Ι. Από την 1η Ιανουάριου 2019, τέθηκε σε εφαρμογή ο Ν.4548/2018 (ΦΕΚ A 104/13-06-2018), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 49 Ν.4587/2018, με τίτλο «Αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών και με εκτενή και εμπεριστατωμένη αιτιολογική έκθεση (εφεξής ΑιτΕκθ). Από την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου (1/1/2019) καταργήθηκε ο Κ.Ν 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών». Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 189 παρ.1 (α) Ν.4548/2018 «από την έναρξη ισχύος του νόμου καταργούνται τα άρθρα 1 έως 63δ και 90 έως 146 του ΚΝ 2190/1920, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν». Όπως επισημαίνεται στην «ΑιτΕκθ» του παραπάνω νόμου «η ανακαίνιση του δικαίου ανώνυμης εταιρείας, είχε για πολλούς λόγους, καταστεί αναγκαία. Ιδίως οι επανειλημμένες, ατυχείς πολλές φορές και χωρίς σχετική συνοχή τροποποιήσεις του ν. 2190/1920 αλλά και η ανάγκη να εκσυγχρονισθεί το δίκαιο της ανώνυμης εταιρείας και να καταστεί λειτουργικότερο δικαιολογεί, παρά τις βαθιές ουσιαστικές τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 3604/2007, τη συνολική του αναμόρφωση με την εισαγωγή του νέου νόμου». Ο Ν.4548/2018, μεταξύ των τομών που επιχειρεί στο δίκαιο των ανωνύμων εταιρειών, επιφέρει σημαντικότατες αλλαγές, μεταξύ άλλων, ως προς την ευθύνη (εσωτερική) των μελών του δ.σ έναντι της εταιρείας για την προκαλούμενη στην εταιρεία ζημία από (υπαίτιες) πράξεις ή παραλείψεις τους, καθώς και ως προς την διαδικασία για την άσκηση των αξιώσεων αυτών (εταιρική αγωγή), θέματα που ρυθμίζονται στις διατάξεις των άρθρων 102 έως 108 του ως άνω νόμου.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 102 ν. 4548/2018 (αντίστοιχο του προισχύσαντος 22α παρ. 1 εδ.α, 2 και 5 Κ.Ν 2190/1920) : « 1. Κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου ευθύνεται έναντι της εταιρείας για ζημία που αυτή υφίσταται λόγω πράξης ή παράλειψης που συνιστά παράβαση των καθηκόντων του. 2. Η ευθύνη αυτή δεν υφίσταται, αν το μέλος του διοικητικού συμβουλίου αποδείξει ότι κατέβαλε κατά την άσκηση των καθηκόντων του την επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία που δραστηριοποιείται σε παρόμοιες συνθήκες. Η επιμέλεια αυτή κρίνεται με βάση και την ιδιότητα κάθε μέλους και τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί κατά το νόμο, το καταστατικό ή με απόφαση των αρμόδιων εταιρικών οργάνων.3 4. Η ευθύνη κατά το παρόν άρθρο δεν υφίσταται προκειμένου για πράξεις ή παραλείψεις που στηρίζονται σε σύννομη απόφαση της γενικής συνέλευσης ή που αφορούν εύλογη επιχειρηματική απόφαση, η οποία ελήφθη (α) με καλή πίστη, (β) με Βάση επαρκή, για τις συγκεκριμένες συνθήκες, πληροφόρηση και (γ) με αποκλειστικό κριτήριο την εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος. Τα στοιχεία αυτά κρίνονται με αναφορά στο χρόνο λήψης της απόφασης. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου φέρουν το βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων της παρούσας παραγράφου. Επίσης, το δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ότι δεν υφίσταται ευθύνη προκειμένου για πράξεις ή παραλείψεις που στηρίζονται σε εισήγηση ή γνώμη ανεξάρτητου οργάνου ή επιτροπής, που λειτουργεί στην εταιρεία, σύμφωνα με το νόμο. Η νέα ρύθμιση, που καθιερώνει (όπως και η παλαιά ρύθμιση) την νόμιμη βάση της (εσωτερικής) ευθύνης των μελών της διοίκησης της απέναντι στο νομικό πρόσωπο της εταιρείας, είναι πλήρως αναδιατυπώμενη σε σύγκριση με την αντίστοιχη διάταξη 22α παρ.1 εδ.α Κ.Ν 2190/1920 του προίσχύσαντος δικαίου. Η νεοπαγής διάταξη παραλείπει τη φράση « δια πάν πταίσμα» και αρκείται να αναφέρει ότι «Κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου ευθύνεται έναντι της εταιρείας για ζημία που αυτή υφίσταται λόγω πράξης ή παράλειψης που συνιστά παράβαση των καθηκόντων του». Με τον τρόπο αυτό η νέα περί ευθύνης διάταξη συνδέεται με εκείνες των άρθρων 86 παρ.1, 96 και 97 Ν. 4548/2018, όπου αποτυπώνονται με συστηματικά ολοκληρωμένο τρόπο τα καθήκοντα των μελών του ΔΣ, η παράβαση των οποίων μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη τους, ή η γενική υποχρέωση των μελών της εταιρικής διοίκησης για ορθή διοίκηση με σκοπό την προκοπή της εταιρείας, όπως εμμέσως αποτυπώνεται στο άρθρο 86 παρ.1 (βλ.Ε.Περάκη, Το νέο δίκαιο της Α.Ε. εκδ. 5η, σελ.50) και η υποχρέωση επιμέλειας και οργανικής πίστης ιδίαν εκφάνσεις τους, όπως αυτές μνημονεύονται αφενός άρθρο 96 και αφετέρου στο άρθρο 97 ν.4548/2018. Η παράλειψη από το πραγματικό της νέας διάταξης της φράσης «δια πάν πταίσμα» δεν σημαίνει βέβαια ούτε ότι η ευθύνη παύει, υπό το νέο δίκαιο, να είναι υποκειμενική, ούτε ότι ο νομοθέτης ήθελε ενδεχομένως να απαλλάξει εκ προοιμίου τους διοικητές για κάθε ζημία προκαλούμενη εξ αμελείας. Η ευθύνη παραμένει (όπως και κατά το προϊσχύσαν δίκαιο) υποκειμενική, όπως τούτο προκύπτει αβίαστα από το γεγονός ότι σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 102 ουδεμία ευθύνη φέρει οποιοδήποτε μέλος της διοίκησης «αν αποδείξει ότι κατέβαλε την επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία» και συνεπώς ότι δεν τον βαρύνει οποιοσδήποτε βαθμός υπαιτιότητας. Από την παραπάνω ρύθμιση συνάγεται επίσης ότι τόσο η κατανομή του βάρους απόδειξης σε βάρος του διοικητή (νόθος αντικειμενική ευθύνη), όσο και το μέτρο επιμέλειας (επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία) παραμένουν αμετάβλητα. Όπως αναφέρεται στην ΑίτΕκθ (σελ.19) «Η παρ.2 αναφέρεται στην κατανομή του βάρους απόδειξης σε σχέση με την τήρηση του μέτρου επιμέλειας της παρ.1. Με τη συγκεκριμένη ρύθμιση, η απόδειξη σε σχέση με την τήρηση του του υποκειμενικού μέτρου επιμέλειας βαρύνει το μέλος του ΑΣ. Δεδομένης της διπλής λειτουργίας του κριτηρίου της αμέλειας η κατανομή του συγκεκριμένου βάρους απόδειξης διευκολύνει επίσης την εταιρεία όσον αφορά την απόδειξη της αντικειμενικής υπόστασης του διαχειριστικού πταίσματος». Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο νόμιμος λόγος ευθύνης των μελών του ΔΣ μιας Α.Ε. ουδεμία μεταβολή υπέστη με τον Ν.4548/2018, αφού κάθε μέλος ευθύνεται έναντι της εταιρείας για κάθε ζημία που προκάλεσε στην εταιρεία οποιαδήποτε υπαίτια παράβαση των καθηκόντων του (συνδυαστική θεώρηση άρθρων 86 παρ.1, 96, 97, 102 παρ.1 Ν.4548/2018 σε σύγκριση με την προηγούμενη διάταξη 22α παρ.1 Κ.Ν 2190/1920). Από την ανωτέρω διάταξη (αντίστοιχη της 22α Κ.Ν 2190/1920) προκύπτει ότι τα μέλη του ΔΣ της ανώνυμης εταιρείας ευθύνονται έναντι της εταιρείας για τη ζημία που αυτή υφίσταται λόγω πράξης ή παράλειψής τους που συνιστά παράβαση των καθηκόντων τους, συνεπεία πταίσματός τους από δόλο ή από αμέλεια, κατά την διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων, παραβιάζοντας τις υποχρεώσεις τους που επιβάλλονται από την σύμβαση μεταξύ αυτών και της εταιρείας, τη νομοθεσία και το καταστατικό της εταιρείας, αλλά και την αυτοτελή υποχρέωση πίστεως, που υπέχουν (πρβλ.ΑΠ 1274/2015, ΑΠ 1572/2014, ΑΠ Π1698/2013 ΧρΙΔ 201539, ΑΠ 1483/2010, ΕφΑθ 1978/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι διοικητές δηλαδή της ΑΕ, που λαμβάνουν αποφάσεις, είτε με δόλο (κάθε μορφή δόλου) είτε με αμέλεια και προκαλούν ζημία στην εταιρεία, ώστε να υποστεί αυτή σημαντικές απώλειες με μείωση της εταιρικής περιουσίας ή συνάπτουν βλαπτικές για την εταιρεία συμβάσεις ή σφετερίζονται μία πολύτιμη ευκαιρία που ανήκει σε αυτήν ευθύνονται έναντι της εταιρείας. Με το παραπάνω άρθρο ρυθμίζεται η αστική και δη η εσωτερική και μόνον ευθύνη των μελών του ΑΣ έναντι της εταιρείας, εφόσον παραβούν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από την υποχρέωση επιμελούς άσκησης των καθηκόντων τους και την υποχρέωση πίστης ή ειδικότερες διατάξεις του νόμου που επιτάσσουν συγκεκριμένες ενέργειες ή παραλείψεις στις οποίες οφείλουν να προβαίνουν είτε αυτές αποτελούν εξειδίκευση των δύο ως άνω υποχρεώσεων είτε όχι. Πρόκειται ειδικότερα για την (εσωτερική) ευθύνη που φέρουν τα μέλη του ΑΣ έναντι της εταιρείας σε περίπτωση που λόγω πλημμελούς άσκησης εκ μέρους τους των εσωτερικών υποθέσεων προκάλεσαν στην εταιρεία ζημία (οπότε ο υπαίτιος ή οι υπαίτιοι σύμβουλοι έχουν υποχρέωση αποζημίωσης της εταιρείας) (Ε.Περάκη, Το δίκαιο της Α.Ε., 3η έκδοση, σελ. 999).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη αδιάστικτη διατύπωση του άρθρου 102 παρ.εδ.ΐα και εδ.β Ν.4548/2018, η οποία δεν αφίσταται από τις αντίστοιχες προβλέψεις της προϊσχύσασας διάταξης 22α παρ. 1, 2 εδαφ.α και γ Κ.Ν 2190/1920 τα μέλη της διοίκησης δεν υπέχουν ευθύνη α) αν αποδείξουν ότι κατέβαλαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους την επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία που δραστηριοποιείται σε παρόμοιες συνθήκες (102 παρ. I) ή β) όταν οι πράξεις ή παραλείψεις τους στηρίζονται σε σύννομη απόφαση της Γ.Σ (102 παρ,4 εδαφ, Ια) – ρύθμιση πανομοιότυπη με αυτήν του άρθρου 22 παρ.2 εδαφ.γ πρώτη περίπτωση Ν 2190/1920 ή γ) όταν αφορούν εύλογη επιχειρηματική απόφαση που ελήφθη με καλή πίστη, με βάση επαρκή για τις συγκεκριμένες συνθήκες πληροφόρηση και με αποκλειστικό κριτήριο την εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος (102 παρ.4 εδ. 1β).Ρύθμιση νομοτεχνικά βελτιωμένη αλλά κατ` ουσίαν αμετάβλητη σε σχέση εκείνη του άρθρου 22 α παρ.2 εδαφ. γ, ΚΝ 2190/1920, στην οποία ορίζονταν τρεις αυτοτελείς, διαζευκτικός συρρέουσες προϋποθέσεις απαλλαγής των μελών του διοικητικού συμβουλίου από την ευθύνη τους και συγκεκριμένα, α) εφόσον αποδείξουν ότι κατέβαλαν την επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία (22α παρ.2 εδ.α), ή εφόσον διενέργεια εκ μέρους τους πράξεων (ή η παράλειψή τους να προβούν σε ενέργειες), στηρίζονται σε σύννομη απόφαση της γενικής συνελεύσεως της εταιρείας (άρθρο 22α παρ. 2 εδ. γ, υποπερ.α) ή οι πράξεις ή οι παραλείψεις τους αφορούν σε εύλογη επιχειρηματική απόφαση, η οποία ελήφθη με καλή πίστη, με βάση επαρκείς πληροφορίες και αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος (άρθρο 22α παρ. 2 εδ. γ’ υποπερ.β), Στη συνέχεια, με τα άρθρα 103 -105 Ν.4548/2018 ρυθμίζεται η άσκηση των αξιώσεων της εταιρείας κατά των μελών του διοικητικού της συμβουλίου, που ευθύνονται κατά το άρθρο 102, ήτοι των αξιώσεων που προκύπτουν από την κακή διαχειριστική δράση του Δ.Σ. Όπως αναφέρεται στην ΑιτΕκθ του νόμου (σελ.19) «Με τις διατάξεις των άρθρων 103 επ. αναμορφώνεται η διαδικασία για την άσκηση της εταιρικής αγωγής. Η άσκηση της εταιρικής αγωγής εμπίπτει καταρχήν στη διαχειριστική αρμοδιότητα του Δ.Σ, το οποίο οφείλει να την ασκεί κατά τρόπο που συνάδει προς το εταιρικό συμφέρον. Επομένως, τυχόν μη ενάσκηση των εταιρικών αξιώσεων θα πρέπει να δικαιολογείται από το εταιρικό συμφέρον. Η διάταξη παρέχει στο Δ.Σ την ευχέρεια να σταθμίσει το εταιρικό συμφέρον με βάση τα δεδομένα της συγκεκριμένης περίπτωσης και να αποφασίσει ενδεχομένως είτε την καθυστέρηση της άσκησης ή και την παράλειψη της άσκησης των εταιρικών αξιώσεων, εφόσον τούτο προκρίνεται από το εταιρικό συμφέρον στη δεδομένη περίπτωση. Πράγματι, το εταιρικό συμφέρον ενδέχεται υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης να αντιτίθεται προφανώς στην άσκηση των αξιώσεων, αν η σύγκριση ωφέλειας και ζημίας είναι αρνητική (π.χ. όταν υπάρχει κίνδυνος έντονης αρνητικής δημοσιότητας σε βάρος της εταιρείας ή ανάλωσης των προσπαθειών και των πόρων της σε μακροχρόνιο και αμφίβολης έκβασης δικαστικό αγώνα, ιδίως ενόψει της αφερεγγυότητας της αντίδικης πλευράς κ.λπ.). Σε κάθε περίπτωση, το Δ.Σ αποφασίζει τι ακριβώς θα πράξει με δικό του κίνδυνο, θα οφείλει δε, να είναι σε θέση να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν έχει προχωρήσει στην άσκηση των αξιώσεων. Η στάθμιση του εταιρικού συμφέροντος και εντεύθεν η νομιμότητα της άσκησης ή μη των αξιώσεων της εταιρείας κρίνεται με βάση τα δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο λήψης της απόφασης για την άσκηση ή και την μη άσκηση της εταιρικής αγωγής.
Ειδικότερα, κατά το άρθρο 103 παρ.1 και 2 ν.4548/2018 με τίτλο «Ασκηση των αξιώσεων της εταιρείας» (αντίστοιχο προισχύσαν άρθρ. 22β Κ.Ν 2190/1920) «Το διοικητικό συμβούλιο έχει την υποχρέωση έγκαιρης, πλήρους και επιμελούς άσκησης των αξιώσεων και της εταιρείας κατά των προσώπων που έχουν ευθύνη, σύμφωνα με το άρθρο 102, σταθμίζοντας το εταιρικό συμφέρον. Το διοικητικό συμβούλιο οφείλει να παρέχει στους μετόχους εξηγήσεις για την τυχόν μη άσκηση των αξιώσεων». Κατά δε το άρθρο 104, με τίτλο «Ασκηση των αξιώσεων της εταιρείας ύστερα από αίτημα της μειοψηφίας» :«1. Μέτοχοι που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου έχουν δικαίωμα να υποβάλουν εγγράφως προς το διοικητικό συμβούλιο αίτηση με αντικείμενο την άσκηση των αξιώσεων της εταιρείας κατά το άρθρο 103. Το καταστατικό της εταιρείας μπορεί να μειώσει το παραπάνω ποσοστό. Οι αιτούντες πρέπει να αποδείξουν ότι έχουν καταστεί μέτοχοι έξι (6) μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης. 2. Η αίτηση της προηγούμενης παραγράφου αναφέρει τις πληροφορίες που κατέχουν οι αιτούντες μέτοχοί ως προς τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν κατά την κρίση τους την ευθύνη μελών του διοικητικού συμβουλίου και τη ζημία της εταιρείας.
Στην αίτησή τους οι μέτοχοι θέτουν εύλογη προθεσμία, εντός της οποίας το διοικητικό συμβούλιο οφείλει να αξιολογήσει το περιεχόμενο της αίτησης και να αποφασίσει αν η εταιρεία θα ασκήσει αγωγή για τις αξιώσεις που περιγράφει η αίτηση αυτή. Η ανωτέρω προθεσμία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα (1) μήνα από τότε που η αίτηση υποβλήθηκε στο διοικητικό συμβούλιο. 3. Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει επί του αιτήματος των μετόχων, αφού λάβει υπόψη του τις παρατηρήσεις και εξηγήσεις των μελών εκείνων του διοικητικού συμβουλίου, που κατονομάζονται στην αίτηση των μετόχων. 4. Σε περίπτωση που η αίτηση της παραγράφου 1 υποβληθεί από την πλειοψηφία των μετόχων, το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να προβεί αμελλητί στην άσκηση της εταιρικής αγωγής». Όπως αναφέρεται στην ΑιτΕκθ του νόμου (σελ. 20) «Οι διατάξεις του άρθρου 104 αναφέρονται στη διαδικασία άσκησης της εταιρικής αγωγής κατόπιν αιτήματος των μετόχων μειοψηφίας που εκπροσωπούν το ένα εικοστό 1/20 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου. Το ποσοστό αυτό δύναται να μειωθεί με καταστατική πρόβλεψη (παράγραφος 1). Το σχετικό δικαίωμα ενεργοποιείται, κατά την παράγραφο 1, εφόσον το Δ.Σ. δεν έχει ήδη προβεί αυτοβούλως στην άσκηση των σχετικών αξιώσεων κατά το άρθρο 103. Οι μέτοχοι που εκπροσωπούν το ανωτέρω ποσοστό μειοψηφίας δικαιούνται στην περίπτωση αυτή να υποβάλουν εγγράφως προς το Δ.Σ. (ή τον εκκαθαριστή) αίτηση με αντικείμενο την άσκηση των αξιώσεων της εταιρείας (παράγραφος 1). Σύμφωνα με την παράγραφο 2, οι μέτοχοι μειοψηφίας πρέπει να αναφέρουν στην αίτηση τους τις πληροφορίες που κατέχουν ως προς τα πραγματικά περιστατικό που στοιχειοθετούν, κατά την κρίση τους, την ευθύνη των μελών του Δ.Σ. και τη ζημία της εταιρείας. Στην αίτησή τους οι μέτοχοι θέτουν εύλογη προθεσμία εντός της οποίας το Δ.Σ. θα πρέπει να αξιολογήσει το περιεχόμενο της αίτησης και να αποφασίσει εάν η εταιρεία θα ασκήσει αγωγή για τις αξιώσεις που περιγράφει η αίτηση των μετόχων. Η ανωτέρω προθεσμία δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός (1) μηνός από τότε που η αίτηση υποβλήθηκε στο Δ.Σ. Σύμφωνα με την παράγραφο 3, το Δ.Σ. αποφασίζει επί του αιτήματος των μετόχων αφού λάβει υπόψη του τις παρατηρήσεις και εξηγήσεις των μελών εκείνων του Δ.Σ, που κατονομάζονται στην αίτηση των μετόχων. Αυτό σημαίνει ότι η αίτηση της μειοψηφίας πρέπει να γνωστοποιηθεί στα μέλη του Δ.Σ, στα οποία αποδίδεται ευθύνη. Τα μέλη του Δ.Σ που κατονομάζονται στην αίτηση δεν έχουν δικαίωμα ψήφου στη συνεδρίαση του Δ.Σ για τη λήψη απόφασης επί του αιτήματος των μετόχων. Εάν η αδυναμία ψήφου αφορά τόσα μέλη, ώστε τα υπόλοιπα να μη σχηματίζουν απαρτία, το Δ.Σ, θεωρείται ότι δεν λαμβάνει απόφαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 105. Η παράγραφος 4, πάντως, ορίζει ότι αν η αίτηση των μετόχων προέρχεται από την πλειοψηφία τούτων, το Δ.Σ. υποχρεούνται να προβεί αμελλητί στην άσκηση της αγωγής, χωρίς υποχρέωση γνωστοποίησης της αίτησης στα μέλη που θεωρούνται υπεύθυνα». Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι σε περίπτωση ζημίας της εταιρείας, λόγω κακής διαχειριστικής δράσης του διοικητικού της συμβουλίου, γεννώνται αξιώσεις αποζημίωσης της εταιρείας και στην περίπτωση αυτή υπάρχει μία αγωγή, η εταιρική αγωγή. Ειδικότερα, σε περίπτωση που υπάρχει ευθύνη, σύμφωνα με το άρθρο 102 (αντίστοιχο παλαιό άρθρο 22α Κ.Ν 2190/1920), των διοικούντων την Α.Ε. για ζημία που προκάλεσαν στην εταιρεία, η εταιρεία δύναται να ασκήσει αγωγή κατά των μελών του ΔΣ με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη (εταιρική αγωγή). ΕΙ εταιρική αγωγή αναφέρεται στην ενιαία και αποκλειστική αγωγή του νομικού προσώπου της εταιρείας κατά των μελών του Δ.Σ. για την ζημία που υπέστη η εταιρεία από τους διοικητές κατά την διαχείριση της εταιρικής περιουσίας. Οι αξιώσεις αποζημίωσης (από την κακή διαχειριστική δράση του ΔΣ) ανήκουν στο νομικό πρόσωπο της εταιρείας που είναι το αμέσως ζημιωθέν πρόσωπο, το οποίο και νομιμοποιείται αποκλειστικά να εγείρει την οικεία αγωγή κατά των μελών της διοίκησης, και όχι οι κατ’ ιδίαν μέτοχοι, ο οποίοι υφίστανται έμμεση ζημία από τις πράξεις των οργάνων της διοίκησης και δεν έχουν ούτε παράλληλη αξίωση αποζημίωσης για την ζημία αυτή. Φορέας λοιπόν της ουσιαστικής και δικονομικής αξίωσης αποζημίωσης είναι καταρχήν μόνο η εταιρεία και όχι οι μέτοχος οι οποία μάλιστα δεν έχουν παράλληλη αξίωση αποζημίωσης για την έμμεση ζημία που υφίστανται από τις ενέργειες των οργάνων της διοίκησης.
Από την διατύπωση των άρθρων 103 -106 ν.4548/2018, τα οποία διατηρούν σε βασικές γραμμές τον πυρήνα του παλαιού άρθρου 22β Κ.Ν 2190/2910, προκύπτει ότι σκοπός τους είναι να διευκολύνουν την αποκατάσταση των εταιρικών αξιώσεων αποζημίωσης λόγω παράβασης των διαχειριστικών υποχρεώσεων του Δ.Σ. με την εταιρική αγωγή. Ο νομοθέτης επιθυμεί να εξασφαλίσει την άσκηση των εταιρικών αξιώσεων κατά των μελών του ΔΣ και μάλιστα σε περίπτωση που το ΔΣ αδρανεί η αδυνατεί να λάβει τη σχετική απόφαση (97 παρ.3 ν.4548//2018) ή ακόμα και στην περίπτωση που παραιτείται ή συμβιβάζεται κατά τους όρους του άρθρου 102 παρ. 7 Ν.4548/2018. Η άσκηση της εταιρικής αγωγής κατά των ζημιωσάντων την εταιρεία μελών του Δ.Σ ανήκει (όπως και κατά το προηγούμενο δίκαιο) στην εξουσία του ΔΣ, ως μέρος της διαχειριστικής του αρμοδιότητας, καθότι είναι το όργανο λήψης των διαχειριστικών αποφάσεων αναφορικά με την εταιρική περιουσία και για τις αξιώσεις που αποτελούν στοιχεία του ενεργητικού της. Ήδη με την νέα ρύθμιση (άρθρ. 103 ν.4548/2018), το ΔΣ αναγορεύεται ως το αρμόδιο όργανο το οποίο οφείλει να ασκεί την εταιρική αγωγή κατά τρόπο που συνάδει προς το εταιρικό συμφέρον. Εκ των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι καθιερώνεται α) η υποχρεωτική άσκηση της εταιρικής αγωγής από το ΔΣ (άρθρ. 103 και 104 παρ.4) και β) η διακριτική ευχέρεια του ΔΣ για την άσκησή της, μετά από αίτημα της μειοψηφίας ( άρθ.104 παρ.1-3). Πλέον συγκεκριμένα, κατά άρθρο 103 παρ. 1 Ν.4548/2018, το Δ.Σ. υποχρεούται να ασκήσει την εταιρική αγωγή, σταθμίζοντας το εταιρικό συμφέρον, σε κάθε περίπτωση παράβασης καθήκοντος των μελών του κατά το 102 παρ.1, διαφορετικά οφείλει να παρέχει εξηγήσεις στου μετόχους για την τυχόν μη άσκηση των αξιώσεων (103 παρ.2). Στο άρθρο αυτό προβλέπεται μεν υποχρέωση του ΔΣ να ασκήσει την εταιρική αγωγή, αλλά παράλληλα και ευχέρειά του να κρίνει αν θα πρέπει να ασκηθεί ή όχι, έχοντας όμως την υποχρέωση στάθμισης του εταιρικού συμφέροντος. Υποχρέωση του Δ.Σ για άσκηση της αγωγής υφίσταται αν συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) όταν μια τέτοια ενέργεια ενδείκνυται για το συμφέρον της εταιρείας (103 παρ.1) β) όταν υποβληθεί αίτηση προς το ΔΣ για την άσκηση της αγωγής από την πλειοψηφία (απόλυτη) μετόχων, οπότε το ΔΣ υποχρεώνεται να προβεί αμελητί στην άσκηση της αγωγής (104 παρ.4γ) γ) να μην έχει χωρήσει παραίτηση από τις αποζημιωτικές αξιώσεις της εταιρείας με απόφαση του ΔΣ για απαλλαγή του Δ.Σ από την ευθύνη, από αμέλεια (όχι από δόλο) ή συμβιβασμού. Αν η ζημία της εταιρείας οφείλεται σε δόλια (κάθε μορφή δόλου) ενέργεια των μελών του ΔΣ, το ΔΣ υποχρεούται να ασκήσει την εταιρική αγωγή κατά την μελών του, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 102, και 103 και ειδικά του 104 παρ.4. Σημειώνεται ότι σ` αυτήν την περίπτωση το ΔΣ δεν μπορεί να αρνηθεί την άσκηση των εταιρικών αξιώσεων, προβάλλοντας οποιονδήποτε λόγο (λ.χ στάθμιση του εταιρικού συμφέροντος), και βεβαίως χωρίς να έχει το δικαίωμα να εξετάσει την βασιμότητα της αγωγής.
Από τις διατάξεις του άρθρου 104 σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 103 Ν.4548/2018, προκύπτει ότι η εταιρική αγωγή είναι υποχρεωτική, άνευ ετέρου για το ΔΣ, και δη αμελλητί, εάν το ζήτησε: εγγράφως από το ΔΣ με αίτηση η πλειοψηφία των μετόχων (αρθρ.104 παρ.4) {ο νομοθέτης εννοεί προφανώς εν προκειμένω το ήμισυ και πλέον του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου όπως επιτάσσει η ισχύουσα στις ΑΕ αρχή της «πλειοψηφίας κεφαλαίου»}. Επίσης, στο άρθρο 104 προβλέπεται το δικαίωμα των μετόχων της μειοψηφίας} που αντιπροσωπεύουν το 1/20 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου να υποβάλουν αίτηση προς το ΔΣ, ζητώντας να προβεί σε άσκηση της εταιρικής αγωγής. Στην ΑιτΕκθ (σελ.20) αναφέρεται ότι «το σχετικό δικαίωμα ενεργοποιείται κατά την παρ.1, εφόσον το ΔΣ, δεν έχει ήδη προβεί αυτοβούλως στην άσκηση των σχετικών αξιώσεων κατά το άρθρο 103». Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν προβλέπεται συγκεκριμένη προθεσμία για την άσκηση της εταιρικής αγωγής από το ΔΣ μετά την πάροδο της οποίας θα ενεργοποιείται κατά την ΑιτΕκθ το δικαίωμα των μετόχων της μειοψηφίας, πέραν του «εγκαίρως» που αναφέρεται στο παραπάνω άρθρο. Οι μέτοχοι δύνανται να αιτηθούν προς το ΔΣ την άσκηση της αγωγής οποτεδήποτε, αρκεί να μην την έχει ήδη ασκήσει το ΔΣ. Η αίτηση είναι έγγραφη, σε αντίθεση με το καθεστώς του 22βΚΝ 2190/1920, πρέπει να αναφέρει τις πληροφορίες που κατέχουν οι αιτούντες μέτοχοι ως προς τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν κατά την κρίση τους την ευθύνη των μελών τους δ.σ και την ζημία της εταιρείας. Οι νέες διατάξεις των άρθρων 103 έως 105 του Ν.4548/2018, υιοθετούν διαφορετική φιλοσοφία από αυτήν του άρθρου 22 β ΚΝ 2190/1920, καθώς παρέχουν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεως στο ΔΣ σχετικά με την άσκηση ή μη τη εταιρικής αγωγής, αναλόγως δε το σχετικό δικαίωμα της μειοψηφίας περιορίζεται, ενώ σχετικώς οι σταθμίσεις των συμφερόντων της εταιρείας αποκτούν κεφαλαιώδη σημασία αναφορικά με την άσκηση της εταιρικής αγωγής. Οι νέες διατάξεις, πάντως, είναι πολύ πιο αναλυτικές και πιο άρτια διατυπωμένες από το άρθρο 22β Κ.Ν 2190/1920, ενώ επιπλέον επιχειρούν να άρουν θεωρητικά ζητήματα και ερμηνευτικές δυσχέρειες που είχαν προκύψει σχετικά με την άσκηση της εταιρικής αγωγής και την υποχρεωτικότητα άσκησης αυτής από το Δ.Σ. Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω δικαίωμα να κινήσουν την διαδικασία εναγωγής (νυν ή πρώην εταιρικών διοικητών, υποβάλλοντας σχετικό γραπτό αίτημα στο ΔΣ, έχουν δύο κατηγορίες μετόχων: α) η μειοψηφία που εκπροσωπεί ποσοστό τουλάχιστον ενός εικοστού (1/20) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψει των παρ. 1,3 του άρθρ. 104 και β) η «πλειοψηφία των μετόχων», όπως επί λέξει αναφέρει η παρ. 4 του άρθρ. 104. Το δικαίωμα καθεμιάς από τις κατηγορίες αυτές ασκείται ανεξαρτήτως της στάσεως της άλλης κατηγορίας μετόχων. Αυτονοήτως δηλαδή, το δικαίωμα της μειοψηφίας δεν τελεί υπό την αίρεση του τι θα πράξει η πλειοψηφία, όπως άλλωστε και αντίστροφα. Οι συνέπειες πάντως που επέρχονται, δεν είναι ίδιες σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως εκτίθεται αναλυτικά παρακάτω: Στην πρώτη (υπό α) περίπτωση, το ΔΣ δεν είναι υποχρεωμένο να συμμορφωθεί οπωσδήποτε προς την εκπεφρασμένη βούληση της μειοψηφίας και σε κάθε περίπτωση να ασκήσει την εταιρική αγωγή, όπως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο. Κρίνει κατά διακριτική ευχέρεια και με γνώμονα το εταιρικό συμφέρον, όπως και όταν το ίδιο (το ΔΣ) με δική του πρωτοβουλία καλείται να λάβει απόφαση περί της εναγωγής ή μη των εταιρικών διοικητών κατ` άρθρ. 103. Στη δεύτερη (υπό β) περίπτωση, αντίθετα, κατά την οποία το αίτημα υποβάλλεται από την πλευρά της μετοχικής πλειοψηψίας το ΔΣ δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια. Έτσι, σε κάθε περίπτωση υποχρεούται να προβεί στην άσκηση της εταιρικής αγωγής και μάλιστα «αμελλητί», δηλ. χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, όπως προβλέπει η παρ. 4 άρθρ. 104, χωρίς καν να υπέχει υποχρέωση γνωστοποίησης της απόφασης στα μέλη του ΔΣ που κατονομάζονται σε αυτήν ως υπεύθυνα (βλ. Αιτ.Έκθ. επί του άρθρ, 104, Ε.Περράκη, Το νέο δίκαιο της ΑΕ, σελ.69, Τέλλης, ΕπισκΕΔ 2019. 35). Περαιτέρω, όσον αφορά ειδικότερα το δικαίωμα της μειοψηφίας για υποβολή αίτησης στο ΔΣ, δικαίωμα να κινήσει τη διαδικασία άσκησης της εταιρικής αγωγής έχουν μέτοχοι (ένας ή περισσότεροι) που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) τουλάχιστον του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρ. 104 και εφόσον αποδείξουν με κάθε νόμιμο τρόπο, ότι έχουν καταστεί μέτοχοι έξι (6) μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης. Κατά τον υπολογισμό της απαιτούμενης μειοψηφίας, λαμβάνονται υπόψη κάθε κατηγορία μετοχές, ακόμη και αυτές χωρίς δικαίωμα ψήφου (Πασσιάς, Δίκαιο ΑΕ, II, σελ 694, Γεωργακόπουλος, Το δίκαιο των εταιρειών III, σελ. 143, σημ. 231, Μιχαλόπουλος, ΔΕΕ 2006. 581). Μετοχές όμως των οποίων τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτές τελούν σε αναστολή, δεν λαμβάνονται υπόψη. Όσον δε αφορά το δικαίωμα της πλειοψηφίας των μετόχων για υποβολή αίτησης, η διάταξη της παρ. 4 του άρθρ. 104 {σε αντίθεση με το παλαιό άρθρ. 22β παρ. 1 εδ.α Κ.Ν 2190/1920, που ανάμεσα στις τρεις περιπτώσεις κατά τις οποίες προέβλεπε ότι η εταιρική αγωγή ασκούνταν υποχρεωτικά, περιλάμβανε και εκείνη, κατά την οποία έλαβε απόφαση, υπέρ της εναγωγής των εταιρικών διοικητών η Γ,Σ. με απόλυτη πλειοψηφία}, η νέα διάταξη επιφυλάσσει την έννομη αυτή συνέπεια (υποχρεωτική άσκηση άνευ ετέρου της εταιρικής αγωγής και, μάλιστα, αμελλητί) αποκλειστικά και μόνο σε περίπτωση, που η (γραπτή) αίτηση της παρ. 1 (προς το ΔΣ) υποβληθεί από την πλειοψηφία των μετόχων. Η νομοθετική διατύπωση «πλειοψηφία των μετόχων» είναι, πάντως ανακριβής. Ενόψει όμως της ισχύουσας στο δίκαιο της ΑΕ αρχή της «πλειοψηφίας κεφαλαίου», ως «πλειοψηφία των μετόχων» ο νομοθέτης εννοεί, εν προκειμένω, «μετόχους που εκπροσωπούν το ήμισυ και πλέον του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου» (έτσι Τέλλης, ΕπισκΕΔ 2019. 35) ή, με άλλη διατύπωση, την πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μετοχών (έτσι Περάκης, Το νέο δίκαιο ΑΕ, σελ. 69). Μετά βεβαιότητας, πάντως, ο νομοθέτης δεν εννοεί ούτε πλειοψηφία του όλου αριθμού των μετόχων (δηλ. πλειοψηφία προσώπων), ούτε πλειοψηφία που σχηματίζεται (επί των μετοχών που εκπροσωπούνται) σε κάποια ΓΣ. Από όσα προηγήθηκαν, καθίσταται σαφές ότι – σε σχέση με το παλαιό άρθρο 22β παρ. 1 εδ.α Κ.Ν 2190/1920 -δυσχεραίνονται οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες καθίσταται υποχρεωτική η εναγωγή των εταιρικών διοικητών, αφού προς τούτο απαιτείται να υποβάλει έγγραφη αίτηση στο ΔΣ η πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μετοχών, που έχει εκδώσει η ΑΕ, και όχι απλώς να το θελήσει η πλειοψηφία, που σχηματίζεται επί των εκπροσωπούμενων σε μια συγκεκριμένη συνεδρίαση της ΓΣ μετοχών, μιας και δεν αρκεί πλέον να ληφθεί απόφαση της συνήθους ΓΣ για το θέμα αυτό, όπως υπό την ισχύ του άρθρ. 22β παρ. 1 ΚΝ 2190/1920. Η ρύθμιση αυτή δέχθηκε κριτική, στην οποία, ως αντίλογος προβάλλεται η θεμελιώδης επιλογή του νομοθέτη να υποβάλει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο όγκο από τις ασκούμενες (με πρωτοβουλία είτε του ίδιου του ΔΣ βάσει του άρθρ. 103 είτε της μειοψηφίας) εταιρικές αγωγές στη βάσανο του εταιρικού συμφέροντος. Επομένως η δυσχέρανση θα αφορά περιπτώσεις όπου η αγωγή δεν φαίνεται να υπηρετεί το εταιρικό συμφέρον (έτσι Ε. Περράκης, Το νέο δίκαιο της ΑΕ, σελ. 69-70). Ο έλεγχος των υπό άσκηση αξιώσεων, από τη σκοπιά του εταιρικού συμφέροντος, μπορεί να λάβει χώρα σε δύο στάδια: Αρχικά ο έλεγχος αυτός γίνεται από το ΔΣ κατ` άρθρ. 103 ή 104 παρ.2 αντίστοιχα, ανάλογα με το εάν η άσκηση της αγωγής ανάγεται σε πρωτοβουλία του ΔΣ ή των μετόχων μειοψηφίας. Σε δεύτερο στάδιο, όμως, εάν το ΔΣ αρνηθεί να προχωρήσει στην άσκηση της εταιρικής αγωγής, επικαλούμενο λόγους εταιρικού συμφέροντος ή απλώς ολιγωρήσει, τότε η αίτηση για διορισμό ειδικού εκπροσώπου, που μπορεί να γίνει υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 παρ.1, προκειμένου αυτός να ασκήσει την εταιρική αγωγή και να διεξαγάγει επιμελώς τη σχετική δίκη μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της, κρίνεται από το δικαστήριο. Αυτό θα κάνει δεκτή την εν λόγω αίτηση «εφόσον δεν συντρέχει προφανώς υπέρτερο συμφέρον της εταιρείας, που να δικαιολογεί τη μη διεξαγωγή δικαστικού αγώνα σε βάρος των μελών του διοικητικού συμβουλίου». Σε δεύτερο στάδιο δηλαδή και υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρ. 105 παρ.2, η συνδρομή «υπέρτερου εταιρικού συμφέροντος», που κατ` εξαίρεση δικαιολογεί την μη άσκηση εξακριβώσιμων εταιρικών αξιώσεων, δεν κρίνεται από το Δ.Σ, αλλά με τα εχέγγυο της δικανικής κρίσης. Όπως γίνεται αντιληπτό, ο νομοθέτης περιορίζοντας αισθητά, μέσω της νέας διάταξης του άρθρου 104 παρ. 4, τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η άσκηση της εταιρικής αγωγής θα είναι υποχρεωτική και αυξάνοντας αντιστρόφως τον όγκο των υποθέσεων εσωτερικής ευθύνης που θα πρέπει να ξεπεράσουν τη βάσανο της μη συνδρομής «υπέρτερου εταιρικού συμφέροντος», για να φθάσουν στις αίθουσες των δικαστηρίων, τελικά το διακύβευμα δεν είναι δυσανάλογα μεγάλο για τους ζημιωθέντες μετόχους και την εταιρεία. Τούτο διότι δεν υπάρχει αισθητός κίνδυνος να ματαιωθεί (παρεμποδισθεί) η άσκηση μεγάλου όγκου εταιρικών αγωγών, αφού στην τελική φάση το τι επιτάσσει το εταιρικό συμφέρον θα κριθεί από το δικαστήριο, συνεπώς, με τα εχέγγυο της δικανικής κρίσης (όρθρ. 105 παρ, 1-2) και όχι από το Δ.Σ και έμμεσα την πλειοψηφία (Γ.Σωτηρόπουλου, Το Δίκαιο της ΑΕ υπό τον Ν.4548/2018 , σελ. 1498-1500). Η έγγραφη προς το ΔΣ αίτηση της μειοψηφίας (όπως βέβαια, και εκείνη της «πλειοψηφίας των μετόχων» σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρ. 104, η οποία παραπέμπει στην παρ. 1) έχει ως αντικείμενο, όπως αναφέρει η παρ. 1 του άρθρου 104, την άσκηση των αξιώσεων της εταιρείας, που έχουν ως νομική βάση το άρθρο 102, Σύμφωνα με την ΑιτΕκθ, «το σχετικό δικαίωμα των μετόχων για υποβολή της αίτησης ενεργοποιείται εφόσον το Δ.Σ δεν έχει ήδη προβεί αυτοβούλου στην άσκηση των σχετικών αξιώσεων κατά το άρθρ. 103». Εξάλλου, όπως προκύπτει από την παρ. 2, η αίτηση των μετόχων μειοψηφίας προς το Δ.Σ πρέπει να έχει μια επαρκώς ορισμένη ιστορική βάση, αφού οι μέτοχοι που την υποβάλλουν πρέπει να αναφέρουν «Tις πληροφορίες που κατέχουν ως προς τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν κατά την κρίση τους την ευθύνη των μελών του ΔΣ και τη ζημία της εταιρείας». Για το ορισμένο της αίτησης της μειοψηφίας (104 παρ. 1,2), η νομολογία, υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς (22β Κ.Ν 2190/1920), αξίωνε να καθορίζει η αίτηση την αξίωση για την οποία ζητείται η έγερση της της αγωγής, τα πρόσωπα των εναγομένων και το ποσό που αξιώνεται (βλ.ΟΛΑΠ 5/2015, ΑΠ 189/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Υπό το ισχύον δίκαιο, όπως εξ αντιδιαστολής, επιβεβαιώνεται έμμεσα και από την παρ. 5 του άρθρ. 105, όπου οριοθετείται το πεδίο διακριτικής ευχέρειας (ελευθερία επιλογών) του ειδικού εκπροσώπου, οι αιτούντες μέτοχοι δεν χρειάζεται πλέον, να προσδιορίσουν (αλλά και αν το κάνουν, δεν δεσμεύουν το ΔΣ ή τους ειδικούς εκπροσώπους που θα ασκήσουν ενδεχομένως στη συνέχεια την εταιρική αγωγή) την έκταση των ασκούμενων αξιώσεων (να ορίσουν δηλ. το ακριβές ποσό που, κατά τη γνώμη τους πρέπει να αξιωθεί από τους κατονομαζόμενους διοικητές) ούτε να διαμορφώσουν συγκεκριμένους ισχυρισμούς της εταιρείας ως προς τη νομική βάση, την υπαιτιότητα ή την αιτιώδη συνάφεια. Οι αιτούντες μέτοχοι κατ’ ουσίαν τίποτα περισσότερο δεν χρειάζεται να περιλάβουν στην αίτησή τους από το να αναδείξουν τα κρίσιμα εκείνα πραγματικά περιστατικά και τα, κατά τη γνώμη τους εμπλεκόμενα πρόσωπα, ώστε να μπορεί να ταυτοποιηθεί σε πραγματολογικό επίπεδο η επίμαχη αξίωση και οι, κατά τη γνώμη τους «υπαίτιοι». Νομική υπαγωγή ή αξιολόγηση γεγονότων ή συμπεριφορών ή ανάδειξη της κατάλληλης νομικής βάσης δεν είναι απαραίτητη ούτε δεσμεύει το ΔΣ ή τους ειδικούς εκπροσώπους, που ενδεχομένως θα ασκήσουν στη συνέχεια την οικεία εταιρική αγωγή. Το ότι οι μέτοχοι μειοψηφίας θα πρέπει, πέρα από τα κρίσιμα γεγονότα, να προσδιορίσουν και τα πρόσωπα-μέλη του ΔΣ ή υποκατάστατα όργανα διοίκησης- στα οποία, κατά τη δική τους εκδοχή, αποδίδονται οι επίμαχες υπαίτιες και ζημιογόνες συμπεριφορές (πράξεις ή παραλείψεις), προκύπτει και από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 104 παρ.3 εδ.α που αναφέρει επί λέξει: «Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει επί του αιτήματος των μετόχων, αφού λάβει υπόψη του τις παρατηρήσεις και εξηγήσει των μελών εκείνων του διοικητικού συμβουλίου, που κατονομάζονται στην αίτηση των μετόχων». Στην αίτησή τους, τέλος, οι μέτοχοι θέτουν εύλογη προθεσμία, εντός της οποίας Δ.Σ, αφού πρώτα ακούσει τις παρατηρήσεις και εξηγήσεις των (νυν ή πρώην) διοικητών που φέρονται με βάση την αίτηση των μετόχων ως υπαίτιοι, οφείλει να αξιολογήσει το περιεχόμενο της αίτησης και να αποφασίσει αν η εταιρεία θα ασκήσει αγωγή για τις εκεί περιγραφόμενες αξιώσεις. Η τιθέμενη αυτή από τους μετόχους (μειοψηφίας) προθεσμία, πάντως, δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερη από ένα (1) μήνα (άρθρ. 104 παρ. 2 τελευτ. εδ.). Η εύλογη αυτή προθεσμία που καλούνται να ορίσουν οι αιτούντες, έχει μεγάλη πρακτική σημασία, γιατί η τυχόν άπρακτη παρέλευσή της «ανοίγει» βάσει του άρθρου 105 παρ.1 στοιχ.β τον δρόμο στη λεγάμενη «πλειοψηφία της μειοψηφίας», ήτοι στην πλειοψηφία των μετόχων που υπέβαλαν το αίτημα (με βάση πάντα το ποσοστό κεφαλαίου που αυτοί εκπροσωπούν), να ζητήσει, εντός δύο μηνών από το Μονομελές Πρωτοδικείο τον διορισμό ειδικού εκπροσώπου, προκειμένου αυτός να ασκήσει την αγωγή αποζημίωσης στο όνομα της εταιρείας και να διεξαγάγει επιμελώς την οικεία δίκη μέχρις ότου εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Το Δ.Σ, αφού πρώτα λάβει υπόψη του τις παρατηρήσεις και τις εξηγήσεις των μελών της διοίκησης, που κατονομάζονται στην υποβληθείσα αίτηση των μετόχων ως «υπαίτιοι», αποφασίζει επί του αιτήματος των μετόχων σχετικό με την άσκηση των αποζημιωτικών αξιώσεων της εταιρείας. Κατά βάση, τα κριτήρια λήψης της απόφασής του είναι ίδια με εκείνα που ισχύουν και όταν το Δ.Σ αυτοβούλως με δική του πρωτοβουλία καλείται να λάβει απόφαση περί της ασκήσεως ή μη της εταιρικής αγωγής. Καλείται, συγκεκριμένα, να κρίνει με δική του ευθύνη, επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, τι είναι αυτό που κατ’ αποτέλεσμα συμφέρει στην εταιρεία μέσα από μια ανάλυση κόστους/ωφέλειας: Να προχωρήσει έγκαιρα, όπως οφείλει κατά κανόνα (άρθρ. 103), στην πλήρη άσκηση των όποιων αποζημιωτικών αξιώσεων της ΑΕ κατά των διοικητών της ή κατ’ εξαίρεση, να καθυστερήσει ή και να απόσχει ακόμη ενδεχομένως από αυτήν, έχοντας όμως το βάρος να αποδείξει στην περίπτωση αυτή – προκειμένου να επιτύχει την απόσειση της ευθύνης του- γιατί κάτω από τις δεδομένες συνοδευτικές περιστάσεις η έγκαιρη και πλήρης άσκηση των εταιρικών αξιώσεων θα προξενούσε μεγαλύτερη Βλάβη, παρά ωφέλεια στην εταιρεία. Για τον σκοπό αυτό, το ΔΣ θα λάβει υπόψη του και θα συνεκτιμήσει παραμέτρους όπως ί) τις αποδεικτικές δυσκολίες και γενικώς πιθανότητες ευόδωσης της εταιρικής αγωγής αλλά και της επακόλουθης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης (κάτι που προϋποθέτει ύπαρξη επαρκούς υπέγγυας περιουσίας στο πρόσωπο ενός τουλάχιστον εκ των δυνητικών συνοφειλετών), πάντα σε συνδυασμό με το μέγεθος της δικαστικής δαπάνης, την ενδεχόμενη πρόκληση βλάβης στη δημόσια εικόνα, άρα, στο κύρος, τη φήμη και την πίστη της εταιρείας λόγω δημοσιοποίησης αρνητικών γεγονότων που δεν έχουν διαρρεύσει ακόμη στον τύπο και σχετίζονται με την πρόκληση αμφιβολιών αναφορικά με την ποιότητα των διοικητικών της στελεχών ή/και την αποτελεσματικότητα της εσωτερική της οργάνωσης ii) την πρόκληση ηθικού κινδύνου σε περίπτωση αδιαφορίας της εταιρείας να εναγάγει διοικητικά στελέχη της που τη ζημίωσαν (ιδίως σε περίπτωση που αυτό συμβαίνει από δόλο). Τέλος, το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 104, επιτάσσει η όποια (θετική ή απορριπτική) απόφαση του Δ.Σ επί της αιτήσεως των μετόχων της μειοψηφίας να κοινοποιείται στους αιτούντες με επιμέλεια του εν λόγω οργάνου και με επιβάρυνση της εταιρείας. Η κοινοποίηση της απόφασης του Δ.Σ στους αιτούντες, ιδίως όταν αυτή είναι απορριπτική, κάθε άλλο, παρά στερείται πρακτικής σημασίας. Όπως, συγκεκριμένα, προκύπτει από το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 105, από την ως άνω «κοινοποίηση της (απορριπτικής) απόφασης του διοικητικού συμβουλίου», και όχι από το χρόνο λήψης της οικείας απόφασης του ΔΣ επί της αιτήσεως της μειοψηφίας, τίθεται σε κίνηση η προθεσμία των δύο (2) μηνών, εντός της οποίας η πλειοψηφία των μετόχων που υπέβαλαν το αίτημα στο ΔΣ (προφανώς με βάση το ποσοστό κεφαλαίου που εκπροσωπούν) έχουν δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, με αντικείμενο το διορισμό ειδικού εκπροσώπου για την άσκηση της εταιρικής αγωγής κατ` άρθρο 104.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 105, με τίτλο « Διορισμός ειδικού εκπροσώπου για άσκηση της αγωγής»: «1. Αν (α) το διοικητικό συμβούλιο απορρίψει εν όλω ή εν μέρει την αίτηση της μειοψηφίας, ή (β) παρέλθει άπρακτη η προθεσμία του εδαφίου β της παραγράφου 2 του άρθρου 104, ή (γ) παρέλθουν τέσσερις μήνες από την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου που αποφάσισε την άσκηση της αγωγής, χωρίς να έχει ασκηθεί η αγωγή, όπως αποφασίστηκε από το διοικητικό συμβούλιο, ή (δ) το διοικητικό συμβούλιο δεν μπορεί να λάβει απόφαση επί της αιτήσεως της μειοψηφίας, ή (ε) στην περίπτωση της παραγράφου 4 του άρθρου 104, η εταιρεία δεν ασκεί αμελλητί την αγωγή, η πλειοψηφία των μετόχων που υπέβαλαν το αίτημα του προηγούμενου άρθρου έχουν δικαίωμα, εντός δύο (2) μηνών από την κατά το εδάφιο γ της παραγράφου 3 του άρθρου 104 κοινοποίηση της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου ή από την άπρακτη παρέλευση των ανωτέρω προθεσμιών των περιπτώσεων α και γ, να υποβάλουν αίτημα ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου με αντικείμενο το διορισμό ειδικού εκπροσώπου για την άσκηση αγωγής κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αίτηση της μειοψηφίας του άρθρου 104. 2. Η αίτηση των μετόχων της παραγράφου 1 εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και κοινοποιείται προς την εταιρεία και το μέλος ή τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, που κατονομάζονται στην αίτηση. Παρεμβάσεις, πρόσθετες και κύριες, ενώπιον του δικαστηρίου ασκούνται και με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Το δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση των μετόχων και ορίζει ειδικό εκπρόσωπο, εφόσον δεν συντρέχει προφανώς υπέρτερο συμφέρον της εταιρείας, που να δικαιολογεί τη μη διεξαγωγή δικαστικού αγώνα σε βάρος των μελών του διοικητικού συμβουλίου. Η απόφαση του δικαστηρίου αναφέρει την ιστορική βάση που θα διερευνήσει ο ειδικός εκπρόσωπος, ώστε να ασκήσει την αγωγή κατά των προσώπων του άρθρου 102. 3. Ως ειδικός εκπρόσωπος μπορεί να ορισθεί ένας εκ των μετόχων που υποβάλλουν την αίτηση του παρόντος άρθρου ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου ή και τρίτο πρόσωπο. Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται ως προς την επιλογή του ειδικού εκπροσώπου από τις προτάσεις των αιτούντων. Η απόφαση του δικαστηρίου μπορεί να ορίζει και αναπληρωτή ειδικό εκπρόσωπο. 4. Ο ειδικός εκπρόσωπος έχει ως ειδική και μόνη εξουσία την άσκηση της αγωγής κατά των προσώπων του άρθρου 102 και τη διεξαγωγή της σχετικής δίκης μέχρι την αμετάκλητη περάτωσή της με επιμέλεια και ταχύτητα. Καθ όλο αυτό το χρονικό διάστημα ο ειδικός εκπρόσωπος εκπροσωπεί κατ’ αποκλειστικότητα την εταιρεία για τις ανάγκες της σχετικής δίκης και μόνο. Ο ειδικός εκπρόσωπος έχει εξουσία πρόσβασης σε έγγραφα και πληροφορίες, η γνώση των οποίων είναι κατά εύλογη κρίση απαραίτητη για την άσκηση της αγωγής και τη διεξαγωγή της σχετικής δίκης. 5. Κατά την άσκηση των εξουσιών του, ο ειδικός εκπρόσωπος δεσμεύεται από τη δικαστική απόφαση περί ορισμού του όσον αφορά την ιστορική βάση που θα διερευνήσει για την άσκηση της αγωγής κατά των προσώπων του άρθρου 102» , Το παραπάνω άρθρο ρυθμίζει τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες είναι δυνατός ο δικαστικός διορισμός ειδικού εκπροσώπου της ΑΕ, την οικεία διαδικασία και τις αρμοδιότητες του εν λόγω δοτού εταιρικού οργάνου. Όπως αναφέρεται στην ΑιτΕκθ (σελ 20) «Το παρόν άρθρο συμπληρώνει τη ρύθμιση του άρθρου 104 και καλύπτει τις περιπτώσεις που α) το Δ.Σ. απορρίψει εν άλω ή εν μέρει την αίτηση της μειοψηφίας; ή β) παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της παραγράφου 2 εδάφιο β’ του άρθρου 104, ή γ) παρέλθουν άπρακτοι τέσσερις (4) μήνες από την απόφαση του Δ.Σ. που αποφάσισε την άσκηση της αγωγής, ή δ) το Δ.Σ. δεν λαμβάνει απόφαση επί της αιτήσεως της μειοψηφίας, ή ε) η εταιρεία δεν ασκεί αμελλητί την αγωγή στην περίπτωση του άρθρου 104 παράγραφος 4. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, η πλειοψηφία των μέτοχων που υπέβαλαν το αίτημα του προηγούμενου άρθρου δικαιούται εντός δύο (2) μηνών από την κατά την παράγραφο 3 εδάφιο γ` του άρθρου 104 κοινοποίηση της απόφασης του Δ.Σ., ή από την άπρακτη παρέλευση των ανωτέρω προθεσμιών να υποβάλλει αίτημα ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας με αντικείμενο το διορισμό ειδικού εκπροσώπου για την άσκηση αγωγής κατά των μελών του Δ.Σ., σύμφωνο με τα αναφερόμενα στην αίτηση της μειοψηφίας του άρθρου 104. Σύμφωνα με την παράγραφο 2, η αίτηση των μετόχων της προηγούμενης παραγράφου εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και κοινοποιείται προς την εταιρεία και το μέλος ή τα μέλη του Δ.Σ. που κατονομάζονται στην αίτηση. Παρεμβάσεις (πρόσθετες και κύριες) ενώπιον του δικαστηρίου ασκούνται και με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, ώστε να διευκολυνθεί η δυνατότητα των μελών του Δ.Σ. ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου με έννομο συμφέρον (περιλαμβανομένης βεβαίως της ιδίας της εταιρείας) να εκθέσει τις απόψεις του, ιδίως όσον αφορά το εταιρικό συμφέρον στην άσκηση ή μη της εταιρικής αγωγής. Το δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση των μετόχων και ορίζει ειδικό εκπρόσωπο, εφόσον δεν συντρέχει προφανώς υπέρτερο συμφέρον της εταιρείας που να δικαιολογεί τη μη διεξαγωγή δικαστικού αγώνα σε βάρος των μελών του Δ.Σ. Η απόφαση του δικαστηρίου αναφέρει την ιστορική βάση που Θα διερευνήσει ο ειδικός εκπρόσωπος, ώστε να ασκήσει την αγωγή κατά των προσώπων του άρθρου 102. Σύμφωνα με την παράγραφος 3, ως ειδικός εκπρόσωπος μπορεί να ορισθεί ένας εκ των μετόχων που υποβάλλουν την αίτηση του παρόντος άρθρου ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου ή και τρίτο πρόσωπο. Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται ως προς την επιλογή του ειδικού εκπροσώπου από τις προτάσεις των αιτούντων. Η απόφαση του δικαστηρίου μπορεί να ορίζει και αναπληρωτή ειδικό εκπρόσωπο. Όσον αφορά τα καθήκοντα του ειδικού εκπροσώπου, η παράγραφος 4 προβλέπει ότι ειδική και μόνη εξουσία του είναι η άσκηση της αγωγής κατά των προσώπων του άρθρου 102 και τη διεξαγωγή της σχετικής δίκης μέχρι την αμετάκλητη περάτωσή της. Καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα ο ειδικός εκπρόσωπος εκπροσωπεί κατ’ αποκλειστικότητα την εταιρεία για τις ανάγκες της σχετικής δίκης και υποχρεούται να δρα με επιμέλεια και ταχύτητα. Ο ειδικός εκπρόσωπος έχει εξουσία πρόσβασης σε έγγραφα και πληροφορίες, η γνώση των οποίων είναι κατά εύλογη κρίση απαραίτητη για την άσκηση της αγωγής και την διεξαγωγή της σχετικής δίκης. Σύμφωνα με την παρ. 5, ο ειδικός εκπρόσωπος δεσμεύεται από τη δικαστική απόφαση περί ορισμού του όσον αφορά την ιστορική βάση που Θα διερευνήσει για την άσκηση της αγωγής κατά των προσώπων του άρθρου 102, όπως αυτή περιέχεται στην αίτηση των μετόχων και συμπληρώθηκε κατά τη συζήτηση της σχετικής αίτησης ενώπιον του δικαστηρίου. Η δέσμευση αυτή δεν περιορίζει, ωστόσο, την ευχέρεια του ειδικού εκπροσώπου να διαμορφώσει τους νομικούς ισχυρισμούς την υπαιτιότητα και την αιτιώδη συνάφεια, και να προσδιορίσει αντίστοιχα το περιεχόμενο των εταιρικών αξιώσεων. Σύμφωνα με την παράγραφο 6, εφόσον πριν ασκήσει την αγωγή, ο ειδικός εκπρόσωπος καταλήξει στο συμπέρασμα ότι για οποιοδήποτε λόγο δεν υπάρχει ευθύνη των μελών του Δ.Σ. προς αποζημίωση, γνωστοποιεί τούτο στο Δ.Σ., που έχει την υποχρέωση να πληροφορήσει».
Ο ειδικός εκπρόσωπος, αποτελεί μια μορφή «προσωρινής διοίκησης», κατά την έννοια των άρθρ. 69 ΑΚ και 786 ΚΠολΔ, πλην όμως με περιορισμένη αρμοδιότητα: δεν διαθέτει το εύρος των εξουσιών της κατ` άρθρ. 69 ΑΚ και 786 ΚΠολΔ διοριζόμενης προσωρινής διοίκησης και ο δικαστικός διορισμός του δεν επιφέρει την (προσωρινή έστω) αναστολή λειτουργίας, υποκατάσταση ή κατάργηση του αιρετού ΔΣ (βλ. ενδεικτικά Δωρή, ΧρΙΔ 2002, 866).
Πρόκειται, εν ολίγοις, για όργανο ad hoc της εταιρείας (ΑΠ 189/2018 ΧρΙΔ 2018. 446), που λαμβάνει εντολή από το δικαστήριο όχι μόνο να ασκήσει το ίδιο (αντί της αιρετής διοίκησης) την εταιρική αγωγή με την ιστορική βάση που περιέχεται στην απόφαση, όπως προκύπτει από τη στενή γραμματική διατύπωση του άρθρ. 105 παρ.1 αλλά, όπως γίνεται κοινά αποδεκτό, σύμφωνα με την παρ. 4 εδ. σ’ του άρθρ. 105, και να εκπροσωπήσει κατ’ αποκλειστικότητα την εταιρεία, (μόνο) για τις ανάγκες διεξαγωγής της οικεία δίκης και μέχρι την έκδοση αμετάκλητα δικαστικής απόφασης (Γ.Σωτηρόπουλου, Το δίκαιο της ΑΕ με τον Ν.4548/2018, σελ.1510, Ε Περάκη, Το νέο δίκαιο της ΑΕ, σελ.70, Ι.Τέλλης, ΕπισκΕΔ 2019. 40, για το προϊσχύσαν δίκαιο βλ.ενδεικτικά ΑΠ 189/2018 ΝΟΜΟΣ, που αναφέρει ότι «οι ειδικοί εκπρόσωποι έχουν ως μοναδική αποστολή την ορθή διεξαγωγή της δίκης κατά των υπαίτιων μελών του ΔΣ».
Ο διορισμός ειδικού εκπροσώπου ισοδυναμεί, συνεπώς, με την εισαγωγή, μέσω δικαστικής απόφασης, ενός νέου οργάνου στη διοικητική οργάνωση της ΑΕ. Πρόκειται, συνεπώς, αναμφίβολα για παρέμβαση του δικαστηρίου στην αυτονομία του νομικού προσώπου, η οποία παραμένει συνταγματικά ανεκτή (άρθρ. 5 παρ. 1 Συν), στο βαθμό που έχει προσωρινό και εξαιρετικό χαρακτήρα. Ο ειδικός εκπρόσωπος συνυπάρχει παράλληλα με το αιρετό Δ.Σ, το οποίο συνεχίζει να ασκεί την εξουσία διαχείρισης και εκπροσώπησης σε όλους τους υπόλοιπους τομείς δράσης της εταιρείας, με εξαίρεση μια μόνο «εταιρική υπόθεση»: εκείνη της άσκησης της εταιρικής αγωγής και της διεξαγωγής της οικείας δίκης, όπου λόγω της υφέρπουσας έντονης σύγκρουσης συμφερόντων των μελών του Δ.Σ με εκείνα της ΑΕ, το ΔΣ αποστερείται από τις εξουσίες αυτές, κατόπιν αιτήματος μετόχων, προκειμένου να διασφαλιστεί αφενός ότι η άσκηση της εταιρικής αγωγής θα λάβει χώρα εγκαίρως, πλήρως και επιμελώς και αφετέρου ότι θα λάβει χώρα μια ορθή – από τη σκοπιά του εταιρικού συμφέροντος – διεξαγωγή της εν λόγω δίκης μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Αίτημα για διορισμό ειδικού εκπροσώπου δικαιούνται να υποβάλουν μόνο μέτοχοι (της μειοψηφίας ή της «πλειοψηφίας των μετόχων») που έχουν ήδη ενεργοποιηθεί στο πλαίσιο του άρθρ. 104, δηλαδή μόνον όσοι, πριν στραφούν στο δικαστήριο, έχουν προηγουμένως ζητήσει εγγράφως από το Δ.Σ, αλλά χωρίς το επιθυμητό αποτέλεσμα τελικά, την εναγωγή των εταιρικών διοικητών. Προς τον σκοπό αυτό, μάλιστα, αρκεί (αλλά και απαιτείται) όσοι υποβάλλουν στο δικαστήριο την αίτηση για διορισμό ειδικού εκπρόσωπου, να εκπροσωπούν (από άποψη ποσοστού κεφαλαιακής συμμετοχής) απλώς την πλειοψηφία της ομάδας των μετόχων, που ήδη ανέλαβαν στη συγκεκριμένη περίπτωση την πρωτοβουλία, αξιοποιώντας τη δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 104, να ζητήσουν προηγουμένως την άσκηση της εταιρικής αγωγής από το ΔΣ (Γ.Σωτηρόπουλου, Το δίκαιο της ΑΕ, σελ. 1511, 1516). Και βέβαια, για να γίνει δεκτό το αίτημα για διορισμό ειδικού εκπροσώπου, πρέπει το Δ.Σ να μην ανταποκρίθηκε (εμπροθέσμως) στο ως άνω αίτημα των μετόχων: είτε απορρίπτοντάς το εν όλω ή εν μέρει, είτε απλώς καθυστερώντας να αναλάβει δράση, αφήνοντας να περάσει η κατά περίπτωση κρίσιμη προθεσμία ή , τέλος γιατί κατέστη αδύνατο να λάβει απόφαση για άσκηση της εταιρικής αγωγής λόγω αδυναμίας σχηματισμού απαρτίας. (Γ.Σωτηρόπουλος, ο.π, σελ. 1512).
Από την σύγκριση των παραπάνω διατάξεων με τις προϊσχύσασες διατάξεις, αναφορικά με τον διορισμό ειδικού εκπροσώπου, προκύπτει ότι με το νέο δίκαιο αποδυναμώνεται η πλειοψηφία των μετόχων, ενώ μειώνεται το αναγκαίο ποσοστό της μειοψηφίας αλλά και η δραστικότητα της εξουσίας της. Ειδικότερα στο πλαίσιο του νέου νόμου α) η πλειοψηφία των μετόχων δεν έχει πλέον το δικαίωμα να διορίσει η ίδια απευθείας, χωρίς δηλαδή προσφυγή στη δικαστική οδό και χωρίς να έχει μεσολαβήσει σιωπηρή απόρριψη ή ολιγωρία από το Δ.Σ για την σκοπουμένη από αυτήν άσκηση της εταιρικής αγωγής, όπως συνέβαινε επί ισχύος του Κ.Ν 2190/1920. Υπό το νέο δίκαιο, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 104 παρ.4 και 105 παρ.1 στοιχ.ε, τελολογικά ερμηνευόμενων, η πλειοψηφία μπορεί πάλι να επιβάλει τελικά τον διορισμό ειδικών εκπροσώπων, πλην όμως πρέπει αφενός να κάνει χρήση της δικαστικής οδού αφού οφείλει να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο) (Το οποίο υποχρεούται να κάνει δεκτή την αίτηση σε κάθε περίπτωση, χωρίς δηλαδή κατ’ εξαίρεση να μπορεί να την απορρίψει επικαλούμενο ενδεχόμενη συνδρομή «προφανώς υπέρτερου συμφέροντος της εταιρείας που δικαιολογεί την μη διεξαγωγή δικαστικού αγώνα) και αφετέρου πρέπει να έχει μεσολαβήσει είτε απόρριψη από το Δ.Σ του αιτήματος για εναγωγή των διαχειριστών είτε υπαίτια βραδύτητα εκ μέρους του ως προς την άσκηση των εταιρικών αξιώσεων, β) Η μειοψηφία των μετόχων, δεν έχει πλέον (σε αντίθεση με το προισχύσαν δίκαιο), τη δυνατότητα να ζητήσει δικαστικό διορισμό ειδικών εκπροσώπων αμέσως και ανεξάρτητα από την όποια στάση του ΔΣ, αλλά τέτοιο δικαίωμα έχει μόνο εάν συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: αφενός το αίτημά της έχει απορριφθεί (εν όλω ή εν μέρει από το Δ.Σ) ή το ΔΣ έχει καθυστερήσει να ανταποκριθεί στο αίτημα για άσκηση της εταιρικής αγωγής ή αδυνατεί (το ΔΣ) να λάβει απόφαση επί της αιτήσεως της μειοψηφίας λόγω αδυναμίας σχηματισμού απαρτίας και αφετέρου πρέπει να μην συντρέχει στην κρινομένη περίπτωση προφανώς υπέρτερο συμφέρον της εταιρείας που να δικαιολογεί την «μη διεξαγωγή δικαστικού αγώνα σε βάρος των μελών του ΔΣ» (Γ.Σωτηρόπουλου, ο.π, σελ.1514, 1515). Η αποδοχή από το δικαστήριο του αιτήματος για διορισμό ειδικού εκπροσώπου καταρχήν προϋποθέτει τη συνδρομή κάποιας από τις περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις του άρθρου 105 παρ.1 στοιχ.α-ε. Σύμφωνα όμως με την εν λόγω διάταξη, ακόμη και εάν όντως συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις της παρ.1 στοιχ.α-ε, το δικαστήριο, δεν είναι υποχρεωμένο να κάνει δεκτό, ή ακριβέστερα, υποχρεούται, κατ` εξαίρεση να μην κάνει δεκτό το αίτημα διορισμού ειδικού εκπροσώπου, εάν κρίνει ότι «συντρέχει προφανώς υπέρτερο συμφέρον της εταιρείας που να δικαιολογεί/επιβάλλει την μη διεξαγωγή δικαστικού αγώνα σε βάρος των μελών του διοικητικού συμβούλιου. Σημειώνεται ότι ο νομοθέτης δεν απαιτεί την απόρριψη του αιτήματος να την δικαιολογεί απλώς το «εταιρικό συμφέρον», όπως στο πλαίσιο του 103 αλλά να συντρέχει «προφανώς υπέρτερο συμφέρον» της εταιρείας, που να δικαιολογεί την μη διεξαγωγή δικαστικού αγώνα σε βάρος των μελών του ΔΣ. Η επίταση της διατύπωσης, ιδίως με την προσθήκη του επιρρήματος «προφανώς» υποδηλώνει την αγωνία του νομοθέτη ότι ο δικαστής οφείλει να προβαίνει σε ιδιαιτέρως φειδωλή χρήση της δυνατότητας να απορρίπτει την αίτηση για διορισμό ειδικού εκπροσώπου, όταν συντρέχει κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 105 παρ.1 α-ε περίπτωση. Ο νομοθέτης υποδεικνύει λοιπόν στον δικαστή να απορρίπτει την αίτηση, μόνο εάν μετά από πλήρη αξιοποίηση της αποδεικτικής διαδικασίας, ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται ότι η απόρριψη δικαιολογείται/επιβάλλεται από το εταιρικό συμφέρον. Όπως μάλιστα σηματοδοτεί η ίδια η διατύπωση του άρθρου 105 παρ.2 εδ.γ, δεν βαρύνονται οι αιτούντες μέτοχοι μειοψηφίας με το βάρος επίκλησης και απόδειξης της μη συνδρομής «προφανώς υπέρτερου συμφέροντος», αλλά απεναντίας τη συνδρομή του πρέπει να επικαλεσθούν και να αποδείξουν τα κατονομαζόμενα στην αίτηση μέλη του ΔΣ είτε η ίδια η εταιρεία, στους οποίους ο νόμος με ρητή πρόβλεψή του (άρ. 105 παρ.2 εδ. α) επιτάσσει να κοινοποιείται η αίτηση, παρέχοντάς τους με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα να παρέμβουν στην οικεία δίκη και να προβάλλουν έναν τέτοιο ισχυρισμό, που θα κληθούν και να αποδείξουν (Γ.Σωτηρόπουλου, ο.π. σελ.1518, 1519, 1533). Το ως άνω άρθρο 105 είναι το αναγκαίο λειτουργικό συμπλήρωμα των άρθρων 103 και ιδίως του άρθρου 104, προκειμένου να πραγματωθεί η ευθύνη των μελών του ΔΣ, Προαπαιτούμενο για να τεθεί σε κίνηση η προβλεπόμενη στο άρθρο 105 διαδικασία διορισμού ειδικού εκπροσώπου είναι να έχει ήδη κληθεί σε εφαρμογή το άρθρο 104 (αίτημα μετόχων προς το ΔΣ για άσκηση αγωγής) και βέβαια για να τεθεί σε εφαρμογή το άρθρο 105 θα πρέπει παραπέρα η κινηθείσα από τους μετόχους διαδικασία του άρθρου 104 (για εναγωγή των διοικητών) να μην έχει τελεσφορήσει. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η διαδικασία του άρθρου 105 αφενός τελεί σε σχέση επικουρικότητας σε σχέση προς την διαδικασία του 104 και αφετέρου, όταν η τελευταία παραμένει ατελέσφορη, αποτελεί το αναγκαίο για την προστασία της εταιρείας και της μειοψηφίας λειτουργικό της συμπλήρωμα. Η άνω επικουρικότητα εξηγείται από το γεγονός, ότι τον κίνδυνο να παραμείνει κενό γράμμα η διαδικασία εσωτερικής ευθύνης των εταιρικών διοικητών, ο νομοθέτης επιλέγει συνειδητά και ευλόγως να τον τιθασεύσει με τον τρόπο εκείνο, που επιφέρει τη μικρότερη δυνατή κάμψη της συνταγματικά κατοχυρωμένης (οργανωτικής) αυτονομίας του νομικού προσώπου (άρθρ. 5 παρ. 1 Συν και ειδικό σε ό,τι αφορά τα σωματεία άρθρ. 12 Συν), αυτονομίας, που περιλαμβάνει και την κατανομή των αρμοδιοτήτων ανάμεσα στα όργανά του. Και τούτο, γιατί όπως προσφυώς έχει ειπωθεί, με αφορμή την επίσης δοτή προσωρινή διοίκηση του άρθρου 69 ΑΚ, οι ετερόνομες παρεμβάσεις στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αυτονομία (αυτοδιοίκηση) του νομικού προσώπου (έστω και με τις δικαστικές εγγυήσεις) είναι επιτρεπτές, μόνο στο βαθμό που αυτές είναι απολύτως αναγκαίες (βλ. Ασπρογέρακα-Γρίβα, Έλλειψη διοικήσεως, 98 επ., Δωρή, ΧρΙΔ 2002, σελ.868, σημ. 16, Γ.Σωτηρόπουλος, ΔΕΕ 1997, 1 145 επ., ΑΠ 189/2018 ΝΟΜΟΣ: «Η παρέμβαση αυτή του δικαστηρίου στην αυτονομία του νομικού προσώπου έχει προσωρινό και εξαιρετικό χαρακτήρα»). Έτσι, μέσω του άρθρου 104, εξαντλείται πρώτα κάθε δυνατότητα να διασφαλιστεί η άσκηση της αγωγής χωρίς να παρακαμφθεί το Δ.Σ ως το όργανο που είναι με βάση το νόμο κατά βάση αρμόδιο (και υποχρεωμένο βάσει του άρθρ. 103) να ασκεί τις αξιώσεις της ΑΕ, μεταξύ των άλλων, και τις αξιώσεις αποζημίωσης που βάσει του 102 παρ. 1 στρέφονται κατά των εταιρικών διοικητών και, κυρίως, να μην υποκαθίσταται λειτουργικά ένα αιρετό εταιρικό όργανο (το Δ.Σ εν προκειμένω) από ένα δοτό όργανο διοίκησης, όπως είναι ο δικαστικά διοριζόμενος ειδικός εκπρόσωπος. Και μόνο όταν η εκπροσώπηση του νομικού προσώπου (κατά την άσκηση της εταιρικής αγωγής και τη διεξαγωγή της επακόλουθης δίκης) από το αιρετό όργανο εκπροσώπησης οδηγεί σε αδιέξοδο, τότε μόνο ανοίγει ο δρόμος, μέσω του άρθρου 105, στους μετόχους να επιβάλουν την πραγμάτωση της εσωτερικής ευθύνης των εταιρικών διοικητών μέσω του δικαστικού διορισμού ενός τρίτου ως διαχειριστικού οργάνου της εταιρείας με αποκλειστική αλλά περιορισμένης εμβέλειας εξουσία (την έναρξη και διεξαγωγή της δίκης).
Κατά το άρθρο 69 ΑΚ, όπως αυτό είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 1 § 1 ΙΜ.4055/2012 και ίσχυε κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο «καθένας που διαθέτει έννομο συμφέρον έχει δικαίωμα να προκαλέσει το δικαστικό διορισμό προσωρινής διοικήσεως νομικού προσώπου στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις: α) αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη διοίκηση του νομικού προσώπου και β) αν τα συμφέροντά τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου. Κατά την διάταξη αυτή, καθένας που έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να προκαλέσει τον διορισμό από το δικαστήριο προσωρινής διοίκησης νομικού προσώπου, αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη διοίκηση ή αν τα συμφέροντα τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου (ΟλΑΠ 18/2001 ΑΠ 547/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η διάταξη αυτή, όπως προκύπτει από τη γενικότητα της και λόγω ελλείψεως ειδικής ρύθμισης στον ΚΝ 2190/1920 και ήδη Ν.4548/2018, (με έναρξη ισχύος από 1/1/2019), ισχύει και για το διοικητικό συμβούλιο ανώνυμης εταιρίας, με την έννοια ότι κάθε μέτοχος της ανώνυμης εταιρείας έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει τον μεταβατικό διορισμό μελών του διοικητικού της συμβουλίου στις προαναφερόμενες δύο περιπτώσεις (ΟλΑΠ 18/2001, ΑΠ 547/2019, ΑΠ 538/2008, ΣΤΕ 1356/2019, ΕφΑΘ 1829/2012, ΕφΑΘ 4238/2010, ΕφΠειρ 198/2011, ΕφΠειρ 29/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η παραπάνω διάταξη (69 ΑΚ) είναι γενική και επικουρική έναντι των ειδικών διατάξεων του ΚΝ 2190/1920 και ήδη (από 1/1/2019) Ν.4548/2018 δεδομένου ότι σκοπός της εισαγόμενης με αυτήν ρύθμισης δεν είναι η άσκηση από τα δικαστήρια εποπτείας σε αυτούς που διοικούν τα νομικά πρόσωπα και η φαλκίδευση, με την παρεμβολή της δικαστικής κρίσης, της αυτονομίας της βουλήσεως του αρμόδιου για την εκλογή των διοικούντων κυριαρχικού οργάνου του νομικού προσώπου, αλλά ο περιορισμός του δικαστηρίου μόνο στη διάγνωση της ανυπαρξίας της διοίκησης από λόγους πραγματικούς ή νομικούς και της ύπαρξης περίπτωσης σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ των προσώπων της διοίκησης και του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας (ΕφΠειρ 29/2010, ΕφΠειρ 1068/2007, ΕφΘεσ 919/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η δικαστική κρίση, στο πλαίσιο της διατάξεως του άρθρου 69 ΑΚ, οριοθετείται με αυστηρό τρόπο από τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 Συντ.), η οποία στο εταιρικό δίκαιο εξειδικεύεται με τις αρχές της προσωρινότητας, της φειδούς και επικουρικότητας για την εξυπηρέτηση των καλώς νοουμένων συμφερόντων του νομικού προσώπου (Αντωνόπουλος, Δίκαιο ΑΕ και ΕΠΕ, εκδ. 2008, σελ.375). Η αναλογικότητα προϋποθέτει όχι μόνο καταλληλότητα αλλά και αναγκαιότητα των επιβαλλόμενων μέτρων, δηλαδή την αναζήτηση του ηπιότερου μέσου. Με την πιο πάνω διάταξη, που έχει εξαιρετικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι ο διορισμός προσωρινής διοίκησης συνιστά επέμβαση στην αυτονομία των νομικών προσώπων, που επιτελείται ως λύση ανάγκης (ΑΠ 1430/1987 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επιδιώκεται η προστασία των συμφερόντων του νομικού προσώπου και των τρίτων προσώπων (εταίρων, πιστωτών) που σχετίζονται με αυτό, αλλά και του ευρύτερου συνόλου, ενόψει της σημασίας που έχουν τα νομικά πρόσωπα και ιδιαίτερα οι εμπορικές εταιρίες, ως μέσο άσκησης οικονομικής δραστηριότητας (ΑΠ 561/2018, ΑΠ 765/2005,ΕφΑΘ 1892/2012, ΕφΑΘ 238/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εφαρμογή του άρθρου 69 ΑΚ στην ανώνυμη εταιρεία καταλήγει στον διορισμό προσωρινού διοικητικού συμβούλιου (Ε.Περάκη, Το δίκαιο της ΑΕ, τόμος γ’, σελ.50). Εξάλλου, έλλειψη διοικήσεως της ανώνυμης εταιρείας και συνεπώς περίπτωση διορισμού προσωρινού διοικητικού της συμβουλίου υπάρχει όταν λείπουν τα απαιτούμενα για τη συγκρότηση του διοικητικού συμβουλίου μέλη, καθώς και όταν το διοικητικό συμβούλιο εκλέχθηκε με ανυπόστατη ή άκυρη απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων, κατά τα άρθρα 35β και 35γ ΚΝ. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών», όπως τροποποιήθηκαν με τον Ν.3604/2007 (ΟλομΑΠ 18/2001, ΑΠ 1392/2014, ΑΠ 547/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ σύγκρουση συμφερόντων του νομικού προσώπου με εκείνα των μελών της διοίκησης αυτού υπάρχει όχι μόνο στις περιπτώσεις όπου από συγκεκριμένες νομικές διατάξεις προκύπτει νομική αδυναμία μέλους του διοικητικού συμβουλίου να συμμετάσχει στη λήψη ορισμένης απόφασης, αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση κατά την οποία τα διοικούντα πρόσωπα έχουν δικό τους ατομικό συμφέρον, αντίθετο προς αυτό του νομικού προσώπου και συνεπώς κωλύονται να το αντιπροσωπεύσουν, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται στην πραγματικότητα ενεργός υπέρ των συμφερόντων του νομικού προσώπου διοίκηση, όπως όταν μέλη του Δ,Σ. της εταιρίας είναι και μέλη του Δ.Σ άλλης ανταγωνιστικής εταιρίας (ΑΠ 765/2000). Σύγκρουση συμφερόντων υφίσταται ιδιαίτερα στις περιπτώσεις των άρθρων 66 και 235 ΑΚ, δηλαδή επί συνάψεως συμβάσεως των διοικούντων προσώπων ατομικώς με το νομικό πρόσωπο ή επί μονομερούς δικαιοπραξίας απευθυντέας προς αυτό καθώς και επί εγέρσεως και διεξαγωγής οποιοσδήποτε φύσεως δίκης, λόγω διαφοράς αυτών με το νομικό πρόσωπο και γενικά όταν ο διοικητής του νομικού προσώπου ή μέλος της διοίκησής του παραβαίνει την υποχρέωση πίστης που αυτονόητα υπέχει έναντι αυτού (288 ΑΚ), είτε επιδιώκει ίδιον ή αλλότριο συμφέρον, αντίθετο προς εκείνο του νομικού προσώπου (ΑΓΙ 547/2019, ΑΓΙ 1392/2014, ΑΠ 538/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τη θεωρία όσο και τη νομολογία έχει απασχολήσει ιδιαίτερα ο «σύνδεσμος» μεταξύ του άρθρου 69 ΑΚ και του άρθρου 22β παρ. 3 του Κ.Ν 2190/1920 και ήδη αντίστοιχο νέο άρθρο 105 Ν.4548/2018. Ειδικότερα, καταρχήν υποστηρίζεται ότι παρ.3 του άρθρου 22β αποτελεί lex specials σε σχέση με εκείνη του άρθρου 69 ΑΚ και συνεπώς , όταν ζητείται ο διορισμός προσωρινής διοίκησης επειδή τα συμφέροντα της εταιρίας συγκρούονται με τα συμφέροντα των διοικούντων, χωρίς να πρόκειται να ασκηθεί αξίωση της εταιρίας κατά των τελευταίων, τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ και δεν δικαιολογείται η προσφυγή στη διάταξη του άρθρου 22β παρ.3 του ΚΝ 2190/1920 (ΑΠ 1313/1997 ΔΕΕ 1997,1 173, ΕφΠατρ 226/1997 ΔΕΕ 1997,591), ενώ έχει επίσης υποστηριχθεί ότι οι δύο διατάξεις εφαρμόζονται ενδεχομένως παράλληλα. Πράγματι, στο μέτρο που με την καθιέρωση του θεσμού των ειδικών εκπροσώπων επιδιώκεται, όπως προαναφέρθηκε, η αντιμετώπιση της σύγκρουσης συμφερόντων που ανακύπτει εφόσον την εταιρική αγωγή διεξάγουν τα ίδια τα μέλη του ΔΣ κατά των οποίων η αγωγή αυτή στρέφεται, θα μπορούσε να γίνει δεκτή σχέση ειδικότητας της παρ. 3 του άρθρου 22β με το άρθρο 69 ΑΚ, σκοπός του οποίου είναι η αντιμετώπιση περιπτώσεων που τα συμφέροντα μέλους ή μελών του ΔΣ συγκρούονται με εκείνα του νομικού προσώπου της εταιρίας (βλ. Φ.Δωρή, Η σχέση των άρθρων 69 και 22 β παρ.3 ΚΝ 2190/1920, ΧρΙΔΔ 2002, σελ. 885). Η προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 22β ΚΝ 2190/1920 όπως και οι αντίστοιχες νέες διατάξεις των άρθρων 102- 105 Ν.4548/2018, εισάγουν ειδική ρύθμιση έναντι αυτής του άρθρου 69 ΑΚ, συνισταμένη στον διορισμό ειδικού εκπροσώπου, ενώ η διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ προβλέπει τον διορισμό προσωρινής διοίκησης με την έννοια της αντικατάστασης εν όλω ή εν μέρει των μελών του ΔΣ, των οποίων τα συμφέροντα συγκρούονται με εκείνα της εταιρείας. Εφόσον δε, προβλέπεται στον νόμο ειδική ρύθμιση για την άσκηση της εταιρικής αγωγής θα εφαρμοστούν οι σχετικές διατάξεις του νόμου και όχι η ΑΚ 69. Τούτο υπαγορεύεται άλλωστε και από την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (25παρ.1εδ.γ Συντ) η οποία στο εταιρικό δίκαιο εξειδικεύεται με τις αρχές της προσωρινότητας, της φειδούς και της επικουρικότητας (Γνδ Ασπρογέρακα Τριβα, ΕλλΔνη 25.57). Στα πλαίσια αυτά πρέπει να επιδιώκεται η μικρότερη δυνατή επέμβαση στην αυτονομία της διοίκησης των νομικών προσώπων και επομένως, όταν προβλέπεται από τον νόμο άλλος τρόπος άρσης του ανακύπτοντος προβλήματος στην εταιρεία, με μικρότερη επέμβαση στην αυτονομία της διοίκησης, ο διορισμός προσωρινής διοίκησης κατά το άρθρο 69 ΑΚ, δεν είναι επιτρεπτός και πρέπει να αποφεύγεται. Ανεξαρτήτως πάντως της υφιστάμενης μεταξύ των ανωτέρω διατάξεων σχέσης ειδικότητας παρατηρούνται μεταξύ τους ουσιώδεις διαφορές, συνεπεία των οποίων έχουν διαφορετικό πεδίο εφαρμογής, οπότε και εξ αυτού του λόγου δίνεται απάντηση στο παραπάνω ζήτημα. Συγκεκριμένα, κύριος στόχος της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 22β είναι η διασφάλιση άσκησης της εταιρικής αγωγής κατά των μελών του Δ.Σ που ζημίωσαν την εταιρία και η ορθή διεξαγωγή της δίκης και όχι η αντιμετώπιση της σύγκρουσης συμφερόντων των διοικούντων με τα συμφέροντα της εταιρείας, όπως συμβαίνει με το άρθρο 69 ΑΚ, ενώ διαφορετικές είναι επίσης τόσο οι προϋποθέσεις όσο και οι συνέπειες από την εφαρμογή των δύο διατάξεων. Για να τύχει εφαρμογής η παρ. 3 του άρθρου 22β, αναγκαία προϋπόθεση αποτελεί η άσκηση εταιρικής αγωγής, κάτι που δεν ισχύει βεβαίως για το άρθρο 69 ΑΚ, προϋπόθεση εφαρμογής του οποίου αποτελεί είτε η έλλειψη διοίκησης του νομικού προσώπου είτε η ύπαρξη της προαναφερθείσας σύγκρουσης συμφερόντων. Στην περίπτωση θέσης σε ισχύ της παρ.3 του άρθρου 22β, το ΑΣ εξακολουθεί να ασκεί τις αρμοδιότητές του, με μόνη εξαίρεση την διεξαγωγή της δίκης για την εταιρική αγωγή, ενώ εφόσον εφαρμοστεί το άρθρο 69 ΑΚ, ορίζεται προσωρινή διοίκηση, η οποία αντικαθιστά πλήρως το ΔΣ. Ο διορισμένος ειδικός εκπρόσωπος δεν ασκεί διοίκηση της εταιρείας, αλλά, απλώς, κατά παραγκωνισμό του διοικητικού συμβουλίου της, την εκπροσωπεί στη συγκεκριμένη πράξη της εγέρσεως στης αγωγής και την διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα. Γι` αυτό, όταν από τις πράξεις ή παραλείψεις του ΔΣ προκαλείται ζημία στην εταιρία, ενεργοποιείται ο μηχανισμός της εταιρικής αγωγής του άρθρου 22β και όχι το άρθρο 69 ΑΚ (Ε.Περράκη, Το δίκαιο της ΑΕ, σελ.1020, αριθμ.29-32). Επομένως, όταν ανακύπτει ζήτημα ευθύνης των μελών του ΔΣ και συντρέχει περίπτωση άσκησης εταιρικής αγωγής ήτοι η δικαστική άσκηση της αξίωσης της εταιρείας κατά του ζημιώσαντος μέλους ή μελών του Δ.Σ αυτής, έχει προβάδισμα η ειδική διάταξη του 22β (ήδη 105) και πρέπει να ζητείται ο διορισμός ειδικού εκπροσώπου με μόνη αρμοδιότητα την έγερση της αγωγής και την διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα δικαστικού αγώνα και όχι ο διορισμός προσωρινής διοίκησης κατά το άρθρο 69 ΑΚ (Ε.Περράκη, ο.π, πρβλ. ΑΠ 106/2000, ΕφΠατρ 226/1997, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ όταν ανακύπτει σύγκρουση συμφερόντων χωρίς να πρόκειται να ασκηθεί αξίωση της εταιρείας κατά των μελών του ΔΣ τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 69 ΑΚ, για τον διορισμό προσωρινής διοίκησης χωρίς να απαιτείται η προσφυγή στο 22β ΚΝ 2190/1920 (ήδη 104,105 ν.4548/2018), ΜΕφΑθ 5626/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ