Με την ενδιαφέρουσα ΑΠ 1195/2023 ερμηνεύεται η έννοια της συμμετοχής και, κατ’ επέκταση, η δικαιοδοσία που ορίζεται στο άρθρο 195 ΣΠΚ για τέλεση εγκλήματος του κοινού ποινικού δικαίου όταν στο έγκλημα αυτό συμμετέχουν ιδιώτης και στρατιωτικός.
Σχετικές διατάξεις: Κατά το άρθρο 504 παρ. 1 του ΚΠΔ “Όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 368)”.
Εξάλλου, οι αποφάσεις, που από την έκδοσή τους δεν υπόκεινται σε έφεση, χαρακτηρίζονται ως “ανέκκλητες”, θεωρούνται δε ως υποδιαίρεση των υπό ευρεία έννοια τελεσίδικων αποφάσεων. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι στην έννοια του όρου “τελεσίδικη απόφαση” του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ περιλαμβάνονται και οι δύο κατηγορίες αποφάσεων, κατά των οποίων επιτρέπεται αναίρεση, σύμφωνα με το άρθρο 504 παρ. 1 του ΚΠΔ, δηλαδή όχι μόνον οι αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων που έχουν εκδοθεί ύστερα από άσκηση εφέσεως, αλλά και οι αποφάσεις που, όπως απαγγέλθηκαν, δεν προσβάλλονται με έφεση (ανέκκλητες) και δή είτε αντικειμενικά από διαδίκους και εισαγγελείς είτε μόνον από τον ασκούντα την αναίρεση (υποκειμενικά). Τη λύση αυτή επιβάλλει, όχι μόνο η γραμματική ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ, στην οποία ο νομοθέτης εκφράστηκε στενότερα, αναφέροντας μόνο τις τελεσίδικες αποφάσεις, γιατί αυτές είναι το συνήθως συμβαίνον, αλλά επιβάλλει και η ανάγκη που υπαγορεύτηκε από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ, να έχει ο ενδιαφερόμενος υπόψη του το πλήρες κείμενο του αιτιολογικού της αποφάσεως, για να είναι σε θέση να διατυπώσει, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, κάποιον από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης και να αποφεύγεται η άσκηση ματαίως αίτησης αναίρεσης, όταν δεν προκύπτει νόμιμος λόγος, ώστε να αποτρέπεται η άσκοπη ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνση του διαδίκου, την οποία η ίδια η διάταξη στοχεύει να ικανοποιήσει και η οποία συντρέχει, τόσο για τις αποφάσεις των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, όσο και για τις αποφάσεις που έχουν απαγγελθεί ανεκκλήτως.
Επομένως, η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατά αποφάσεως που έχει απαγγελθεί ανεκκλήτως, κατά τα εκτιθέντα, αρχίζει αδιακρίτως για όλους τους ενδιαφερόμενους (διαδίκους και εισαγγελείς) κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠΔ, από την καταχώριση της απόφασης καθαρογραμμένης στο προβλεπόμενο ειδικό βιβλίο (ΑΠ 2229/2002).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 3 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΚΠΔ όπως τροπ. με το άρθρο 104 του Ν. 4855/2021, “Αν σε βάρος του ίδιου προσώπου για την ίδια πράξη ασκήθηκαν περισσότερες διώξεις, κηρύσσονται απαράδεκτες λόγω εκκρεμοδικίας εκείνες οι οποίες ασκήθηκαν μεταγενέστερα”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η εκκρεμοδικία αποτελεί αρνητική δικονομική προϋπόθεση, η οποία εμποδίζει την άσκηση νέας (δεύτερης) ποινικής δίωξης και την πρόοδο της σχετικής διαδικασίας, κατά του ίδιου προσώπου για την ίδια πράξη, για την οποία έχει ήδη ασκηθεί προηγούμενη ποινική δίωξη. Όσον αφορά την ταυτότητα της πράξης, αυτή υπάρχει όταν η νέα κατηγορία συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, από τα οποία απαρτίζεται κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά στοιχεία της και η προηγούμενη, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού που δόθηκε σε κάθε μία από αυτές (ΑΠ 255/2021). Αν παρά τη μη ύπαρξη εκκρεμοδικίας υπό την εκτεθείσα έννοια, το δικαστήριο κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του και ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του ΚΠΔ (ΑΠ 1291/2008).
Περαιτέρω κατά το άρθρο 193 παρ. 1 του ΣΠΚ, στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων υπάγονται όσοι είναι στρατιωτικοί κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, καθώς και οι αιχμάλωτοι πολέμου, με τις ειδικότερες εξαιρέσεις των εγκλημάτων της παρ. 2 του αυτού άρθρου, περί των οποίων δεν πρόκειται εν προκειμένω, όπως κατωτέρω θα εκτεθεί, τα οποία υπάγονται στα κοινά ποινικά δικαστήρια, ενώ κατά το άρθρο 194 παρ. 1 στοιχ. α’ του ίδιου κώδικα (ΣΠΚ), οι στρατιωτικοί του στρατού ξηράς υπάγονται στην αρμοδιότητα του στρατοδικείου.
Τέλος κατά το άρθρο 195 του ίδιου κώδικα (ΣΠΚ), “αν στο έγκλημα συμμετέχουν στρατιωτικοί και ιδιώτες, αρμόδια είναι: α) τα κοινά ποινικά δικαστήρια, αν το έγκλημα είναι του κοινού ποινικού δικαίου, β) τα στρατοδικεία για τους στρατιωτικού και τα κοινά ποινικά δικαστήρια για τους ιδιώτες, αν το έγκλημα είναι στρατιωτικό”. Το τελευταίο αυτό άρθρο ρυθμίζει την περίπτωση συμμετοχής στρατιωτικών και ιδιωτών, με την έννοια της σύμπραξης στην κύρια πράξη και της συναπόφασης (άρθ. 45 του ΠΚ), ενώ όταν η πράξη αποδίδεται σε περισσότερα πρόσωπα χωρίς όμως να συντρέχει και το υποκειμενικό στοιχείο του κοινού δόλου, η πράξη εκάστου κατηγορουμένου εξετάζεται και κρίνεται αυτοτελώς, και οι μεν στρατιωτικοί υπάγονται στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων, οι δε ιδιώτες στη δικαιοδοσία των κοινών ποινικών δικαστηρίων (ΑΠ 767/2015, ΑΠ 1860/2017).
Ένδικη υπόθεση: Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, σε βάρος της κατηγορουμένης Α. Μ. του Α., υπολοχαγού της δυνάμεως …, κατοίκου …, με αφορμή την από 18-2-2019 έγκληση του Ζ. Π. του Δ., ασκήθηκε ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση, και με το από 6-9-2021 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης παραπέμφθηκε να δικαστεί για την ως άνω πράξη ενώπιον του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, εκδοθείσης στη συνέχεια της 5346/11-11-2021 απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε ένοχη η κατηγορουμένη για την ως άνω αξιόποινη πράξη, για την οποία της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, κατά της οποίας έχει ασκηθεί έφεση από την κατηγορουμένη.
Επισημαίνεται ότι μετά της ανωτέρω κατηγορουμένης συμπαραπέμφθηκε ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και καταδικάστηκε για την ίδια αξιόποινη πράξη η ιδιώτης Α. Μ. του Τ., μητέρα της ανωτέρω κατηγορουμένης.
Παράλληλα, με το 15/8-2-2021 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης η κατηγορουμένη παραπέμφθηκε να δικαστεί ενώπιον του Πενταμελούς Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, το οποίο με την προσβαλλόμενη 146/2022 απόφασή του κήρυξε, κατά πλειοψηφία, απαράδεκτη την ποινική δίωξη κατά της ανωτέρω κατηγορουμένης για την ως άνω αξιόποινη πράξη, λόγω εκκρεμοδικίας.
Ωστόσο, όπως προκύπτει από το παραπάνω κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και την προσβαλλόμενη απόφαση οι συγκατηγορούμενες Α. Μ. και Α. Μ. δεν παραπέμφθηκαν, ούτε καταδικάστηκαν ως δράστιδες, ενεργήσασες κατά συναυτουργία (άρθ. 45 του ΠΚ), αλλά ως ενεργήσασες κατά μόνας, δράστιδες συναφών εγκλημάτων (άρθ. 128 εδ. β’ του ΚΠΔ). Ως εκ τούτου, δεν τυγχάνει εφαρμογής, στην προκείμενη περίπτωση, η διάταξη του άρθρου 195 περ. α’ του ΣΠΚ, αλλά αντίθετα πρόκειται για περίπτωση συναφών εγκλημάτων και, συνεπώς, η ανωτέρω κατηγορουμένη, ως στρατιωτικός, υπάγεται στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων, τα οποία έχουν, κατά τα προεκτεθέντα, δικαιοδοσία και αποκλειστική αρμοδιότητα να δικάσει την ως άνω αξιόποινη πράξη αυτής.
Κατά συνέπεια, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, ειδικώς ως προς την κατηγορουμένη στρατιωτικό άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος, με συνέπεια να μην παράγει υποστατές έννομες συνέπειες (μεταξύ των οποίων και η εκκρεμοδικία) η 5346/2021 απόφασή του, η οποία ήταν απολύτως απρόσφορη να θεμελιώσει εκκρεμοδικία ενώπιον του Πενταμελούς Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, όπως εσφαλμένα υπέλαβε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Κατά συνέπεια, το Πενταμελές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, που, με την προσβαλλόμενη 146/2022 απόφασή του δέχθηκε την ύπαρξη εκκρεμοδικίας θεμελιωμένης στην 5346/2021 απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και κήρυξε απαράδεκτη την ασκηθείσα ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης κατά της κατηγορουμένης στρατιωτικού, ενώ έπρεπε να απορρίψει την υποβληθείσα από τον συνήγορο υπεράσπισης της κατηγορουμένης σχετική ένσταση και να προχωρήσει στην κατ’ ουσία εκδίκαση της υπόθεσης, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και, επομένως, ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης του Αντεισαγγελέα του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του ΚΠΔ, είναι βάσιμος. Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠΔ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, πλην εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθ. 522 του ΚΠΔ).
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ