Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624 παρ. 1 ΚΠολΔ, 1,12 παρ. 1, 22, 28 Ν 5960/1933 «περί επιταγής», 201, 361 και 904 ΑΚ προκύπτει ότι με ανακοπή του εκδότη κατά του λήπτη (κομιστή) τραπεζικής επιταγής, προς ακύρωση της εκδοθείσας με βάση την επιταγή αυτή διαταγής πληρωμής, μπορεί να προταθεί ο ισχυρισμός ότι η αιτία για την οποία εκδόθηκε η επιταγή εξέλιπε, επειδή δεν πληρώθηκε η αναβλητική αίρεση υπό την οποία, βάσει της σχετικής συμφωνίας, τελούσε η ενέργεια της ενοχής από την επιταγή (καταπιστευτική επιταγή, ΑΠ 1710/2008). Πιο συγκεκριμένα, στην πράξη είναι συνήθης ή έκδοση καταπιστευτικών αξιογράφων, συναλλαγματικής ή επιταγής, που εκδίδονται χάριν εγγύησης. Με τον όρο αυτό νοούνται οι περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες προσπορίζεται μεν η νομική θέση δικαιούχου του τίτλου, συγχρόνως όμως συμφωνείται -ως ένα είδος pactum fiduciae- ότι ο δικαιούχος αυτού κατά ορισμένο μόνο τρόπο και υπό ορισμένες προϋποθέσεις θα είναι δυνατό να ενασκήσει το δικαίωμά του από τον τίτλο της επιταγής. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις παρέχεται στον οφειλέτη ένσταση αναβλητική ή ανατρεπτική, κατά τις περιστάσεις βασιζόμενη στην αιτιώδη (υποκείμενη) σχέση, την οποία αυτός ως ενιστάμενος οφείλει να αποκαλύψει και να αποδείξει. Στην κατηγορία αυτή των ενστάσεων υπάγεται και ο ισχυρισμός του οφειλέτη ότι η επιταγή επέχει θέση εγγυοδοσίας και εκδόθηκε για ασφάλεια μελλοντικής απαίτησης του κομιστή, ο οποίος δεσμεύεται να μην κάνει πρόωρη χρήση της (ΕφΒορΑιγίου 14/2017, ΕφΑθ 1611/2008, ΕφΛαρ 952/2005 Nomos). Εξάλλου, από τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 1,12 παρ. 1, 14, 22 και 28 του Ν 5960/1933 προκύπτει ότι η ενοχή από επιταγή είναι αναιτιώδης, αφού η αιτία εκδόσεώς της δεν αποτελεί στοιχείο της επιταγής, ο καλούμενος όμως σε πληρωμή οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί την εσωτερική (βασική) έννομη σχέση και να προβάλει κατά του κομιστή, εφόσον διατελεί σε προσωπική σχέση με αυτόν, ότι η πληρωμή της οδηγεί σε αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 επ. ΑΚ), επειδή η αιτία έκδοσής της εξέλιπε ή ήταν ανύπαρκτη ή ελαττωματική και έτσι να ελευθερωθεί. Η ανυπαρξία, δηλαδή, ή το ελάττωμα της αιτίας υπογραφής της επιταγής δεν επιδρά στο κύρος της αντίστοιχης υποχρέωσης από την επιταγή, επιτρέπει όμως στον οφειλέτη να εναντιωθεί με ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος του με βάση την επιταγή (άρθρα 632, 633 ΚΠολΔ), και να αντιτάξει ότι ο κομιστής της επιταγής, σε διαταγή του οποίου την εξέδωσε χωρίς νόμιμη αιτία, έχει αποκτήσει από αυτόν περιουσιακό στοιχείο, που συνεπάγεται αδικαιολόγητο σε βάρος του πλουτισμό. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 847 ΑΚ με τη σύμβαση της εγγυήσεως ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στον δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή. Επομένως, περιεχόμενο της εγγυήσεως είναι η ανάληψη από τον εγγυητή της υποχρέωσης απέναντι στον δανειστή να εκπληρώσει την παροχή του πρωτοφειλέτη, αν δεν το κάνει ο τελευταίος. Η εγγύηση είναι σύμβαση συναινετική, αφηρημένη και ετεροβαρής, με παρεπόμενο και επικουρικό χαρακτήρα, καταρτίζεται δε μεταξύ εγγυητή και δάνειο τη χωρίς να απαιτείται η σύμπραξη ή η συναίνεση του οφειλέτη. Με βάση τα ανωτέρω, η σύμβαση της εγγυήσεως διαφέρει από την εγγυοδοσία, δηλαδή την εξασφάλιση που παρέχεται με μετρητά, χρεόγραφα κ.λπ. από ένα πρόσωπο για την καλή εκπλήρωση των καθηκόντων του ή από τον οφειλέτη ή τρίτο για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Η σύμβαση της εγγυοδοσίας αποτελεί εξασφαλιστική σύμβαση και συγκεκριμένα συνιστά αυτόνομη υπόσχεση που ένα πρόσωπο (ο εγγυοδότης) δίνει προς τρίτο πρόσωπο (τον εγγυολήπτη) ότι θα ευθύνεται απέναντί του για την περίπτωση που πραγματοποιηθεί κάποιος κίνδυνος, που αφορά τον εγγυολήπτη. Η διαφορά δε μεταξύ των ανωτέρω συμβάσεων συνίσταται στο ότι η ευθύνη του οφειλέτη στην περίπτωση της συμβατικής εγγυοδοσίας είναι κύρια και όχι παρεπόμενη, όπως στην εγγύηση. Έτσι, στη συμβατική εγγυοδοσία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εγγυήσεως και αυτή ρυθμίζεται από τούς όρους της συμβάσεως, κατ’ άρθρο 361 ΑΚ. Εξάλλου, η νομιμότητα της αιτίας της κυρίας σύμβασης δεν επιδρά στο κύρος της εγγυοδοτικής, όπου η ευθύνη του οφειλέτη (εγγυοδότη) έχει αυτόνομο -μη παρεπόμενο- χαρακτήρα, στην περίπτωση δε της εγγυοδοτικής σύμβασης προς εξασφάλιση απαίτησης δεν εξαρτάται από την ύπαρξη και το κύρος της ασφαλιζόμενης απαίτησης (και άρα ο εγγυοδότης δεν έχει σχετικά την αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού), διότι η αιτία στην εγγυοδοτική σύμβαση είναι η εξασφάλιση του εγγυολήπτη με την παροχή σ’ αυτόν μιας πρόσθετης και ανεξάρτητης από το κύρος της ασφαλιζόμενης απαίτησης αξίωσης. Ερευνάται μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων που θέτει σαφώς η ίδια η εγγυοδοτική σύμβαση για τη δυνατότητα του εγγυολήπτη να στραφεί κατά του εγγυοδότη. Ωστόσο, στις συναλλαγές συμβαίνει να χρησιμοποιείται και ως μέσον εξασφάλισης άλλων απαιτήσεων η έκδοση και παράδοση τραπεζικής επιταγής, που χαρακτηρίζεται από τους συμβαλλόμενους ως εγγύηση, πλην όμως, ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης εκάστοτε συμβάσεως θα προκόψει με βάση τα χαρακτηριστικά αυτής σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες σχετικές διατάξεις του ΑΚ και χωρίς προσήλωση στις χρησιμοποιούμενες από τους συμβαλλόμενους λέξεις ή φράσεις, αφού ο νομικός χαρακτηρισμός γίνεται πάντοτε από το Δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της διάγνωσης της συγκεκριμένης κάθε φορά υπόθεσης. Όταν δε η επιταγή επέχει θέση εγγυοδοσίας και εκδίδεται για ασφάλεια μελλοντικής απαίτησης του κομιστή, ο οποίος δεσμεύεται να μην κάνει πρόωρη χρήση αυτής, η αιτία έκδοσης της είναι νόμιμη και δεν συνιστά αδικαιολόγητο πλουτισμό του κομιστή της επιταγής, κατά την έννοια του άρθρου 904 ΑΚ και δη η εξασφαλιζόμενη με αυτήν απαίτηση και αν οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες δόθηκε η εγγυοδοσία, δεν πληρώθηκαν, μπορεί ο κομιστής της, ο οποίος αποκτά αξίωση από τη βασική σχέση, να την εισπράξει, χωρίς να καθίσταται πλουσιότερος από μη νόμιμη αιτία, αφού η κτήση του πλουτισμού του καλύπτεται από την περιουσιακή απώλεια που υπέστη από τη μη εκτέλεση της κύριας σύμβασης, η οποία συμφωνήθηκε με τη σύμβαση της εγγυοδοσίας προς ασφάλεια της μελλοντικής αυτής απαίτησής του. Έτσι, η ένσταση του οφειλέτη από επιταγή ότι αυτή έχει δοθεί προς εξασφάλιση απαίτησης αποκτά σημασία μόνον όταν ο οφειλέτης αποδείξει ότι ο κομιστής της επιταγής δεν έχει αποκτήσει από τη βασική σχέση ληξιπρόθεσμη αξίωση ή ότι δεν έχει αποκτήσει αξίωση από τη συγκεκριμένη σχέση (ΑΠ 191/2018, ΑΠ 353/2015, ΑΠ 1384/2013 Nomos). Συνακόλουθα τούτων η μεταχρονολογημένη επιταγή, που εκδόθηκε ως εγγύηση για την τήρηση των όρων της υποκείμενης σχέσης μεταξύ εκδότη και κομιστή, εισπράττεται μόνο εφόσον γεννηθεί η αξίωση από την υποκείμενη σχέση των μερών κατά τους συμφωνηθέντες όρους. Διαφορετικά, ιδρύεται λόγος ανακοπής υπέρ του εκδότη κατά της διαταγής πληρωμής, η οποία εκδόθηκε λόγω μη είσπραξης της επιταγής από έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Επίσης, αν η μεταχρονολόγηση της επιταγής είναι συνέπεια συμφωνίας μεταξύ εκδότη και λήπτη για την παροχή χρόνου πίστωσης στον πρώτο προς εξόφληση της οφειλής του από την υποκείμενη αιτία, η παρά τη συμφωνία αυτή πρόωρη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή παρέχει στον εκδότη το δικαίωμα να προβάλει σχετικό λόγο ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, επικαλούμενος την ιδιαίτερη αυτή συμφωνία με τον λήπτη της επιταγής (ΑΠ 191/2018, ΑΠ 353/2015, ΕφΠειρ 175/2016 Nomos). Σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ , η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (πρβλ. ΑΠ Ολ 16/2006, ΑΠ Ολ 7/2002, ΑΠ Ολ 8/2001 Nomos). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, η οποία απαγορεύει την άσκηση δικαιώματος όταν υπερβαίνει τα από αυτή τασσόμενα όρια έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από τον δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο διάδικος αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του δικαιώματος του αντιδίκου του ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο, καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βούλησης του υπόχρεου, οπότε ελέγχεται ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της άσκησής του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στον νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί κατάχρησης (ΑΠ 1119/2007, ΑΠ 764/2001, ΑΠ 950/1989, ΑΠ 1417/1984, ΕφΔωδ 98/2020 Nomos). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής άσκησης «υποτιθέμενου» δικαιώματος σε κάθε περίπτωση δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ 966/2010 Nomos), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του, καθόσον είναι λογικώς αδύνατη η καταχρηστική άσκηση ανύπαρκτου δικαιώματος (ΑΠ 894/2007, ΕφΑιγ 132/2019, ΕφΠειρ 369/2016 Nomos, ΜΕφΑθ 2759/2021 Qualex.
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ