fbpx

Έννοια οριστικής, τελεσίδικης και ερήμην απόφασης – Ερήμην απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου

Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά

Δείτε επίσης

Σε αναίρεση υπόκεινται οι τελεσίδικες αποφάσεις των ειρηνοδικείων, των μονομελών και των πολυμελών πρωτοδικείων, καθώς και των εφετείων (552 ΚΠολΔ) που αφορούν στον καθορισμό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας ή περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή (553 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, ΑΠ 412/2013 ΝοΒ 61 (2013),1909, ΑΠ 774/2013 ΝοΒ 61 (2013),2210, ΑΠ 819/2013 ΝοΒ 61 (2013),2495). Τελεσίδικες είναι οι αποφάσεις που δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας και σε έφεση (321 ΚΠολΔ) είτε διότι είναι εξ αρχής απρόσβλητες με τα ανωτέρω ένδικα μέσα είτε διότι εξέπνευσε η προθεσμία ασκήσεώς τους, ενώ αμετάκλητες είναι οι αποφάσεις που δεν μπορούν να προσβληθούν και με τα έκτακτα ένδικα μέσα, της αναψηλαφήσεως και της αναιρέσεως, ομοίως, είτε λόγω του μη επιτρεπτού της προσβολής τους με τα ένδικα αυτά μέσα είτε λόγω παρελεύσεως της προθεσμίας ασκήσεώς τους.

Θα πρέπει, επίσης, να διευκρινισθεί ότι η διάκριση των αποφάσεων σε τελεσίδικες και αμετάκλητες είναι μία περαιτέρω υποδιάκριση των οριστικών αποφάσεων. Οριστική είναι η απόφαση που περατώνει τη δίκη σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας και εξαντλεί τις επιτρεπόμενες βαθμίδες δικονομικής αξιολογήσεως (παραδεκτό, νόμω βάσιμο, ουσία βάσιμο) αιτήσεως για την παροχή δικαστικής προστασίας, απεκδύοντας το δικαστήριο από την εξουσία του να κρίνει επί του υποβληθέντος αιτήματος, ενώ μη οριστική είναι η απόφαση που δεν εκφέρει κάθετη διάγνωση του αντικειμένου της δίκης, αλλά προωθεί ή διαμορφώνει τη διαδικασία προετοιμάζοντας την οριστική επίλυση της διαφοράς, το δε δικαστήριο διατηρεί την εξουσία του να κρίνει επί του υποβληθέντος αιτήματος, όταν αυτό καταστεί ώριμο για την οριστική διάγνωση. Συνεπώς, μόνο οι οριστικές αποφάσεις μπορούν να τελεσιδικήσουν ή να καταστούν αμετάκλητες, δεδομένου ότι οι μη οριστικές δεν προσβάλλονται κατ’ αρχήν αυτοτελώς με ένδικα μέσα με μοναδική εξαίρεση αυτή του άρθρου 114 παρ. 4 ΚΠολΔ.

Περαιτέρω, με κριτήριο την κανονική παράσταση των διαδίκων στο δικαστήριο οι δικαστικές αποφάσεις διακρίνονται σε εκδοθείσες κατ’ αντιμωλίαν και σε εκδοθείσες ερήμην. Το πότε εκδίδεται ερήμην απόφαση και το ποιες είναι οι συνέπειες της ερημοδικίας για τον ενάγοντα, τον εναγόμενο και τα λοιπά πρόσωπα που ενδέχεται να συμμετέχουν στη δίκη καθορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 271-280 ΚΠολΔ. Κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 280 παρ. 4 ΚΠολΔ ο διάδικος που αποχωρεί εκούσια μετά την έναρξη της κατ’ ουσίαν συζήτησης θεωρείται ότι δικάζεται κατ’ αντιμωλίαν. Αν ερημοδικεί ο ενάγων η αγωγή θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ εάν ερημοδικεί ο εναγόμενος συνάγεται σε βάρος του τεκμήριο ομολογίας της ιστορικής βάσεως της αγωγής (πλασματική ομολογία). Αντίστοιχες ειδικές συνέπειες προβλέπονται για τον παρεμβαίνοντα, τον προσεπικαλούντα, τον προσεπικαλούμενο και τους κυρίως ή προσθέτως παρεμβαίνοντες. Κατ’ εξαίρεση, στις γαμικές διαφορές και στις διαφορές μεταξύ γονέων και τέκνων (βλ. άρθρο 595 ΚΠολΔ), στις εργατικές διαφορές (βλ. άρθρο 621 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ) και στα ασφαλιστικά μέτρα (βλ. άρθρο 686 παρ. 7 ΚΠολΔ), αν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος κάποιος από τους διαδίκους, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι.

Εξ όλων των ανωτέρω συνάγεται ότι η ερήμην απόφαση δευτεροβαθμίου δικαστηρίου δεν είναι ακόμη τελεσίδικη και συνεπώς δεν προσβάλλεται παραδεκτά με αναίρεση όσο επιτρέπεται η άσκηση κατ’ αυτής ανακοπής ερημοδικίας, εκτός εάν η άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου κατά τη δευτεροβάθμιας αποφάσεως αποκλείεται, ούτως ή άλλως, εκ του νόμου, όπως συμβαίνει για τις δευτεροβάθμιες αποφάσεις που εκδίδονται α) επί αιτήσεων διορθώσεως ή ερμηνείας αποφάσεως (319 ΚΠολΔ), (β) επί αγωγών που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (622Β παρ. 4 ΚΠολΔ) και (γ) στις δίκες της εκτελέσεως (937 παρ. 1 αριθ. 2 ΚΠολΔ) με εξαίρεση αυτές που αφορούν στην προσωπική κράτηση (1054 παρ. 2 ΚΠολΔ). Η τελεσιδικία, η ύπαρξη της οποίας ερευνάται αυτεπαγγέλτως, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που ασκείται η αναίρεση και όχι κατά τη συζήτησή της (ΑΠ 145/2011 ΕλλΔνη 2012,371).

Επί των ανωτέρω ζητημάτων ο Άρειος Πάγος (Α2 Πολιτικό Τμήμα) με την πρόσφατη υπ’ αριθμόν 435/2023 απόφασή του έκρινε επί λέξει τα εξής: «Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 553 § 1β`, 577, 309 εδ. α`, 321, 495 ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε αναίρεση υπόκειται η απόφαση, που έχει καταστεί τελεσίδικη, κατά το χρόνο άσκησης του ένδικου αυτού μέσου, δηλαδή, κατά το χρόνο κατάθεσης του οικείου δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Είναι δε τελεσίδικη η απόφαση, η οποία, απεκδύοντας το δικαστή από κάθε περαιτέρω εξουσία, περατώνει τη δίκη επί της αγωγής και δεν υπόκειται στα τακτικά ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης. Συνεπώς, η ερήμην οριστική απόφαση του εφετείου, δηλαδή, η απόφαση που εκδόθηκε με την απουσία, πραγματική ή πλασματική, ενός των διαδίκων, έστω και αν στηρίχθηκε στη συναγωγή δυσμενών συνεπειών από την ερημοδικία του (ΟλΑΠ 15/2001, ΑΠ 45/2020, ΑΠ 1470/2003, ΑΠ 162/1997), υπόκειται σε αναίρεση, μόνον, αφότου έπαυσε να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας είτε επειδή παρήλθε η κατ` άρθρο 503 § 1 ΚΠολΔ δεκαπενθήμερη προθεσμία από την επίδοση της ερήμην απόφασης προς άσκηση αυτής, είτε επειδή ο δικαιούμενος σε άσκηση αυτής διάδικος, που δικάσθηκε ερήμην, παραιτήθηκε νομίμως από το ασκηθέν ένδικο μέσον ή από το δικαίωμα προς άσκηση αυτού, διότι, έκτοτε, αυτή καθίσταται τελεσίδικη και προσβλητή με αναίρεση, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 553 § 1β` ΚΠολΔ. Και αυτό γιατί η ύπαρξη ερήμην απόφασης ενεργοποιεί αυτόματα τη δυνατότητα άσκησης κατ` αυτής ανακοπής ερημοδικίας από τον ερημοδικασθέντα (άρθρο 502 § 1 ΚΠολΔ), με συνέπεια, όσο διαρκεί η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας να αποκλείεται η άσκηση κατ` αυτής αίτησης αναίρεσης, η οποία, αν, παρόλα αυτά, ασκηθεί, είναι απορριπτέα και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (άρθρ. 577 § 1 ΚΠολΔ), αφού, σε σχέση με την αναίρεση, δεν υπάρχει διάταξη όμοια με τη διάταξη του άρθρου 513 § 1 εδ. β` περ. β` του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι, κατά των ερήμην αποφάσεων, επιτρέπεται έφεση ήδη από τη δημοσίευσή τους. Η απόδειξη της τελεσιδικίας της προσβαλλόμενης με αναίρεση απόφασης γίνεται με την προσκομιδή των σχετικών εκθέσεων επίδοσης ή με τη βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή στο δικόγραφο που επιδόθηκε, σε συνδυασμό με βεβαίωση της γραμματείας του δικαστηρίου ότι δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο (ΟλΑΠ 17/2013, ΟλΑΠ 9/1996). Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι η συνδρομή του έννομου συμφέροντος για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας από το διάδικο κατά της απόφασης, που εκδόθηκε ερήμην του, όπως και οι προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτής, κρίνονται, μόνον, από το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή ερημοδικίας, το οποίο αποφαίνεται και για τη βασιμότητα των λόγων αυτής και όχι παρεμπιπτόντως από τον Άρειο Πάγο, όταν εξετάζει αν η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έχει τελεσιδικήσει (ΟλΑΠ 15/2001, ΑΠ 46/2022). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση από 15-4-2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα, κατά την τακτική διαδικασία (και συνεπώς δυνάμενη να προσβληθεί με ανακοπή ερημοδικίας), υπ’ αριθ. 6587/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία, δικάζοντας ερήμην του τότε εφεσιβλήτου και νυν αναιρεσιβλήτου την από 6-10-2017 έφεση της τότε εκκαλούσης και νυν αναιρεσείουσας κατά της υπ’ αριθ. 196/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έκανε τυπικά δεκτή και απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση. Ωστόσο, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών επιδόθηκε στον ερήμην δικασθέντα ως εφεσίβλητο (ήδη αναιρεσίβλητο), ώστε να αρχίσει η κατ` άρθρο 503 § 1 ΚΠολΔ, δεκαπενθήμερη προθεσμία άσκησης της ανακοπής ερημοδικίας ούτε γίνεται επίκληση τέτοιας επίδοσης ή βεβαίωσης του αρμόδιου γραμματέα περί ασκήσεως του ένδικου αυτού μέσου κατά της αναιρεσιβαλλομένης ούτε προκύπτει ότι εχώρησε παραίτηση του αναιρεσιβλήτου από το δικαίωμά του να ασκήσει το ως άνω ένδικο μέσο. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη».

* Ο κ. Παντελεήμων Ρεντούλης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μέλος ΣΕΠ Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής ΕΚΠΑ, Διδάσκων Πολιτική Δικονομία στο Φροντιστήριο Υποψηφίων Σπουδαστών της ΕΣΔΙ που διοργανώνει η Νομική Βιβλιοθήκη

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -