωπικές σχέσεις των συζύγων, εισάγουν αναγκαστικό δίκαιο. Η κυριότερη συνέπεια της σύναψης του συμφώνου, όσον αφορά τις προσωπικές σχέσεις των συμβίων, είναι η γέννηση της αμοιβαίας υποχρέωσης για συμβίωση (ανάλογη εφαρμογή της Α.Κ. 1386). Η υποχρέωση προς συμβίωση πάντως γινόταν δεκτή και υπό την ισχύ του ν. 3719/2008, ως προκύπτουσα από τη φύση του πράγματος. Από τη γενική αυτή υποχρέωση, το ειδικότερο περιεχόμενο της οποίας προσδιορίζεται από τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και ήθη, υπό το φως των συνταγματικών αρχών της ισότητας (άρθρο 4 του Συντάγματος) και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος), απορρέουν ειδικότερες υποχρεώσεις των συμβίων, όπως η υποχρέωση συγκατοίκησης, η υποχρέωση πίστης, κ.λπ. (βλ. Σαϊτάκη, Το νέο σύμφωνο συμβίωσης, σελ. 45). Κατόπιν της πιο πάνω ενίσχυσης της σημασίας και των συνεπειών του συμφώνου συμβίωσης, δεν υφίσταται καμία αμφιβολία ότι τα πρόσωπα που έχουν προβεί στη σύναψή του, εντάσσονται στην κατά το άρθρο 932 εδ. γ’ Α.Κ. έννοια της «οικογένειας» (βλ. και Σαϊτάκη, Το νέο σύμφωνο συμβίωσης, εκδ. 2016, σελ. 86).
Παραμένει, ωστόσο, το ερώτημα σχετικά με εκείνους που ζουν σε ελεύθερη ένωση, χωρίς να έχουν συνάψει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, αλλά έχουν de facto θέση, ανάλογη με εκείνη των συγγενικών προσώπων, υπό τη στενή έννοια της τυπικής συζυγικής οικογένειας, είτε λόγω της επί μακρώ χρόνο συμβίωσης, είτε λόγω της, στο πλαίσιο της άνω συμβίωσης, απόκτησης τέκνων. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, πρέπει να παρατηρηθούν τα ακόλουθα: Η ρύθμιση της ελεύθερης συμβίωσης με τους προαναφερόμενους νόμους, καταδεικνύει την τάση του νομοθέτη, ακολουθώντας το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών δικαιϊκών συστημάτων, να απομακρυνθεί από την παραδοσιακή παραδοχή της διαμόρφωσης οικογένειας μόνο διά μέσου του – κατά τις διατάξεις του αστικού κώδικα – θρησκευτικού ή πολιτικού γάμου. Οι ρυθμίσεις αυτές κατέτειναν σε εναρμόνιση με τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., ιδίως μετά την απόφαση της 07.11.2013, επί της υπόθεσης Βαλλιανάτος κ.ά. κατά Ελλάδος (07.11.2013), σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ότι ο ν. 3719/2008, με τον οποίο προβλεπόταν η δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβίωσης μόνο στα ετερόφυλα ζευγάρια, αντίκειται στα άρθρα 8 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α. Το Ε.Δ.Δ.Α., ερμηνεύοντας το άρθρο 8 της Ε.Σ.Δ.Α. (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και κοινοτικής ζωής), έχει επανειλημμένα αποφανθεί ότι, η έννοια της «οικογένειας», βάσει της διάταξης αυτής, δεν περιορίζεται στις σχέσεις γάμου και μπορεί να περιλαμβάνει άλλους de facto «οικογενειακούς δεσμούς» (βλ. απόφαση της 11.10.2001 Sahin κατά Γερμανίας και απόφαση της 22.11.2010 Schalk και Kopf κατά Αυστρίας) Προϋπόθεση, ωστόσο, για να κριθεί ότι από μια σχέση απορρέει οικογενειακή ζωή, που τυγχάνει της κατ’ άρθρο 8 της Ε.Σ.Δ.Α. προστασίας είναι η συμβίωση ενώ, σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις, δύνανται άλλοι παράγοντες να θεμελιώσουν την απαιτούμενη σταθερότητα για την κατάφαση de facto οικογενειακών δεσμών (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 15.09.2011 Schneidcr κατά Γερμανίας). Έτσι, η επί μακρώ χρόνο συμβίωση δύο προσώπων, χωρίς γάμο θεμελιώνει «οικογενειακή ζωή», κατά την έννοια του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α (βλ. απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. της 26.01.1999 Saucedo Gomez κατά Ισπανίας). Εξάλλου, ο νομοθέτης, εμμέσως αναγνωρίζει τη δημιουργία οικογενειακών δεσμών μεταξύ των προσώπων, που συμβιώνουν στο πλαίσιο ελεύθερης ένωσης, εντάσσοντας αρχικά στο πλαίσιο προστασίας του ν. 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας τη «μόνιμη σύντροφο» και εν συνεχεία σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου του ένδικου ατυχήματος – με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 4531/2018, δυνάμει του οποίου προστέθηκε εδ. γ’ στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ν. 3500/2006 – παρέχοντας πλέον ρητώς προστασία στους μόνιμους συντρόφους και στα μέρη συμφώνου συμβίωσης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, υπό το φως και της ερμηνείας του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α., κριτήρια που πρέπει συνδυαστικά να λαμβάνει υπόψη ο Δικαστής για την κρίση του περί της συμπερίληψης ενός προσώπου, το οποίο δεν συνδέεται με τον αποβιώσαντα με κάποια από τις παρατιθέμενες στον αστικό κώδικα παραδοσιακές μορφές συγγενικού δεσμού, είναι η χρονική διάρκεια της σχέσης του θανόντος με τον αιτούντα την χρηματική ικανοποίηση, η συμβίωση, η απόκτηση τέκνων (Αθανασίου Γ. Κρητικού, ο.π., παρ. 20, σελ. 609 επ., με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και νομολογία).
* Ο κ. Κίμων Σαϊτάκης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μεταδιδάκτορας (Post-doc) της Νομικής Σχολής Αθηνών, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ