Από τις διατάξεις του Ν 5960/1933 «περί επιταγής» προκύπτει ότι τραπεζική επιταγή είναι έγγραφο που έχει συνταχθεί με τύπο που καθορίζει ο νόμος, με το οποίο ένα πρόσωπο, που αποκαλείται εκδότης, δίνει εντολή σε τραπεζίτη, που αποκαλείται πληρωτής, να καταβάλει, με την εμφάνιση του εγγράφου, ένα ορισμένο ποσό στο πρόσωπο το οποίο νομιμοποιείται, με το έγγραφο αυτό, να εισπράξει το ποσό της επιταγής. Η πληρωμή αυτή γίνεται από κεφάλαια τα οποία ο τραπεζίτης έχει στη διάθεση του εκδότη και με βάση συμφωνία, ρητή ή σιωπηρή, με την οποία ο εκδότης έχει το δικαίωμα να διαθέτει τα κεφάλαια αυτά με την έκδοση επιταγών. Τα κεφάλαια αυτά, κατά κανόνα, είναι ποσά που έχει καταθέσει ο εκδότης σε τραπεζικό λογαριασμό με το δικαίωμα έκδοσης επιταγών που θα πληρωθούν από τα κεφάλαια του πιο πάνω λογαριασμού. Όπως όμως προκύπτει από το άρθρο 1 του Ν 5960/1933, που προσδιορίζει τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει το έγγραφο της επιταγής, για το έγκυρο της επιταγής δεν χρειάζεται να γίνεται στο κείμενό της ή πάνω στο έγγραφό της καθορισμός του τραπεζικού λογαριασμού, από τον οποίο θα πληρωθεί το ποσό της επιταγής. Εξάλλου κατά το άρθρο 3 του ίδιου νόμου, «η επιταγή εκδίδεται επί τραπεζίτου έχοντος κεφάλαια εις την διάθεσιν του εκδότου και επί τη βάσει συμφωνίας, ρητής ή σιωπηρός, καθ’ ήν ο εκδότης έχει το δικαίωμα διαθέσεως των κεφαλαίων τούτων δι’ επιταγής. Εν τούτοις εν περιπτώσει μη τηρήσεως των διατάξεων τούτων η ισχύς του τίτλου της επιταγής δεν θίγεται». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η τήρηση λογαριασμού από τον εκδότη στην τράπεζα που φέρεται ως πληρώτρια στην εκδοθείσα επιταγή δεν αποτελεί προϋπόθεση του κύρους της επιταγής ως τίτλου, εφόσον αυτή περιέχει όλα τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 1 του Ν 5960/1933, διότι η ύπαρξη ή όχι διαθέσιμων κεφαλαίων αποτελεί αντικείμενο της εκτός του τίτλου σχέσης μεταξύ του εκδότη και της τράπεζας. Η μη πληρωμή δε της επιταγής «ελλείψει κεφαλαίων» δεν προϋποθέτει απαραίτητα την ύπαρξη λογαριασμού στο όνομα του εκδότη στην πληρώτρια τράπεζα, στον οποίο όμως δεν υπάρχουν κεφάλαια για την κάλυψη της επιταγής, αλλά μπορεί να οφείλεται και στην ανυπαρξία οποιοσδήποτε σχέσης (με περιεχόμενο σύμφωνα με το άρθρο 3 Ν 5960/1933) ανάμεσα στον εκδότη και την φερόμενη ως πληρώτρια τράπεζα. Επομένως, αν κάποιο πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, εκδώσει επιταγή στην οποία αναφέρεται ως πληρωτής τραπεζίτης, ο οποίος δεν έχει κεφάλαια στη διάθεση του εκδότη, η επιταγή αυτή, εφόσον περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 1 Ν 5960/1933, είναι έγκυρη και υποχρεώνει τον εκδότη σε πληρωμή του ποσού της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 40 Ν 5960/1933. Η περίπτωση αυτή καλύπτει και τη μερικότερη περίπτωση, στην οποία η επιταγή εκδίδεται, με βάση τη χρήση των ειδικών εντύπων που χορηγούν οι τράπεζες στους πελάτες τους και στα οποία για διευκόλυνση των συναλλαγών αναγράφεται και ο αριθμός λογαριασμού από τον οποίο θα πληρωθεί η επιταγή, από πρόσωπο διάφορο εκείνου στο οποίο ανήκει ο λογαριασμός αυτός και χορηγήθηκαν τα ειδικά αυτά έντυπα (Ε.Ι. 55/1991 Ε.Εμπ.Δ. 1992.100).
Περαιτέρω κατά το άρθρο 463 του ΚΠολΔ, που σύμφωνα με το άρθρο 591 §1 του ίδιου Κώδικα εφαρμόζεται και στη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για την πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι (Α.Π. 188/1999 Ελλ.Δνη 40. 1094, Α.Π. 151/1999 Ελλ. Δνη 40. 1092, Α.Π. 1047/1993 Ελλ.Δνη 35. 1574). Ενόψει όμως ότι στον ισχυρισμό περί πλαστότητας της επί του πιστωτικού τίτλου φερομένης υπογραφής εμπεριέχεται η άρνηση της γνησιότητας της υπογραφής, στην περίπτωση που δεν προβάλλεται παραδεκτά ο περί πλαστότητας ισχυρισμός, είναι ερευνητέος ο εμπεριεχόμενος σ’ αυτόν ισχυρισμός περί μη γνησιότητας της υπογραφής, ο οποίος, ειδικώς προκειμένου περί πιστωτικών τίτλων, φέρει το χαρακτήρα ενστάσεως, της οποίας το βάρος αποδείξεως φέρει ο αμφισβητών τη γνησιότητα της υπογραφής κατ’ απόκλιση των ισχυόντων σύμφωνα με το άρθρο 457 Κ.Πολ.Δ. επί των λοιπών ιδιωτικών εγγράφων (Ε.Κ. 169/1991 Ελλ.Δνη 33. 1276, Ε.Α. 6097/1987 Ελλ.Δνη 29. 347, Ε.Θ. 1166/1987 Αρμ. 1989. 138, Π. Αρβανιτάκης Ζητήματα αποδεικτικών εγγράφων σελ. 75, Π. Γέσιου-Φαλτσή Δίκαιο αποδείξεως, έκδ. 3η, σελ. 282, ΕφΑθ 331/2006 ΝΟΜΟS).
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ