Οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν παράγουν δεδικασμένο έναντι των πολιτικών δικαστηρίων δεδομένου ότι δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 324 ΚΠολΔ (ΑΠ 1098/2011 ΝΟΜΟΣ), εκτός αν έκριναν αστικής φύσης ζητήματα κυρίως ως προς την πολιτική αγωγή που ασκήθηκε ενώπιόν τους. Για τον λόγο αυτόν η άσκηση νέας αγωγής ενώπιον των αστικών δικαστηρίων είναι απαράδεκτη, εξεταζομένου και αυτεπάγγελτα (άρθρ. 332 ΚΠολΔ) αν κρίθηκε από το ποινικό δικαστήριο και κατά την άσκησή της ενώπιόν του δεν υπήρξε επιφύλαξη για την αναζήτηση μεγαλύτερου ποσού (ΑΠ 1098/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1474/2000 ΠοινΔικ 2001, 684).
Με την αριθμ. ΑΠ 322/2018(ΕφΑΔ 2018, 1078) κρίθηκαν τα ακόλουθα:
Κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με τον Ν 53/1974 “παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”. Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το οποίο κυρώθηκε με τον Ν 2642/1997 και ορίζει ότι “Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο έως ότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με τον νόμο”.
Με τις ως άνω, αυξημένης τυπικής ισχύος, διατάξεις, της ΕΣΔΑ και του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην πολιτική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αλλά κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου (ΕΔΔΑ απόφαση της 27-9-2007 Σ. κατά Ελλάδος σκέψη 37, ΕΔΔΑ απόφαση της 11-2-2003 R. κατά Νορβηγίας, αριθμ. Προσφυγής …97). Το τεκμήριο αυτό δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στο πλαίσιο μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οιουδήποτε άλλου Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιον του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες, ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου (σχετ. ΑΠ 302/2016 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ – ΑΠ 1364/2011 ΝοΒ 60, 568).
Ειδικότερα το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ αποβλέπει στην προστασία των ατόμων που έχουν απαλλαγεί από τα ποινικά δικαστήρια ή έπαυσε η κατ’ αυτών ποινική δίωξη, έτσι ώστε να μην αντιμετωπίζονται από τις δημόσιες αρχές ή άλλα όργανα σαν να ήταν στην πραγματικότητα ένοχοι για την παράβαση που τους είχε αποδοθεί (ίδετε και ΕΔΔΑ, Α. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 12-7-2013, αριθμ. Προσφυγής …/09 § 94) και αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι το τεκμήριο της αθωότητας, ως δικονομικό δικαίωμα, συμβάλλει κυρίως στην τήρηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης και προωθεί ταυτόχρονα τον σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του διωκόμενου προσώπου (ίδετε και ΕΔΔΑ, Κ. κατά Ελλάδος, απόφαση της 28-11-2011, αριθμ. Προσφυγής … § 32). Σε τέτοιες περιπτώσεις, το τεκμήριο της αθωότητας έχει ήδη εμποδίσει να απαγγελθεί άδικη ποινική καταδίκη. Χωρίς προστασία που αποσκοπεί στην τήρηση, σε κάθε μεταγενέστερη διαδικασία, μιας αθώωσης ή μιας απόφασης παύσης της ποινικής δίωξης, οι εγγυήσεις μιας δίκαιης δίκης που προβλέπει το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ θα κινδύνευαν να καταστούν θεωρητικές και απατηλές. Αυτό που είναι κρίσιμο, επίσης, μόλις τελειώσει η ποινική διαδικασία, είναι η φήμη του ενδιαφερομένου και ο τρόπος με τον οποίο την αντιλαμβάνεται το κοινό. Έτσι, δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες μετά την αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου ερμηνεύουν, για τις ανάγκες της νέας δίκης, την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, με εκείνα της νέας δίκης, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες, ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του, παραβιάζουν το τεκμήριο της αθωότητάς του (ΑΠ 1364/2011 ΝοΒ 60, 568).
Επομένως, σε περίπτωση που επιδικάστηκε αποζημίωση σε βάρος πρώην κατηγορουμένου (ο οποίος στη συνέχεια αθωώθηκε) συγχωρείται αναίρεση της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας που δεν αναγνώρισε το τεκμήριο αθωότητας και συνακόλουθα και της αρχής της δίκαιης δίκης, κατά την περ. 1 άρθρ. 559 ΚΠολΔ., γιατί είναι ανεπίτρεπτη, στο πλαίσιο της ενότητας της έννομης τάξης, να δημιουργούνται αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη αθώωσή του (ίδετε και ΕΔΔΑ, Ο. κατά Νορβηγίας απόφαση της 15-5-2008, §§ 51 επ.).
* Ο κ. Κωνσταντίνος Κουτσουλέλος είναι Δικηγόρος Αθηνών και ιδρυτικό μέλος του επιστημονικού σωματείου Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ