fbpx
Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου, 2024

Χρονομεριστική μίσθωση – Ποινική ρήτρα

Χρόνος ανάγνωσης 11 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 11 λεπτά

Δείτε επίσης

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ν. 1652/1986 “Σύμβαση χρονομεριστικής μίσθωσης…” με τη σύμβαση χρονομεριστικής μίσθωσης, ο εκμισθωτής αναλαμβάνει την υποχρέωση να παραχωρεί κατ’ έτος στον μισθωτή, κατά τη διάρκεια της σύμβασης, τη χρήση τουριστικού καταλύματος και να παρέχει σ’ αυτόν συναφείς υπηρεσίες για καθορισμένο από τη σύμβαση χρονικό διάστημα και ο μισθωτής να καταβάλλει το μίσθωμα που συμφωνήθηκε. Ως τουριστικά καταλύματα για την εφαρμογή του νόμου αυτού νοούνται ξενοδοχειακές μονάδες και γενικά τουριστικές εγκαταστάσεις που λειτουργούν με άδεια του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.) και έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου με απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Ε.Ο.Τ. Η χρονομεριστική μίσθωση συνομολογείται, για χρονικό διάστημα ένα (1) έως 60 ετών. Η χρονομεριστική σύμβαση καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Επίσης, με το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι οι διατάξεις του ΑΚ που αναφέρονται στη μίσθωση πράγματος εφαρμόζονται και στη χρονομεριστική μίσθωση για θέματα που δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις του νόμου αυτού. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι η σύμβαση χρονομεριστικής μίσθωσης είναι σύμβαση, με την οποία ο εκμισθωτής αναλαμβάνει την υποχρέωση, έναντι μισθώματος, να παραχωρεί, για μεγάλο χρονικό διάστημα (1-60 έτη), κάθε χρόνο και για ορισμένο χρονικό διάστημα, στον μισθωτή τη χρήση τουριστικού καταλύματος και, συνάμα, να του παρέχει και συναφείς υπηρεσίες. Όπως προκύπτει από τη διατύπωση του εδάφ. α’ της παρ. 1, πρόκειται για ξενοδοχειακή σύμβαση, η οποία συνδυάζει μίσθωση πράγματος και συναφών υπηρεσιών, με προέχοντα το χαρακτήρα της μίσθωσης πράγματος. Έτσι, σ’ αυτή εφαρμόζονται, συμπληρωματικά, οι διατάξεις για τη μίσθωση πράγματος των άρθρων 574 επ. ΑΚ, κατά το άρθρο 5 του εν λόγω νόμου. Το συμβολαιογραφικό έγγραφο, με το οποίο καταρτίζεται η χρονομεριστική μίσθωση και το οποίο υποβάλλεται σε μεταγραφή, αποτελεί συστατικό τύπο και η μίσθωση αυτή είναι έγκυρη από τη μεταγραφή του σχετικού συμβολαίου (ΑΠ 1281/2009 nomos). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 591 παρ.2 (που εφαρμόζεται στην προκείμενη υπόθεση, ως εκ του χρόνου κατάθεσης, στις 15-10-2014, της ένδικης αγωγής, πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015, του οποίου οι διατάξεις, σύμφωνα με τη λιτή διατύπωση της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 και 4 αυτού, καταλαμβάνουν όσες αγωγές κατατίθενται κατά την ειδική διαδικασία μετά την 1η-1-2016, όχι, όμως, και τις προγενέστερες, έστω και αν επιδόθηκαν ή συζητήθηκαν μεταγενέστερα, ακόμη και αν ενδεχόμενη κλήση για συνέχιση της συζήτησης, π.χ. μετά από ματαίωση, κατατέθηκε μετά την 1η-1-2016), 159 και 559 αριθμ.14 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκδίκαση υπόθεσης που υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, το οποίο δικάζει με διαδικασία διαφορετική από εκείνη που ορίζει ο νόμος, δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης, διότι η εκδίκαση της υπόθεσης κατά διαδικασία διαφορετική από την προσήκουσα (που δεν αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης) δεν συνεπάγεται ακυρότητα ή απαράδεκτο, εκτός αν δεν εφαρμόστηκε, με βλάβη του διαδίκου, δικονομικός κανόνας που έπρεπε να εφαρμοστεί και που, προφανώς, περιέχει ή ευνοϊκότερες για τον εναγόμενο ή αυστηρότερες για τον ενάγοντα διατάξεις (ΑΠ 1355/2012, ΑΠ 14/2007 nomos). Στην παρούσα περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, η αναιρεσείουσα, αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 και, κατ’ εκτίμηση του νοηματικού περιεχομένου του, από τον αριθμό 14 του ΚΠολΔ, που συνίσταται στο ότι η υπόθεση εκδικάστηκε (και στα δύο δικαστήρια) με την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, ενώ έπρεπε να εκδικαστεί κατά την τακτική διαδικασία, αφού η διαφορά προέρχεται από χρονομεριστική μίσθωση που δεν είναι καθαρή σύμβαση μίσθωσης αλλά μικτή. Ο λόγος αυτός είναι, προεχόντως, απαράδεκτος, διότι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η εκδίκαση της υπόθεσης, από το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο, κατά διαδικασία διαφορετική από την προσήκουσα, δεν συνεπάγεται ακυρότητα ή απαράδεκτο, εκτός αν δεν εφαρμόστηκε δικονομικός κανόνας που έπρεπε να εφαρμοστεί, με βλάβη του διαδίκου, γεγονός το οποίο δεν επικαλείται η αναιρεσείουσα, η οποία απλώς περιορίζεται να αναφέρει τις ουσιώδεις αποκλίσεις μεταξύ των δύο αυτών διαδικασιών.

Σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, “η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που εφαρμόζεται σε όλα τα δικαιώματα του ιδιωτικού δικαίου, που είτε πηγάζουν άμεσα από τον νόμο ή από δικαιοπραξία, είτε προέρχονται από κανόνες ενδοτικού δικαίου ή από κανόνες δημόσιας τάξης, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, δεν καθιστούν ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση που δημιουργήθηκε απ’ αυτόν, η οποία επάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, επιπλέον, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, με βάση τις οποίες και την αδράνεια του δικαιούχου, η άσκηση του δικαιώματος, που επακολουθεί και που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί υπό τις πιο πάνω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται από τα όρια που ορίζονται στην εν λόγω διάταξη. Η αδράνεια αυτή του δικαιούχου πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην συντομότερο από εκείνο που προβλέπεται στον νόμο για την παραγραφή του δικαιώματος, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό. Το ζήτημα αν οι συνέπειες (που δεν είναι απαραίτητο να είναι αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο, αλλά αρκεί η επέλευση και δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων), που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της άσκησης του δικαιώματός του. Γίνεται, δηλαδή, σε τελική ανάλυση στάθμιση των αντίθετων συμφερόντων των μερών και προκρίνονται εκείνα τα συμφέροντα που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα για την κοινωνική τάξη και ευρυθμία (ΑΠ 1951/2017, ΑΠ 841/2017 nomos). Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη (ΑΠ Ολομ., 2/2019, 8/2018, 6/2016, 10/2012, 5/2011, 8/2001nomos). Η διακρίβωση των πράξεων, με τις οποίες ο δικαιούχος άσκησε το δικαίωμά του στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί πραγματικό ζήτημα και κρίνεται ανέλεγκτα από το δικαστήριο της ουσίας, η κρίση του όμως αυτή ότι ορισμένη συμπεριφορά υπερβαίνει, και μάλιστα προφανώς, τα όρια που θέτουν τα παραπάνω κριτήρια είναι νομική και, επομένως, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Ο Άρειος Πάγος, δηλαδή, ελέγχει μόνο αν τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας συνιστούν τη νομική έννοια του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ Ολομ. 2/2019 nomos). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.1 εδάφ.α’ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται “αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών…”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στον νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με τον λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ. Στην ερευνώμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, προσάπτει στο Εφετείο την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 εδάφ.α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ που συνίσταται, κατ’ εκτίμηση όσων αναφέρονται στο αναιρετήριο, στο ότι με την απόφασή του παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τη διάταξη ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 281 ΑΚ, καθώς και εκείνη του άρθρου 288 του ίδιου Κώδικα, απορρίπτοντας τη σχετική ένστασή της (του άρθρου 281) Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί τα επικαλούμενα για τη συγκρότηση της ένστασης αυτής πραγματικά περιστατικά δηλαδή ότι οι αναιρεσίβλητοι – “μισθωτές” δεν αποδέχθηκαν, για τους αναφερόμενους λόγους, τις εναλλακτικές προτάσεις της για διαμονή τους σε κάποιο από τα προτεινόμενα ξενοδοχεία και ότι, παράλληλα, δεν επικοινώνησαν μαζί της για τη συγκεκριμενοποίηση της πρότασής της για εξαγορά του μεριδίου τους για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της μεταξύ τους σύμβασης χρονομεριστικής μίσθωσης, αλλά, αντίθετα, κατά κατάχρηση δικαιώματος, χωρίς να έχουν υποστεί ζημία και έχοντας αποσβέσει, σχεδόν κατά το μισό, την αξία του χρονομεριδίου τους, κατήγγειλαν τη σύμβαση και, ακολούθως, άσκησαν την ένδικη αγωγή, ζητώντας “εξωπραγματική αποζημίωση”, δεν είναι ικανά να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση της αγωγής.

Στην υπό κρίση περίπτωση το Εφετείο έκρινε ότι η επίμαχη συμβατική ρήτρα έχει το χαρακτήρα ποινικής ρήτρας, προχωρώντας, ακολούθως, στη μείωση αυτής κατ’ άρθρ. 409 ΑΚ. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου για τον χαρακτήρα της εν λόγω συμβατικής ρήτρας ως ποινικής δεν προσβλήθηκε ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου με την έφεση της εναγόμενης εταιρείας. Άλλωστε, “αποζημιωτικές ρήτρες” ή “ρήτρες κατ’ αποκοπή αποζημίωσης”, όπως χαρακτηρίζονται αυτές με τις οποίες τα μέρη επιχειρούν να προκαθορίσουν την οφειλόμενη αποζημίωση για την περίπτωση που δεν εκπληρωθεί η σύμβαση, ήτοι η αποζημίωση αυτή ορίζεται ως ένας εκ των προτέρων αφηρημένος υπολογισμός του ύψους της ζημίας και, συνακόλουθα, της αποζημίωσης που θα προκύψει και αντίστοιχα θα οφείλεται σε περίπτωση μελλοντικής και ενδεχόμενης αθέτησης συμβατικής υποχρέωσης, χωρίς δικαίωμα ανταπόδειξης του οφειλέτη (ρήτρες απόλυτης δεσμευτικότητας), ως αντίθετες στις διατάξεις των άρθρων 3 και 298 ΑΚ, δεν συνιστούν τίποτε άλλο, παρά την ποινική ρήτρα των άρθρων 404 επ. ΑΚ (ΑΠ 845/2019, ΑΠ 2049/2017 nomos). Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 404 επ. ΑΚ σύμβαση γνήσιας ποινικής ρήτρας, με την οποία ο ένας των συμβαλλομένων υπόσχεται στον άλλο ότι, αν δεν εκπληρώσει ή δεν εκπληρώσει προσηκόντως την οφειλόμενη σ’ αυτόν παροχή από άλλη ενοχή, θα του καταβάλει ένα χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο, αποτελεί παρεπόμενη συμφωνία. Δηλαδή, στη γνήσια ποινική ρήτρα υπάρχει κύρια ενοχική υποχρέωση, την εκπλήρωση της οποίας ασφαλίζει η ποινική ρήτρα. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 405 ΑΚ, “η ποινή καταπίπτει αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία. Η κατάπτωση της ποινής επέρχεται και αν ακόμη ο δανειστής δεν έχει υποστεί καμία ζημία”. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 409 ΑΚ, “αν η ποινή που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλη, μειώνεται, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, από το δικαστήριο στο μέτρο που αρμόζει. Αντίθετη συμφωνία δεν ισχύει”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, για τη μόρφωση της δικαστικής του κρίσης σε σχέση με τον προσδιορισμό του περιεχομένου της αόριστης νομικής έννοιας της “δυσανάλογα μεγάλης ποινής” και του “μέτρου που αρμόζει”, λαμβάνει υπόψη τα περιστατικά που σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν και ιδίως το μέγεθος της ποινής σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, την οικονομική κατάσταση των μερών, τα συμφέροντα του δανειστή που επλήγησαν από την αθέτηση της σύμβασης, την έκταση της συμβατικής παράβασης του οφειλέτη, τον βαθμό του πταίσματός του, την ενδεχόμενη ωφέλειά του από τη μη εκπλήρωση της παροχής, τα απώτερα επιβλαβή αποτελέσματα και κάθε δικαιολογημένο συμφέρον του δανειστή. Οι τυχόν μεταβαλλόμενες συνθήκες, μετά τη συνομολόγηση της ποινικής ρήτρας, που μπορεί να έχουν επίπτωση στο δυσανάλογο, θα πρέπει, επίσης, να ληφθούν υπόψη (πρβλ. και άρθρ. 388 και 288 ΑΚ). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ, για την ορθή υπαγωγή στα παραπάνω κριτήρια του άρθρου 409 ΑΚ των περιστατικών που έγιναν, ανελέγκτως, δεκτά. Δεν ελέγχεται, όμως, ο προσδιορισμός του ποσού κατά το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να μειωθεί η ποινική ρήτρα (ΑΠ 892/2019, ΑΠ 981/2018, ΑΠ 869/2017, ΑΠ 98/2017 nomos), ούτε και για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας (ΑΠ 892/2019 nomos). Για τη σχετική κρίση του δικαστηρίου, λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος έκδοσης της οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δηλαδή της συζήτησης, μετά την οποία αυτή εκδόθηκε, ανεξάρτητα από το αν, κατά τις περιστάσεις, λαμβάνονται υπόψη περιστατικά, αναγόμενα σε προγενέστερο χρόνο (ΑΠ 869/2017, ΑΠ 1439/2012, ΑΠ 605/2010, ΑΠ 1439/2012 NOMOS).

* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -