fbpx
Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου, 2024

Εκπροσώπηση και αντιπροσώπευση

Χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά

Δείτε επίσης

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ, συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία, πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτιστεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησής του δεν το δεσμεύει. Αν η εκπροσώπηση του νομικού προσώπου ανατεθεί σε τρίτο μη εταίρο, ο τελευταίος δεν ενεργεί ως καταστατικό όργανο αυτού, αλλά ενδεχομένως ως αντιπρόσωπος ή εντολοδόχος αυτού, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 216 επομ. και 713 επομ. ΑΚ. Από τον συνδυασμό των τελευταίων αυτών διατάξεων με εκείνες των άρθρων 229 και 238 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι σύμβαση που έχει καταρτισθεί με πρόσωπα που δεν εκπροσωπούν νόμιμα το νομικό πρόσωπο ή που δεν έχουν αντιπροσωπευτική εξουσία, στερείται κύρους και δεν το δεσμεύει, εκτός αν αυτό ενέκρινε τη σύμβαση, κατά την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 229 ΑΚ, που ορίζει ότι αν μια σύμβαση συνομολογήθηκε στο όνομα άλλου χωρίς την πληρεξουσιότητά του, το κύρος της εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευόμενου. Η έγκριση, αναγόμενη στον χρόνο της δικαιοπραξίας, αναπληρώνει την έλλειψη της εξουσίας αντιπροσώπευσης, γίνεται δε με μονομερή δήλωση απευθυντέα στο άλλο μέρος (άρθρα 236 και 238 ΑΚ) υποβαλλόμενη στον τύπο που προβλέπεται για τη σύμβαση που αφορά αυτή και δυνάμενη, εφόσον για την κύρια σύμβαση δεν απαιτείται η τήρηση τύπου, να παρασχεθεί και με σιωπηρή δήλωση βούλησης, συναγόμενη από πράξεις του εγκρίνοντος ή περιστάσεις που καθιστούν αναντίρρητη τη βούληση της έγκρισης. Όμως, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής που στρέφεται κατά νομικού προσώπου, η οποία έχει ως αντικείμενο την εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης αναληφθείσας από αυτό αλλά και σε ένσταση ή αντένσταση, με τις οποίες γίνεται επίκληση τέτοιας σύμβασης για τη θεμελίωση του περιεχόμενου σ’ αυτές αυτοτελούς ισχυρισμού, δεν απαιτείται να αναφέρονται και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν το νομικό πρόσωπο ή ενήργησαν ως αντιπρόσωποι αυτού, κατά τη σύναψη της σύμβασης καθώς και τα στοιχεία της νόμιμης εκπροσώπησής του, διότι το στοιχείο αυτό δεν ανάγεται στη νομιμοποίηση, αλλά έχει σχέση με την ύπαρξη συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης. Αν όμως αμφισβητείται η σύναψη της σύμβασης ή το κύρος της λόγω έλλειψης νόμιμης εκπροσώπησης του νομικού προσώπου, ο επικαλούμενος τη σύμβαση, πρέπει να καθορίσει με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ή αν πρόκειται για ένσταση ή αντένσταση, με την προσθήκη των προτάσεων, το πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με τον νόμο ή το καταστατικό, εκπροσώπησε το νομικό πρόσωπο ή ήταν αντιπρόσωπός του και δήλωσε κατά το νόμιμο τούτο τρόπο τη σχετική βούλησή του, το δε δικαστήριο να προσδιορίσει στην απόφασή του το φυσικό πρόσωπο από το οποίο εκπροσωπήθηκε το νομικό πρόσωπο καθώς και τον τρόπο κατά τον οποίο απέκτησε την εξουσία εκπροσώπησης, ή αντιπροσώπευσης, ώστε να καταστεί εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των ως άνω διατάξεων (ΑΠ 1342/2017, Ε7 2018/1133, ΑΠ 1150/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2064/2014, Αρμ. 2015/1524). Η παροχή της εξουσίας αυτής είναι δυνατόν να γίνει και σιωπηρά, να μην είναι δηλαδή ρητή αλλά να συνάγεται συμπερασματικά με βάση και τις συντρέχουσες περιστάσεις. Τέτοια (σιωπηρή) εξουσιοδότηση διαπιστώνεται ιδίως αν προϋπάρχει ήδη έννομη σχέση, λ.χ. εργασιακή, μεταξύ του αντιπροσωπευόμενου και του εξουσιοδοτούμενου. Σε κάθε περίπτωση, η σιωπηρή εξουσιοδότηση είναι δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως του εξουσιοδοτούντος και το επιδιωκόμενο με αυτήν έννομο αποτέλεσμα στηρίζεται στην ιδιωτική αυτονομία του δηλούντος καθ’ όμοιο τρόπο όπως και επί ρητής εξουσιοδοτήσεως. Αντιθέτως, περί φαινομενικής πληρεξουσιότητας γίνεται λόγος όταν η δέσμευση του κυρίου της υπόθεσης δεν απορρέει από την (έστω σιωπηρώς δηλωθείσα) βούλησή του αλλά στηρίζεται στη γενικότερη αρχή της προστασίας της εμπιστοσύνης στις συναλλαγές, που δικαιολογεί τον καταλογισμό στον «αντιπροσωπευόμενο» των οικονομικών αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας στην οποία προέβη προς όφελός του τρίτος, προς τον οποίο δεν είχε παράσχει μεν πληρεξουσιότητα και ούτε ανέχθηκε ούτε γνώριζε τη συμπεριφορά του, θα μπορούσε όμως να τη γνωρίζει και να την εμποδίσει αν επεδείκνυε την επιβαλλόμενη στις συναλλαγές επιμέλεια. Σε παρόμοιες περιπτώσεις ο συναλλαχθείς με τον στερούμενο πληρεξουσιότητας τρίτο δικαιούται σύμφωνα με την καλή πίστη και τις αντιλήψεις των συναλλαγών να πιστεύει ευλόγως ότι ο τρίτος ενήργησε δυνάμει πληρεξουσιότητας, με αποτέλεσμα να διατηρεί τις αξιώσεις που πηγάζουν από τη σύμβαση έναντι του κυρίου της υποθέσεως, μολονότι αυτός δεν συμβλήθηκε μαζί του ούτε εξουσιοδότηση προς σύναψη συμβάσεως είχε παράσχει (ΑΠ 683/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 558/2013, ΧρΙΔ 2013/574, ΑΠ 939/2004, Δνη 2004/1673, Φ. Δωρής, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ι β, Γενικές Αρχές, άρθρα 216 – 217, αρ. 41 – 43, σελ. 1074 – 1076, Ζ. Τσολακίδης, Ευθύνη για ενέργειες βοηθών εκπλήρωσης και προστηθέντων, 2008, σελ. 242, Δ. Κλαβανίδου, Έλλειψη πληρεξουσιότητας, 2004, 3 Β.1, σελ. 89 επομ.). Σιωπηρή και φαινόμενη πληρεξουσιότητα τελούν σε σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού, υπό την έννοια ότι λόγος για τη δεύτερη μπορεί να γίνει μόνον όταν ελλείπει η πρώτη, αφού το φαινόμενο δικαίου αποτελεί νόμιμη αιτία καταλογισμού της συμπεριφοράς του χωρίς εξουσιοδότηση ενεργήσαντος τρίτου στον φερόμενο ως υπ’ αυτού αντιπροσωπευθέντα, μόνον όταν η ευθύνη του τελευταίου για την εκπλήρωση της συναφθείσας από τον τρίτο συμβάσεως δεν έχει ιδρυθεί δικαιοπρακτικά διά της παροχής έγκυρης, έστω σιωπηρής, εξουσιοδότησης στον τρίτο να συμβληθεί στο όνομα και για λογαριασμό του (Α. Γαζής, Γνωμοδοτήσεις 1956 – 1994, 1995, [40], σελ. 347 – 349, Φ. Δωρής, ο.π., βλ. όμως και Γ. Μεντή, Σιωπηρή πληρεξουσιότητα, 2005, σελ. 155 – 158). Πάντως, η καλή πίστη του συναλλασσόμενου με τον άνευ εξουσιοδοτήσεως ενεργούντα τρίτο και η πεποίθησή του ότι συναλλάσσεται με γνήσιο αντιπρόσωπο, δικαιολογούνται μόνον όταν αυτός είτε δεν γνώριζε είτε δεν αγνοούσε από αμέλειά του την έλλειψη της πληρεξουσιότητας (ΑΠ 274/2013, ΧρηΔικ 2013/303 ΧρΙΔ 2014/421, ΑΠ 554/2013, ΕπισκΕΔ 2013/386 = ΝοΒ  2013/2428, ΕφΑθ. 5543/2010, Δνη 2012/250, Ε. Νεζερίτη, Η φαινόμενη και κατ’ ανοχήν πληρεξουσιότητα υπό το φως της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, Digesta 2006/35 επομ., έτσι και ο Α. Αντάπασης, ο.π., σελ. 475 επομ.). Όπως ορθώς επιλέγεται (Α. Καλαβρός, Η έλλειψη πληρεξουσιότητας κατά την κατάρτιση σύμβασης, 2018, σελ. 63), για τη συναγωγή φαινόμενης πληρεξουσιότητας κρίσιμο αποβαίνει το εάν η συμπεριφορά του εμφανιζόμενου ως πληρεξούσιου και η στάση του εμφανιζόμενου ως αντιπροσωπευόμενου συγκροτούν μια συναλλακτική εικόνα ικανή κατά το κοινωνικώς αναμενόμενο να δικαιολογήσει την πίστη του συναλλασσόμενου με τον πρώτο ότι εν προκειμένω έχει χορηγηθεί σ’ αυτόν πληρεξουσιότητα από τον δεύτερο (κύριο της υποθέσεως). Τέτοια εντύπωση, όμως, δεν σχηματίζεται όταν ο κύριος της υποθέσεως δεν έχει ενεργήσει προς την κατεύθυνση της σύναψης της δικαιοπραξίας, αφού τότε δε συνδέεται η στάση του με τη δράση του φερόμενου ως αντιπροσώπου του. Υπό την έννοια αυτή πρέπει να κριθεί ως υπόχρεος σε αυξημένη επιμέλεια εκείνος που απευθύνεται σ’ αυτόν για τον οποίο θεωρεί ότι αντιπροσωπεύει τον κύριο της υποθέσεως, με τον οποίο επιθυμεί να συμβληθεί για την ικανοποίηση δικού του οικονομικού συμφέροντος. Αν την επιμέλεια αυτή δεν επιδείξει ο συναλλαγείς με πρόσωπο για το οποίο τελεί σε γνώση του ότι δεν είναι εφοδιασμένο με ρητή πληρεξουσιότητα, τότε δε δικαιούται προστασίας έναντι του κυρίου της υποθέσεως. Ομοίως δεν είναι προστατεύσιμος εκείνος που έχει προαποφασίσει την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, χωρίς στη διαμόρφωση της συναλλακτικής του συμπεριφοράς να έχει επιδράσει η εμπιστοσύνη του σε ένα φαινόμενο δικαίου, αφού αν παραβλεφθούν τα κίνητρά του η έννομη προστασία θα μπορούσε να παρασχεθεί και σ’ εκείνον που, έστω καλόπιστα, ασκεί πάντως αυθαίρετα τη συμβατική του ελευθερία, ενδεχόμενο που δε συνάδει με τον ρόλο της εμπιστοσύνης σε φαινόμενο δικαίου ως αυτόνομης δικαιϊκής αρχής (Ε. Νεζερίτη, Η προστασία της εμπιστοσύνης των καλόπιστων συναλλασσομένων, 2016, § 6, σελ. 122 – 123).

Περαιτέρω, πλοίαρχος είναι το πρόσωπο που έχει την εν γένει διοίκηση του πλοίου και διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο στην επιχείρηση εκμετάλλευσης αυτού, μετά τον φορέα της (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή), έχοντας ευρύτατα κυριαρχικά δικαιώματα τόσο στα πράγματα που μεταφέρονται με το πλοίο όσο και σ’ αυτούς που επιβαίνουν. Ειδικότερα,  ο πλοίαρχος, μεταξύ άλλων, είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, οι οποίοι ενέχονται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρα 84 και 105 ΚΙΝΔ). Η παραπάνω νόμιμη εκπροσώπηση διακρίνεται σε: α) δικαστική εκπροσώπηση, η οποία συνίσταται στην ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση του πλοιάρχου, σε ότι αφορά την κοινοποίηση διαδικαστικών και εξώδικων εγγράφων, στη λήψη συντηρητικών μέτρων, στην έγερση αγωγών κ.λπ. και β) δικαιοπρακτική εκπροσώπηση, η οποία είναι γενική και αφορά σε όλες τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, διότι κατά κανόνα συνάπτει δικαιοπραξίες ως άμεσος αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, με βάση τη γενική από τον νόμο ή την ειδική από τον πλοιοκτήτη εξουσιοδότηση (ΤριμΕφΠειρ. 461/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 951/2006  ΕΝαυτΔ 2007/26). Εξ ετέρου, κατά το υπό τον τίτλο «Καθήκοντα και υποχρεώσεις εν όρμω» άρθρο 70 § 4 του ΒΔ 806/1970 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού “περί εργασίας επί των ελληνικών φορτηγών πλοίων ολικής χωρητικότητος 800 κόρων και άνω”» (ΦΕΚ Α 275/16.12.1970), ο πρώτος μηχανικός του πλοίου «Εποπτεύει και διευθύνει την παραλαβήν καυσίμων του πλοίου    βοηθούμενος υπό αξιωματικού μηχανής οριζομένου υπό του ιδίου», ενώ κατά το άρθρο 75 του ιδίου νομοθετήματος «Ο Α΄ Μηχανικός οφείλει: α) Να επιβλέπη προσωπικώς την κατανάλωσιν του πλοίου εις καύσιμα και υλικά μηχανής, να βεβαιούται περί της ικανοποιητικής ποσότητος, ποιότητος και της καλής εναποθηκεύσεως αυτών, να χορηγή τας σχετικάς αποδείξεις μετά προηγουμένην θεώρησιν αυτών υπό του Πλοιάρχου και να ενεργή τας σχετικάς καταχωρήσεις εις το ημερολόγιον μηχανής. β) Να συνεννοήται μετά του Πλοιάρχου διά τον τρόπον της παραλαβής των καυσίμων και διά την εναποθήκευσιν εις τας αποθήκας ή άλλους καταλλήλους χώρους ως και διά την κατανάλωσιν αυτών και να ζητή τας οδηγίας αυτού, όσον αφορά την ταχύτητα του πλοίου και την διάρκειαν του πλου, ίνα αναλόγως κανονίζη την κατανάλωσιν και τον ανεφοδιασμόν των αποθηκών» ΠΠΠειρ 2464/2020 (Αρχειο Πρωτ. Πειρ).

* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -