Δικαιοδοσία (jurisdictio) είναι η εξουσία της πολιτείας να ασκήσει τη δικαιοδοτική λειτουργία της. Η (υπό στενή έννοια) δικαιοδοσία διακρίνεται με κριτήριο τον κλάδο του ουσιαστικού δικαίου σε πολιτική ή αστική, ποινική και διοικητική, με κριτήριο τη φύση των υπαγόμενων υποθέσεων σε αμφισβητούμενη και εκούσια και με κριτήριο τον εθνικό ή υπερεθνικό χαρακτήρα των διαφορών σε εσωτερική και διεθνή.
Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγεται η επίλυση των ιδιωτικού δικαίου διαφορών (βλ. άρθρο 1 στοιχ. α΄ ΚΠολΔ), δηλαδή εκείνων των διαφορών που σχετίζονται με την αμφισβήτηση εννόμων σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου. Ως έννομη σχέση ορίζεται η ρυθμιζόμενη από την έννομη τάξη βιοτική σχέση προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή προσώπου προς αγαθό.
Το ισχύον Σύνταγμα προβλέπει ολοκληρωμένο σύστημα διοικητικής δικαιοσύνης, στο πλαίσιο του οποίου οι κάθε είδους ουσιαστικές διοικητικές διαφορές υπάγονται καταρχήν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ενώ οι ακυρωτικές διοικητικές διαφορές στην αρμοδιότητα του ΣτΕ, μπορούν όμως να υπαχθούν από τον κοινό νομοθέτη στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (95 Σ, 1 Ν 702/1977). Η διάκριση της ιδιωτικής από τη διοικητική διαφορά γίνεται με ουσιαστικά κριτήρια, βάσει δηλαδή του εφαρμοστέου, σε κάθε διαφορά, ουσιαστικού δικαίου και πρόκειται για διάκριση με συνταγματικό υπόβαθρο (94 παρ. 1 και 2, 95 παρ. 1 εδ. α΄, γ΄, 3 Σ).
Ειδικά, οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης οποιασδήποτε μορφής για ζημίες που έχουν προκληθεί από αυτοκίνητο ακόμη και εάν προκύπτει ευθύνη του Δημοσίου των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης κα των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (1 παρ. 2 στ. η΄ Ν 1406/1983).
Η δικαιοδοσία αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η έλλειψη δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων σε σχέση με τα δικαστήρια της ποινικής και της διοικητικής δικαιοδοσίας ερευνάται αυτεπαγγέλτως (4 ΚΠολΔ). Αν υποβληθεί σε πολιτικό δικαστήριο αίτηση παροχής έννομης προστασίας, της οποίας το αντικείμενο δεν ανήκει στη δικαιοδοσία του, τότε η αίτηση αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, και αν τυχόν το πολιτικό δικαστήριο αποφανθεί επί αντικειμένου που εκφεύγει της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, τότε η απόφασή του είναι ανυπόστατη (313 παρ. 1β ΚΠολΔ).
Επί του ζητήματος δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων έναντι των διοικητικών ο Άρειος Πάγος (Α1 Πολιτικό Τμήμα) με την πρόσφατη υπ’ αριθμόν 27/2023 απόφασή του έκρινε επί λέξει τα εξής: «Εξάλλου, το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ ορίζει ότι για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος, μαζί δε με το Δημόσιο ευθύνεται σε ολόκληρο και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών. Από το σκοπό της διάταξης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ερμηνευόμενης ενόψει και του άρθρου 1 (παρ.2 περ. η’) του ν. 1406/1983, με το οποίο ο νομοθέτης απέβλεψε στο να υπαγάγει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, κατά την πρόβλεψη του άρθρου 94 παρ.1 του Συντάγματος, όλες τις διοικητικές διαφορές ουσίας, που, στα πλαίσια της δημόσιας δράσης της Διοίκησης, γεννώνται από την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, συνάγεται ότι, παρά την συσταλτική διατύπωσή της, αφού αναφέρεται σε παράνομες πράξεις ή παραλείψεις κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας, η έννοιά της είναι ότι η αστική ευθύνη του Δημοσίου για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, προβλέπεται στις περιπτώσεις ευθύνης του Δημοσίου όχι μόνο από εκτελεστές διοικητικές πράξεις των οργάνων του ή παραλείψεις προς έκδοση τέτοιων πράξεων, αλλά και από υλικές ενέργειες ή πράξεις ή παραλείψεις, που έλαβαν χώρα σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξ αιτίας τους και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δημοσίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Για να στοιχειοθετηθεί δε αστική ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας. Από τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ προκύπτει, περαιτέρω, ότι στις περιπτώσεις που για τις μνημονευόμενες πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες ενάγεται, ως προσωπικώς υπεύθυνο προς αποζημίωση, όχι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (Εισ.Ν.ΑΚ 106) αλλά το όργανο (του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ) που προκάλεσε τη ζημία, όταν η προσωπική ευθύνη των οργάνων του δημοσίου ή του νπδδ δεν έχει αποκλεισθεί, ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων να κρίνουν επί της αγωγής αυτής, γιατί στις περιπτώσεις που η αγωγή δεν στηρίζεται στην ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 5/1995 και 53/1995, ΑΠ 302/2009)».
* Ο κ. Παντελεήμων Ρεντούλης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μέλος ΣΕΠ Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής ΕΚΠΑ, Διδάσκων Πολιτική Δικονομία στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ