fbpx

Διαφορά της πλαστογραφίας 216 ΠΚ και της πλαστογραφίας πιστοποιητικών 217 παρ. 3 ΠΚ – Νομολογία

Χρόνος ανάγνωσης 28 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 28 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ 592/2021 οριοθετούνται οι διαφορές μεταξύ της νέας διάταξης του άρθρο 217 παρ. 3 ΠΚ και της κοινής πλαστογραφίας του 216 ΠΚ.

Σχετική διάταξη. Κατά τη διάταξη του άρθρου 217 παρ. 3 του ισχύοντος Π.Κ.: «Με φυλάκιση τιμωρείται όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πτυχίο ή κάθε πιστοποιητικό γνώσεων ή δεξιοτήτων, ή νοθεύει γνήσιο ή κάνει χρήση αυτών, με σκοπό να καταλάβει θέση εργασίας ή να διεκδικήσει βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της πλαστογραφίας πιστοποιητικού απαιτείται κατάρτιση πλαστού ή νόθευση πτυχίου ή κάθε είδους πιστοποιητικού γνώσεων ή δεξιοτήτων, ή χρήση αυτών. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου να καταλάβει θέση εργασίας ή να διεκδικήσει βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα δηλαδή να έχει κάποια ωφέλεια ο δράστης, χωρίς όμως εντεύθεν να επέρχεται ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλου.

Η διαφορά μεταξύ της διάταξης του άρθρου 216 Π.Κ. και της εξαιρετικής του άρθρου 217 παρ 3 του νέου ΠΚ συνίσταται:

αφ’ ενός μεν στο ότι στην τελευταία διάταξη δεν εμπίπτουν όλα τα κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ’ ΠΚ έγγραφα, αλλά μόνο τα αναφερόμενα σε αυτή,

αφ’ ετέρου δε στον ειδικό σκοπό για τον οποίο τελείται το έγκλημα του άρθρου 217 παρ. 3 του νέου Π.Κ.

Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, πρώτον, ότι αντικείμενο της κατά το άρθρο 217 παρ. 3 πλαστογραφίας δεν συνιστούν πάντα τα κατά το άρθρο 13 §1 γ Π. Κ. έγγραφα, αλλά μόνον τα πτυχία και τα κάθε είδους πιστοποιητικά γνώσεων και δεξιοτήτων και δεύτερον ότι ο συνδεόμενος με την τέλεση του αδικήματος του άρθρου 217 παρ.3 Π.Κ. σκοπός του υπαιτίου πρέπει να αποβλέπει αποκλειστικώς στην κατάληψη θέσης εργασίας ή στη διεκδίκηση βαθμολογικής ή μισθολογικής προαγωγής στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα, χωρίς η προσδοκώμενη από την πράξη ωφέλεια ή η αντίστοιχη ζημία τρίτου να έχουν τη σημασία, την οποία έχουν για τη θεμελίωση της πράξης της βασικής διάταξης του άρθρου 216 Π.Κ. Στην περίπτωση, όμως, που από την πλαστογραφία ή τη νόθευση βλάπτεται άλλος ευθέως στις έννομες αυτού σχέσεις ή το συμφέρον του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα ή, αν, γενικότερα, η πλαστογραφία γίνεται και για άλλο σκοπό, εκτός του υπό του άρθρου 217 αναφερομένου, τότε και αν ακόμη χρησιμοποιούνται έγγραφα προβλεπόμενα από το ίδιο άρθρο, ήτοι πτυχίο ή πιστοποιητικό γνώσεων ή δεξιοτήτων, εφαρμοστέα τυγχάνει η βασική περί πλαστογραφίας διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ και όχι η ειδική διάταξη του άρθρου 217 παρ. 3 Π.Κ. (ΑΠ 720/2020, 1852/2019).

Πραγματικά περιστατικά. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Δικαστήριο δέχθηκε τα εξής: “Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο και τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με την υπ’ αριθμ. 1790/18.8.1999 απόφαση του Προέδρου του Νομαρχιακού Γενικού Νοσοκομείου-Κέντρου Υγείας Κύμης, η οποία εκδόθηκε μετά την με αριθμό 10/16.8.1999 πράξη του διοικητικού συμβουλίου του ΝΓΝ-ΚΥ Κύμης και εγκρίθηκε με την με αριθμό Α9α/24998/30.7 1999 απόφαση του Υπουργού Υγείας και Προνοίας, προκηρύχθηκε μία θέση Διευθυντή Γενικής Ιατρικής ή Παθολογίας “επί θητεία” στο Πολυδύναμο Περιφερειακό Ιατρείο Σκύρου (ΠΠΙ) για την πλήρωση της οποίας ήταν απαραίτητη μεταξύ άλλων δικαιολογητικών η προσκόμιση αντίγραφου πτυχίου ιατρικής. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος δεν κατείχε πτυχίο ιατρικής, την 1.9.1999 υπέβαλε στο ΝΓΝ- ΚΥ Κύμης την με αριθμό πρωτ. …/1.9.1999 αίτηση, προσκομίζοντας εν γνώσει του πλαστό πιστοποιητικό πτυχίου που φερόταν να έχει εκδοθεί στο όνομα Ι. Κ. από το Πανεπιστήμιο της Ρώμης “Η Σοφία” (LA SAPIENZA), στις 7 11.1992, Το ανωτέρω ήταν πλαστό διότι ποτέ δεν είχε εκδοθεί πτυχίο ιατρικής επ’ ονόματί του, ούτε προέκυψε υποστήριξη εκ μέρους του πτυχιακής εργασίας. Εξάλλου, το προσκομιζόμενο πτυχίο δεν έφερε την επισημείωση “APOSTILLE” (σφραγίδα) της Σύμβασης της Χάγης της 5 Οκτωβρίου 1961, για τη βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής, της ιδιότητας με την οποία ενήργησε ο υπογράφων το έγγραφο και της ταυτότητας της σφραγίδας ή του επισήματος που φέρει αυτό. Ακολούθως, με την παράσταση των παραπάνω ψευδών γεγονότων ως αληθινών, έπεισε τους αρμοδίους για την επιλογή των διοριστέων υποψηφίων υπαλλήλους του ΣΚΕΙΟΠΝΙ της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος και λοιπούς υπαλλήλους του Υπουργείου Υγείας ότι διαθέτει το απολύτως απαραίτητο και απαιτούμενο τυπικό προσόν για τον διορισμό του ως Διευθυντή Γενικής Ιατρικής επί θητεία στο ΠΠΙ Σκύρου, ήτοι ότι διαθέτει πτυχίο Ιατρικής, ενώ στη συνέχεια στις 23.12.2004 υπέβαλε προς το Συμβούλιο Επιλογής και Αξιολόγησης Διευθυντών Κλάδου Ιατρών ΕΣΥ το από 23.12.2004 βιογραφικό σημείωμα και στις 12.1.2012 υπέβαλε προς τη Δ/νση, του ΓΝ- ΚΥ Κύμης βιογραφικό σημείωμα όπου ανέφερε ψευδώς, ότι είναι απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ρώμης “LA SAPIENZA” από το έτος 1992 και αιτήθηκε τη μονιμοποίησή του μετά τη συμπλήρωση πενταετούς θητείας στην ως άνω θέση. Με τον τρόπο αυτό έπεισε τους αρμόδιους υπαλλήλους ότι διαθέτει το απαραίτητο για την άσκηση του λειτουργήματος του ιατρού πτυχίο ιατρικής, με αποτέλεσμα να προβούν στη μονιμοποίησή του, η οποία έλαβε χώρα με την με αριθμό Υ10α/40574/18.7.2012 απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Υγείας αναδρομικά από 2.2.2005. Παράλληλα, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την 1.9.1999 όταν υπέβαλε στο ΝΓΝ-ΚΥ Κύμης την ως άνω αίτησή του, έως και τον Αύγουστο του 2013, οπότε και καταβλήθηκε η τελευταία μισθοδοσία του, ελάμβανε ανελλιπώς όλες τις αποδοχές (μισθό, επιδόματα, εφημερίες, κ.λπ.) της ανωτέρω θέσης, προσπορίζοντας έτσι στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, που συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ με αντίστοιχη βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου αποκομίζοντας παράνομα κατά το χρονικό διάστημα από 2.2.2000 έως 31.8.2013 το συνολικό ποσόν των 667.522,56 €. Ειδικότερα με την ενέργειά του αυτή, επεδίωκε όφελος, υπολογιζόμενο, με βάση τον προβλεπόμενο χρόνο συνολικών παροχών, ήτοι τον προβλεπόμενο χρόνο υπηρεσίας μέχρι τη συνταξιοδότησή του, δηλαδή τη διασφάλισή του μέχρι τουλάχιστον τη συνταξιοδότησή του στα 65 έτη, στο ποσόν των 1.037.522,56 ευρώ, δεδομένου ότι κατά την πρόσληψή του στις 2 2.2000 ήταν 42 ετών, (γεννηθείς το έτος 1958 ) έλαβε δε κατά τα έτη υπηρεσίας του από 2.2.2000 έως και την 31.8.2013 το ποσόν των 667.522,56 ευρώ για μισθοδοσία, επιδόματα και εφημερίες, ενώ μέχρι τη συνταξιοδότησή του στο 65° έτος της ηλικίας του θα ελάμβανε ακόμη με βάση τον ετήσιο καθαρό μισθό του το έτος 2012 που ανερχόταν στο ποσόν των 25.000 €, πλέον 12.000 € για εφημερίες, το συνολικό ποσόν των 370.000 € (10 έτη υπηρεσίας X 37.000 ανά έτος). Συνεπώς το συνολικό σκοπούμενο όφελός του (προξενηθέν και απειληθέν) με αντίστοιχη βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου ανέρχεται στο ποσόν του 1.037.522,56 € (667.522,56 € + 370.000 €). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, στοιχειοθετείται τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων: α) της απάτης κατ’ εξακολούθηση εις βάρος του Δημοσίου από την οποία το περιουσιακό όφελος που πέτυχε ο δράστης και η συνολική ζημία που προξενήθηκε στο Δημόσιο, υπερβαίνουν το ποσό 120.000 ευρώ (άρθρα 98 παρ. 2, 386 παρ. 2 του νέου (ν. 4619/2019 ), ΠΚ που είναι επιεικέστερη αυτής του άρθρου 386 παρ. 1,3β του προισχύσαντος ΠΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 1608/1950 που καταργήθηκε με το άρθρο 462 του νέου ΠΚ και β) της χρήσης πλαστού εγγράφου, από την οποία το επιτευχθέν όφελος και η απειληθείσα ζημία του ελληνικού Δημοσίου υπερβαίνουν το ποσό των 120 0000 ευρώ (άρθρα 98 παρ. 2, 216 παρ 2, 4 του νέου ΠΚ, που είναι επιεικέστερη του άρθρου 216 παρ 2,3α του προισχύσαντος ΠΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ 1 του ν. 1608/1950 που καταργήθηκε με το άρθρο 462 του νέου ΠΚ ). Επομένως, ο κατηγορούμενος, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για τις συρρέουσες ως άνω πράξεις.

Απόρριψη ισχυρισμού εφαρμογής του άρθρου 217 παρ. 3 ΠΚ. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι η δεύτερη από τις ως άνω πράξεις φέρει τα στοιχεία του άρθρου 217 παρ. 3 του νέου ΠΚ (πλαστογραφία πιστοποιητικών) και επομένως, ως τιμωρούμενη σε βαθμό πλημμελήματος, υπέκυψε σε παραγραφή, είναι αβάσιμος και απορριπτέος διότι η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις που σκοπός του δράστη είναι να παραπλανήσει άλλον με τη χρήση του πλαστού, ή επιπροσθέτως να βλάψει άλλον ή αν βλαπτόμενος είναι το Δημόσιο, όπως στην προκειμένη περίπτωση (ΑΠ 423/2000, 495/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι η επί μέρους πράξεις του με χρόνο τελέσεως την 1.9.1999 υπέκυψαν στην 20ετή παραγραφή των άρθρων 2, 111 παρ. 112, 113 παρ. 2 ΠΚ είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι σε περίπτωση κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος που θίγει περιουσιακά αγαθά για το οποίο εφαρμόζεται το άρθρο 98 παρ. 2 ΠΚ, όπως εν προκειμένω, ο χρόνος παραγραφής είναι ενιαίος και αρχίζει από την τέλεση της μερικότερης πράξεως και όχι αυτοτελής για κάθε επί μέρους πράξη όπως στην περίπτωση του άρθρου 98 παρ. 1 ΠΚ, στην προκειμένη δε περίπτωση, η τελευταία επί μέρους δράση του κατηγορουμένου έλαβε χώρα στις 23.12.2004 και επομένως ζήτημα παραγραφής των ως άνω πράξεων που ετέλεσε δεν τίθεται (ΑΠ 1242/1997, Γνωμ. Εισ ΑΠ 3/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου περί εφαρμογής του άρθρου 217 παρ. 3 Π.Κ. και περί παραγραφής και τον κήρυξε ένοχο για τις πράξεις α) της τετελεσμένης απάτης κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου με προξενηθείσα ζημία 667.522,56 ευρώ, β) χρήσης πλαστού εγγράφου σε βάρος του ελληνικού δημοσίου με σκοπούμενο όφελος ποσού 1.037.522,56 ευρώ (216 παρ. 4 του νέου Π.Κ.). Με τον μοναδικό λόγο αναίρεσής του ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 2, 111, 112, 113, 216 παρ. 2, 4 και 217 παρ. 3 Π.Κ., διότι υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 2 και 4 Π.Κ. και τον κήρυξε ένοχο χρήσης πλαστού εγγράφου σε βάρος του Δημοσίου, με συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 120.000 ευρώ, ενώ έπρεπε να εφαρμόσει την ειδική επιεικέστερη διάταξη του άρθρου 217 παρ. 3 ίδιου κώδικα και να παύσει οριστικά την σε βάρος του ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής της πράξης που του αποδίδεται. Όμως, με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Εύβοιας ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1, 2, 4 ισχύοντος Π.Κ., τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κακουργηματικής χρήσης πλαστού εγγράφου σε βάρος του Δημοσίου με σκοπούμενο όφελος άνω των 120.000 ευρώ. Ορθοί είναι επίσης, και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στις αναφερόμενες στην απόφαση ουσιαστικές διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1, 2, 4 ισχύοντος Π.Κ., με σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες, οπότε το Δικαστήριο δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Εξάλλου, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις για μη εφαρμογή του άρθρου 217 παρ. 3 Π.Κ., στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται και αιτιολογείται ότι ο σκοπός του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος δεν απέβλεπε αποκλειστικά στην κατάληψη θέσης εργασίας ή στη διεκδίκηση βαθμολογικής ή μισθολογικής προαγωγής στο δημόσιο χωρίς να επέρχεται ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλου, αλλά σαφώς εκτίθεται ότι η χρήση του πλαστού εγγράφου (πτυχίου) έγινε και για άλλο σκοπό, ήτοι προς βλάβη του Δημοσίου, το οποίο υπέστη ευθέως ζημία άνω των 120.000 ευρώ από την ως άνω χρήση του πλαστού εγγράφου. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη ορθά εφαρμόστηκε η γενική διάταξη του άρθρου 216, έναντι αυτής του άρθρου 217 παρ. 3 Π.Κ., με αποτέλεσμα να μην τίθεται θέμα παραγραφής της πράξης που τελέστηκε την 1-9-1999.

Για το ζήτημα της παραγραφής μετά την κατάργηση του ν. 1608/50 Ειδικότερα, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νέου Π.Κ. (Ν.4619/2019), “η επιμήκυνση του χρόνου της παραγραφής (είκοσι έτη αντί δεκαπέντε), εξασφαλίζει τη μείζονα προστασία της πράγματι δημόσιας περιουσίας και καθιστά περιττό τον απαρχαιωμένο και άκρως προβληματικό Ν. 1608/50, ο οποίος καταργείται”. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων είχε παραπεμφθεί και καταδικάστηκε πρωτοδίκως με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 1 Ν. 1608/1950, από το σκεπτικό δε της προσβαλλόμενης απόφασης συνάγεται ότι και κατά της παραδοχές του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ενόψει του συνολικού ποσού του οφέλους που επιδίωξε ο αναιρεσείων και της αντίστοιχης βλάβης του δημοσίου, που δέχθηκε το Δικαστήριο. Επομένως, τόσον κατά το προϊσχύσαν όσο και το ισχύον νομικό καθεστώς, η προθεσμία της παραγραφής είναι εικοσαετής και αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των πέντε ετών (άρθρα 111 παρ. 2 και 113 Π.Κ.), αφού με βάση τις προϊσχύσασες διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1 και 3 Π.Κ. και 1 Ν. 1608/1950, λόγω της προβλεπόμενης ποινής (ισόβιας κάθειρξης), η προθεσμία παραγραφής ήταν εικοσαετής (άρθρο 111 παρ. 2 περ. α’ προϊσχύσαντος Π.Κ.), ενώ ίδια προθεσμία προβλέπεται και στο άρθρο 216 παρ. 4 τελευταίο εδάφιο).

Ομοίως έχει κρίνει και η ΑΠ 720/2020 «η κατηγορούμενη στο Ηράκλειο Κρήτης κατά το χρονικό διάστημα από την 20.6.2001 έως την 12-6-2003, νόθευσε τη με αριθμό πρωτοκόλλου …../16.9.1988 απόφαση χορήγησης επάρκειας διδασκαλίας της ιταλικής γλώσσας σε φροντιστήρια του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, αλλοιώνοντας το τελευταίο ψηφίο του αριθμού πρωτοκόλλου αυτής “…/16.9.1988” και τη λέξη “Ιταλική”, ήτοι θέτοντας στη θέση των παραπάνω στοιχείων του γνησίου εγγράφου ως αριθμό πρωτοκόλλου τον αριθμό “…” και ως γλώσσα την “Αγγλική” και ακολούθως ως αριθμό πρωτοκόλλου τον αριθμό “…” και ως γλώσσα την “Γαλλική”. Η νόθευση του παραπάνω εγγράφου χορήγησης άδειας επάρκειας προσόντων στην Ιταλική γλώσσα προκύπτει από την αντιπαραβολή του επικυρωμένου αντιγράφου αυτού με την απλή φωτοτυπία των δύο εγγράφων χορήγησης άδειας επάρκειας προσόντων στην Αγγλική και στη Γαλλική αντίστοιχα γλώσσα, που προσκόμισε στον ΟΚΑΝΑ, σύμφωνα με την οποία: α)και τα τρία έγγραφα χορήγησης άδειας επάρκειας προσόντων στην Ιταλική, Αγγλική και Γαλλική αντίστοιχα γλώσσα έφεραν την ίδια ημερομηνία έκδοσης (16.9.1998), β)έφεραν συνεχόμενους αριθμούς πρωτοκόλλου, που διαφοροποιούνται μόνο ως προς το τελευταίο ψηφίο …, … και … αντίστοιχα), παρόλο που και οι τρεις αναφέρονται στην ίδια γνωμοδότηση του Συμβουλίου Θεμάτων Ιδιωτικής Εκπαίδευσης ήτοι τη με αριθμό ….8.1998 Πράξη, γ)οι λέξεις και οι αριθμοί, που έχουν γραφεί με γραφομηχανή και στα τρία έγγραφα είναι τοποθετημένοι στα ίδια σημεία και με τις ίδιες αποστάσεις από το λοιπό κείμενο και δ)οι υπογραφές και οι σφραγίδες επικύρωσης έχουν τεθεί και στα τρία έγγραφα στο ίδιο ακριβώς σημείο και με τον ίδιο τρόπο. Τα δύο νοθευμένα αυτά έγγραφα προσκόμισε στα αρμόδια όργανα του ΟΚΑΝΑ, που είναι αυτοδιοικούμενο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, ιδρύθηκε δυνάμει των άρθρων 1-4 του Ν. 2161/1993 {ΦΕΚ 119 τ. Α`) και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης προκειμένου να επιτύχει τον διορισμό της με τη με αριθμό …2001 Προκήρυξη του Ο.ΚΑ.ΝΑ. και την κάλυψη της μίας θέσης Υπαλλήλου Γραφείου Π.Ε. του κλάδου Διοικητικού και Λοιπού Προσωπικού στην πόλη του Ρεθύμνου, στην περιγραφή της οποίας συμπεριλαμβανόταν ως προσόν διορισμού μεταξύ άλλων και η άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας. Με αυτόν τον τρόπο πέτυχε να υποσκελίσει τους συνυποψήφιους της για την εν λόγω θέση εργασίας και να παραπλανήσει τα αρμόδια όργανα του ΟΚΑΝΑ ώστε να θεωρήσουν δηλαδή αυτά ότι ήταν η ιδανική υποψήφια για την πλήρωση της θέσης της υπαλλήλου γραφείου, καθώς κατείχε άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας, που ήταν προαπαιτούμενη για τη συμμετοχή στο διαγωνισμό, αλλά και της γαλλικής γλώσσας, πλέον της ιταλικής γλώσσας, της οποίας πράγματι είχε επάρκεια γνώσεως και τελικά να επιλεγεί για την προκηρυχθείσα θέση και να προσπορίσει στον εαυτό της το ποσό των αποδοχών που της καταβλήθηκε για το χρονικό διάστημα 2003-2015, συνολικού ύψους 323.279,41 ευρώ, ήτοι υπερβαίνον το ποσό των 150.000 ευρώ. Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε με σαφήνεια ότι με τη συμπεριφορά της κατηγορουμένης στοιχειοθετείται πλήρως κατά την αντικειμενική και υποκειμενική του υπόσταση το έγκλημα της τελεσθείσας κατ` εξακολούθηση πλαστογραφίας μετά χρήσεως,…… Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, εφόσον, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η εκ μέρους της αναιρεσείουσας νόθευση και χρήση των πλαστών εν προκειμένω πιστοποιητικών γνώσεων έγινε και για άλλο σκοπό, εκτός της κατάληψης θέσης εργασίας που διαλαμβάνεται στο άρθρο 217 παρ. 3 ΠΚ, και συγκεκριμένα, διότι σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό της περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου, ήτοι του συνυποψηφίου της, ο οποίος είναι βέβαιο ότι θα καταλάμβανε τη θέση αυτή και υπέστη βλάβη ισόποση με το περιουσιακό όφελος της αναιρεσείουσας, εφαρμοστέα στην προκείμενη περίπτωση είναι η διάταξη του άρθρου 216 παρ.1,3 ΠΚ, την οποία, κατά τα προαναφερθέντα, ορθά εφάρμοσε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και όχι εκείνη του άρθρου 217 παρ. 3 ΠΚ”.

Αντίθετα με την ΑΠ 1356/2020 κρίθηκαν τα ακόλουθα: «Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 217 παρ. 3 (πλαστογραφία πιστοποιητικών) του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ «Με φυλάκιση τιμωρείται όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πτυχίο ή κάθε πιστοποιητικό γνώσεων ή δεξιοτήτων, ή νοθεύει γνήσιο ή κάνει χρήση αυτών, με σκοπό να καταλάβει θέση εργασίας ή να διεκδικήσει βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα.» Με την ειδική αυτή διάταξη του νέου ΠΚ, η πλαστογραφία των αναφερόμενων εγγράφων της συγκεκριμένης κατηγορίας ή η χρήση τους, εφόσον γίνεται με το συγκεκριμένο σκοπό της κατάληψης θέσης εργασίας ή τη διεκδίκηση βαθμολογικής ή μισθολογικής προαγωγής, αποτελεί πλημμέλημα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη και το ύψος οφέλους ή ζημίας που επήλθε από την τέλεσή του, που δεν ανάγονται από τον νόμο σε συστατικά στοιχεία του εγκλήματος αυτού, και ως εκ τούτου το αδίκημα συντελείται και όταν δεν υπάρχει ζημία, όπως συμβαίνει όταν οι καταβληθείσες αποδοχές ισοσταθμίζονται πλήρως με την παρασχεθείσα εργασία. Στην προκείμενη περίπτωση, ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος για κακουργηματική πλαστογραφία σε βάρος του Δημοσίου, κατά τα άρθρα 216 παρ. 3 εδ. α΄ του προϊσχύσαντος ΠΚ και 1 παρ. Ια του καταργηθέντος ν. 1608/1950, και δη για πλαστογραφία από αυτόν με χρήση του αποδεικτικού απόλυσης του 4ου Γενικού Λυκείου …, το οποίο πλαστό αποδεικτικό προσκόμισε στα αρμόδια όργανα του Δημοσίου με σκοπό την πρόσληψή του στην ελληνική αστυνομία, όπου πράγματι προσλήφθηκε ως συνοριακός φύλακας, αποκομίζοντας περιουσιακό όφελος σε βάρος του Δημοσίου, ανερχόμενο στο ποσό των 286.980 ευρώ που αντιστοιχεί στις ληφθείσες τακτικές μικτές αποδοχές, επιδόματα και αποζημιώσεις. Η πράξη αυτή που, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, έγινε με σκοπό την πρόσληψη του κατηγορούμενου στην ελληνική αστυνομία, φέρει τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του άρθρου 217 παρ. 3 του νέου ΠΚ, οι διατάξεις του οποίου είναι ευμενέστερες αυτών, με βάση τις οποίες καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, αφού μεταβάλλουν το κακούργημα, για το οποίο καταδικάσθηκε αυτός, σε πλημμέλημα, υποκείμενο, κατόπιν της νομοθετικής αυτής μεταβολής, σε βραχύτερη παραγραφή έναντι αυτής για τα κακουργήματα που ορίζεται, κατά τα άρθρο 111 παρ. 2 ΠΚ, σε 15 έτη και με τον υπολογισμό του χρόνου της αναστολής σε 20 έτη. Το αξιόποινο δε της πλημμεληματικής αυτής πράξης του άρθρου 217 παρ. 3 του νέου ΠΚ, που κατά την προσβαλλόμενη τελέσθηκε από τον μήνα Μάιο μέχρι και τις αρχές Ιουλίου έτους 2001, έχει εξαλειφθεί λόγω παραγραφής αφού από τον χρόνο τέλεσής της, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των οκτώ ετών. Κατόπιν τούτων, και εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, περιέχουσα παραδεκτούς λόγους αναίρεσης (510 παρ. 1 Δ΄, Ε΄ ΚΠΔ) πρέπει, κατ’ αυτεπάγγελτη εφαρμογή, κατά τα άρθρα 2 παρ. 1 ΠΚ και 511 εδ. δ΄ ΚΠΔ, της ισχύσασας μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης ευμενέστερης και ως προς τον χρόνο παραγραφής διάταξης του άρθρου 217 παρ. 3 του νέου ΠΚ: α) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και β) να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου λόγω παραγραφής, κατά τα άρθρα 368 εδ. α΄ περ. β΄ ΚΠΔ, για την ανωτέρω πράξη. Με την προαναφερθείσα ειδική αυτή διάταξη (217 παρ. 3 ΠΚ), περί πλαστογραφίας ή χρήσης των αναφερόμενων πλαστών πιστοποιητικών με σκοπό την κατάληψη θέσης εργασίας ή τη μισθολογική ή βαθμολογική προαγωγή, επιλύονται τα προβλήματα που είχαν ανακύψει αναφορικά με την αποκαλούμενη «απάτη περί την πρόσληψη», στην υπόσταση δε του εν λόγω εγκλήματος,(217 παρ. 3 ΠΚ) που έχει ιδίαν εγκληματική απαξία, περιλαμβάνονται τα στοιχεία της όλης εγκληματικής συμπεριφοράς της σχετικής με αυτήν την «απάτη περί την πρόσληψη». Ειδικότερα, στη διάταξη αυτή που καλύπτει πλήρως την όλη απαξία της πράξης, όπως προκύπτει από τη διατύπωσή της, εμπεριέχεται και εντάσσεται εννοιολογικά σε αυτήν η γενόμενη με τη χρήση των αναφερόμενων πλαστών πιστοποιητικών πράξη της εξαπάτησης για την πρόσληψη στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, αναγκαία και λογική συνέπεια της οποίας (πρόσληψης) είναι η καταβολή αποδοχών, που κατά κανόνα ισοσταθμίζονται με την παρασχεθείσα εργασία από τον δράστη, ο οποίος αποβλέπει στις αποδοχές αυτές ως αντιστάθμισμα ακριβώς για την παρασχεθείσα εκ μέρους του εργασία και όχι ως παράνομο όφελος. Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα συρροής και μάλιστα αληθινής της διάταξης του άρθρου 217 παρ. 3 ΠΚ με αυτήν της απάτης. Εξάλλου, όταν γίνεται δεκτό ότι συντρέχει, ως πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου, ο σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή και σε άλλον (τρίτον) παράνομο περιουσιακό όφελος, όπως απαιτείται στην απάτη, λογικά δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του 217 παρ. 3 ΠΚ, κατά την οποία αποκλειστικός σκοπός του δράστη είναι η πρόσληψη ή η μισθολογική ή βαθμολογική προαγωγή, και δεν στοιχειοθετείται το συγκεκριμένο αδίκημα, όταν ο σκοπός του δράστη είναι άλλος πλην αυτού, οπότε εφαρμοστέες είναι άλλες διατάξεις. …Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα αυτοτελώς και για την πράξη της κακουργηματικής απάτης, δεχόμενο ότι αυτός, με τη χρήση και μόνο του αναφερόμενου πλαστού απολυτηρίου Λυκείου, εξαπάτησε τα όργανα του Δημοσίου «ώστε να πετύχει την πρόσληψή του στις 20.7.2001 στην Ελληνική Αστυνομία ως συνοριακός φύλακας και στη συνέχεια στο αστυνομικό προσωπικό γενικών καθηκόντων και να πετύχει παράνομο περιουσιακό όφελος ανερχόμενο τουλάχιστον στο ποσό των 286.980,00 ευρώ, που αντιστοιχεί στις τακτικές μικτές αποδοχές, επιδόματα και αποζημιώσεις, που έλαβε από τις 20.7.2001 οπότε προσλήφθηκε μέχρι τις 30.9.2015, οπότε απολύθηκε, σε βάρος της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου …». Η συμπεριφορά αυτή, κατά τα προεκτεθέντα, εντάσσεται στη διάταξη του άρθρου 217 παρ. 3 ΠΚ, με την οποία καλύπτεται η όλη απαξία της συνολικής συμπεριφοράς σχετικά με την παράνομη μη πρόσληψη, η οποία μάλιστα επιτεύχθηκε με τη χρήση και μόνο του πλαστού απολυτηρίου, και η οποία είναι εφαρμοστέα ως ευμενέστερη έναντι αυτής της κακουργηματικής απάτης, μη συρρέουσα αληθώς με αυτήν και επομένως δεν είναι επιτρεπτή η αυτοτελής τιμώρηση της πράξης της απάτης. Συνεπώς, πρέπει, κατ’ αυτεπάγγελτη εφαρμογή της ευμενέστερης διάταξης του άρθρου 217 παρ. 3 ΚΠΔ, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και ως προς τη διάταξή της περί ενοχής για κακουργηματική απάτη και να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 518 ΚΠΔ.»

Όμοια με την ανωτέρω και η ΑΠ 1753/2019: «Ο κατηγορούμενος την 17.10.2013 στην … αλλοίωσε το περιεχόμενο του ως άνω υπ’ αριθμ. πρωτ. … Πιστοποιητικού Αγγλικής Γλώσσας της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης, ως προς την βαθμολογία και ανέγραψε ομοίως, ως βαθμολογία στο listening 495, Reading 455, Total 950 στη θέση των γνησίων listening 365, Reading 215, Total 580. Στην συνέχεια και αφού κλήθηκε από το Σώμα Επιθεώρησης Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης να προσκομίσει το σχετικό γνήσιο πιστοποιητικό, την 21.10.2013 προσκόμισε στην ανωτέρω υπηρεσία του Νομού … που εδρεύει στην …, το ανωτέρω αλλοιωμένο έγγραφο, προκειμένου να αποδείξει ότι κατέχει το συγκεκριμένο πιστοποιητικό γνώσης της αγγλικής γλώσσας με αυτό το περιεχόμενο. Την πράξη του αυτή ομολόγησε ο κατηγορούμενος απολογούμενος. Ωστόσο διατείνεται με σχετικό ισχυρισμό του, ότι σκοπός του ήταν, να επιτύχει την κοινωνική του πρόοδο και την άμεση συντήρησή του με την ένταξή του, κατά τον αποδιδόμενο χρόνο στην Ελληνική Αστυνομία. Ειδικότερα διατείνεται ότι νόθευσε το ως άνω πιστοποιητικό κατά τα προαναφερόμενα στοιχεία και το προσκόμισε στην αρμόδια υπηρεσία, αρχικά το έτος 2008, καίτοι διέθετε τα τυπικά προσόντα για την πρόσληψή του στη δημοτική αστυνομία και δεν ήταν απαραίτητη προς τούτο η νόθευση του πιστοποιητικού, αλλά προέβη σε αυτή για να επιτύχει την κοινωνική του εξέλιξη και την άμεση συντήρησή του με τον διορισμό του στην υπηρεσία, πράξη την οποία επανέλαβε, για τον ίδιο σκοπό, ήτοι προκειμένου να ενταχθεί στην Ελληνική Αστυνομία, το έτος 2013. Για τον λόγο δε αυτό, εφαρμοστέα τυγχάνει η διάταξη του άρθρου 217 ΠΚ και όχι αυτή του άρθρου 216 ΠΚ».

Όμοια επίσης και η ΑΠ 423/2020 : «Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 217 § 1 του νέου Ποινικού Κώδικα, η οποία είναι επιεικέστερη έναντι εκείνης του αντίστοιχου άρθρου 217 § 1 του παλαιού Ποινικού Κώδικα, αφού με τη νέα διάταξη προβλέπεται για τη συγκεκριμένη πράξη χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας, ενώ με εκείνη προβλεπόταν φυλάκιση μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή, “όποιος με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού του ίδιου ή άλλου καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πιστοποιητικό ή μαρτυρικό ή άλλο έγγραφο που κατά προορισμό χρησιμεύει για τέτοιους σκοπούς ή εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο, τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας”. Κατά τη διατύπωση αυτής της διατάξεως, η αντικειμενική υπόσταση του σχετικού εγκλήματος συνίσταται στην κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου δημόσιου ή ιδιωτικού, που ανήκει στην κατηγορία των πιστοποιητικών ή μαρτυρικών, ή τη χρήση τέτοιου εγγράφου. Υποκειμενικώς, απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου να διευκολύνει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου πιστοποιητικού ή μαρτυρικού την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού ή άλλου, δηλαδή να έχει κάποια ωφέλεια αυτός ή άλλος, σχετικά με τις ως άνω βιοτικές ανάγκες, χωρίς όμως, εντεύθεν να επέρχεται ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλου. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται: α) ότι αντικείμενο του εν λόγω εγκλήματος δεν είναι όλα τα κατά το άρθρο 13 παρ. 1 στοιχ. γ’ του ΠΚ έγγραφα, αλλά μόνο πιστοποιητικά ή μαρτυρικά ή και άλλα συναφή έγγραφα, που κατά προορισμό χρησιμεύουν για τέτοιους σκοπούς και β) ότι ο συνδεόμενος με την τέλεση του εν λόγω εγκλήματος σκοπός του υπαιτίου πρέπει να αποβλέπει αποκλειστικώς στην άμεση συντήρηση, στην κίνηση ή στην κοινωνική πρόοδο του δράστη ή κάποιου άλλου, χωρίς όμως η προσδοκώμενη από την πράξη ωφέλεια ή η αντίστοιχη ζημία τρίτου να έχει τη σημασία, την οποία έχει για τη θεμελίωση της βασικής διατάξεως του άρθρου 216 § 1 του ΠΚ. Στην περίπτωση, όμως, που από την πλαστογραφία βλάπτεται άλλος ευθέως στις έννομες αυτού σχέσεις ή το συμφέρον της δημόσιας υπηρεσίας ή, αν, γενικότερα, η πλαστογραφία γίνεται για άλλο σκοπό, εκτός του προαναφερόμενου, τότε και αν ακόμη χρησιμοποιούνται έγγραφα, προβλεπόμενα από το ίδιο άρθρο ως πιστοποιητικά ή μαρτυρικά, εφαρμόζεται η βασική περί πλαστογραφίας διάταξη του άρθρου 216 § 1 του ΠΚ και όχι η ειδική διάταξη του άρθρου 217 § 1 του ίδιου Κώδικα. Περαιτέρω, μολονότι το βασικό έγκλημα της πλαστογραφίας πιστοποιητικών τιμωρείται ηπιότερα έναντι της πλαστογραφίας, εν τούτοις, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου “με ποινή φυλάκισης τιμωρείται όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πτυχίο ή κάθε πιστοποιητικό γνώσεων ή δεξιοτήτων, ή νοθεύει γνήσιο ή κάνει χρήση αυτών, με σκοπό να καταλάβει θέση εργασίας ή να διεκδικήσει βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα”. Η διάταξη αυτή είναι επιεικέστερη, τόσο έναντι εκείνης του άρθρου 216 § 1 του παλαιού Ποινικού Κώδικα, αφού προβλέπει ποινή φυλάκισης με μικρότερο κατώτατο όριο χωρίς την επιβαρυντική περίσταση της χρήσης του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, όσο και έναντι εκείνης του άρθρου 216 § 1 του νέου Ποινικού Κώδικα, αφού προβλέπει μόνο ποινή φυλάκισης……Περαιτέρω, μολονότι το βασικό έγκλημα της πλαστογραφίας πιστοποιητικών τιμωρείται ηπιότερα έναντι της πλαστογραφίας, εν τούτοις, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου “με ποινή φυλάκισης τιμωρείται όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πτυχίο ή κάθε πιστοποιητικό γνώσεων ή δεξιοτήτων, ή νοθεύει γνήσιο ή κάνει χρήση αυτών, με σκοπό να καταλάβει θέση εργασίας ή να διεκδικήσει βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα”. Η διάταξη αυτή είναι επιεικέστερη, τόσο έναντι εκείνης του άρθρου 216 § 1 του παλαιού Ποινικού Κώδικα, αφού προβλέπει ποινή φυλάκισης με μικρότερο κατώτατο όριο χωρίς την επιβαρυντική περίσταση της χρήσης του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, όσο και έναντι εκείνης του άρθρου 216 § 1 του νέου Ποινικού Κώδικα, αφού προβλέπει μόνο ποινή φυλάκισης……Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ’ είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος της αποφάσεως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “η κατηγορουμένη στην Αθήνα στις 9-12-13, κατά την κατάθεσή της με αρ. πρωτ…/9-12-2013 αρχικής αίτησής της προς την 1η Υγειονομική Περιφ. Αττικής για την εγγραφή της στο Μητρώο Αποκλειστικών Νοσοκόμων της ως άνω Υπηρεσίας, με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους της 1ης Υ.ΠΕ. Αττικής σχετικά με το δυνάμενο να έχει έννομες συνέπειες γεγονός ότι συνέτρεχαν στο πρόσωπό της οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εγγραφή της στο Μητρώο Αποκλειστικών Νοσοκόμων που θα καταρτιζόταν από την ως άνω Υπηρεσία για το 2014, επεσύναψε ως συνημμένο δικαιολογητικό αντίγραφο της από 16-6-2004 πλαστής βεβαίωσης ελληνομάθειας του Διδασκαλείου Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Διατμηματικού Προγράμματος Διδασκαλίας της Νέας Ελληνικής ως Ξένης Γλώσσας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ. Πρέπει συνεπώς να κηρυχθεί ένοχη για την πράξη αυτή, όπως κατηγορείται, απορριπτομένου του ισχυρισμού περί μεταβολής της κατηγορίας, αφού εν προκειμένω εκ της πλαστογραφίας βλάπτεται ευθέως το συμφέρον της ως άνω δημόσιας Υπηρεσίας και εκ τούτου εφαρμοστέα τυγχάνει η διάταξη του άρθρου 216 του ΠΚ και όχι η ειδική διάταξη του άρθρου 217 του ΠΚ (βλ. ΑΠ 8/2017 δημ. ΝΟΜΟΣ)”. Στη συνέχεια, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε την κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα ένοχη για την αξιόποινη πράξη της χρήσεως πλαστού, μετά δε την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού της περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό της της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β’ του ΠΚ, επέβαλε στην αναιρεσείουσα για την πράξη αυτή ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών [συγχωνευθείσα σε μεγαλύτερη συνολική ποινή, που περιλάμβανε και άλλες ισόχρονες ποινές και ανασταλείσα επί τριετία], με το ακόλουθο διατακτικό: “…..Σύμφωνα όμως με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, η επιμέρους αυτή πράξη της χρήσεως της πλαστής βεβαιώσεως ελληνομάθειας, για την οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, υπάγεται στη νομοτυπική μορφή του άρθρου 217 § 3 του νέου Ποινικού Κώδικα, που άρχισε να ισχύει την 1η.7.2019 και η οποία, ως προβλέπουσα επιεικέστερη τιμωρία, είναι εφαρμοστέα στην προκείμενη περίπτωση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 § 1 του ΠΚ και 511 εδ. γ’ του ΚΠοινΔ».

Σχετική και η ΑΠ 445/2020 με την οποία ήδη το δευτεροβάθμιο έχει κρίνει ότι τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 217 παρ. 3 και ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να χειροτερεύσει την θέση του αναιρεσείοντος. Ενδιαφέρουσα είναι η ερμηνεία της νέας διάταξης αναφορικά με το δόλο: «Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο, κατ’ αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικώς το έγκλημα, εκτός αν αξιώνονται από τον νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), όπως συμβαίνει στην ενδιαφέρουσα στην προκείμενη περίπτωση πράξη της πλαστογραφίας πτυχίου του άρθρου 217 παρ. 3 Π Κ, όπου απαιτείται ειδική αιτιολογία του σκοπού του υπαιτίου να καταλάβει θέση εργασίας ή να διεκδικήσει βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα»

Συμπεράσματα από τη νομολογία. Η νέα διάταξη του άρθρου 217 παρ.3 ΠΚ ίσως αποτελέσει και ζήτημα που θα απασχολήσει την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, αφού δεν υπάρχει ομοφωνία για την εφαρμογή της στα τμήματα του ΑΠ που έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα. Οι πλέον, μέχρι σήμερα, πρόσφατες αποφάσεις ΑΠ 592/2021 και ΑΠ 720/2020 προβαίνουν σε μία συσταλτική ερμηνεία της διάταξης και επιχειρούν μία οριοθέτηση του σκοπού του δράστη ο οποίος :

θα πρέπει να αποβλέπει αποκλειστικά στην κατάληψη θέσης εργασίας ή στη διεκδίκηση βαθμολογικής ή μισθολογικής προαγωγής στο δημόσιο χωρίς να επέρχεται ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλου και

να μην σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό της περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου, ακόμα και του συνυποψηφίου του, ο οποίος ήταν βέβαιο ότι θα καταλάμβανε τη θέση αυτή και υπέστη βλάβη ισόποση με το περιουσιακό όφελος του δράστη.

Παραδείγματα: Α. Αν σε μία προκήρυξη πρόσληψης προβλεπόταν ότι θα προσληφθούν όλοι όσοι, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, προσέλθουν και υποβάλουν δικαιολογητικά, με κύριο και απαραίτητο προσόν να έχουν διδακτορικό τίτλο ορισμένου γνωστικού αντικειμένου με βαθμό άριστα, και την τελευταία μέρα προσέλθει ο Α και προσκομίσει το συγκεκριμένο τίτλο με άριστα, βαθμό όμως που έχει αλλοιώσει από το πραγματικό «λίαν καλώς» σε «άριστα», αυτή η συμπεριφορά πρέπει να θεωρηθεί ότι υπάγεται στην διάταξη 217 παρ.3 ΠΚ.

Αν όμως δεν έχει καθόλου διδακτορικό τίτλο και επομένως δεν έχει καθόλου τις ιδιότητες που απαιτεί η προκήρυξη, και κατασκευάσει εξ υπαρχής ένα διδακτορικό τίτλο με βαθμό άριστα, τότε βλάπτεται και τρίτος (ο εργοδότης) ο οποίος προσλαμβάνει ένα άτομο που δεν έχει το απαραίτητο τυπικό προσόν για τη θέση και αμείβεται για τη θέση αυτή χωρίς να έχει τα τυπικά προσόντα. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις της πλαστογραφίας 216 ΠΚ

Β. Ο Α συμμετέχει σε διαγωνισμό του δημοσίου για πρόσληψη ιατρού για να καλύψει ανάγκες δημόσιας υπηρεσίας. Προκειμένου να προσληφθεί κατασκευάζει εξ υπαρχής πτυχίο ιατρικής, το οποίο και καταθέτει και έχοντας και τα περαιτέρω τυπικά προσόντα που απαιτεί η προκήρυξη, επιλέγεται για τη θέση. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη της 217 παρ. 3 ΠΚ, διότι η ιδιότητα του ιατρού την οποία προσδίδει ο δράστης στον εαυτό του, πέραν από τον σκοπό της πρόσληψης του, έχει και περαιτέρω συνέπειες στο κοινωνικό σύνολο, το οποίο βλάπτεται από κάποιον που, ενώ δεν είναι ιατρός, παρέχει ιατρικές υπηρεσίες. Συνεπώς εδώ θα πρέπει να εφαρμοσθούν οι διατάξεις για την πλαστογραφία 216 ΠΚ. Ομοίως θα κριθούν και οι περιπτώσεις δικηγόρων, αρχιτεκτόνων, πολιτικών μηχανικών κλπ. Στις περιπτώσεις αυτές βλάπτονται περαιτέρω και οι επιστημονικοί φορείς στις οποίες ο δράστης εγγράφεται ως μέλος (ιατρικός σύλλογος, δικηγορικός σύλλογος, ΤΕΕ κ.λπ.).

Η διάταξη της 217 παρ.3 ΠΚ, μέχρι η νομολογία του Αρείου Πάγου να παγιωθεί, θα μας απασχολήσει ξανά.

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -