Σύμφωνα με την ΑΚ 1721 παρ. 1, η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται απ’ αυτόν. Από τη χρονολογία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Με τη διάταξη αυτήν ο νομοθέτης ρυθμίζει ρητά το θέμα της απαιτούμενης για το κύρος ιδιόγραφης διαθήκης χρονολόγησης, μη αρκούμενος στη χρονολογία γενικά αλλά καθορίζοντας αυτήν ειδικά, απαιτώντας ότι πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Από τον συνδυασμό της ως άνω διατάξεως, σκοπός της οποίας είναι η παροχή της δυνατότητας ελέγχου της δικαιοπρακτικής ικανότητας του διαθέτη κατά το χρόνο συντάξεως της διαθήκης, της αληθούς βουλήσεως του και των τυχόν ελαττωμάτων της, καθώς και για να μπορεί να καθοριστεί η ισχύς της ιδιόγραφης διαθήκης όταν υπάρχουν και άλλες διαθήκες ανάλογα με τη χρονολογική τους σειρά, προς εκείνη του άρθρου 1718 του ίδιου Κώδικα με την οποία ορίζεται ότι «διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757, είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά», συνάγεται ότι η ατελής ή ελλιπής ως προς ένα ή περισσότερα από τα αναγκαία στοιχεία της χρονολογία ιδιόγραφης διαθήκης εξομοιώνεται προς την παντελώς ελλείπουσα και συνεπάγεται την ακυρότητα της διαθήκης, χωρίς τη συνδρομή άλλων προϋποθέσεων, εκτός εάν το στοιχείο που λείπει μπορεί να αναπληρωθεί επιτρεπτώς από το όλο περιεχόμενο της διαθήκης καθεαυτό ή σε συνάρτηση με άλλα εκτός αυτού στοιχεία, τα οποία χρειάζεται να αποδειχθούν και λαμβάνονται υπόψη προς αποσαφήνιση εκείνων που είτε αναφέρονται ως προς την χρονολογία είτε συνάγονται από το κείμενο της διαθήκης (ΟλΑΠ 1234/1982, ΟλΑΠ 97/1979, ΑΠ 1349/2014, ΑΠ 993/12, ΑΠ 511/2000, ΑΠ 107/2000, ΑΠ 497/2009, ΑΠ 1811/2009, ΑΠ 1428/1984, ΑΠ 509/1983).
Η περίπτωση της ελλιπούς χρονολογίας αντιδιαστέλλεται προς εκείνη της υπάρξεως πλήρους χρονολογίας, η οποία όμως είναι ψευδής ή εσφαλμένη (σκοπίμως ή εκ πλάνης ή παραδρομής του διαθέτη). Μόνο στην τελευταία αυτή περίπτωση ισχύει ο κανόνας της παρ. 3 του αρθρ. 1721 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία «ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης» και κατά την έννοια του οποίου η ακυρότητα της διαθήκης επέρχεται εφόσον η αναλήθεια της χρονολογίας μπορεί να συνδυασθεί με αυτοτελή λόγο ακυρότητας της διατάξεως τελευταίας βουλήσεως που συγκαλύπτεται (ΑΠ 1520/2006, ΑΠ 1028/2002, ΑΠ 107/2000, ΑΠ 511/2000, ΑΠ 986/1990). Κατά την ΟλΑΠ 7/2017, οι δύο ως άνω περιπτώσεις δεν είναι όμοιες αλλά διαφορετικές μεταξύ τους, προβλέπονται από ξεχωριστές διατάξεις και η μεν πρώτη (αρθ. 1721 παρ. 1 ΑΚ ) προϋποθέτει ελλιπή χρονολογία, μη δυναμένη να συμπληρωθεί από κανένα στοιχείο, που επάγεται ακυρότητα, ενώ η δεύτερη (αρθρ. 1721 παρ. 3 ΑΚ) προϋποθέτει πλήρη μεν χρονολογία (ημέρα, μήνα και έτος), πλην όμως ψευδή ή εσφαλμένη, που δεν επάγεται αυτή και μόνη ακυρότητα, αλλά μόνο εφόσον συνδυασθεί και αποδειχθεί και ο καλυπτόμενος από αυτή αυτοτελής λόγος ακυρότητας της διαθήκης.
Άλλωστε, όπως επισημαίνεται από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σκοπός της δεύτερης από τις παραπάνω διατάξεις (1721 παρ. 3 ΑΚ) είναι η αποφυγή των ατέρμονων ερίδων ως προς την ακριβή ημερομηνία συντάξεως της ιδιόγραφης διαθήκης, η οποία δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί, λόγω της μυστικότητας με την οποία συντάσσεται. Αν δηλαδή δεν υπήρχε η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1721 ΑΚ, η οποία θέτει τροχοπέδη στους αμφισβητίες της ακρίβειας της χρονολογίας και συνεπώς της ίδιας της διαθήκης, οποιοσδήποτε που θα ήθελε να πλήξει τη διαθήκη, θα ισχυριζόταν ότι η χρονολογία της δεν είναι αυτή που αναγράφει ο ίδιος ο διαθέτης και η οποία κατέχει το τεκμήριο αληθείας, αλλά διαφορετική. Επομένως ο αμέσως παραπάνω σκοπός είναι διαφορετικός αυτού που προαναφέρθηκε και εξυπηρετεί η διάταξη της παρ. 1 του ίδιου άρθρου. Για κάθε μία δε από τις ως άνω δύο περιπτώσεις χωρεί ιδιαίτερη αγωγή, στηριζόμενη σε ιδιαίτερη βάση.
Με βάση τα παραπάνω ο Άρειος Πάγος καταλήγει στη θέση ότι στην περίπτωση της ελλιπούς χρονολογίας (αρθρ. 1721 παρ. 1 ΑΚ) το δικαστήριο δεν μπορεί να προσφύγει με αναλογία σε εφαρμογή της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 1721 ΑΚ, γενομένου έτσι δεκτού (αν δηλαδή γίνει προσφυγή στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού) ότι μόνη η έλλειψη κάποιου στοιχείου της χρονολογίας, που δεν μπορεί να συμπληρωθεί άλλως, δεν συνεπάγεται από μόνη της ακυρότητα της διαθήκης, αν δεν διαπιστωθεί και η προς κάλυψη αυτής τυχόν υπάρχουσα άλλη ακυρότητα. Τούτο διότι η προσφυγή σε αναλογική εφαρμογή διατάξεως προϋποθέτει κενό δικαίου και ομοιότητα της αρρύθμιστης με συναφείς ρυθμισμένες περιπτώσεις. Εάν όμως υφίσταται, ως εν προκειμένω, ρητή ρύθμιση δεν μπορεί να γίνεται λόγος ούτε για κενό ούτε για προσφυγή στη ρύθμιση παρόμοιων περιπτώσεων.
* Ο κ. Κίμων Σαϊτάκης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μεταδιδάκτορας (Post-doc) της Νομικής Σχολής Αθηνών, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ