Η ΑΠ 339/2021 επιλαμβάνεται της περίπτωση σχετικής ακυρότητας για την εξέταση ως μάρτυρα, προσώπου που είχε αμετάκλητα καταδικασθεί για την υπόθεση που κατέθεσε ως μάρτυρας.
Σχετικές διατάξεις. «Κατά τη διάταξη του άρθρου 510§1 στοιχ. Β’ του ΚΠΔ ως λόγος αναίρεσης της απόφασης μπορεί να προταθεί και η σχετική ακυρότητα που επήλθε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και δεν καλύφθηκε, ενώ κατά τη διάταξη. Περαιτέρω κατά του άρθρου 172§1 ΚΠΔ σχετική ακυρότητα επέρχεται σε κάθε περίπτωση που ο νόμος απαγγέλει ακυρότητα που δεν υπάγεται στις περιπτώσεις του προηγούμενου άρθρου (171 ΚΠΔ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 210 του ίδιου Κώδικα με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο: α), β) και γ) όσοι κηρύχθηκαν αμετακλήτως ένοχοι για την πράξη που εκδικάζεται και αν ακόμη δεν τους επιβλήθηκε ποινή. Η δε εξέταση ενός τέτοιου μάρτυρα στο ακροατήριο παρά την ως άνω απαγόρευση της διάταξης του άρθρου 210 ΚΠΔ προκαλεί ακυρότητα, η οποία είναι σχετική και καλύπτεται, αν δεν προταθεί, μέχρις ότου εκδοθεί για την κατηγορία οριστική απόφαση σε τελευταίο βαθμό (άρθρο 174 §1), ενώ αν προβληθεί από τον κατηγορούμενο που εμφανίσθηκε στη δίκη και προέβαλε παραδεκτώς αντιρρήσεις στην πρόοδό της (άρθρο 174 §2 ΚΠΔ) με ένταση περί μη κατάθεσης ως μάρτυρα στο ακροατήριο προσώπου από τα εμπίπτοντα στις προβλεπόμενες από τη διάταξη του άρθρου 211 ΚΠΔ (ενν.210 νέου ΚΠΔ) περιπτώσεις και η ένταση απορριφθεί από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μπορεί να προβληθεί ως λόγος αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης, κατά το άρθρο 510§1 στοιχ. Β’ του ΚΠΔ. Σε περίπτωση δε που η απορριπτική απόφαση, δεν είναι ειδικά αιτιολογημένη, δοθέντος ότι η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απαιτείται κατά τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ να εκτείνεται όχι μόνο στην κύρια απόφαση για καταδίκη ή απαλλαγή του κατηγορούμενου, αλλά και σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις του Δικαστηρίου, είτε είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, τότε θεμελιώνεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ»
Προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως. «Στην προκειμένη περίπτωση, με τον μοναδικό λόγο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων προσβάλλει την υπ’ αριθμόν 206/15-7-2020 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Δράμας, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας εγγράφου με χρήση αυτού, ισχυριζόμενος ότι εσφαλμένα απορρίφθηκαν από το ως άνω Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο οι αντιρρήσεις τις οποίες παραδεκτώς πρόβαλλε ενώπιόν του, επικαλούμενος σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω εξέτασης ως μάρτυρα του Β. Φ., ο οποίος είχε καταδικασθεί αμετακλήτως με την υπ’ αριθμ. 585/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Δράμας, ως ηθικός αυτουργός στην πράξη της πλαστογραφίας με χρήση για την οποία δικαζόταν ο ίδιος.»
Κρίση των δικαστηρίων της ουσίας επί του προταθέντος λόγου. «Από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Δράμας, δικάζοντος (μετ’ αναίρεση) κατά τη δικάσιμο της 15ης Ιουλίου 2020, ως δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 659/ 31-5-2018 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Δράμας, μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και αφού είχαν ήδη εξετασθεί τρεις από τους τέσσερεις μάρτυρες κατηγορίας, ζήτησε και έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορούμενου, ήδη αναιρεσείοντος, ο οποίος προέβαλε παραδεκτά αντιρρήσεις ως προς την κατάθεση του τέταρτου μάρτυρα του κατηγορητηρίου, Β. Φ., ισχυριζόμενος ότι προκαλείται σχετική ακυρότητα, καθόσον πρόκειται για μη επιτρεπόμενο μάρτυρα, αφού έχει καταδικασθεί με την προσκομισθείσα αμετάκλητη υπ’ αριθμ. 585/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Δράμας για ίδια πράξη για την οποία δικάζεται ο ίδιος. Η ως άνω ένσταση περί σχετικής ακυρότητας της διαδικασίας απορρίφθηκε από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την ακόλουθη, (μετά την παράθεση σχετικής νομικής σκέψης), κατά λέξη, αιτιολογία: “Στην προκειμένη περίπτωση, ο προταθείς ως μάρτυρας Β. Φ. , πράγματι καταδικάσθηκε με την ήδη αμετάκλητη υπ’ αρ. 585/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Δράμας για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία και χρήση πλαστού εγγράφου, ως φυσικός αυτουργός των οποίων (πλαστογραφίας και χρήσης πλαστού) κατηγορείται σήμερα ο παρών κατηγορούμενος, σε διαφορετική διαδικασία (δίκη) από εκείνη κατά την οποία καταδικάσθηκε ο μάρτυρας. Κατά συνέπεια, και σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να απορριφθούν οι προβληθείσες κατά της εξέτασης του μάρτυρα αντιρρήσεις και να διαταχθεί η πρόοδος της δίκης με την εξέταση αυτού”.
Περαιτέρω, από την υπ’ αριθμ. 585/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Δράμας, την οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε ο αναιρεσείων στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, για τη θεμελίωση της υποβληθείσας ενώπιόν του ένστασής του, αλλά και ενώπιον του Αρείου πάγου για τη θεμελίωση του προβληθέντος λόγου αναίρεσης, ο ανωτέρω μάρτυρας Β. Φ. κηρύχθηκε “ένοχος του ότι στη Δράμα την 5.3.2013 ενεργώντας με δόλο, προκάλεσε σε άλλο άτομο με πειθώ παραινέσεις και προτροπές την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη που τέλεσε και δη, να καταρτίσει πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα, να καταρτίσει την υπ’ αριθ. πρωτ. 508/5.3.2013 βεβαίωση μη οφειλής – ασφαλιστικής ενημερότητας η οποία φέρεται ότι εκδόθηκε από το υποκατάστημα Ι.Κ.Α. Δράμας και υπογράφηκε από τον Διευθυντή του καταστήματος, με την οποία βεβαιώνεται ότι ο κατηγορούμενος δεν οφείλει ληξιπρόθεσμες εισφορές για το προσωπικό που απασχολεί η οποία βεβαίωση είναι πλαστή, καθώς ουδέποτε εκδόθηκε από την φερόμενη ως εκδούσα αρχή (ΙΚΑ Δράμας), στη συνέχεια δε ο κατηγορούμενος έκανε χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου προσκομίζοντάς το στο υποκατάστημα Προσοτσάνης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., προέβη δε στην πράξη αυτή με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους της ανωτέρω τράπεζας σχετικά με το έχον έννομες συνέπειες γεγονός, ότι για το ανωτέρω χρονικό διάστημα δεν είχε οφειλές προς το Ι.Κ.Α., προκειμένου να διευθετήσει υπόθεσή του με την τράπεζα, υποβάλλοντας αίτηση στο χρηματοδοτικό κέντρο της τράπεζας (αίτηση ρύθμισης οφειλής για να προχωρήσει η έγκριση της οποίας ήταν απαραίτητο δικαιολογητικό η προσκόμιση ασφαλιστικής, όχι όμως χρεωστικής, ενημερότητας από το Ι.Κ.Α.), ενώ γνώριζε ότι δεν μπορούσε να του χορηγηθεί από το Ι.Κ.Α. βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας (μη οφειλής), διότι όφειλε ασφαλιστικές εισφορές (για ΑΜΕ … το ποσό των 1.183,15 ευρώ και για ΑΜΕ … το ποσό των 23.903,45 ευρώ”. Ο δε αναιρεσείων, όπως προκύπτει από το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κηρύχθηκε ένοχος του ότι: “Στη …, στις 5-3-2013, κατάρτισε πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και στη συνέχεια έκανε χρήση του εγγράφου αυτού. Ειδικότερα, κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο ως λογιστής του Β. Φ. του Π., κατάρτισε τη με αριθμό πρωτοκόλλου … Βεβαίωση Μη οφειλής- Ασφαλιστικής Ενημερότητας του ΙΚΑ (Υποκατάστημα Δράμας), σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας ο Β. Φ. του Π. που διατηρεί φαρμακείο στην …, επί της …, με αριθμό φορολογικού μητρώου …, δεν οφείλει ληξιπρόθεσμες εισφορές για το προσωπικό του και ισχύει επί έξι μήνες από την έκδοσή της, ενώ στην πραγματικότητα αφενός δεν είχε εκδοθεί η ανωτέρω βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας από το Ι.Κ.Α. Δράμας, καθώς σύμφωνα με το με αριθμό πρωτοκόλλου … έγγραφο του Ι.Κ.Α. Δράμας ο ανωτέρω όφειλε στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ το ποσό των 1.183,15 ευρώ, αφετέρου με τον αριθμό πρωτοκόλλου … είχε εκδοθεί ασφαλιστική ενημερότητα για τον αριθμό φορολογικού μητρώου … που ανήκε στο φυσικό πρόσωπο με στοιχεία ταυτότητας Η. Π. Λ.. Στη συνέχεια, έκανε χρήση του ως άνω πλαστού εγγράφου προσκομίζοντάς το, μεταξύ άλλων δικαιολογητικών εγγράφων που απαιτούνταν για τη ρύθμιση δανείου του εντολέα του Β. Φ., στην υπάλληλο του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος στην …, Π. Σ., προκειμένου να την παραπλανήσει σχετικά με τη γνησιότητα του κρίσιμου εγγράφου και να προβεί αυτή στη ρύθμιση του προαναφερθέντος δανείου”.
Απόφαση του Αρείου Πάγου επί του λόγου αναιρέσεως. «Από την αντιπαραβολή των προαναφερόμενων διατακτικών ευθέως και σαφώς συνάγεται ότι ο μεν αναιρεσείων ήταν κατηγορούμενος ως αυτουργός της πράξης της πλαστογραφίας με χρήση (για την οποία και καταδικάστηκε), ο δε εξετασθείς ως μάρτυρας είχε αμετακλήτως καταδικασθεί για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία με χρήση ”άλλου ατόμου”, δηλαδή, μη προσδιορισμένου φυσικού αυτουργού και κατά συνέπεια δεν πρόκειται για την εκδικαζόμενη κατά τη δίκη που αφορά η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πράξη, ελλείποντος δε του δεσμού συμμετοχής, κατά την έννοια των άρθρων 45-47 ΠΚ, μεταξύ των δύο αυτών προσώπων (αναιρεσείοντος και μάρτυρος), δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 210 περ. γ του ΚΠΔ και επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, νομίμως εξετάσθηκε στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου ο ως άνω μάρτυρας και κατά συνέπεια το δικάσαν Δικαστήριο, που απέρριψε την προβληθείσα από τον συνήγορο του αναιρεσείοντος ένσταση περί ακυρότητας της διαδικασίας για τον ανωτέρω λόγο και τον εξέτασε, δεν υπέπεσε στην από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Β’ του ΚΠΔ πλημμέλεια της σχετικής ακυρότητας, λόγω εξέτασης του ως άνω μάρτυρα, μετά την απόρριψη με την ανωτέρω παρεμπίπτουσα απόφαση των σχετικών αντιρρήσεων του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου, περί μη εξέτασής του. Και τούτο ανεξάρτητα από την έννοια της διάταξης του άρθρου άρθρου 210 περ. γ του ΚΠΔ, την οποία το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο προσέδωσε, με την αιτιολογία της απορριπτικής των ως άνω αντιρρήσεων απόφασής του, καθόσον πρόκειται για ερμηνεία δικονομικής διάταξης, που δεν υπάγεται ούτε ιδρύει οποιοδήποτε από τους προβλεπόμενους στη διάταξη του άρθρου 510 ΚΠΔ αναιρετικούς λόγους, ούτε επιδρά στην κρίση ότι δεν επρόκειτο για μη εξεταστέο μάρτυρα. Κατόπιν τούτων ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Β’ του ΚΠΔ, περί σχετικής ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί, όπως και η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 §1 του ΚΠΔ), καθώς και τα έξοδα του παρασταθέντος ως υποστηρίζοντος την κατηγορία, (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ’ αριθμόν 1/2020 από 23-7-2020 αίτηση του Α. Μ. του Β., κατοίκου … (οδός …, αριθ, ..) για αναίρεση της υπ’ αριθμόν 206/15-7-2020 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Δράμας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, καθώς και στα έξοδα του παραστάντος ως υποστηρίζοντος την κατηγορία, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.»
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ