Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 του νόμου 5960/1933 “περί επιταγής”, η οποία είναι ταυτόσημη με εκείνη του άρθρου 17 του νόμου 5325/1932 “περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν”, τα πρόσωπα, που ενάγονται από την επιταγή, μπορούν να αντιτάξουν κατά του κομιστή τις ενστάσεις, οι οποίες στηρίζονται στις προσωπικές σχέσεις μεταξύ αυτών και του εκδότη ή των προηγούμενων κομιστών της επιταγής, μόνο εάν ο κομιστής κατά τον χρόνο κτήσεως της επιταγής ενήργησε εν γνώσει προς βλάβη του οφειλέτη. Η αρχή, που καθιερώνεται με τη διάταξη αυτή, από την οποία, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 1 του νόμου 5960/1933, απορρέει ο αναιτιώδης χαρακτήρας της ενοχής από την επιταγή, του απροβλήτου των ουσιαστικών ενστάσεων, κατά την οποία τα πρόσωπα, που ευθύνονται από την επιταγή δεν μπορούν να προτείνουν κατά του νόμιμου κομιστή αυτής ενστάσεις, που στηρίζονται στις προσωπικές τους σχέσεις με τον εκδότη ή με τους προηγούμενους κομιστές, κάμπτεται μόνο εφόσον εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάστηκε με οπισθογράφηση η επιταγή τελούσε κατά την κτήση της σε γνώση της υπάρξεως των ενστάσεων αυτών και με την αποδοχή της μεταβιβάσεως σ’ αυτόν της επιταγής ενεργούσε με πρόθεση βλάβης του οφειλέτη. Τέτοια ενέργεια λαμβάνει χώρα, όταν αυτός γνωρίζει κατά την απόκτηση του τίτλου, ότι με τη μεταβίβαση προς αυτόν είναι δυνατόν να ματαιωθεί η προβολή των προαναφερόμενων ενστάσεων και ότι με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η πληρωμή, η οποία χωρίς τη μεταβίβαση αυτή δεν θα πραγματοποιείτο. Η γνώση του κομιστή είναι απαραίτητο να υφίσταται κατά τον χρόνο της οπισθογραφήσεως σ’ αυτόν της επιταγής και δεν ασκεί επίδραση η μεταγενέστερη γνώση. Σε περίπτωση δε, που εκείνος κατά του οποίου εκδόθηκε διαταγή πληρωμής με τίτλο επιταγή, στην πληρωμή της οποίας ενέχεται, ασκήσει ανακοπή, πρέπει να εκθέτει στο σχετικό δικόγραφο, ακολούθως δε πρέπει και να αποδεικνύει, τα περιστατικά αυτά, γιατί η καλή πίστη του κομιστή τεκμαίρεται. Συνακόλουθα, ο οφειλέτης από την επιταγή, εκτός από τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της σχετικής ενστάσεώς του, πρέπει στην ανακοπή του να περιλαμβάνει και τον ισχυρισμό, ότι ο κομιστής της επιταγής, κατά τον χρόνο της κτήσεως αυτής, γνώριζε την ένσταση και επιπλέον αυτός είχε συνείδηση, ότι με την απόκτηση του τίτλου ήταν ενδεχόμενο να υποστεί βλάβη ο οφειλέτης με την πληρωμή της επιταγής. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1251 του ΑΚ, που προβλέπει την ενεχυρίαση τίτλου σε διαταγή, και 38 του ν.δ. 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, το οποίο εξακολουθεί να ισχύει κατά το άρθρο 41 παρ. 1 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει, ότι μεταξύ των τίτλων σε διαταγή, που ενεχυριάζονται με οπισθογράφηση, χωρίς άλλη διατύπωση, κατά την παραπάνω διάταξη του άρθρου 1251 ΑΚ, είναι και η επιταγή. Η μη αναζήτηση τιμολογίων από την πλευρά της Τράπεζας ή οποιουδήποτε άλλου κομιστή της επιταγής κατά την ενεχυρίαση των τίτλων δεν οδηγεί άνευ ετέρου στην επιβεβαίωση και κατάφαση γνώσεως, όπως αυτή απαιτείται από τη διάταξη του άρθρου 22 ν. 5960/1933, για την ύπαρξη οποιασδήποτε προσωπικής ενστάσεως, την οποία είναι δυνατό να διατηρεί βάσιμα ο εκδότης της επιταγής σε βάρος του λήπτη αυτής. Η γνώση θα πρέπει να επιβεβαιώνεται θετικά και να προκύπτει από συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και να μη συνάγεται απλώς συμπερασματικά, αφού η καλή πίστη του κομιστή της επιταγής τεκμαίρεται και κατά συνέπεια δεν είναι αρκετή η επισήμανση της παραλείψεως της Τράπεζας να προβεί στην αναζήτηση τιμολογίων ή άλλων εγγράφων, που να πιστοποιούν την υποκείμενη αιτία, για την κατάφαση γνώσεώς της για οποιαδήποτε προσωπική ένσταση (καταπιστευτική επιταγή, επιταγή “ευκολίας”, εικονικότητα, τοκογλυφία κ.λπ.), αφού η παράλειψη αυτή είναι δυνατό να οφείλεται όχι μόνο σε δόλο, αλλά και σε αμέλεια ακόμη, η οποία υπό την εκδοχή αυτή αναβαθμίζεται ανεπίτρεπτα σε μέγεθος ισοδύναμο προς εκείνο του δόλου, και πέραν αυτού, η αξίωση απέναντι στην Τράπεζα ή οποιονδήποτε άλλον κομιστή της επιταγής για την προσκόμιση σ’ αυτούς τιμολογίων, που να πιστοποιούν προηγούμενες συναλλακτικές σχέσεις των ενεχόμενων από την επιταγή προσώπων μεταξύ τους (εκδότη και λήπτη, λήπτη και πρώτου οπισθογράφου, πρώτου και δεύτερου οπισθογράφου, δεύτερου και τρίτου οπισθογράφου κ.ο.κ., μέχρι τον τελευταίο κομιστή), στο πλαίσιο των οποίων έχει λάβει χώρα η έκδοση ή καθεμία από τις οπισθογραφήσεις της επιταγής, δεν επιβάλλεται από καμιά διάταξη νόμου, ούτε και συνιστά στοιχείο της επιμέλειας, που απαιτείται στις συναλλαγές κατά τον κανόνα του άρθρου 330 εδ. β του ΑΚ, και άρα η μη ανταπόκριση της Τράπεζας, ως τελευταίας κομίστριας της επιταγής, στο μέτρο αυτό της μη αναγκαίας επιμέλειας δεν καθιστά καταχρηστική, υπό την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ, την άσκηση της αξιώσεως του ουσιαστικού δικαίου από το αξιόγραφο, με την εμφάνισή του για πληρωμή, τη βεβαίωση για τη μη πληρωμή κ.τ.λ., από τη δικαιούχο της αξιώσεως αυτής τελευταία κομίστρια της επιταγής. Εξάλλου, οποιαδήποτε εγκύκλιος ή τραπεζική πρακτική έχουν σχέση αποκλειστικά και μόνο με την εσωτερική λειτουργία των καταστημάτων των Τραπεζών, αφορούν την έκδοση διαταγών, οδηγιών ή και κατευθύνσεων για τη ρύθμιση θεμάτων εσωτερικής οργανώσεως και λειτουργίας της υπηρεσίας τους και δεν έχουν ισχύ νόμου, με αποτέλεσμα να μη γεννώνται δικαιώματα και υποχρεώσεις από αυτές. Επιπροσθέτως, οι εσωτερικές σχέσεις και ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ του εκδότη και του λήπτη της επιταγής σχετικά με το αξιόγραφο και την άσκηση των αξιώσεων από αυτό πρέπει να αποδεικνύονται από τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία, ότι εμπίπτουν στο πεδίο της γνώσεως της Τράπεζας ή άλλου τελευταίου κομιστή, δεδομένου ότι τούτο προϋποθέτει, ότι ο αμέσως με αυτή συναλλασσόμενος, λήπτης της επιταγής, θα αποκάλυπτε σ’ αυτή τις εν λόγω συμφωνίες, κάτι που πρέπει να αποδεικνύεται, ότι συνέβη. Η υιοθέτηση αντίθετης απόψεως θα οδηγούσε στην πλήρη ανατροπή της αρχής του αναιτιώδους χαρακτήρα της ενοχής από την επιταγή και θα καθιστούσε την αιτία (causa) τόσο της εκδόσεως αυτής, όσο και των οπισθογραφήσεών της, εν τοις πράγμασιν, σε στοιχείο του αξιόγραφου, κάτι που θα οδηγούσε στην αντιστροφή του συστήματος, που καθιερώνεται με τον νόμο 5960/1933, δεδομένου ότι από τις διατάξεις του νόμου αυτού συνάγεται, ότι η ενοχή από την επιταγή είναι αναιτιώδης, ότι η αιτία εκδόσεως και οπισθογραφήσεώς της δεν αποτελεί στοιχείο της επιταγής και ότι αποκαλύπτεται η αιτία μόνο με την προβολή σχετικής ενστάσεως, ότι η αιτία εξέλιπε (έληξε ή δεν επακολούθησε), ότι ήταν εξαρχής ανύπαρκτη, παράνομη, ανήθικη, ελαττωματική κ.τ.λ., από τον οφειλέτη, που καλείται για την πληρωμή της, είτε με την άσκηση αγωγής εναντίον του, είτε με την έκδοση σε βάρος του διαταγής πληρωμής (ΑΠ 353/2015 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 32 παρ. 1 ν. 5960/1933, η ανάκληση της επιταγής ισχύει μόνο μετά την εκπνοή της προθεσμίας εμφανίσεως. Από τη διάταξη αυτή, που περιέχει κανόνα δημοσίας τάξεως και καθιερώνει το σύστημα της σχετικής αδυναμίας ανακλήσεως της επιταγής, συνάγεται ότι η ανάκληση της επιταγής από τον εκδότη μπορεί να γίνει και πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την εμφάνισή της προς πληρωμή (αφετηρία της οποίας, κατά το άρθρο 29 παρ. 4 του ίδιου νόμου, είναι η χρονολογία εκδόσεως που αναγράφεται στην επιταγή), ισχύει, όμως, μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής. Επομένως, αν επακολουθήσει εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής στον πληρωτή, η ανάκληση αποβαίνει ανίσχυρη και ο κομιστής, εφόσον δεν γίνει πληρωμή, μπορεί όχι μόνο να ασκήσει το εκ της αναγωγής δικαίωμά του, αλλά και να απαιτήσει αποζημίωση από τον εκδότη (ΑΠ 788/2019 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η διάταξη προϋποθέτει άσκηση συγκεκριμένου δικαιώματος, το δε δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά, όταν η άσκηση του υπερβαίνει, προφανώς τα όρια που ορίζει η ως άνω διάταξη, πρέπει να υπάρχει, δηλαδή, μεταβολή συμπεριφοράς αδικαιολόγητη και μη αναμενόμενη, να προκαλείται δε τόσο έντονη εντύπωση αδικίας, ώστε να καθίσταται αναγκαία η θυσία του αξιούμενου δικαιώματος. Όμως, μόνη η μακρά αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί, μόνη αυτή, να καταστήσει την άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική. Πρέπει να συντρέχουν και άλλα περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά του δικαιούχου, από τα οποία η ικανοποίηση του δανειστή θα επιφέρει δυσμενείς για τα συμφέροντα του οφειλέτη επιπτώσεις (ΑΠ 741/2015, 363/2007) .-
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ