Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’, 914, 926, 927 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από την οποία προσβάλλεται ιδιωτικό δικαίωμα ή βλάπτεται άλλο ατομικό συμφέρον του προσώπου που δεν αποτελεί περιεχόμενο ιδιωτικού δικαιώματος, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας.
Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Για να υπάρξει όμως δικαίωμα αποζημίωσης από το άρθρο 914 ΑΚ σε περίπτωση προσβολής ατομικού συμφέροντος, απαιτείται όπως η παραβιαζομένη διάταξη να είναι κατά το γράμμα της ή το σκοπό του νομοθέτη, προστατευτική του προσβαλλομένου ατομικού συμφέροντος ή και αυτού.
Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παραλείψεως του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλε -με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του- θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει.
Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη, ήταν καθ’ εαυτή ικανή και είχε τη δυνατότητα, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, χωρίς τη μεσολάβηση εκτάκτων ή ασυνήθιστων περιστατικών, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα επέφερε δε πράγματι αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, περί του εάν τα ανελέγκτως διαπιστωθέντα από αυτό πραγματικά περιστατικά, γενικώς και αφηρημένα λαμβανόμενα, επιτρέπουν το συμπέρασμα, ότι η πράξη ή παράλειψη μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος, υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, αφού σχηματίζεται με τη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Η κρίση όμως του δικαστηρίου, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η πράξη ή παράλειψη αποτέλεσε την αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος, ως αναγόμενη στην εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
Περαιτέρω από το άρθρο 922 ΑΚ που ορίζει ότι ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα, κατά την υπηρεσία του προκύπτει ότι για την ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από την αδικοπραξία του προστηθέντος πρέπει ο τελευταίος να τελεί υπό τις εντολές και οδηγίες του προστήσαντος ως προς τον τρόπο εκπληρώσεως των καθηκόντων του, προς τις οποίες και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται. Από την ίδια διάταξη συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς σε τρίτον όχι μόνον κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ’ αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, η οποία υφίσταται, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέστηκε εντός των ορίων και καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια. Σχέση προστήσεως υπάρχει όταν, στο πλαίσιο υφιστάμενης μεταξύ δύο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιασδήποτε άλλης βιοτικής σχέσεως, διαρκούς ή ευκαιριακής, το ένα από τα πρόσωπα αυτά (προστήσας) αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσεως, η οποία αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά τη οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην επίβλεψη του πρώτου.
Πάντως, όταν η εκτέλεση μιας υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, ο άνω έλεγχος δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εργασίας των εν λόγω προσώπων, ως προς τον οποίο άλλωστε ο κύριος της υποθέσεως, ελλείψει των σχετικών γνώσεων, δεν είναι σε θέση να τα ελέγξει, αλλά μπορεί και αρκεί (ο έλεγχος) να αφορά στην παροχή οδηγιών, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους λοιπούς όρους εργασίας των ειδικευμένων προσώπων. Έτσι, πρόστηση μπορεί να υπάρχει και επί συμβάσεως παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, όπως είναι και η κατά το άρθρο 94 του Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/54) σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια περιοδική αμοιβή, μεταξύ δικηγόρου και εντολέα του, δυνάμει της οποίας ο δικηγόρος υποχρεούται να παρέχει στον εντολέα του τις νομικές του υπηρεσίες. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, για τον χαρακτηρισμό του δικηγόρου ως προστηθέντος του εντολέα του, αρκεί η εκ μέρους του εντολέα παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον δικηγόρο, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Και τούτο, γιατί η παροχή ειδικών οδηγιών στον δικηγόρο για τον τρόπο προσφοράς των νομικών του υπηρεσιών δεν είναι δυνατή, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 1, 39-57 ν.δ. 3026/54 ο δικηγόρος είναι άμισθος δημόσιος υπάλληλος, υποχρεωμένος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν ειδικές αυτές οδηγίες του εντολέα του, αλλά σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κώδικα Δικηγόρων και λοιπούς νόμους. Επομένως, αν από αμελή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του συμπεριφορά του προστηθέντος δικηγόρου επήλθε ζημία ή και ηθική βλάβη σε τρίτο ευθύνονται εις ολόκληρο ο υπαίτιος και ο προστήσας.
Η ευθύνη του προστήσαντος είναι γνησία αντικειμενική, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος, δευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος. Στον προστήσαντα δεν παρέχεται η δυνατότητα απαλλαγής του από την ευθύνη, αν αποδείξει ότι δεν βαρύνεται με πταίσμα (αμέλεια) ως προς την εκ μέρους του επιλογή του προστηθέντος ή ως προς τις οδηγίες που του παρείχε, ούτε αν αποδείξει ότι ο προστηθείς ανέπτυξε πρωτοβουλία εντός του πεδίου δράσεως εκείνου (προστήσαντος). Δηλαδή η υπέρβαση ή η κατάχρηση από τον προστηθέντα της υπηρεσίας που του ανατέθηκε είναι δημιουργική ευθύνης για τον προστήσαντα, με βάση τη σχέση της πρόστησης, γιατί η υπηρεσία αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο για την επιχείρηση της ζημιογόνου πράξης.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 3 Ν 5960/1933 “Περί επιταγής” και 361 ΑΚ προκύπτει ότι, εκτός αν μεταξύ των συμβλήθέντων συμφωνήθηκε διαφορετικά, με την ρητώς ή σιωπηρώς καταρτιζόμενη, μεταξύ τράπεζας και του πελάτη αυτής σύμβαση επιταγής, η τράπεζα, με την ιδιότητα του πληρωτή, έναντι συνήθως αμοιβής, υποχρεούται να διαθέτει τα κεφάλαια του πελάτη της ή το ποσό της προς αυτόν πίστωσης, με την εμπρόθεσμη προς τούτο εμφάνιση προς πληρωμή, επιταγών που νομίμως έχει εκδώσει ο πελάτης και για το σκοπό αυτό η τράπεζα χορηγεί σ’ αυτόν βιβλιάριο (μπλόκ) επιταγών. Η πληρώτρια τράπεζα αναλαμβάνει, έναντι μόνου του εντολέα πελάτη της την υποχρέωση πληρωμής των επιταγών που αυτός θα εκδώσει, εντός του πλαισίου των υφισταμένων κεφαλαίων ή της πίστωσης αυτού (πρόβλεψη), μη επηρεαζομένου όμως του κύρους της τυχόν εκδοθείσης πέραν του ποσού της πρόβλεψης επιταγής. Από τη σύμβαση αυτή επιταγής μεταξύ τράπεζας και εκδότη των επιταγών πελάτη της ουδεμία απαίτηση έχει ο νόμιμος κομιστής, ως τρίτος, έναντι της πληρώτριας τράπεζας από την τυχόν μη πληρωμή της επιταγής, η δε πληρώτρια τράπεζα δεν υποχρεούται ούτε έναντι του εντολέα της εκδότη των προσκομιζομένων σ’ αυτή προς πληρωμή επιταγών να προβαίνει σε τακτικούς ελέγχους για τη διαπίστωση της υπάρξεως ή μη κεφαλαίων προς πληρωμή. Πρόκειται όμως για σύμβαση προστατευτική και του εννόμου συμφέροντος του νόμιμου κομιστή της επιταγής να εισπράξει το ποσό αυτής από την πληρώτρια τράπεζα, κατά τη νόμιμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και η τράπεζα για τη χορήγηση του μπλόκ επιταγών στον πελάτη της, πρέπει, να προβαίνει σε έλεγχο της αξιοπιστίας και του αξιοχρέου αυτού, σύμφωνα με τους κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, αφού με τη χορήγηση του μπλόκ επιταγών στον πελάτη της, δημιουργείται πηγή κινδύνου για τα έννομα συμφέροντα των κομιστών των επιταγών.
Η υποχρέωση αυτή της τράπεζας για έλεγχο, επιβάλλεται και από τις διατάξεις της υπ’ αριθμ. 502/20.8/ 9.9.92 απόφασης της Επιτροπής Νομισματικών Θεμάτων (ΦΕΚ Α 149), “Διακίνηση ιδιωτικών επιταγών μέσω του τραπεζικού συστήματος κλπ”, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. 513/92 απόφαση της ιδίας επιτροπής, με τις διατάξεις της οποίας ορίζονται και τα εξής: α) οι ιδιωτικές επιταγές φέρονται σε χρέωση των λογαριασμών εις βάρος των οποίων σύρονται με αξία (VALEUR) της ημερομηνίας πληρωμής τους από τις τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα. Οι τράπεζες στις οποίες τηρούνται οι λογαριασμοί, υποχρεούνται, εφόσον διαπιστώσουν ότι οι επιταγές είναι ακάλυπτες, να τις αναγγείλουν στην Ένωση Ελληνικών Τραπεζών από την επομένη εργάσιμη ημέρα της εμφάνισής τους προς πληρωμή, β) η εταιρία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα “ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ” υποχρεούται μέχρι την 20η κάθε μήνα να αναγγέλει στην Εισαγγελική Αρχή, για την ποινική δίωξη των εκδοτών, τις ακάλυπτες επιταγές, γ) εφόσον ο δικαιούχος λογαριασμού καταθέσεως όψεως εκδώσει σε διάστημα δώδεκα μηνών ακάλυπτες επιταγές συνολικού ποσού που υπερβαίνει το ποσό των 200.000 δρχ., οι τράπεζες που τηρούν λογαριασμούς όψεως του ιδίου καταθέτη οφείλουν να ενεργήσουν για την επιστροφή των βιβλιαρίων επιταγών που τυχόν βρίσκονται στην κατοχή του. Νέο βιβλιάριο επιταγών επιτρέπεται να χορηγηθεί μετά παρέλευση δώδεκα τουλάχιστον μηνών από την έκδοση της τελευταίας ακάλυπτης επιταγής και εφόσον στο μεταξύ έχουν τακτοποιηθεί οι σχετικές οφειλές. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 288, 281, 330, 332, 914, 922, 932 ΑΚ, συνάγεται ότι η υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, παράλειψη των προστηθέντων από την τράπεζα να ελέγξουν, πριν τη χορήγηση του βιβλιαρίου επιταγών, το αξιόχρεο και αξιόπιστο του πελάτη της, καθώς και τη συνδρομή των ως άνω από την απόφαση της Επιτροπής Νομισματικών Θεμάτων προϋποθέσεων, για την έκδοση βιβλιαρίου επιταγών, και η εν συνεχεία έκδοση επιταγών από τον λήπτη του σχετικού βιβλιαρίου, οι οποίες δεν πληρώθηκαν κατά τη νόμιμη εμφάνισή τους, συνιστά αδικοπραξία και η εκδότρια του βιβλιαρίου τράπεζα υποχρεούται σε αποζημίωση ή και χρηματική ικανοποίηση του κομιστή των επιταγών (ΑΠ 1768/2009)
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ