fbpx

Είναι επιτρεπτή αναίρεση κατ’ αποφάσεως που έπαυσε υπό όρο την ποινική δίωξη κατά το άρθρο 8 του Ν 4411/2016;

Χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ  1557/2022 κρίνεται το επιτρεπτόν αναιρέσεως από τον κατηγορούμενο για τον οποίο έπαυσε υπό όρο η ποινική δίωξη κατ’ άρθρο 8 του Ν 4411/2019.

Νομικές διατάξεις:  Κατά το άρθρο 8 του Ν. 4411/2016, “1. Εξαλείφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι και τις 31-3-2016: α) των πταισμάτων και β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. 2. Εάν, στην περίπτωση των πλημμελημάτων της παραγράφου 1, ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών, συνεχίζεται η κατ’ αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη…”. 3. Οι δικογραφίες που αφορούν τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου…”. Με την ως άνω διάταξη, θεσπισθείσα στα πλαίσια άσκησης αντεγκληματικής και σωφρονιστικής πολιτικής, με σκοπό την ελάφρυνση των Δικαστηρίων από την εκδίκαση πράξεων ήσσονος εγκληματικότητας και χωρίς έντονη κοινωνικοηθική απαξία, θεσμοθετήθηκε (ως θεσμός αυτοτελής και διαφοροποιημένος από τη γενική παραγραφή) ειδική υπό όρον παραγραφή του αξιοποίνου εγκλημάτων (και ανεκτέλεστων ποινών) υπό τον όρο ότι ο υπαίτιος ή ο κατάδικος δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου νέα από δόλο αξιόποινη πράξη και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε γι’ αυτή σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, η οποία αναβιώνει και συνεχίζεται μόνο σε περίπτωση πλήρωσης του όρου αυτού. Η επέλευση της υπό όρο παραγραφής (και εξάλειψης του αξιοποίνου της πράξης ή της υπό όρο μη εκτέλεσης της ποινής), είναι συμβατή με το Σύνταγμα και το 7° Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ (πρβλ. Ολ.ΑΠ 11/2001). Η ρητή θέσπιση υποχρεωτικής αρχειοθέτησης της σχετικής δικογραφίας (ή της καταδικαστικής απόφασης) και η πρόβλεψη για συνέχιση της ποινικής δίωξης, μόνο σε περίπτωση πλήρωσης του σχετικού όρου, υποδηλώνουν και ενέχουν ως αυτονόητη έννομη συνέπεια τον αποκλεισμό οποιασδήποτε δικαστικής ενασχόλησης, με υπόθεση που αφορά αξιόποινη πράξη ή ποινή στερητική της ελευθερίας, που εμπίπτουν στην υπό όρο παραγραφή ή με ένδικο μέσο κατά απόφασης, που εκδόθηκε σε τέτοια υπόθεση (ως προς το παραδεκτό, τη νομιμότητα ή τη βασιμότητα του) για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η νομική κατάσταση της υπό όρο παύσης της ποινικής δίωξης (ή μη εκτέλεσης της ποινής), η οποία (νομική κατάσταση) αίρεται μόνο με τη σύννομη επανενεργοποίηση της ποινικής δίωξης (ή της εκτελεστότητας της ποινής) μετά την πλήρωση του όρου. Έτσι, κατά το χρονικό διάστημα από τη δημοσίευση του Ν. 4411/2016 μέχρι τη σύννομη επανενεργοποίηση της ποινικής δίωξης ή της εκτελεστότητας της ποινής) που παραγράφηκε υπό όρο, κατά το οποίο η υπόθεση ήταν ή έπρεπε να ήταν αρχειοθετημένη, δεν είναι επιτρεπτή η εισαγωγή αυτής ή ενδίκου μέσου κατά της απόφασης που εκδόθηκε επ’ αυτής προς συζήτηση ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου, η οποία (συζήτηση), εάν επιδιωχθεί από διάδικο ή από τον Εισαγγελέα, κηρύσσεται απαράδεκτη” (ΑΠ 832/2020).

Η απόφαση εξ άλλου, με την οποία το δικαστήριο της ουσίας παύει υπό όρο την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 4411/2016, δεν είναι τελειωτική επί της κατηγορίας, δεδομένου ότι, αν ο υπαίτιος πλημμελήματος υποπέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας άνω των έξι μηνών, συνεχίζεται η κατ’ αυτού ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη (ΑΠ 757/2020).

Ωσαύτως, η εν λόγω απόφαση δεν υπάγεται σε κάποια από τις περιπτώσεις που αναφέρονται περιοριστικά στις παρ. 2 και 3 του παραπάνω άρθρου (κήρυξη υλικής αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, απόδοση ή δήμευση κατασχεθέντων) ή σε άλλη ειδική διάταξη νόμου, που επιτρέπει την αναίρεση.

Μόνο στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου παρέχεται η δυνατότητα άσκησης αναίρεσης κατά τέτοιας απόφασης, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 505 ΚΠοινΔ, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 507 και με τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 504 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΚΠοινΔ (Ν. 4620/2019), “Όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία, ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 368)”. Από το ως άνω άρθρο συνάγεται επίσης ότι απόφαση τελειωτική επί της κατηγορίας είναι η απόφαση με την οποία περατώνεται η ποινική δίκη στο βαθμό και το δικαστήριο απεκδύεται κάθε εξουσίας να επανέλθει. Τούτο συμβαίνει και όταν κηρύσσει αθώο ή ένοχο τον κατηγορούμενο. Καταδικαστική συνεπώς απόφαση, είναι αυτή με την οποία κηρύσσεται ένοχος ο κατηγορούμενος και επιβάλλεται σ’ αυτόν ποινή στερητική της ελευθερίας ή χρηματική (ΟλΑΠ 5/2000). Στην περίπτωση που το δικαστήριο κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο χωρίς να του επιβάλλει ποινή, η απόφαση δεν είναι καταδικαστική κατά την έννοια της διάταξης του άρθ. 504 παρ.1 του ΚΠΔ, αφού σαν τέτοια νοείται όχι μόνο η κηρύττουσα κάποιο ένοχο της τέλεσης κάποιας αξιόποινης πράξης, αλλά και η επιβάλλουσα την αρμόζουσα στην πράξη αυτή ποινή(ΑΠ1568/2008).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όπως ισχύει, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει αυτόν που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον συνήγορο αντίκλητό του, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο.

Ένδικη υπόθεση: Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση από 16-2-2022 αίτηση που ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως 20 ημέρες από την καταχώρηση (στις 28-1-2022) της προσβαλλομένης αποφάσεως καθαρογεγραμμένης στο ειδικό βιβλίο, με δήλωση του αναιρεσείοντος ενώπιον του Αρείου Πάγου, η οποία επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 17-2-2022, λαβούσα αρ. πρωτ. …./22, ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθ. 607/9-11-2021, 717/8-12-2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πατρών, κατά το μέρος με το οποίο το εν λόγω δικαστήριο, αφού έκρινε τον αναιρεσείοντα ένοχο της αξιόποινης πράξης της απλής δυσφήμησης κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από εκείνη της συκοφαντικής δυσφήμησης, έπαυσε υπό όρο, κατά το άρθρο 8 του Ν. 4411/2019, την ποινική δίωξη που είχε ασκηθεί κατά του άνω κατηγορουμένου (δικηγόρου), φερόμενη ως τελεσθείσα στην … και στα ….την 3-12-2015, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 Ν. 4411/2016 και για υπέρβαση εξουσίας (άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ και Θ’ Κ.Ποιν.Δ).

Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα από το αιτιολογικό αυτής προκύπτει ότι “… (επειδή )…ελλείπουν τα απαιτούμενα στοιχεία του βαθμού του δόλου και για τα δύο διωκόμενα αδικήματα καθώς και για τη γνώση του ιστορούμενου ψεύδους από μέρους του κατηγορούμενου … θα πρέπει να αθωωθεί… για …το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης και κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας της συκοφαντικής δυσφήμησης να θεωρηθεί για τον ίδιο ως άνω λόγο ότι τούτος τέλεσε το αδίκημα της απλής δυσφήμησης, καθόσον τα γεγονότα που κατήγγειλε δύναντο να προσβάλουν την τιμή και την υπόληψη των παρισταμένων προς υποστήριξη της κατηγορίας…”, (χωρίς να διαλάβει κρίση περί “κήρυξης της ενοχής του” για το εν λόγω αδίκημα). Ακολούθως έκρινε ότι “… κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 ν. 4411/2016 (τις οποίες αναλυτικά παραθέτει)…λόγω της απειλούμενης ποινής σε συνδυασμό με το χρόνο τέλεσης της πράξης (3.12.2015) θα πρέπει η πράξη της απλής δυσφήμησης που τελέσθηκε από τον κατηγορούμενο να παύσει υφ’ όρον ανάκλησης…”.

Εν συνεχεία δε στο διατακτικό του το δικαστήριο α) κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο για την πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως, β) κήρυξε αυτόν ένοχο κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας σε απλή δυσφήμηση και έπαυσε υφ’ όρον (δηλαδή κατά το άρθρο 8 του ν.4411/2016) την ποινική του δίωξη για την πράξη αυτή (της απλής δυσφήμησης). Από την υπάρχουσα στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης παραδοχή ότι “κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας της συκοφαντικής δυσφήμησης πρέπει να θεωρηθεί ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το αδίκημα της απλής δυσφήμησης, (χωρίς όμως κατά τα προεκτεθέντα να διαλαμβάνεται και κρίση περί της ενοχής του) για την οποία πρέπει να παύσει την ποινική δίωξη υφ’ όρον ανάκλησης”, καθίσταται σαφές ότι από προφανή παραδρομή παρεισέφρυσε στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης η φράση περί κηρύξεως ενοχής του εν λόγω κατηγορουμένου για την πράξη της απλής δυσφήμησης, μετά την μεταβολή της κατηγορίας, εφόσον επακολούθησε η διάταξη περί της υφ’ όρον παύσεως της ασκηθείσας γι’ αυτήν ποινικής δίωξης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8 ν.4411/2016.

Και σε κάθε περίπτωση η εν λόγω φράση στο διατακτικό της ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί. Η πρόδηλη δε παραδρομή του δικαστηρίου επιβεβαιώνεται και από το γεγονός της μη επιβολής ποινής στον αναιρεσείοντα.

Συνεπώς, δεν πρόκειται για καταδικαστική και εντεύθεν τελειωτική επί της κατηγορίας απόφαση, σύμφωνα με όσα στην οικεία μείζονα σκέψη αναπτύχθηκαν. Ως εκ τούτου, η συγκεκριμένη απόφαση δεν υπόκειται σε αναίρεση, παρά μόνο από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση, ως ασκηθείσα από πρόσωπο, που δεν είχε το δικαίωμα προς άσκηση αναίρεσης και εναντίον απόφασης, για την οποία δεν προβλέπεται, είναι απαράδεκτη και πρέπει για το λόγο αυτό να απορριφθεί, κατά τα άρθρα 476 παρ.1 και 512 παρ.1 εδ. α’περ. α’ ΚΠοινΔ και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 476 παρ. 1, 578 παρ. 1 ΚΠΔ).

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -