Ο Άρειος Πάγος με την πρόσφατη υπ΄ αριθμ. 146/2024 απόφασή του συμβάλλει στην κατανόηση κρίσιμων ζητημάτων σχετικά με το δίκαιο των Ανωνύμων Εταιρειών και ιδίως με την ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.
Η απόφαση επισημαίνει ότι τα μέλη του ΔΣ ευθύνονται, έναντι του νομικού προσώπου της ΑΕ, για ζημίες που προκλήθηκαν από πράξεις τους που αντιβαίνουν στα διαχειριστικά καθήκοντά τους και στην υποχρέωση πίστης. Οι πράξεις αυτές δεν αποκλείεται να συνιστούν παράλληλα και αδικοπραξία έναντι της εταιρείας, η οποία υπό προϋποθέσεις δύναται να αξιώσει και χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση ηθικής βλάβης, βάσει των διατάξεων του ΑΚ. Το μέτρο ευθύνης των διοικούντων καθορίζεται ανάλογα με τα καθήκοντα και την ιδιότητα του κάθε μέλους (π.χ. διευθύνων σύμβουλος, απλό μέλος ΔΣ).
Σημειώνεται ότι μολονότι το Δικαστήριο στήριξε την κρίση του στο προγενέστερο καθεστώς του ΚΝ 2190/1920 όπως ίσχυε μετά τον Ν. 3604/2007, εντούτοις ως προς τα κρίσιμα ανακύπτοντα ζητήματα δεν υφίσταται ουσιαστική διαφοροποίηση με τα ισχύοντα στον Ν. 4548/2018, ο οποίος ρυθμίζει το θέμα της ευθύνης των μελών στο ΔΣ στα άρθρα 102 επ.
Χαρακτηριστικά είναι τα κατωτέρω αποσπάσματα της απόφασης:
«[…] Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 23α § 2 και 24 § 3 του ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιρειών, όπως αυτά ίσχυαν πριν καταργηθούν με το άρθρο 189 του ν. 4548/2018 και 68, 714, 297 και 298 του ΑΚ, συνάγεται ότι το μέλος του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας συνδέεται με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας με σχέση εντολής. Αν για τις υπηρεσίες που προσφέρει λαμβάνει αμοιβή, η σχέση του χαρακτηρίζεται ως μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, αφού λόγω της ως άνω ιδιότητάς του ασκεί εξουσία διοικητική και διαχειριστική με δική του ευθύνη και πρωτοβουλία, είναι όργανο της εταιρείας και υποβάλλεται στο καθεστώς που διέπει το διοικητικό συμβούλιο (ΑΠ 1127/2022, ΑΠ 131/2022). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 18, 22α και 22β του ν. 2190/1920, όπως αυτές ίσχυαν κατά τον χρόνο που συντελέστηκαν τα παραγωγικά της ευθύνης γεγονότα (άρθ. 187 § 15 ν. 4548/2018 σε συνδ. με άρθ. 24 και 25 ΕισΝΑΚ), 31 και 32 του ΕΝ, 68, 714, 297, 298 ΑΚ, προκύπτει ότι τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας ευθύνονται έναντι του νομικού προσώπου της εταιρείας, για την ζημία που προξενείται στην εταιρεία συνεπεία πταίσματός τους από δόλο ή από αμέλεια κατά την παραβίαση των υποχρεώσεών τους πίστης και ότι η ευθύνη τους αυτή υπάρχει και κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών του Αστικού Κώδικα (ΑΚ 914, 919), όταν η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψή τους αποτελεί και αδικοπραξία, που θεμελιώνει άμεση και αυτοτελή υποχρέωση προς αποζημίωση. Στις περιπτώσεις αυτές, ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης, που στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρείας, την προς αποζημίωση αξίωση έχει το αμέσως ζημιωθέν νομικό πρόσωπο της εταιρείας το οποίο, νομιμοποιείται να ασκήσει την σχετική αγωγή κατά των μελών της διοικήσεως κατά τους όρους των άρθρων 22β του ιδίου Νόμου (ΑΠ 1189/2020, ΑΠ 320/2015, ΑΠ 1483/2010). Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, αλλά και πρόσωπα τα οποία δεν είναι μέλη του και τα οποία ασκούν εξουσίες σύμφωνα με το άρθρο 22 § 3 του ιδίου νόμου, ευθύνονται για κάθε πταίσμα κατά την διαχείριση, εκτός αν αποδείξουν, ότι κατέβαλαν την επιμέλεια «συνετού επιχειρηματία». Πρόκειται για νόθο αντικειμενική ευθύνη όπου αντιστρέφεται το βάρος της αποδείξεως, ώστε τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και όχι η εταιρία να πρέπει να αποδείξουν, ότι κατέβαλαν την κατά νόμο επιμέλεια. Το μέτρο της ευθύνης των διοικούντων διαφοροποιείται ανάλογα με την ιδιότητα του κάθε μέλους (διευθύνοντος συμβούλου κ.λ.π) και με τα καθήκοντα τα οποία έχουν ανατεθεί σε αυτό (ΑΠ 1698/2013). Η ευθύνη αυτή είναι ευθύνη εντολοδόχων διοικητών ξένης περιουσίας, οι οποίοι κατά βασική αρχή του ισχύοντος ιδιωτικού περιουσιακού δικαίου ευθύνονται για κάθε πταίσμα (ΑΚ 714, 731) και υφίσταται μόνον έναντι της εταιρίας και όχι έναντι των μετόχων, εκτός εάν η ζημιογόνος πράξη των μελών της διοικήσεως της εταιρίας, αυτοτελώς θεωρούμενη, συνιστά συγχρόνως και παράνομη επέμβαση στην υπόσταση του μετοχικού δικαιώματος, συνιστά δηλαδή ως προς τους μετόχους αδικοπραξία, από την οποία απορρέει άμεση και αυτοτελής υποχρέωση προς αποζημίωση (ΑΠ 1214/2021, ΑΠ 413/2020). Έτσι, σε περίπτωση πλημμελούς εκπληρώσεως διαχειριστικών καθηκόντων, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ζημία της εταιρίας, γεννάται υποχρέωση αποζημιώσεως σε βάρος του υπαιτίου συμβούλου. […]
Σύμφωνα με το άρθρ. 932 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 57, 59, 298, 299, 914 και 919 του ίδιου Κώδικα, επί αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης (ή της ψυχικής οδύνης) προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της μη περιουσιακού χαρακτήρα ζημίας. Η επιδίκαση της ικανοποιήσεως αυτής αφέθηκε στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο προσδιορίζει το ποσό αυτής μετά από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ως προς το βαθμό του πταίσματος του δράστη, το είδος της προσβολής, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, εάν κρίνει ότι επήλθε ηθική βλάβη, καθώς την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών (ΑΠ 876/2022, ΑΠ 864/2014). Στην αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη ο ενάγων από την αποδιδόμενη στον εναγόμενο άδικη και υπαίτια πράξη, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης μετ’ αυτής σύνδεσμος και ότι ο προσβαλών τελούσε σε υπαιτιότητα. Ειδικότεροι όμως προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως του υπαιτίου, αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, και το δικαστήριο της ουσίας αποφαίνεται γι’ αυτό κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1543/2013, ΑΠ 1189/2009, ΑΠ 762/2007). Αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω αδικοπραξίας μπορεί να ζητήσει και το νομικό πρόσωπο, όταν εξαιτίας της πλήττεται η φήμη του και η αξιοπιστία του, το κύρος του, η επαγγελματική του δραστηριότητα, το μέλλον του ή και τα λοιπά αναγνωριζόμενα σε αυτό άυλα αγαθά (ΑΠ 876/2022). Επομένως, στις περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης νομικού προσώπου, για το ορισμένο της αγωγής του, απαιτείται αυτό να επικαλείται και, στη συνέχεια, να αποδεικνύει, και την παράνομη προσβολή της πίστης, της φήμης, του κύρους, του επαγγέλματος, του μέλλοντος ή των λοιπών αναγνωριζόμενων σ` αυτό άυλων αγαθών, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση (ΑΠ 15/2021, 382/2011, πρβλ. ΟλΑΠ 2/2008). Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και οι εταιρείες με νομική προσωπικότητα, αν με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη ή και γενικά το εμπορικό τους μέλλον (ΑΠ 876/2022, ΑΠ 15/2021, 1048/2020, 704/2017). […]»
* Ο κ. Ισαάκ Γεροντίδης είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, ΜΔΕ Νομικής Σχολής Αθηνών, Διδάσκων Εμπορικό Δίκαιο στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ