Το ζήτημα της έννοιας του «τρίτου» στη δυσφήμηση αναφορικά με το αν θεωρούνται τρίτοι, ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς οι αστυνομικοί κ.λπ., έχει απασχολήσει την επιστήμη και τη νομολογία. Κρατούσα άποψη εθεωρείτο για πολλά χρόνια η άποψη ότι στην έννοια του τρίτου υπάγεται κάθε πρόσωπο χωρίς καμία εξαίρεση. Τα τελευταία χρόνια υπήρξαν και αποφάσεις που έκριναν ότι τα απολύτως αναγκαία δικαστικά πρόσωπα, που εκ του υπηρεσιακού τους καθήκοντος, θα διεκπεραιώσουν ή θα μελετήσουν μία υπόθεση που περιέχει δυσφημιστικά γεγονότα για τους αντιδίκους δεν μπορεί να θεωρηθούν τρίτοι.
Ο Άρειος Πάγος με δύο ομόφωνες αποφάσεις εντός του έτους (2019) απεφάνθη: ότι είναι τρίτοι και τα δικαστικά πρόσωπα (841/2019) και ότι δεν είναι τρίτοι τα δικαστικά πρόσωπα (487/2019).
Κατά συνέπεια το θέμα θα πρέπει να οδηγηθεί την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για την ενότητα της νομολογίας, σύμφωνα και με τη νέα διάταξη 8 παρ.2 στοιχ. ε ΚΠΔ.
Τα ενδιαφέροντα αποσπάσματα των δύο αποφάσεων έχουν ως ακολούθως :
ΑΠ 841/2019 (ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα)
Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών δέχτηκε για το κρίσιμο ζήτημα: Η δεύτερη κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί αθώα της πράξης της ψευδούς καταμήνυσης, δεδομένου ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν είχε την απαιτούμενη για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος μορφή δόλου. Όσον αφορά δε την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης (που σχετίζεται με την από μέρους των κατηγορουμένων υποβολή των μηνυτήριων αναφορών στον αρμόδιο Εισαγγελέα), οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι, καθόσον, σύμφωνα με την άποψη που και το παρόν Δικαστήριο υιοθετεί ως ορθότερη, δεν δύναται να θεωρηθεί “τρίτος” των οικείων ποινικών διατάξεων (άρθρα 362, 363 ΠΚ) πρόσωπο θεσμικά (δικονομικά) εξουσιοδοτημένο να παραλαμβάνει και να εξετάζει μηνύσεις, καταγγελίες κ.λπ. Τα πρόσωπα αυτά, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους αποβάλλουν την προσωπική τους ταυτότητα και εξυπηρετούν αποκλειστικά τον ανατιθέμενο σ’ αυτούς θεσμικό τους ρόλο (βλ. την υπ’ αριθ. 373/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών).
Ο Άρειος Πάγος (ΣΤ Τμήμα), μετά από άσκηση αναίρεσης του Εισαγγελέα ΑΠ κατά της ανωτέρω αποφάσεως του ΤρΠλΑθ έκρινε τα ακόλουθα : «Με την ως άνω όμως παραδοχή, την οποία διέλαβε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμόν 3837-3901/2018 απόφασής του το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, σχετικά με την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, καθόσον στην έννοια του τρίτου, κατά τις διατάξεις αυτές, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς οι αστυνομικοί κλπ που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης (ΑΠ 1013/2018, ΑΠ 1777/2017, ΑΠ 611/2015), ενόψει μάλιστα και του ότι και από την γραμματική ακόμη διατύπωση του κειμένου των διατάξεων των άρθρων 362-363 του ΠΚ συνάγεται ευθέως ότι “τρίτος” είναι κάθε πρόσωπο που λαμβάνει γνώση των φερόμενων συκοφαντικών ισχυρισμών, αφού δεν γίνεται σ’ αυτές οποιαδήποτε εξαίρεση ή διάκριση για τα όργανα που είναι κατά το νόμο αρμόδια να παραλαμβάνουν μηνύσεις, καταθέσεις, αναφορές κ.λπ. Επομένως, το ως άνω Δικαστήριο κηρύσσοντας αθώους τους ως άνω κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσίβλητους, με βάση την ως άνω παραδοχή, υπέπεσε στην πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω διατάξεων και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ μοναδικός λόγος της κρινόμενης αναίρεσης, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμόν 3837-3901/2018 απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως προς τις διατάξεις της, που αφορούν την αθώωση των ως άνω κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσίβλητων για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 519 του ΚΠΔ).»
ΑΠ 487/2019 Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Η κρίση του Ε Τμήματος ΑΠ για το κρίσιμο ζήτημα: «Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στον νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Όπως προαναφέρθηκε για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, ως προς τα αντικειμενικά του στοιχεία, θα πρέπει η διάδοση ή ο ισχυρισμός του ψευδούς γεγονότος αφενός να επισυμβεί ενώπιον τρίτου προσώπου, αφετέρου να είναι πρόσφορος να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις (“τρίτος” και “δυνατότητα βλάβης της τιμής και υπόληψης”) μπορεί να συνδέονται υπό την έννοια ότι ένα γεγονός, που αντικειμενικά μπορεί να βλάψει την τιμή και υπόληψη του παθόντος, να μην είναι δυνατόν να προκαλέσει τη βλαπτική του ενέργεια όταν ανακοινώνεται ενώπιον προσώπων που έχουν κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή όταν η ανακοίνωση γίνεται υπό ορισμένες περιστάσεις. Η προσφορότητα κρίνεται από τον τόπο, χρόνο, το είδος του γεγονότος, από τον τρίτο ή τρίτους ενώπιον των οποίων διαδίδεται και γενικά από τις περιστάσεις. Έτσι τα δικαστικά πρόσωπα (δικαστές, εισαγγελείς) που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν σχετικά με αυτό το ίδιο το δυσφημιστικό γεγονός, δεν είναι εξ αυτού και μόνο του λόγου τρίτοι, ούτε εξ αυτού και μόνο μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της τιμής. Τα δικαστικά πρόσωπα διατυπώνουν μόνο τη δικανική τους κρίση ως προς τη βασιμότητα των ερευνητέων γεγονότων, ακολουθώντας τους κανόνες απόδειξης είτε της πολιτικής είτε της ποινικής δικονομίας. Η διατύπωση της κρίσης τους είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού και είναι υποχρεωτική εκ του καθήκοντός τους, αφού καλούνται να διαμορφώσουν μια έννομη σχέση ή να αποδώσουν ποινική ευθύνη, ως όργανα πολιτείας και στο όνομα του ελληνικού λαού και η όποια κρίση τους δεν μπορεί να περιέχει προσωπικές κρίσεις ή εκτιμήσεις για την τιμή και υπόληψη κάποιου προσώπου. Το αυτό ισχύει αναλογικά και για τα λοιπά πρόσωπα που συμπράττουν στην ποινική δίκη, όπως ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμπράττει στη διαδικασία καταχώρησης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα, χωρίς επιπλέον να προκύπτει ότι τα πρόσωπα αυτά λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των δικογράφων πλην των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό δικονομικά χειρισμό της υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται η από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ πλημμέλεια για τον λόγο ότι δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, επειδή δεν εντάσσονται στην έννοια του “τρίτου” τα δικαστικά πρόσωπα (εισαγγελέας, πταισματοδίκης και δικαστικοί υπάλληλοι -γραμματείς) και τα φερόμενα ως ψευδή περιστατικά, που ανακοινώθηκαν με την υποβολή της αναφοράς και την ένορκη εξέταση του αναιρεσείοντος ενώπιον τους, δεν ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμένος κηρύχθηκε ένοχος κατ’ εξακολούθηση για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης διότι α) κοινοποίησε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου την από 8/11/2011 αναφορά του, με την οποία εν γνώσει του ψευδώς παρουσίαζε τον εγκαλούντα να διαπράττει την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, τα αναφερόμενα δε σ’ αυτή ψευδή περιστατικά περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων και δη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου και των δικαστικών υπαλλήλων-γραμματέων που την παρέλαβαν και την καταχώρησαν στα αρχεία της εισαγγελίας και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος και β) στις 10/1/2012 εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου κατέθεσε τα αναφερόμενα στην ένορκη βεβαίωση ψευδή γεγονότα εν γνώσει της αναληθείας τους, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, περιήλθαν δε σε γνώση τρίτων προσώπων και δη της Πταισματοδίκη Ρόδου και της γραμματέως. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΚΠΔ, καθόσον ο εισαγγελέας, ο πταισματοδίκης και ο δικαστικός γραμματέας είναι θεσμικά εξουσιοδοτημένα όργανα να λαμβάνουν γνώση των δικογράφων, καταγγελιών, μηνύσεων και στα πλαίσια των υπηρεσιακών τους καθηκόντων ερευνούν τη βασιμότητα των αναφερομένων – καταγγελλομένων σ’ αυτά ή καταγίνονται με τη διεκπεραίωση των υποθέσεων, χωρίς να προβαίνουν σε ίδια κατά την προσωπική τους άποψη (αρνητική) εκτίμηση αυτών, όπως κάθε τρίτο πρόσωπο. ‘Ετσι, τα δικαστικά αυτά πρόσωπα, χωρίς τη συνδρομή ιδιαίτερων άλλων περιστάσεων που δικαιολογούν την προσφορότητα της προσβολής της τιμής και υπόληψης του εγκαλούντος, δεν είναι τρίτοι με την έννοια που προαναφέρθηκε και επομένως δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, με αποτέλεσμα να ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε’ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον σχετικό τρίτο λόγο αναίρεσης. Σύμφωνα με όσα έγιναν παραπάνω δεκτά και αφού μετά την παραδοχή των άλλων λόγων αναίρεσης παρέλκει πλέον η έρευνα του πρώτου λόγου, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και όσον αφορά τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο για νέα συζήτηση, όσο δε αφορά την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, αφού δεν στοιχειοθετείται το αξιόποινο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠΔ, να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος.
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ