Από τη διάταξη του άρθρου 1714 ΑΚ προκύπτει ότι κληροδοσία είναι η με διαθήκη παροχή σε κάποιον περιουσιακής ωφέλειας, χωρίς αυτός να είναι κληρονόμος. Με την κληροδοσία δηλαδή ο διαθέτης καταλείπει σε κάποιον ορισμένο αντικείμενο, χωρίς ωστόσο να επιθυμεί να τον καταστήσει καθολικό διάδοχό του. Αντικείμενο της κληροδοσίας μπορεί να είναι κάθε περιουσιακή ωφέλεια και γενικότερα κάθε παροχή αποτιμητή σε χρήμα (π.χ. μεταβίβαση κυριότητας ή νομής πράγματος, σύσταση δουλείας ή εμπράγματης ασφάλειας, μεταβίβαση απαίτησης, παραχώρηση χρήσης πράγματος, παροχή διατροφής ή ισόβιας προσόδου, απαλλαγή από υποχρέωση) ή και μη αποτιμητή (π.χ. κληροδοσία οικογενειακού κειμηλίου). Κληροδόχος μπορεί να ορισθεί οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, έστω και αν δεν έχει ακόμη γεννηθεί ή συλληφθεί ή (όταν είναι νομικό πρόσωπο) δεν έχει συσταθεί κατά τον θάνατο του διαθέτη. Για να είναι ωστόσο έγκυρη η σύσταση κληροδοσίας, θα πρέπει να καθορίζεται η ταυτότητα του κληροδόχου ή έστω να αναφέρεται ορισμένος κύκλος προσώπων από τα οποία θα γίνει η επιλογή (ΑΚ 1971). Επιπλέον, απαιτείται ο κληροδόχος να είναι ορισμένο πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, δηλαδή υποκείμενο δικαίου. Αντικείμενο δικαίου (π.χ. ένα ζώο, ένα ακίνητο) δεν μπορεί να είναι κληροδόχος, καθώς δεν μπορεί να είναι φορέας δικαιωμάτων.
Κατά κανόνα, ο κληροδόχος αποκτά με την κληροδοσία το ενοχικό δικαίωμα να απαιτήσει από τον βεβαρημένο την παροχή του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε (ΑΚ 1995). Εξαίρεση από τον βασικό αυτόν κανόνα εισάγει η ΑΚ 1996, σύμφωνα με την οποία, όταν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, ο κληροδόχος αποκτά το κληροδότημα «αμέσως και αυτοδικαίως», χωρίς την παρεμβολή του βεβαρημένου. Προϋποθέσεις για την άμεση και αυτοδίκαιη κτήση του κληροδοτήματος από τον κληροδόχο είναι: (α) το κληροδοτηθέν αντικείμενο να ανήκε στον διαθέτη, να είναι δηλαδή στοιχείο της κληρονομίας· (β) το εν λόγω αντικείμενο να είναι επαρκώς εξειδικευμένο, δηλαδή ορισμένο· (γ) βεβαρημένος με την κληροδοσία να είναι ο κληρονόμος (όπως θα συμβαίνει κατά κανόνα, δυνάμει της ΑΚ 1967 § 2) και (δ) ο διαθέτης να μη διέταξε διαφορετικά, αφού η ΑΚ 1996 περιέχει κανόνα ενδοτικού δικαίου. Όταν πάντως το αντικείμενο της κληροδοσίας δεν ανήκει στην κληρονομία (όπως π.χ. όταν ο διαθέτης υποχρεώνει τον βεβαρημένο να δώσει στον κληροδόχο ορισμένο χρηματικό ποσό από δικά του χρήματα), δεν εφαρμόζεται η ΑΚ 1996. Στην περίπτωση αυτή ο κληροδόχος αποκτά απλώς ενοχική απαίτηση κατά του βεβαρημένου να του παράσχει το αντικείμενο που κληροδοτήθηκε, κατ’ εφαρμογήν της ΑΚ 1995.
Σύμφωνα με το άρθρο 1715 ΑΚ, ο κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη να υποχρεώσει τον κληρονόμο ή τον κληροδόχο σε παροχή, χωρίς να προσπορίσει σε άλλον δικαίωμα σε αυτή την παροχή. Πρόκειται για την περίπτωση του τρόπου (modus). Συνεπώς, τρόπος είναι η υποχρέωση προς παροχή, που ο διαθέτης επιβάλλει με τη διαθήκη του στον κληρονόμο, τον καταπιστευματοδόχο ή τον κληροδόχο, χωρίς όμως να προσπορίζεται σε άλλον δικαίωμα σε αυτή την παροχή (βλ. ΑΠ 440/1982 ΝοΒ 31, 45· ΕφΠειρ 692/2018 Qualex, ΕφΑθ 1972/2002 ΕλλΔνη 2005, 255· ΕφΑθ 8465/2001 ΕλλΔνη 2003, 847). Ο τρόπος δεν περιέχει επίδοση, αφού ο υπέρ ου η υποχρέωση δεν πορίζεται λόγω της υπάρξεως της υποχρεώσεως αυτής περιουσιακό όφελος, δεν καθίσταται δανειστής του βεβαρημένου με τον τρόπο. Σε περίπτωση παραβιάσεως του τρόπου εκ μέρους του βεβαρημένου δεν επέρχεται έκπτωση ή περιορισμός αυτού ως προς το κληρονομικό του δικαίωμα ή τα καταλειφθέντα σε αυτόν δικαιώματα, εκτός αν η μη εκτέλεση του τρόπου έχει τεθεί συγχρόνως και ως διαλυτική αίρεση της εγκαταστάσεως του βεβαρημένου.
Με τον τρόπο δημιουργείται τριγωνική σχέση, στην οποία μετέχουν τα εξής μέρη: Ο βεβαρημένος με την υποχρέωση, το πρόσωπο που, χωρίς να ωφελείται από την εκπλήρωση της υποχρεώσεως, νομιμοποιείται να αξιώσει την εκπλήρωσή της (βλ. ΑΚ 2014) και τρίτος (όχι απαραίτητα πρόσωπο) που ωφελείται μεν από την εκπλήρωση του τρόπου, αλλά δεν νομιμοποιείται να αξιώσει την εκπλήρωσή του («ωφελούμενος»). Κατά τούτο η δημιουργούμενη με τον τρόπο τριγωνική σχέση παρουσιάζει αναλογία με τη μη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου. Ωφελούμενος με τρόπο δεν είναι αναγκαίο να είναι κάποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δηλαδή υποκείμενο δικαίου. Σημασία έχει η εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, που μπορεί να αναφέρεται και σε αντικείμενα δικαίου (π.χ. ζώο ή ακίνητο). Ακόμη και στις περιπτώσεις που με τον τρόπο ωφελούνται φυσικά ή νομικά πρόσωπα, πάλι μέσω της ωφέλειας αυτής εξυπηρετείται κάποιος σκοπός. Επομένως, σε τελική ανάλυση, με τον τρόπο «ωφελείται» κατ’ ουσίαν κάποιος σκοπός, ο οποίος κατά τη βούληση του διαθέτη είναι άξιος εξυπηρετήσεως. Αρκεί μάλιστα για την εγκυρότητα της σχετικής διάταξης ο προσδιορισμός από τον διαθέτη του σκοπού του τρόπου, χωρίς να απαιτείται να προσδιορίζεται ο ωφελούμενος (βλ. ΑΚ 2012). Ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει ο διαθέτης με την επιβολή του τρόπου μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, αρκεί να μην αποδοκιμάζεται από τον νόμο και να μην προσκρούει στα χρηστά ήθη.
Όπως συνάγεται από τα παραπάνω, τρόπος και ενοχική κληροδοσία ομοιάζουν ως προς το ότι και στις δυο περιπτώσεις ο βεβαρημένος οφείλει να εκπληρώσει την υποχρέωση που του επιβάλλει ο διαθέτης, διαφέρουν όμως κυρίως ως προς το ότι στη μεν κληροδοσία παρέχεται αξίωση για εκπλήρωση της παροχής στον τετιμημένο (άρα και η αντίστοιχη αγωγή), ενώ στον τρόπο δεν υπάρχει ορισμένος τετιμημένος ως δικαιούχος, αλλά, και αν κάποιος ευνοείται με τον τρόπο, δεν έχει ο ίδιος αγωγή προς εκπλήρωση (βλ. ΑΠ 440/1982 ΝοΒ 31, 45· ΑΠ 624/1970 ΝοΒ 19, 31· ΕφΠειρ 692/2018 Qualex· ΕφΚερκ 3/2017 Qualex). Ο ωφελούμενος δηλαδή με τρόπο δεν αποκτά με τον θάνατο του διαθέτη κανένα δικαίωμα και το αν τελικά θα αποκτήσει την ωφέλεια εξαρτάται από τη βούληση του βεβαρημένου, την οποία όμως δεν μπορεί ο ίδιος να εξαναγκάσει. Επομένως, όταν η επιβαλλόμενη με τη διαθήκη υποχρέωση για παροχή τάσσεται υπέρ κάποιου άλλου, το ζήτημα αν πρόκειται για κληροδοσία ή για τρόπο κρίνεται από το αν ο διαθέτης θέλησε να προσπορίσει σε αυτόν και αντίστοιχο δικαίωμα στην παροχή ή όχι, το οποίο αποτελεί ζήτημα ερμηνείας της διαθήκης. Επιπροσθέτως, ενώ ο σκοπός για τον οποίο υποχρεώνεται ο βεβαρημένος αποτελεί conditio sine qua non της επιβολής τρόπου, ο σκοπός για τον οποίο προσπορίζεται μία ωφέλεια στον κληροδόχο δεν αποτελεί όρο της σύστασης της κληροδοσίας. Εφόσον μάλιστα έχει προσδιοριστεί ο σκοπός του τρόπου, ο προσδιορισμός της ταυτότητας του ωφελουμένου δεν είναι απαραίτητος για το κύρος της σχετικής διάταξης, δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, μπορεί να μην έχει καν την ιδιότητα προσώπου (αλλά να πρόκειται για κάποιο αντικείμενο, π.χ. ακίνητο)∙ αντίθετα, για να είναι έγκυρη η σύσταση κληροδοσίας, θα πρέπει να καθορίζεται η ταυτότητα του κληροδόχου ή έστω να αναφέρεται ορισμένος κύκλος προσώπων από τα οποία θα γίνει η επιλογή (ΑΚ 1971).
Χαρακτηριστικά, το Εφετείο Πειραιώς (ΕφΠειρ 692/2018 Qualex) κρίνοντας επί υποθέσεως στην οποία ο διαθέτης είχε επιβαρύνει τις εναγόμενες με την υποχρέωση να διαθέσουν, εντός δύο ετών από τον θάνατό του, το απαραίτητο ποσό από δικά τους χρήματα, «προκειμένου να αποκτηθεί κατά ψιλή κυριότητα από τον δεύτερο ενάγοντα και κατ’ επικαρπία εφ’ όρου ζωής από τον πρώτο ενάγοντα μία οικία ελάχιστου ωφέλιμου χώρου 48 τ.μ., καθώς και μία ισόγεια επαγγελματική στέγη ελάχιστου ωφέλιμου χώρου 35 τ.μ., πλέον προαυλίου στην περιοχή της Αίγινας, όπου επιτρέπεται η λειτουργία επαγγελματικής στέγης επισκευής μοτοποδηλάτων και η πώληση ανταλλακτικών, αμφότερα συμβατικής ή προκατασκευασμένης κατασκευής και συνολικής αξίας (κτίσματα και οικόπεδο) έως του ποσού των 180.000 ευρώ», κατέληξε στο εξής πόρισμα: Σύμφωνα με την ανωτέρω αναφερθείσα διατύπωση της διαθήκης δεν πρόκειται για κληροδοσία υπέρ των εναγόντων με βεβαρημένες τις εναγόμενες κληρονόμους (όπως ισχυρίζονταν οι ενάγοντες), αφενός μεν διότι ο διαθέτης δεν προσπόρισε στους ενάγοντες το δικαίωμα να απαιτήσουν την παροχή αυτή, όπως συμβαίνει επί κληροδοσίας, αφετέρου δε διότι η τελευταία (παροχή) δεν είναι κάποιο από τα περιουσιακά στοιχεία της κληρονομίας ούτε κάποιο περιουσιακό στοιχείο που θα αποκτηθεί με αυτά, για να μπορεί να στοιχειοθετηθεί κληροδοσία προμηθευτέου αντικειμένου, αφού ρητά αναφέρεται στη διαθήκη ότι τα εν λόγω ακίνητα θα αγοραστούν με χρήματα των εναγόμενων – κληρονόμων του διαθέτη και όχι με χρήματα της κληρονομίας ή από πώληση ακινήτων αυτής. Με βάση τα παραπάνω, το Εφετείο καταλήγει ότι η ως άνω διάταξη της επίμαχης διαθήκης συνιστά τρόπο και όχι κληροδοσία, επικυρώνοντας την απόρριψη της αγωγής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως νομικά αβάσιμης.
* Ο κ. Κίμων Σαϊτάκης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μεταδιδάκτορας (Post-doc) της Νομικής Σχολής Αθηνών, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ