fbpx

Διαβίβαση «μηνύσεως» του κατηγορουμένου με το υπόμνημα ή τις έγγραφες εξηγήσεις από τους ανακριτικούς υπαλλήλους

Χρόνος ανάγνωσης 15 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 15 λεπτά

Δείτε επίσης

Σχετικές διατάξεις: Άρθρο 38 – Υποχρέωση για την ανακοίνωση αξιόποινης πράξης. 1. Οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα οτιδήποτε πληροφορούνται με κάθε τρόπο για αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως. 2. ………. 3. Η ανακοίνωση γίνεται γραπτώς και πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία που υπάρχουν και αφορούν την αξιόποινη πράξη, τους δράστες και τις αποδείξεις.

Άρθρο 39 – Υποχρέωση του δικαστή να συντάσσει έκθεση. 1. Όταν κατά τη διάρκεια πολιτικής ή διοικητικής ή ποινικής δίκης ανακύπτει γεγονός που μπορεί να χαρακτηριστεί έγκλημα διωκόμενο αυτεπαγγέλτως, ο δικαστής οφείλει να συντάξει έκθεση και να τη διαβιβάσει στον αρμόδιο εισαγγελέα με κάθε πληροφορία και με τα σχετικά έγγραφα.

Άρθρο 42 – Μήνυση αξιόποινων πράξεων. 1. Εκτός από αυτόν που αδικήθηκε και οποιοσδήποτε άλλος έχει το δικαίωμα να καταγγείλει στην αρχή τις αξιόποινες πράξεις που διώκονται αυτεπαγγέλτως, τις οποίες πληροφορήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο. 2. Η μήνυση γίνεται απευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους είτε από τον ίδιο τον μηνυτή είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της μήνυσης. Μπορεί επίσης η μήνυση να γίνει και προφορικά, οπότε συντάσσεται έκθεση. 3. Αν η μήνυση έγινε σε ανακριτικό υπάλληλο, αυτός τη στέλνει χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο για την ποινική δίωξη εισαγγελέα.

Άρθρο 250 – Εξουσία του ανακριτή. 2. Αν κατά την πορεία της ανάκρισης ανακαλυφθούν και άλλες αξιόποινες πράξεις που διώκονται αυτεπαγγέλτως, ο ανακριτής τις ανακοινώνει στον εισαγγελέα, χωρίς εν τω μεταξύ να εμποδίζεται να ενεργεί τις κατεπείγουσες ανακριτικές πράξεις για τη βεβαίωσή τους. Στην περίπτωση αυτή ο εισαγγελέας ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43.

Σχετική Νομολογία «Εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 33, 34, 36,37,42,43,72,100, 273,274 ΚΠΔ προκύπτει ότι οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα οτιδήποτε πληροφορούνται με κάθε τρόπο για αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως. Η ανακοίνωση γίνεται γραπτώς και πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία που υπάρχουν και αφορούν την αξιόποινη πράξη, τους δράστες και τις αποδείξεις. Εις την καθ` οιονδήποτε τρόπον γνώση περιλαμβάνεται βεβαίως εν πρώτοις, η γνώση την οποία λαμβάνουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, κατ` εξοχήν δε κατόπιν μηνύσεως ή εγκλήσεως υποβληθείσης προς αυτούς παρ` ιδιώτου (άρθρ.42.3 ΚΠΔ). Περί του τρόπου δε υποβολής της μηνύσεως και των τηρητέων διατυπώσεων γίνεται λόγος εις την παραγρ.2 του άρθρου 42ΚΠΔ πλην όμως η μη τήρηση των διατυπώσεων αυτών καθόσον αφορά εις τη μήνυση και την έγκληση επί των αυτεπαγγέλτως διωκομένων εγκλημάτων στερείται σημασίας. Επί των εγκλημάτων αυτών κι αν ακόμη η υποβληθείσα στην εισαγγελία μήνυση ή έγκληση είναι ως τοιαύτη παράτυπος (λ.χ. έλλειψη ειδικού πληρεξούσιου, μη σύνταξις εκθέσεως εγχειρίσεως), δεν παύει να αποτελεί “είδησιν” περί τελέσεως αξιόποινου πράξεως, ήτις κατ` άρθρον 36ΚΠΔ ωσαύτως εις υποχρέωσιν του εισαγγελέως προς κίνησιν της ποινικής διώξεως (βλ.σχετ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδης έννοια της Ποινικής Δίκης,τ.Γ`,1979,σελ.195,199, Χρήστου Δέδε, Ποινική Δικονομία έκδ.ε`σελ 324-327, Κων/νου Σταματάκη- Χρίστου Μπάκα, εφαρμογή της Ποινικής Δικονομίας, 1987,σελ. 175). Εξάλλου, την ιδιότητα του κατηγορουμένου την αποκτά εκείνος εναντίον του οποίου ο εισαγγελεύς άσκησε ρητά την ποινικήν δίωξη, εκείνος στον οποίο σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης αποδίδεται η αξιόποινη πράξη και εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση, στην έγκληση, στην αίτηση ή στην έκθεση (σχετ. αρθρ. 148, 150, 151, 152ΚΠΔ) για αξιόποινη πράξη. Η δε απολογία του κατηγορουμένου αποτελεί μέσον υπερασπίσεως αυτού αποδεικτικόν δε μέσον καθ’ο μέρος αποτελεί ομολογίαν (άρθρ. 178ΚΠΔ) εκτιμωμένη ελευθέρως υπό του δικαστηρίου (άρθρ.177 ΚΠΔ). Ο κατηγορούμενος απολογούμενος, δικαιούται όχι μόνον να παρασιωπήσει αυτοβούλως την επικίνδυνον εις αυτόν αλήθεια, αλλά και να αρνηθεί απάντηση εις σαφώς υποβαλλομένην εις αυτόν ερώτηση, να αρνηθεί ψευδόμενος την αλήθεια περιστατικών δυνάμεων να τον ενοχοποιήσουν, να διαστρεβλώσει την αντικειμενική αλήθεια, να εκθέσει ψευδή γεγονότα διά των οποίων επιδιώκει να απαλλαγεί της κατηγορίας (βλ.σχετ. Βαβαρέτου-Κονταξή ΚΠΔ εκδ.στ`737 και εκεί παραπομπή σε Ι. Δασκαλόπουλο, ΠΧ ΙΔ σελ. 251, Γαρδίκα ΠΧ Θ`193 ΠλημΠειραιώς 134/1963,προτ.αντ.εις.Σ. Παπαδέλη ΠΧ ΙΓ`σελ.118). Και τούτο διότι η απολογία αποτελεί πρωτίστως μέσον υπερασπίσεως του ως προελέχθη(βλ. σχετ. και πργ. 2 του άρθρ.273 ΚΠΔ εις την οποία ορίζεται ότι: Αφού εξακριβωθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου και του εξηγηθούν τα δικαιώματα του σύμφωνα με το άρθρο 103, εκείνος που ενεργεί την εξέταση του εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια την πράξη για την οποία κατηγορείται και τον προσκαλεί να απολογηθεί και να υποδείξει τα μέσα της υπεράσπισής του. Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί να απαντήσει…:Ο κατηγορούμενος-επομένως- κατά την απολογίαν του και εφόσον δεχθεί φυσικά να απαντήσει περιορίζεται εις την ανάπτυξη των υπερασπιστικών αυτού επιχειρημάτων με τον τρόπο που ο ίδιος κρίνει σκόπιμον (εφόσον η Ποινική Δικονομία του αναγνωρίζει ως προς τον τρόπο που θα ακολουθήσει ελευθερίαν κινήσεως ως προελέχθη), υποδεικνύει τα μέσα υπερασπίσεώς του (μάρτυρες, έγγραφα και άλλα, έστω και ενέχοντα ηθικήν απαξίαν – Γαρδίκας όπου παραπομπήν), ή και ομολογεί. Περιστατικά όμως άσχετα της κατηγορίας, και καταγγελίες δυνάμενες να ενοχοποιήσουν οιονδήποτε όσαι να προκαλέσουν την ποινικήν ή την πειθαρχικήν του δίωξιν δεν δύνανται να αποτελέσουν μέρος της απολογίας, εφόσον ο νόμος διαγράφει σαφώς το περιεχόμενον αυτής. Πολύ δε περισσότερον δεν δύνανται να προσδώσουν εις τινά την ιδιότητα του κατηγορουμένου ή πειθαρχικώς διωκτέου (άρθρου 72 ΚΠΔ). Ο νόμος απαιτεί για την πρόσκτηση της ιδιότητος αυτής πλην άλλων να αναφέρεται τις στη μήνυση, στην έγκληση, στην αίτηση ή στην έκθεση για αξιόποινη πράξη. Η απολογία δεν συνιστά μήνυση, η έγκληση, ή αίτηση, ή έκθεση για αξιόποινη πράξη. Αλλά ούτε και απλή “είδησις” περί τελέσεως αξιοποίνου πράξεως δύναται εν όλω ή εν μέρει να θεωρηθεί. Εν εναντία περιπτώσει και ενόψει της ελευθερίας της οποίας απολαύει ο κατηγορούμενος κατά τη λήψιν της και την ανάπτυξη των υπεραστικών του επιχειρημάτων, θα ηδύνατο ούτος ακωλύτως να ενοχοποιεί οιονδήποτε να αχρηστεύει αποδεικτικά μέσα (λ.χ.μάρτυρες) που η κατηγορούσα αρχή η και ο πολιτικός ενάγων θέλουν χρησιμοποιήσει διά να αποδείξουν την σε βάρος του κατηγορίαν, και μάλιστα χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνον να καταμηνυθεί δια ψευδή καταμήνυσιν, ψευδορκίαν μάρτυρος, συκοφαντική δυσφήμηση, εφόσον δρα εκ της θέσεως του κατηγορουμένου, ακριβώς λόγω της ιδιότητος του αυτής και της ελευθερίας και ατιμωρησίας που του αναγνωρίζεται. Η ανάπτυξη επομένως των υπερασπιστικών του επιχειρημάτων, τελεί υπό τον περιορισμό της μη ενοχοποιήσεως άλλων, αθώων ή και μη.

Εφόσον ούτος επιθυμεί την ποινικήν δίωξιν τινός, έχοντος ή μη σχέσιν με την κατηγορίαν και την υπόθεσιν, δύναται να υποβάλει μήνυση ή έγκληση σύμφωνα με τις διατυπώσεις που προαναφέρθηκαν και εάν πρόκειται για έγκλημα αυτεπαγγέλτως διωκόμενον και παρατύπως έστω. Ενόψει αυτών φρονώ, ότι οι προεκτεθείσες καταγγελίες που διατύπωσε ο εγκαλών εν τη εκθέσει περί της απολογίας του ενώπιον του πταισματοδίκη Αθηνών δεν δύνανται να αποτελέσουν μέρος αυτής (απολογίας) και ορθώς δεν ελήφθησαν υπ`όψιν υπό του εγκαλούμενου αντεισαγγελέως. Κατά συνέπεια η έγκληση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος (άρθρ. 471 ΚΠΔ ) αντίγραφο δε της παρούσης να επιδοθεί στον εγκαλούντα διωκούμενον να ασκήσει την από τη διάταξη του άρθρου 48 ΚΠΔ προβλεπόμενη προσφυγή» ΔιατΕισΠρΧαλκ 26/1989.

«Σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας, ο Εισαγγελέας εάν κρίνει, από οποιοδήποτε στοιχείο, ότι υφίστανται ενδείξεις περί τελέσεως κάποιας αξιόποινης πράξης οφείλει να ασκήσει ποινική δίωξη ή να ενεργήσει προκαταρκτική εξέταση (αρθρ. 3 και 36 ΚΠΔ) ενώ από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 33, 34, 36, 37, 42, 43, 72, 100, 273 και 274 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα οτιδήποτε πληροφορούνται με κάθε τρόποι για αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως. Η ανακοίνωση γίνεται γραπτώς και πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία που υπάρχουν και αφορούν την αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως. Η ανακοίνωση γίνεται γραπτώς και πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία που υπάρχουν και αφορούν την αξιόποινη πράξη, τους δράστες και τις αποδείξεις…………Αντιθέτως, η απολογία ή το απολογητικό υπόμνημα του κατηγορουμένου αποτελεί μέσο υπερασπίσεως και άμυνας και όχι επιθέσεως, όπως είναι η μήνυση. Συνεπώς η συνένωση αμφοτέρων των αντιθέτων αυτών δηλώσεων βουλήσεως στο ίδιο έγγραφο δεν μεταβάλλει τη φύση των πραγμάτων, ώστε η απολογία να χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα και ως μήνυση ή έγκληση. Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος απολαμβάνει ιδιάζουσα ελευθερία κατά την απολογία του, διότι δεν υπόκειται σε ποινικό έλεγχο όσον αφορά την αλήθεια των όσων καταθέτει και απολαμβάνει το δικαίωμα της σιωπής και άρνησης της κατηγορίας (αρθρ. 273 παρ. 2 του ΚΠΔ, 5 παρ. 1 και 2 παρ. 1 του Σ, 6 παρ. 1 εδ. Α της Ε.Σ.Δ.Α., Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, β` έκδοση, σ. 165). Αντιθέτως ο μηνυτής και ο εγκαλών όχι μόνο ορκίζονται ότι το περιεχόμενο της μηνύσεως ή της εγκλήσεως που καταθέτουν είναι αληθές, αλλά και υπέχουν ειδική ποινική ευθύνη για ψευδή καταμήνυση (αρθρ. 229 ΠΚ), την οποία δεν υπέχει ο κατηγορούμενος για όσα, ενδεχομένως, στην απολογία του “εν γνώσει του ψευδώς καταμηνύει” (ΓνωμΕισΕφ. 19/1976, ΠοινΧρ. ΚΣΤ, σ.862) …… Τέλος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 του ΚΠΔ για την πρόσκτηση της ιδιότητας του κατηγορουμένου απαιτείται να αναφέρεται κάποιος στη μήνυση, στην έγκληση, στην αίτηση ή στην έκθεση για αξιόποινη πράξη. Η απολογία δεν συνιστά μήνυση, έγκληση, αίτηση ή έκθεση για αξιόποινη πράξη, αλλά ούτε και απλή είδηση περί τελέσεως κάποιας αξιόποινης πράξης μπορεί να θεωρηθεί, διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος, ενόψει της ελευθερίας που απολαμβάνει ο κατηγορούμενος κατά τη λήψη της και την ανάπτυξη των υπερασπιστικών του επιχειρημάτων, να ενοχοποιεί οποιονδήποτε, να αχρηστεύει αποδεικτικά μέσα (λ.χ. μάρτυρες) που η κατηγορούσα αρχή ή ο πολιτκώς ενάγων θέλουν να χρησιμοποιούν για να αποδείξουν την σε βάρος του κατηγορία, και μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να καταμηνυθεί για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση, εφόσον δρα εκ της θέσεως του κατηγορουμένου. Η ανάπτυξη επομένως των υπερασπιστικών του επιχειρημάτων τελεί υπό την περιορισμό της μη ενοχοποιήσεως άλλων, αθώων ή και μη. Εφόσον επιθυμεί την ποινική δίωξη κάποιου μπορεί να υποβάλει μήνυση ή έγκληση σύμφωνα με τις διατυπώσεις που προαναφέρθηκαν………….. Σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη μείζονα πρόταση, ο τρόπος υποβολής της εγκλήσεως δεν είναι παραδεκτός, ενώ όσον αφορά για τις αυτεπαγγέλτως διωκόμενες πράξεις, λόγω του ότι αυτές περιέχονται σε κείμενο απολογητικού υπομνήματος δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη. Συνεπώς πρέπει κατ` εφαρμογή του αρθρ. 47 ΚΠΔ η υπόθεση να τεθεί στο αρχείο». ομοίως η ΔιατΕισΠρΡεθ 28/2005

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στην πράξη τηρείται ευλαβικά η διαβίβαση στον Εισαγγελέα από τους ανακριτικούς υπαλλήλους (γενικούς, ειδικούς, ανακριτή κ.λπ.) κάθε, έστω και χωρίς πανηγυρικούς τύπους, διατύπωση για τέλεση αξιόποινης πράξης που διώκεται αυτεπάγγελτα, η οποία θα υποπέσει στην αντίληψή τους. Και αυτό επιβάλει η ορθή απονομή δικαίου και η ουσιαστική αναζήτηση της αλήθειας στα πλαίσια του ανακριτικού συστήματος που διέπει την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.

Με τον ισχύοντα ΚΠΔ μπορεί να τύχουν εφαρμογής οι προαναφερεθείσες Εισαγγελικές Διατάξεις; Ο ισχύων ΚΠΔ, χωρίς αμφιβολία, δεν θεωρεί τον κατηγορούμενο πρόσωπο με τυπικά δικαιώματα. Ενισχύει το τεκμήριο αθωότητας και του αναγνωρίζει δικαιώματα, εξασφαλίζοντας του δίκαιη δίκη.

Στον νΚΠΔ υπάρχουν διατάξεις από τις οποίες προκύπτει ότι οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές οφείλουν να προστατεύουν και αυτεπαγγέλτως τον κατηγορούμενο Βλ. ενδεικτικά και τα άρθρα :

71 Τεκμήριο αθωότητας. «Οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο.»

174 παρ. 2 εδ. β για την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος που ορίζεται ότι: «Μπορεί όμως το δικαστήριο να αναβάλει τη συζήτηση, αν κρίνει ότι από την ακυρότητα, μολονότι δεν προτάθηκε, είναι δυνατό να παραβιαστούν τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου ή του παριστάμενου προς υποστήριξη της κατηγορίας.»

178 παρ. 2 εδ. γ και παρ. 3 : «Οι δικαστές και οι εισαγγελείς είναι υποχρεωμένοι να ερευνούν με επιμέλεια κάθε στοιχείο ή αποδεικτικό μέσο που επικαλέστηκε υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια. 3. Οποιαδήποτε αμφιβολία περί της ενοχής είναι προς όφελος του κατηγορουμένου ή του υπόπτου.»

179 Ενδείξεις. «Ενδείξεις είναι τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία συνάγεται κατά λογική ακολουθία η ύπαρξη ή ανυπαρξία κάποιου άλλου γεγονότος»

324 παρ. 1 στοιχ. β για την ανάκληση της εισαγωγής που έγινε με απευθείας κλήση: «1. Ωσότου αρχίσει η συζήτηση στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να αποσύρει την υπόθεση όταν: α) υπάρχουν λόγοι που εμφανίστηκαν μετά την απευθείας κλήση στο ακροατήριο και προσδίδουν στην πράξη χαρακτήρα κακουργήματος, οπότε διατάσσει κύρια ανάκριση και, β) το κλητήριο θέσπισμα δεν περιέχει τα απαιτούμενα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 321.»

Οι προαναφερθείσες εισαγγελικές διατάξεις (η πρώτη αφορά αίτηση για πειθαρχική δίωξη Εισαγγελικού λειτουργού, η δεύτερη είναι δημοσιευμένη μόνο σε απόσπασμα) δέχονται τα ακόλουθα:

Ο κατηγορούμενος είναι πρόσωπο που ΜΟΝΟ μπορεί να απολογείται «Η ανάπτυξη επομένως των υπερασπιστικών του επιχειρημάτων, τελεί υπό τον περιορισμό της μη ενοχοποιήσεως άλλων, αθώων ή και μη»

– Ο κατηγορούμενος-επομένως-κατά την απολογίαν του και εφόσον δεχθεί φυσικά να απαντήσει περιορίζεται εις την ανάπτυξη των υπερασπιστικών αυτού επιχειρημάτων με τον τρόπο που ο ίδιος κρίνει σκόπιμον (εφόσον η Ποινική Δικονομία του αναγνωρίζει ως προς τον τρόπο που θα ακολουθήσει ελευθερίαν κινήσεως ως προελέχθη), υποδεικνύει τα μέσα υπερασπίσεως του (μάρτυρες, έγγραφα και άλλα, έστω και ενέχοντα ηθικήν απαξίαν -Γαρδίκας όπου παραπομπήν), ή και ομολογεί. Περιστατικά όμως άσχετα της κατηγορίας, και καταγγελίες δυνάμενες να ενοχοποιήσουν οιονδήποτε όσαι να προκαλέσουν την ποινικήν ή την πειθαρχικήν του δίωξιν δεν δύνανται να αποτελέσουν μέρος της απολογίας, εφόσον ο νόμος διαγράφει σαφώς το περιεχόμενον αυτής. Πολύ δε περισσότερον δεν δύνανται να προσδώσουν εις τινά την ιδιότητα του κατηγορουμένου ή πειθαρχικώς διωκτέου (άρθρου 72 ΚΠΔ).

Με αυτήν την αιτιολογία οι ανωτέρω Εισαγγελικές Διατάξεις δεν έχουν ουδεμία εφαρμογή, μετά το 2005 (οπότε και δεν ευρίσκουμε δημοσιευμένη άλλη όμοια Διάταξη) και τούτο διότι με το άρθρο 7 του ν. 3346/2005, (ΦΕΚ Α 140), αντικαταστάθηκε το άρθρο 72 ΚΠΔ και έκτοτε παραμένει όμοιο και με τον νΚΠΔ. Η προηγούμενη μορφή του, πριν την τροπ. με το άρθρο 7 ν. 3346/2005, ήταν: «Αρθρο 72.- Την ιδιότητα του κατηγορουμένου την αποκτά εκείνος εναντίον του οποίου ο εισαγγελέας άσκησε ρητά την ποινική δίωξη, εκείνος στον οποίο σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης αποδίδεται η αξιόποινη πράξη και εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση, στην έγκληση, στην αίτηση ή στην έκθεση για αξιόποινη πράξη.»Υπό το καθεστώς, προ του ν 3346/2005, οι ανωτέρω εισαγγελικές διατάξεις θα μπορούσαν να έχουν νομοθετικό έρεισμα, διότι, με μόνη την υποβολή μηνύσεων, εγκλήσεων, εκθέσεων κ.λπ., οι μηνυόμενοι θα αποκτούσαν την ιδιότητα κατηγορουμένων. Με το ισχύον, από το 2005 και εφεξής, άρθρο 72 ουδείς αποκτά την ιδιότητα του κατηγορούμενου, αν δεν του ασκήσει ρητά ποινική δίωξη ο εισαγγελέας ή δεν του αποδώσει την αξιόποινη πράξη ο ανακριτής.

Υποχρέωση ανακριτικού υπαλλήλου. Με βάση τις ισχύουσες διατάξεις δεν καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία ότι οι ανακριτικοί υπάλληλοι «οφείλουν να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα οτιδήποτε πληροφορούνται με κάθε τρόπο για αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως». Σε αντίθετη περίπτωση μπορεί να στοιχειοθετηθεί κατά περίπτωση, για τον ανακριτικό υπάλληλο που παραλείπει οφειλόμενη εκ του νόμου ενέργεια, παράβαση καθήκοντος (259 ΠΚ), υπόθαλψη (231 ΠΚ), κατάχρηση εξουσίας (239 ΠΚ) και πειθαρχική ευθύνη, αν δεν διαβιβαστεί προς αξιολόγηση στον αρμόδιο εισαγγελέα οτιδήποτε περιέλθει στην αντίληψή τους και συνιστά πράξη που διώκεται αυτεπάγγελτα. Στην έννοια της φράσης: «οτιδήποτε πληροφορούνται με κάθε τρόπο» δεν αποκλείεται ουδεμία πηγή γνώσης (είτε είναι μάρτυρας, είτε είναι ο παθών, είτε είναι ο κατηγορούμενος, είτε και αυτεπαγγέλτως με τη συνεκτίμηση στοιχείων από πλευράς του ανακριτικού υπαλλήλου).

Σχετικές και οι με αριθμ. 3/2001 ΓνωμΕισΑΠ «Ως γνωστόν, οι ανακριτικοί και προανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 37 παρ. 1 ΚΠΔ, να ανακοινώσουν, χωρίς χρονοτριβή, στον αρμόδιο Εισαγγελέα οτιδήποτε πληροφορούνται με κάθε τρόπο για τέλεση αυτεπάγγελτα διωκόμενης αξιόποινης πράξης. Και ο εμπρησμός ανήκει στην κατηγορία αυτών των εγκλημάτων. Το εάν συντρέχουν ή όχι και όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα αντικειμενικά στοιχεία συγκρότησης του ως άνω, από πρόθεση ή από αμέλεια, εγκλήματος, ή οι όροι απαλλαγής από την ποινή του δράστη, τούτο θα κριθεί μέσω των κατεστημένων διαδικασιών και με τις εγγυήσεις που παρέχουν αυτές.» Όμοια και η με αριθμ. 6/2004 ΓνωμΕισΑΠ «Οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ανακοινώνουν στον αρμόδιο Εισαγγελέα οτιδήποτε πληροφορούνται για αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως ακόμη και εάν ο δράστης είναι άγνωστος, πολύ περισσότερο δε στην προκειμένη περίπτωση που υπάρχουν οι αναγκαίες προς μήνυση υπόνοιες ενοχής κατά του ιδιοκτήτη του οχήματος. Άλλωστε ο Εισαγγελέας δε δεσμεύεται από την τυχόν λήψη απολογίας προσώπου ως κατηγορουμένου κατά την αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση, αλλά θα ενεργήσει περαιτέρω κατ` άρθρο 43 Κ.Π.Δ. κατά την κρίση του.» Όμοια και η ΔιατΕισΕφΑθην 250/2016 «στην περίπτωση του άρθρου 37 ΚΠΔ , στο οποίο προβλέπεται ότι οι ανακριτικοί υπάλληλοι και κάθε δημόσιος υπάλληλος οφείλουν να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα οτιδήποτε πληροφορούνται με κάθε τρόπο για αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως. Στην περίπτωση αυτή, η διατύπωση του άρθρου με τις φράσεις «χωρίς χρονοτριβή» και «οτιδήποτε πληροφορούνται» δεικνύει τη σαφή υποχρέωση ανακοίνωσης οιουδήποτε γεγονότος μπορεί να αφορά σε αξιόποινη πράξη, δίχως να δίνεται στον υπάλληλο η δυνατότητα να διαπιστώσει προηγουμένως εάν υπάρχουν γεγονότα που μπορεί να συγκροτούν αξιόποινη πράξη. Στην περίπτωση αυτή δηλαδή ο υπάλληλος ενεργεί απλώς ως διαβιβαστικό όργανο προς τον εισαγγελέα των στοιχείων αυτών.»

Η «μήνυση» του κατηγορούμενου με το υπόμνημά ή με τις έγγραφες εξηγήσεις του. Με βάση όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, η δήλωση-μήνυση του κατηγορούμενου κατά συγκεκριμένου προσώπου, στο υπόμνημά του ή στις έγγραφες εξηγήσεις του ότι τελέστηκαν αξιόποινες πράξεις που διώκονται αυτεπάγγελτα και στηρίζονται στο περιεχόμενο της δικογραφίας, με συνημμένα αποδεικτικά στοιχεία που συνοδεύουν την καταγγελία, αποτελεί πληροφορία για τον ανακριτικό υπάλληλο και οφείλει να την διαβιβάσει στον εισαγγελέα για περαιτέρω διερεύνηση, εμπίπτουσα στο άρθρο 38 ΚΠΔ. Η διαβίβαση αυτή δεν προσδίδει στον μηνυόμενο την ιδιότητα του κατηγορούμενου κατά την ισχύουσα διατύπωση του άρθρου 72 ΚΠΔ, πλην όμως, είναι υποχρέωση του ανακριτή και κάθε εν γένει ανακριτικού υπαλλήλου να την διαβιβάσουν στην Εισαγγελία χωρίς χρονοτριβή και του εισαγγελέα να την διερευνήσει στα πλαίσια των καθηκόντων του. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν ορκίζεται ουδεμία επιρροή έχει που να εμποδίζει τη διαβίβαση της πληροφορίας στον αρμόδιο εισαγγελέα, αφού δεν αναφέρεται κάποια ειδικότερη προϋπόθεση ως προαπαιτούμενη της διαβίβασης της πληροφορίας στον εισαγγελέα. (Παραδείγματα που εμπίπτουν στο άρθρο 38 ΚΠΔ: όταν ο κατηγορούμενος καταθέτει ότι ένα ευρισκόμενο έγγραφο στη δικογραφία είναι πλαστό, όταν καταγγέλλει ότι μάρτυρας καταθέτει ψευδώς κρίσιμα στοιχεία εν γνώσει του ψεύδους, όταν ο κατηγορούμενος αμφισβητεί ως πλαστές τις απομαγνητοφωνήσεις που βρίσκονται σε δικογραφία κάνοντας αντιπαραβολή με τα οπτικοακουστικά μέσα αποθήκευσης που βρίσκονται στη δικογραφία κ.λπ.).

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -