Το Ε τμήμα του ΑΠ με την 1466/2019 απόφασή του, μεταξύ άλλων, έκρινε και το διαχρονικό δίκαιο των νέων διατάξεων των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84, όπως αυτό ισχύει με τον νέο ΠΚ. Οι ενδιαφέρουσες σκέψεις της πρόσφατης απόφασης είναι οι ακόλουθες:
«1. Η επιβαλλόμενη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και αυτός περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής, την τυχόν συνδρομή των οποίων βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υπόθεσης ερευνά αυτεπαγγέλτως.
2) Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 του κυρωθέντος με το ν.4619/2019 και ισχύοντος από 1.7.2019 (άρθρο δεύτερο του ν.4619/19) Ποινικού Κώδικα, μεταξύ άλλων και: i) η υπό στοιχείο α’ που συνίσταται στο “ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα”. Κριτήριο επομένως για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, που υπάρχει όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου, του λευκού ποινικού μητρώου μη όντος του μόνου αποδεικτικού στοιχείου για την κατάφαση της περίστασης αυτής, του δικαστού δυνάμενου να κρίνει στα πλαίσια που ορίζονται από το άρθρο 178 του Κ.Π.Δ.. Εν όψει των ανωτέρω, η διάταξη αυτή (84 παρ.2α) του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας διάταξης, που όριζε ότι η υπό στοιχείο α’ ελαφρυντική περίσταση συνίσταται στο “ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή”, αφού με τη νέα διάταξη διευρύνεται η δυνατότητα αναγνώρισης της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, καθόσον υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο της “νόμιμης” ζωής έναντι του απροσδιόριστου κριτηρίου της “έντιμης” ζωής, που απαιτούνταν από την προϊσχύσασα διάταξη και δεν ελέγχεται πλέον η κατά το Σύνταγμα “απαραβίαστη” προηγούμενη ατομική και οικογενειακή ζωή του υπαιτίου.
3) Η υπό στοιχείο ε’, που συνίσταται στο ότι “ο υπαίτιος “συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του.”. Η σχετική διάταξη που αφορά στην ελαφρυντική αυτή περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας, καθόσον η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου αξιολογείται ως ελαφρυντική περίσταση ακόμα και όταν υφίσταται τον εξαναγκασμό της φυλακής.
4) Η υπό στοιχείο δ’, για την οποία η σχετική διάταξη είναι όμοια με την προϊσχύσασα, ήτοι ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μεταμέλεια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση της έμπρακτης μετάνοιας, πρέπει η μεταμέλεια του υπαιτίου όχι μόνον να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία δείχνουν ότι αυτός μεταμελήθηκε και για τον λόγο αυτό επιζήτησε, ειλικρινά και όχι προσχηματικά, να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του χωρίς να αρκεί η απλή έκφραση συγγνώμης (ΑΠ 1165/2016).
5) Στην προκείμενη περίπτωση, αναφορικά με τη συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 δ’ ΠΚ, το Δικαστήριο απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό, χωρίς αναφορά στα επικληθέντα περιστατικά, με την εξής γενική αιτιολογία για όλα τα προταθέντα ελαφρυντικά “Πλην όμως και υπό τα εκτεθέντα νομικά δεδομένα, συνδυαζόμενα με τα ως άνω επικαλούμενα από την κατηγορουμένη, το δικαστήριο ομόφωνα κρίνει ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο της οι ανωτέρω ελαφρυντικές περιστάσεις και ως εκ τούτου τα σχετικά της αιτήματα πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα.” Έτσι όμως που έκρινε το Δικαστήριο, υπέπεσε στην εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Δ’ ΚΠΔ πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι βάσιμος ο σχετικός λόγος αναίρεσης.
6) Ως προς τις λοιπές ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 α και ε ΠΚ, συντρέχει περίπτωση εφαρμογής αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ και 511 εδ.γ’ ΚΠΔ. των επιεικέστερων κατά τα προαναφερόμενα, διατάξεων του ίδιου άρθρου του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ.
7) Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει: α) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει και δη: α) κατ’ εφαρμογή αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο των προαναφερθεισών επιεικέστερων διατάξεων, ως προς την απόρριψη των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2α και ε ΠΚ, β) κατά παραδοχή του εκ του άρθρου 510 παρ.1 Δ’ ΚΠΔ λόγου αναίρεσης, ως προς τη διάταξή της για την απόρριψη του ισχυρισμού περί συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2δ ΠΚ.»
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ